Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 841 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου), Συρροή εγκλημάτων.




Περίληψη:
Πότε υπάρχει φαινομένη συρροή μεταξύ φοροδιαφυγής και πλαστογραφίας. Αιτιολογημένη καταδίκη για πλαστογραφία μετά χρήσεως. Απορρίπτει.





Αριθμός 841/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Πανταζή, περί αναιρέσεως της 654/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείου Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 20/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, η δε χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που να το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες μπορεί να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο. Περαιτέρω, φαινομένη κατ' ιδέαν συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 94 ΠΚ περί συρροής εγκλημάτων, υπάρχει όταν εμφανίζονται κατ' αρχήν, για την ίδια ή περισσότερες αξιόποινες πράξεις, περισσότεροι ποινικοί νόμοι ως εφαρμοστέοι, πλην όμως από τη λογική και αξιολογική σχέση μεταξύ τους προκύπτει ότι τελικά ένας από αυτούς είναι εφαρμοστέος, ο οποίος, έτσι, αποκλείει την εφαρμογή των λοιπών, που φαινομενικά μόνο συρρέουν. Με την έννοια αυτή φαινομένη κατ' ιδέαν συρροή υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση (αντικειμενική και υποκειμενική) της αξιόποινης πράξεως και τελούν μεταξύ τους σε σχέση γενικού και ειδικού, οπότε ισχύει η αρχή της ειδικότητας, κατά την οποία ο ειδικός νόμος αποκλείει την εφαρμογή του γενικού με βάση τον κανόνα "τα ειδικά των γενικών επικρατέστερα". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 το έγκλημα της φοροδιαφυγής, τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, διαπράττει και όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου. Η ειδική αυτή διάταξη, που αναφέρεται στην αξιόποινη φοροδιαφυγή, αποκλείει την εφαρμογή της γενικής περί πλαστογραφίας διατάξεως του άρθρου 216 Π.Κ. Αν, όμως, η κατάρτιση των πλαστών φορολογικών στοιχείων κατατείνει όχι μόνον στη φοροδιαφυγή, αλλά και στην παράνομη ωφέλεια ή βλάβη τρίτων ή στην πρόκληση και άλλης περαιτέρω ζημίας του Δημοσίου ή στον προσπορισμό και άλλου οφέλους του δράστη, εκτός από τη μείωση ή αποφυγή της φορολογικής επιβαρύνσεώς του, τότε η ειδική διάταξη περί αξιόποινης φοροδιαφυγής δεν εκτοπίζει τη γενική περί πλαστογραφίας διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ, ούτε αποκλείει την εφαρμογή της, διότι τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της φοροδιαφυγής στην περίπτωση αυτή δεν συμπίπτουν με εκείνα της πλαστογραφίας, η οποία, πέραν των στοιχείων της φοροδιαφυγής, περιέχει και άλλη ποινικώς κολάσιμη δραστηριότητα αυτού (δράστη).Περαιτέρω σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις στις οποίες θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατ' είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή των διατάξεων αυτών, που συνιστά τον, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε. Περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 654/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, που δίκασε κατ' έφεση, η ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη κηρύχθηκε ένοχη πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και, αφού αναγνωρίσθηκε το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α' ΠΚ, της επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών, ανασταλείσα. Η προσβαλλόμενη απόφαση στην αιτιολογία της, συμπληρούμενη και από το διατακτικό της, δέχθηκε ότι, από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν, τα εξής: "Η κατηγορουμένη στο ....... Κορινθίας, την 1-3-2000, 28-3-2000 και 3-4-2000, σε έντυπα φορολογικά στοιχεία που ήταν απομίμηση γνησίων και δη σε τρία δελτία αποστολής -τιμολόγια για πώληση αγαθών, ήτοι στα φέροντα αύξοντα αριθμό και ημερομηνία εκδόσεως ......, ...... και ........., έθεσε αφενός μεν ανάγλυφη σφραγίδα την επωνυμία της εδρεύουσας στη Λιβαδειά εταιρείας με την επωνυμία "ΒΟΙΩΤΙΑ ΜΑΡΚΕΤ ΑΒΕΕ", αφετέρου δε και υπό την έντυπη ένδειξη "ΕΚΔΟΣΗ" δυσανάγνωστη υπογραφή ως δήθεν προερχομένη από τον εκπρόσωπο της εταιρείας αυτής με σκοπό να παραπλανήσει με την καταχώρισή τους στα φορολογικά της βιβλία, πράγμα το οποίο έπραξε, τα αρμόδια για τον έλεγχο όργανα των οικονομικών υπηρεσιών του Κράτους σχετικά με το γεγονός ότι η εν λόγω εταιρεία δήθεν πώλησε σ'αυτήν (κατηγορουμένη) με τα .... και ..... στοιχεία 20.000 και 23500 κιλά γλυκάνισο αντί χρηματικού ποσού 16.400.000 και 19270.000 δραχμών αντίστοιχα και με το στοιχείο 711, 16.500 κιλά ζάχαρης αντί του χρηματικού ποσού των 4.372.500 δρχ. και ως εκ τούτου οι συναλλαγές ήταν πραγματικές και όχι εικονικές. Πρέπει να τονιστεί ότι η κατηγορουμένη δεν είχε κάποια συναλλαγή με την ως άνω εταιρεία αλλά ούτε και θα μπορούσε να έχει αφού η εταιρεία αυτή είχε μικρό τζίρο και βρισκόταν σε εκκαθάριση και δεν θα μπορούσε να τις πουλήσει τις ποσότητες ζάχαρης και ιδίως του γλυκάνισου που αναφέρονται στα επίδικα τιμολόγια. Σημειώνεται εδώ ότι ο γλυκάνισος χρησιμοποιείται σε πολύ μικρές ποσότητες. Εξάλλου η κατηγορουμένη δεν απέδειξε που διέθεσε όλες αυτές τις ποσότητες των ως άνω προϊόντων. Τα τιμολόγια που προσκομίζει δεν είναι βέβαιο ότι αφορούν αυτές τις ποσότητες. Κατόπιν όλων αυτών, πρέπει να κηρυχτεί ένοχη η κατηγορουμένη με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ., διότι μέχρι την τέλεση της ως άνω πράξης, διήγαγε βίο έντιμο (ατομικά, οικογενειακά, κοινωνικά και επαγγελματικά)". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, με αναφορά γενικώς στο είδος τους καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην προαναφερόμενη ουσιαστική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ. την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε εκ πλαγίου. Και τούτο γιατί το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως περιέχει δικές του σκέψεις και δεν αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού της το οποίο άλλωστε για την πράξη αυτή αναφέρεται με πληρότητα και σαφήνεια κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία ούτε δε για την πληρότητα της αιτιολογίας ήταν απαραίτητο να αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο περιήλθαν στην κατοχή της αναιρεσείουσας τα επίδικα τιμολόγια - δελτία αποστολής, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η τελευταία. Οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας που με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επίσης οι συνθήκες υπό τις οποίες κατά τις παραπάνω παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως ενήργησε η αναιρεσείουσα, η οποία με την συμπεριφορά της αυτή πέραν της φοροδιαφυγής του ιδίου του εαυτού της, η πράξη της κατέτεινε και στην βλάβη της εγκαλούσης εταιρείας, που θα υποχρεούτο ν' αποδώσει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. το ποσό του Φ.Π.Α. που εφέρετο ότι καταβλήθηκε από αυτή προς την εγκαλούσα, αυξάνοντας συγχρόνως και το φορολογητέα εισόδημά της, δεν αποκλείουν την εφαρμογή της περί πλαστογραφίας γενικής διατάξεως του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, εφόσον στη περίπτωση αυτή, όπως προαναφέρθηκε, τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της φοροδιαφυγής συρρέουν πραγματικώς και ουχί κατά φαινόμενο. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι, με τους οποίους αποδίδονται στη προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεώς της, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 11 Δεκεμβρίου 2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 654/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.-
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή