Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Συνήγορος κατηγορουμένου, Ποινή, Αναίρεση μερική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Επαρκής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδορκία μάρτυρα. Μερική αναίρεση και παραπομπή για απόλυτη ακυρότητα διότι δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο πριν από την επιβολή της ποινής.
Αριθμός 452/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Γεωργίας Στεφανοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κυριάκο Ροζάκη, για αναίρεση της με αριθμό 9.038/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα τη Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο Λεπίδα.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Ιουλίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.310/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 Π.Κ. με την ποινή της παρ. 1 αυτού τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει.
ΙΙ. 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Στην περίπτωση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα η καταδικαστική απόφαση για να έχει την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή.
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά: "Επί της από 6.4.1998 αγωγής της εγκαλούσας Ψ και της Α (αδελφών) κατά της αδελφής τους Β ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί το δικαίωμα της κυριότητάς τους επί των αναφερομένων σ' αυτή (αγωγή) ακινήτων, επιδόθηκε η υπ' αριθμ. 86/1999 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής η εναγομένη άσκησε έφεση και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 417/2001 απόφαση του Εφετείου Πατρών, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση, υποχρεώθηκαν οι ενάγουσες να αποδείξουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, ότι νεμόταν ξεχωριστά η καθεμιά τα επίδικα ακίνητα (δύο οικόπεδα εκτάσεως 150 μ2 το καθένα, ευρισκόμενα στη θέση "....." της Κοινότητας .....) με διάνοια κυρίου, ενεργώντας όλες τις αρμόζουσες σ' αυτά πράξεις νομής από το έτος 1976 μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως (23.4.2001) και διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από πραγματογνώμονα τοπογράφο - μηχανικό, προκειμένου να γνωμοδοτούσε με τη σύνταξη σχετικού σχεδιαγράμματος για την ακριβή επιφάνεια των ακινήτων. Κατόπιν αυτού διεξήχθησαν αποδείξεις και ο κατηγορούμενος, εξεταζόμενος ως μάρτυρας της συζύγου του - εναγομένης ενώπιον του Ειρηνοδίκου Αθηνών, ως εντεταλμένου δικαστού, κατέθεσε, εκτός άλλων και τα εξής: "Στο επίδικο ακίνητο δεν είχαν νομή οι εφεσίβλητες (ήδη μηνύτριες), νομή είχε μόνο η Β. Η μητέρα της, μετά από εντολή της Β, μάζευε τον ελαιόκαρπο. Εγώ πήγαινα αρκετά συχνά εκεί, μαζεύαμε σύκα, χόρτα, λεμόνια, λουλούδια, πορτοκάλια κλπ". Τα ανωτέρω όμως κατατεθέντα ήταν ψευδή, καθόσον αποδείχτηκε ότι τη νομή των επιδίκων ακινήτων δεν την είχε μόνο η σύζυγός του Β, αλλά και η μητέρα της Γ και οι άλλες αδελφές της Ψ και Α. Τούτο, εκτός από τις καταθέσεις των πρωτοδίκως αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, εξετασθέντων μαρτύρων, προκύπτει και από την αναγνωσθείσα αριθμ. 816/2003 απόφαση του Εφετείου Πατρών, στην οποία αναφέρεται ότι με την υπ' αριθμ. ..... δήλωση αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Αιγίου Γεωργίου Γεωργοπούλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, τόσο οι ενάγουσες, όσο και η εναγομένη (σύζυγος του κατηγορουμένου), προς διόρθωση της υπ' αριθμ. ..... δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας, δήλωσαν ότι τα ακίνητα αυτά της κληρονομίας δεν περιλαμβάνονται στην εγκατάστασή τους με τη διαθήκη του συζύγου και πατέρα τους, αλλά περιήλθαν σ' αυτές, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου. Επίσης στην απόφαση αυτή αναφέρεται ότι δεν αποδείχτηκε ότι από το έτος 1976 είχε λάβει χώρα άτυπη διανομή και ότι καθεμία από τις αδελφές νεμόταν ξεχωριστό κομμάτι και έγινε κυρία με έκτακτη χρησικτησία. Το ότι, από το θάνατο του δικαιοπαρόχου τους οι ανωτέρω νεμόταν από κοινού τα ως άνω ακίνητα και όχι ξεχωριστό τμήμα η καθεμιά δέχτηκε και η επίσης αναγνωσθείσα υπ' αριθμ. 175/2006 απόφαση του Εφετείου Πατρών, που εκδόθηκε επί ασκηθείσας εφέσεως του κατηγορουμένου, της συζύγου του Β και του Δ κατά των : Γ, Ψ και Α και της υπ' αριθμ. 32/2004 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, η οποία εκδόθηκε επί αγωγή των εφεσιβλήτων περί διαταράξεως της συννομής τους επί των επιδίκων εκ μέρους των εναγομένων. Περαιτέρω αποδείχτηκε, ότι ο κατηγορούμενος κατέθεσε τα προαναφερόμενα εν γνώσει του ψευδή, αφού γνώριζε, λόγω της σχέσεώς του με τη Β ποιά ακίνητα νεμόταν αυτή ξεχωριστά και ότι δεν νεμόταν αποκλειστικά η ίδια τα πιο πάνω επίδικα, αλλά ως συννομέας με τη μητέρα και τις αδελφές της. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι το ακίνητο εμβαδού 300 μ2, στο οποίο είχαν εγκατασταθεί οι τρείς αδελφές σε έκταση 100 μ2 η καθεμία (βλ. την αναγνωσθείσα υπ' αριθμ. 1/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγίου) είναι διαφορετικό των επιδίκων και δεν εδημιουργείτο σύγχυση. Κατόπιν αυτών, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως για την οποία κατηγορείται, ως και πρωτοδίκως".
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδονται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, ενώ εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 224 παρ.2,1 του Π.Κ την οποία ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και ειδικότερα ιδιαιτέρως αιτιολογείται στην απόφαση το στοιχείο της γνώσης του κατηγορουμένου περί των ψευδώς κατατεθέντων. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να γίνεται αξιολογική σύγκριση των αποδεικτικών μέσων τα οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ούτε να διαλαμβάνεται στην απόφαση τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι είναι αληθή όσα κατέθεσε και το αντίθετο δεν προκύπτει από την κατάθεση του μάρτυρα και περαιτέρω η αιτίαση με αναφορά στις καταθέσεις μαρτύρων και στη μήνυση των εγκαλουσών το περιεχόμενο των οποίων κατά διαφορετικό τρόπο αξιολογεί, είναι απαράδεκτη διότι υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττει την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου.
Συνεπώς, οι περί ελλείψεως αιτιολογίας 4ος, 6ος και 7ος λόγοι αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Απορριπτέος ως απαράδεκτος είναι και ο 2ος δεύτερος λόγος για μη παράθεση του άρθρου του ποινικού νόμου που εφαρμόσθηκε, αφού η έλλειψη αυτή δεν θεμελιώνει πλέον λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, η διάταξη δε την οποία εφήρμοσε η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκείνη που παρατίθεται στην παρούσα.
ΙV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιό αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε το συγκεκριμένο έγγραφο και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει την ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ ως άνω δικαιώματά του, ως προς το περιεχόμενό του. Η αναγραφή όμως στα πρακτικά των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο του δικαστηρίου εγγράφων, όχι με όλα τα στοιχεία της ταυτότητος και το περιεχόμενό τους, αλλά μόνο με τα στοιχεία εκείνα που είναι αρκετά για τον προσδιορισμό τους, δεν δημιουργεί ακυρότητα και συνεπώς δεν ιδρύει τον άνω λόγο αναιρέσεως, διότι εφόσον στην πραγματικότητα συντελέστηκε η ανάγνωση των εγγράφων παρασχέθηκε στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις ή εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο, δεδομένου μάλιστα ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο, με τον οποίο παρατίθενται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά από το εάν ανεγνώσθησαν πράγματι ή όχι. Τέλος, οι φωτογραφίες και τα σχεδιαγράμματα δεν "αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, ύστερα από επίδειξή τους για τον σκοπό αυτόν από τον διευθύνοντα τη συζήτηση. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων επικαλείται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο υπό τους αύξοντες αριθμούς 7, 8, 9, 10, 11, 18, 19 έγγραφα ήτοι α) την υπ' αριθμ. 8843 σύσταση πραγματικής δουλείας, β) έκθεση πραγματογνωμοσύνης, γ) σχεδιάγραμμα, δ) νομολογίες του Αρείου Πάγου, ε) φωτογραφία, στ) Προτάσεις, ζ) έφεση Β των οποίων δεν προκύπτει η ταυτότητα. Η αιτίαση αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, διότι, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα , τα αναγνωσθέντα έγγραφα προσδιορίζονται επαρκώς, ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά τους και περί του ότι αυτά ανεγνώσθησαν. Περαιτέρω δε, όταν στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, αναγράφεται υπό τον αριθμό 9, ότι αναγνώσθηκε σχεδιάγραμμα και υπό τον αριθμό 11 φωτογραφία, είναι προφανές ότι η αναγραφή αυτή δεν τίθεται κατά κυριολεξία, αλλά με την παραπάνω έννοια της επισκόπησης αυτών, από τους παράγοντες της δίκης, μετά προηγούμενη επίδειξή τους. Κατ' ακολουθίαν, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, συναφείς τρίτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
V. Κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδάφ. δ' του Κ.Π.Δ ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε εκείνες μόνο τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς δηλαδή να απαιτείται και προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Έτσι, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, γιατί παραβιάζεται το από το άρθρο 369 παρ.3 Κ.Π.Δ δικαίωμα του κατηγορουμένου να ομιλεί τελευταίος, όταν το δικαστήριο, μετά την κήρυξή του ως ενόχου, κατά τη συζήτηση για την επιβολή της ποινής παραλείψει να δώσει τον λόγο στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του για να εκφρασθεί σχετικώς. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα να προτείνει επί της επιβλητέας ποινής και εκείνος πρότεινε την επιβολή ποινής τεσσάρων μηνών, το δικαστήριο δε, χωρίς να δώσει τον λόγο στον κατηγορούμενο επέβαλε σ' αυτόν την άνω ποινή των τεσσάρων μηνών. Κατά τούτο και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ως προς την διάταξη προσβαλλόμενης αποφάσεως για την επιβολή ποινής επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να δίνει δεκτός.
Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την παραπάνω διάταξή της, κατά τούτο δε και μόνο πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 9.038/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και μόνο κατά την περί ποινής διάταξη αυτής.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ