Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αντίσταση κατά της αρχής, Πλάνη.
Περίληψη:
Αντίσταση. Αναιρείται η απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, τόσο για την κατηγορία, όσο και για τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης του κατηγορουμένου (ΑΠ 247/2008). Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 2198/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστομένη Τζαννετή, για αναίρεση της με αριθμό 5569/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 27/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, συντρέχει όταν στην καταδικαστική απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της αποφάσεως, στο οποίο ως λογικό συμπέρασμα καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο όλο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά που αναγράφονται στο διατακτικό της αποφάσεως. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς· ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και εκείνος της πραγματικής πλάνης, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμ. 5569/2007 απόφαση του, το κατ' έφεση δίκασαν Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών καταδίκασε τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, για παράβαση του άρθρου 167 παρ. 1 του ΠΚ. Ως αιτιολογία της αποφάσεως του, το δικαστήριο διέλαβε τα εξής, κατά λέξη: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάσθηκαν ενόρκως, στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα θεμελιούντα την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξεως της αντιστάσεως πραγματικά περιστατικά, τα οποία σαφώς προκύπτουν από τις πειστικές και μετά λόγου γνώσεως καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων κατηγορίας .... και ......, υπαλλήλων της Επιθεώρησης Εργασίας, οι οποίες (κατάθεσεις) δεν αναιρούνται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της πράξεως της αντιστάσεως που κατηγορείται ότι διέπραξε, απορριπτόμενου ως αβασίμου του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί πραγματικής πλάνης...". Η αιτιολογία όμως αυτή, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη νομική σκέψη, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά ασαφής, ελλιπής και εντελώς τυπική, αφού δεν αναφέρει τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία για το έγκλημα της αντίστασης του κατηγορουμένου κατά των υπαλλήλων της Επιθεώρησης εργασίας, για το οποίο κηρύχθηκε αυτός ένοχος, ούτε το νόμιμο της ενέργειας των άνω υπαλλήλων και αν έγινε χρήση βίας ή απειλή βίας κατ' αυτών και με ποιά μορφή αυτή εκδηλώθηκε, ούτε τις νομικές σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στη διάταξη που εφαρμόστηκε, και οι ελλείψεις αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο, άλλωστε, δεν παραπέμπει το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επίσης, ουδόλως αιτιο-λογείται η απόρριψη του παραδεκτά προβληθέντος εκ μέρους του συνηγόρου του κατηγορουμένου κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο αυτοτελούς ισχυρισμού περί πραγματικής πλάνης του. Επομένως, κατά παραδοχή των συναφών από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγων αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (αρθρ. 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 5569/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Οκτωβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 20 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ