Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Τοκογλυφία.
Περίληψη:
Τοκογλυφία κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ΄ εξακολούθηση. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και επαρκής αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 698/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ....., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 650/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαΐου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1070/2008.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 424/15.9.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§1 και 4, 138 §2β, 485 §1 Κ.Π.Δ., την υπ' αρ. 106/30-5-2008 (ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών) αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατ. ....., κατά του υπ' αρ. 650/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα:
Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 3488/2007 βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενο εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για τοκογλυφία κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (αρ. 13 στ', 14, 98, 404 §§1,2,3 Π.Κ. ως η παρ. 3 αντικ. με άρθρο 14 §8β Ν.2721/99). Κατά του προαναφερθέντος βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση και εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο αφ' ενός έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη για μερικότερες πράξεις που είχαν τελεσθεί μέχρι την 3-6-1999, αφ' ετέρου απερρίφθη κατ' ουσίαν η έφεσή του ως προς τις λοιπές πράξεις, και επανεδιετυπώθη η κατηγορία.
ΙΙ) Το εν λόγω βούλευμα επεδόθη εις μεν τον αντίκλητο δικηγόρο του κατηγορουμένου κ. Σίνο την 14-5-2008, εις δε τον κατηγορούμενο την 20-5-2008 και συνεπώς η έφεση ως ασκηθείσα την 30-5-2008 είναι εμπρόθεσμη και νομότυπη (αρ. 473 §1, 474 §1 Κ.Π.Δ.) είναι επίσης παραδεκτή διότι περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους το δε βούλευμα υπόκειται σε αναίρεση (αρ. 474 §2, 482 §1α Κ.Π.Δ.). Λόγοι που επικαλείται είναι της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, υπέρβαση εξουσίας (σελ. 4 επόμενα αιτήσεως αναιρέσεως), ως προς δε τον τελευταίο λόγο (υπερβάσεως εξουσίας) παρατηρούμε ότι στην κρινομένη γίνεται απλή αναφορά του χωρίς οιονδήποτε προσδιορισμό. III) α) Η απαιτούμενη από τα αρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν οι αποχρώσες ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2090/2005 Α.Καρρά Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο έκδοση 2006 σελ. 893).
Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π. Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π. 2168/05 Π. Δ/σύνη 2006/732).
β) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει. Εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχτηκε στην διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 9/2001), όταν δηλ. το συμβούλιο υπάγει τα πραγματικά περιστατικά στην έννοια του νόμου, τα οποία όμως υπάγονται σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση (Α.Π. 727/88, Α.Π. 179/87, Ποιν. Χρ. 1987/5, 07 Α.Καρρά Ποιν.Δικον.Δίκαιο έκδοση 2006 σελ. ).
Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του συμβουλίου από την ανάκριση, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2043/85 Π.Χρ. 1986/368, Β. Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του ποινικού νόμου" σελ. 12-13, 42-43, 50).
γ) Τέλος υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικά ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 309 και 318 ή, τέλος παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη έγκληση ή αίτηση ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση (Α. Καρρά Ποιν. Δικον. Δίκαιο έκδοση 2006 σελ. 968-974).
IV) Κατά την διάταξη του άρθρου 404 §1 Π.Κ.: Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσή της ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή.
Για την τέλεση του εγκλήματος πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) Δικαιοπραξία παροχής πιστώσεως, ανανέωση ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής αυτής. Στην παρ. 1 ρυθμίζονται οι πιστωτικές δικαιοπραξίες (Μπουρόπουλος, Ερμ. Π.Κ. υπ' αρ. 404 σελ. 149, Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. σελ. 1115 επομ.). Αν η δοθείσα στον οφειλέτη παροχή είναι χρήματα (λ.χ. δοθείσα ως δάνειο χρηματική ποσότητα) εφαρμόζεται η §2 του ιδίου άρθρου (Α.Π. 978/81 Π.Χρ. 1β/257, Μ. Μαργαρίτη Ερμ. Π.Κ. σελ. 1219-1220 επομ.).
β) Εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, η ανάγκη μπορεί να είναι υπαίτια ή ανυπαίτια λ.χ. απόλυτη ανάγκη εξευρέσεως χρημάτων προς εξόφληση κατεπειγόντων χρεών (Α.Π. 992/86 ΝΟΒ 1987/1226). Εκμετάλλευση σημαίνει την συνειδητή και ιδιαίτερα ανάρμοστη αξιοποίηση προς όφελος του δράστη της προεκτεθείσας θέσεως άλλου προς κτήση υπέρμετρων περιουσιακών ωφελημάτων.
γ) Συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων για τον δανειστή ή τον τρίτο που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου. δ) Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, αρκεί και ενδεχόμενος (Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. Έκδοση Γ υπ' αρ. 404 σελ. 1119).
Κατά την διάταξη του αρ. 404 §2α Π.Κ. (ως αντ. με αρ. 14 §8α Ν.2721/99) "με τις ίδιες ποινές (δηλ. της παραγρ. 1) τιμωρείται όποιος ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση σ' αυτόν συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτους περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου" κατά δε την παράγραφο 3: αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παραγράφων 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή. Το έγκλημα της τοκογλυφίας μπορεί να πραγματωθεί αντικειμενικώς με συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων, με λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων - όπως είναι και η λήψη από τον δράστη αξιογράφων που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους - ή με την επιδίωξη τέτοιων ωφελημάτων, που μπορεί να εκδηλωθεί με την κατάθεση αιτήσεως από τον δράστη στο αρμόδιο δικαστήριο για την έκδοση, βάση αξιογράφου που ενσωματώνει τοκογλυφικούς τόκους, διαταγής πληρωμής σε βάρος του παθόντος (Α.Π. 858/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1243 Α.Π. 2024/2005 Π.Δ/σύνη 2006/532 Συμβ. Α.Π. 829/2006 Π.Δ/σύνη 2006/713). Οι ανωτέρω τρόποι τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας (στοιχ. α και β της παραγρ. 2) είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ των και τελούν εφ' όσον πραγματωθούν, εις αληθή πραγματικήν συρροήν (Α.Π. 957/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1351).
Κατά την παράγραφο 3 του άνω άρθρου (ως αντ. με αρ. 14 Ν.1721/99) αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ. 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή. Κατά την διάταξη του αρ. 13 στ Π.Κ. κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία διάταξη του αρ. 13 στοιχ. στ' εδαφ. α' Π.Κ., προκύπτει ότι για την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, δηλ. τέλεση του εγκλήματος περισσότερες από μία φορές υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη για το έγκλημα αυτό (Α.Π. 1064/2000 Π.Χρ. ΝΑ/318). Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (αρ. 98 Π.Κ.) το οποίο αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις, ενυπάρχει οπωσδήποτε το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως του εγκλήματος. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει ο άνω σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Πάντως δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να παραπέμπεται για περισσότερες πράξεις τοκογλυφίας (Α.Π. 517/2000 ΝΟΒ 2000/1009) αλλά αρκεί η τέλεση μιας μόνον πράξεως όταν από αυτή ενόψει και της διάρκειας και των λοιπών περιστάσεων που την συνοδεύουν, προκύπτει η επιδίωξη πορισμού εισοδήματος (Α.Π. 1647/99 Π.Χρ. Ν/734). Υφίσταται τοκογλυφία κατ' επάγγελμα όταν ο δράστης κατά την παροχή δανείου προς τον πολιτικώς ενάγοντα παρεκράτησε αθέμιτα ποσοστό τόκου (Α.Π. 1233/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1494).
V) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά (Ολ. Α.Π. 1227/79 Π.Χρ. 1/53 1151/2006 Π.Χρ. ΝΖ/33 1071/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ/134, 59/2005 Π.Χρ. ΝΕ/887) στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση αφού προσδιορίζει κατά κατηγορία τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του ώστε να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και εξετιμήθησαν όλα τα στοιχεία από το δικαστικό συμβούλιο (Α.Π. 1151/2006 Π.Χρ. ΝΖ/33, Α.Π. 1071/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ/134, Α.Π. 1414/2006 Π.Δ/σύνη 2007/245) εδέχθη ότι:
Ο εγκαλών, Ψ1, είναι εταίρος και συνδιαχειριστής με τον Α, της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Ψ1 - Α ΕΠΕ". Αντικείμενο εργασιών της εταιρείας αυτής είναι η τοποθέτηση βαρέων ψυκτικών και θερμαντικών σωμάτων και μηχανημάτων σε μεγάλους χώρους κυρίως εκθεσιακούς. Παράλληλα δε αρχές του έτους 1997 και ειδικότερα με το υπ' αριθ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών, Φάνης Δημούλη, συστάθηκε η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Β ΚΕΤΕΡΙΝΓΚ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και τον διακριτικό τίτλο "ΝΕΑ ΓΕΥΣΗ", με έδρα την ....., που είχε ως αντικείμενο εργασιών την επί κέρδει πώληση στο κοινό υγιεινής διατροφής. Αργότερα με το υπ' αριθ. ..... συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου τροποποιήθηκε το παραπάνω καταστατικό της εταιρείας και νέοι εταίροι αυτής ορίσθηκαν η Γ, αδελφή του εγκαλούντος και ο Δ, οι οποίοι αγόρασαν το σύνολο των μετοχών της εταιρείας αυτής, η οποία πλέον μετονομάσθη σε: "ΝΕΑ ΓΕΥΣΗ ΚΕΤΕΡΙΝΓΚ - ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και το διακριτικό τίτλο "ΝΕΑ ΓΕΥΣΗ", η οποία νομίμως καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης. Διαχειρίστρια της ως άνω εταιρείας ορίσθηκε τυπικά η παραπάνω αναφερόμενη αδελφή του εγκαλούντος, Γ, όμως ουσιαστικός διαχειριστής αυτής υπήρξε ο εγκαλών. Ο τελευταίος κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 1996, μέσω του φίλου του Β, γνώρισε τον κατηγορούμενο, ο οποίος σύμφωνα με τις πληροφορίες που του έδωσε ο ανωτέρω (Β) προέβαινε στη χορήγηση δανείων με τόκο μεγαλύτερο του νομίμου. Έτσι το Νοέμβρη του έτους 1996 ο εγκαλών, όταν βρέθηκε στην ανάγκη εξευρέσεως χρημάτων για να αντιμετωπίσει την ασθένεια της μητέρας του με τη μεσολάβηση του ανωτέρω φίλου του κατέφυγε στον κατηγορούμενο προκειμένου να του χορηγήσει σχετικό δάνειο. Έτσι έκτοτε ξεκίνησε ο δανεισμός του από τον κατηγορούμενο, ο οποίος συνεχίσθηκε και μετέπειτα και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα που έφθασε έως τέλος Ιουνίου του έτους 2005, καθόσον ο εγκαλών εξακολουθούσε να βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση λόγω των επιτακτικών οικονομικών προβλημάτων που προέκυψαν από χρέη των ως άνω εταιρειών έναντι τρίτων προσώπων και του ΙΚΑ. Η "συνεργασία" τους αυτή συνίστατο στο ότι ο εγκαλών παρέδιδε στον κατηγορούμενο μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές πελατείας του και εκείνος τις ρευστοποιούσε με επιτόκιο 5% το μήνα, δηλαδή 60% το χρόνο, δηλαδή με ποσοστό που υπερέβαινε κατά πολύ το νόμιμο ποσοστό τόκου. Τις επιταγές αυτές ο εγκαλών μετεβίβαζε αυθημερόν με τη λήψη του δανείου στον κατηγορούμενο με οπισθογράφηση και ο τελευταίος εμφάνιζε αυτές στις πληρώτριες τράπεζες κατά τις ημερομηνίες έκδοσής τους και ελάμβανε τα αναγραφόμενα σ' αυτές ποσά, στα οποία συμπεριλαμβάνοντο τα ποσά δανείου που είχε ήδη χορηγήσει στον εγκαλούντα και το ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως, που παράνομα είχε συνομολογήσει με τον τελευταίο.
Όμως εν προκειμένω δεν θα αναφερθούμε στο αρχικό στάδιο δανειοδότησης του εγκαλούντος, που αφορά τις μερικότερες πράξεις της τοκογλυφίας που φέρεται να έχει διαπράξει ο κατηγορούμενος κατά το από 25/11/1996 έως 30/5/1999, χρονικό διάστημα, καθόσον αυτές φέρουν πλημμεληματικό χαρακτήρα, ως τελεσθείσες πριν την ισχύ του Ν.2721/99, που χαρακτήρισε την πράξη αυτή ως κακούργημα και συνεπώς έχουν υποπέσει σε παραγραφή, λόγω παρελεύσεως της πενταετίας από το χρόνο τέλεσής τους, και ως εκ τούτου έχει επέλθει εξάλειψη του αξιοποίνου, όπως ορθώς έκρινε το προσβαλλόμενο βούλευμα.
Ωστόσο όμως θέμα γεννάται εν προκειμένω, εάν και οι μερικότερες πράξεις της τοκογλυφίας, που αναφέρονται στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος με στοιχεία 1 έως και 10 και στις οποίες αναφέρεται ως χρόνος μεν παροχής δανείου, συνομολόγησης τοκογλυφικών τόκων και λήψης επιταγών, που περιείχαν το κεφάλαιο και τους τοκογλυφικούς τόκους, οι ημερομηνίες 28/9/99 (οι πέντε πρώτες από αυτές), 30/3/99 (οι με στοιχ. 6,7 και 8) και 30/5/99 (οι με στοιχ. 9 και 10), αλλά ως χρόνος είσπραξης των επιταγών οι ημερομηνίες 30/6/99, 16/6/99, 30/7/99, 30/8/99 και 30/10/99, ότε πλέον ίσχυε ο Ν.2721/99 και η πράξη της τοκογλυφίας χαρακτηρίστηκε το πρώτον ως κακούργημα, έχουν υποπέσει ή μη σε παραγραφή.
Τούτο, διότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 Π.Κ. και 510, 511 και 370β Κ.Π.Δ. εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον ’ρειο Πάγο, ο οποίος, εφόσον διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της, έστω και μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. β Κ.Π.Δ. (Α.Π. 789/94 Π.Χ. ΜΔ 779 και Α.Π. 1508/95 Π.Χ. ΜΣΤ 861).
Εξ άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 94 §1 και 98 Π.Κ. προκύπτει ότι στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα η καθεμιά από τις μερικότερες πράξεις που το συγκροτούν διατηρεί την αυτοτέλειά της και ως εκ τούτου η παραγραφή της αρχίζει από την ημέρα της τελέσεώς της. Από τη διάταξη δε του άρθρου 404 §2 εδ. β Π.Κ., όπως εκθέσαμε και ανωτέρω, σαφώς συνάγεται ότι το υπ' αυτής προβλεπόμενο έγκλημα της τοκογλυφίας είναι τετελεσμένο από της συνομολογήσεως ή της λήψεως κατά την παροχή δανείου ή την παράταση της προθεσμίας για την πληρωμή του ή κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση αυτού των τοκογλυφικών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου.
Ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται κατά την παγίως ισχύουσα νομολογία και η παραλαβή αξιογράφων, στα οποία ενσωματώνονται τοκογλυφικοί τόκοι, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη του αναφερόμενου σ' αυτά ποσού (Α.Π. 829/2006 Π.Χ. ΝΖ 229, Α.Π. 68/2000 Π.Χ. Ν 205, Α.Π. 372/99 Π.Χ. Ν 27, Α.Π. 21/97 Π.Χ. ΜΖ 1480, Α.Π. 1792/93 Π.Χ. ΜΔ 173, Α.Π. 652/99 Π.Χ. Ν 239, Α.Π. 789/94 Π.Χ. ΜΔ 779, Α.Π. 1508/95 Π.Χ. ΜΣΤ 861). Σύμφωνα δε με την παρατιθέμενη ως άνω νομολογία, δεν είναι αναγκαία και η είσπραξη του αναγραφομένου στα αξιόγραφα ποσού για να θεωρηθεί τετελεσμένο το αδίκημα της τοκογλυφίας καθόσον αυτό είναι έγκλημα διακινδυνεύσεως περιουσίας και ως εκ τούτου δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματική ουσιαστική βλάβη στο φερόμενο ως παθόντα, δηλαδή δεν επιβάλλεται η λήψη των τοκογλυφικών ωφελημάτων (Α.Π. 68/2000 Π.Χ. Ν 205, Α.Π. 1792/93 Π.Χ. ΜΔ 173 και Α.Π. 652/99 Π.Χ. Ν 239, Α.Π. 372/99 Π.Χ. Ν 27).
Συνεπώς βάσει των ανωτέρω που εκθέσαμε ως χρόνος τελέσεως των με στοιχ. 1 έως και 10 μερικότερων πράξεων της τοκογλυφίας θεωρείται όχι ο χρόνος που εξόφλησε ο κατηγορούμενος τις επιταγές, αλλά ο χρόνος που συνομολόγησε και παρέλαβε τα αξιόγραφα στα οποία ενσωματώνονται οι τοκογλυφικοί τόκοι, καθόσον εν προκειμένω είναι ο ίδιος χρόνος, τόσο αυτός της συνομολόγησης, όσο και αυτός της λήψης των επιταγών για καθεμιά από τις μερικότερες πράξεις της τοκογλυφίας. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην περίπτωση συνομολογήσεως και λήψεως τοκογλυφικών ωφελημάτων η παραγραφή του ως άνω εγκλήματος αρχίζει από τις λήψεως των τοκογλυφικών ωφελημάτων (Α.Π. 1508/95 Π.Υ ΜΣΤ 861, Α.Π. 789/1994 Π.Χ. ΜΔ 781, Α.Π. 1792/93 Π.Χ. ΜΔ 173). Πλην όμως τέτοιο θέμα δεν δημιουργείται εν προκειμένω, καθόσον έχουμε ταυτόχρονη τέλεση της συνομολόγησης τοκογλυφικών ωφελημάτων και της παραλαβής - λήψης των αξιογράφων που ενσωματώνουν πέρα του ποσού δανείου και τους τοκογλυφικούς τόκους.
Επομένως οι πράξεις αυτές της τοκογλυφίας που φέρονται να έχουν τελεσθεί κατά τις ημερομηνίες που προαναφέραμε και εντός του από 28/2/1999 έως 30/5/1999 χρονικού διαστήματος, έχουν υποπέσει σε παραγραφή, αφού φέρουν πλημμεληματικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι έλαβαν χώρα πριν την ισχύ του Ν.2721/99 και από τότε έχει παρέλθει χρόνος μεγαλύτερος της πενταετίας. Κατά συνέπεια έχει επέλθει εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής των ανωτέρω επιμέρους πράξεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τοκογλυφίας, που έχουν τελεσθεί κατ' εξακολούθηση για τις οποίες παραπέμπεται ο κατηγορούμενος με το εκκαλούμενο βούλευμα και αφορούν τις με στοιχ. 1 έως και 10 μερικότερες πράξεις που φέρονται ότι τελέσθηκαν κατά το από 28/2/99 έως 30/5/1999 χρονικό διάστημα. Κατόπιν τούτου το Συμβούλιό Σας δεν κρίνει επί της ουσίας τις μερικότερες αυτές πράξεις της τοκογλυφίας, αφού έχουν υποπέσει σε παραγραφή, αλλά μόνο αυτές που έχουν λάβει χώρα μετά την 3/6/1999, ότε πλέον η πράξη αυτή φέρει σύμφωνα με το Ν.2721/99 το χαρακτήρα κακουργήματος. Έτσι λοιπόν ο εγκαλών συνεχίζων να ευρίσκεται σε οικονομική δυσπραγία συνήψε με τον κατηγορούμενο κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους συμφωνίας για παροχή δανείων και ο τελευταίος συνομολόγησε για τον εαυτό του ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως, δηλαδή 60% ετησίως, αντί του νομίμου συμβατικού τοιούτου και ο εγκαλών του μεταβίβαζε αυθημερόν με οπισθογράφηση μεταχρονολογημένες επιταγές, στις οποίες ενσωματωνόταν το κεφάλαιο του ποσού του δανείου και ο τόκος που παράνομα συνομολογούσε και τις οποίες εξοφλούσε κατά την ημέρα εκδόσεώς τους. Ειδικότερα: 1) Στις 30/6/1999 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.800.000 δρχ. (5.282,46 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 600.000 δρχ. (1.760,82 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστημα σε 19% και αντιστοιχεί στο ποσό των 429,35 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση μια μεταχρονολογημένη επιταγή πελάτη του εγκαλούντα, πληρωτέα στην Αγροτική Τράπεζα ποσού 2.400.000 δρχ. με ημερομηνία έκδοσης την 30/11/99, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικά ωφελήματα το ποσό των 1.331,47 ευρώ.
2) Στις 30/6/99 κατά την παροχή δανείου του εγκαλούντα, ύψους 2.415.000 δρχ. (7.087,30 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 805.000 δρχ. (2.362,43 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστημα σε 19% που αντιστοιχεί στο ποσό των 572,30 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση μια μεταχρονολογημένη επιταγή του Ε, πελάτη του εγκαλούντα, με ημερομηνία εκδόσεως την 29/11/99, ποσού 3.220.000 δρχ., δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικά ωφελήματα το ποσό των 1.790,13 ευρώ.
3) Στις 30/6/1999 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 2.170.000 δρχ. (6.368,30 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 630.000 δρχ. (1.848,86 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού τόκου, που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστημα σε 19% και αντιστοιχεί στο ποσό των 467,19 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση μια μεταχρονολογημένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος, Ε, ποσού 2.800.000 δρχ. με ημερομηνία έκδοσης την 15/11/99, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.381,85 ευρώ.
4) Στις 30/6/1999 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 2.061.740 δρχ. (6.050,59 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 570.260 δρχ. (1.763,54 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστημα σε 19% και αντιστοιχεί στο ποσό των 523,71 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση μια μεταχρονολογημένη επιταγή του Ε, ποσού 2.632.000 δρχ., με ημερομηνία έκδοσης την 10/12/99, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.335,63 ευρώ.
5) Στις 30/9/1999 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 2.240.000 δρχ. (6.573,73 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 560.000 δρχ. (1.643,43 ευρώ) δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως, αντί του νομίμου διακαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστημα σε 18% και αντιστοιχεί στο ποσό των 419,99 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση μια μεταχρονολογημένη επιταγή του Ε, πελάτη του εγκαλούντος, ποσού 2.800.000 δρχ. με ημερομηνία έκδοσης την 30/1/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.223,44 ευρώ.
6) Στις 30/9/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 1.767.125 δρχ. (5.185,98 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 511.875 δρχ. (1.502,20 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού τόπου που ανερχόταν κατά μέσο όρο εκείνο το χρονικό διάστημα σε 18% περίπου ετησίως και αντιστοιχεί το ποσό των 295,60 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση μια μεταχρονολογημένη επιταγή του Ε, ποσού 2.279.000 δρχ. με ημερομηνία έκδοσης την 15/1/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.206,60 ευρώ.
7) Στις 30/9/1999 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 2.320.000 δρχ. (6.808,51 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 580.000 δρχ. (1.702,12 ευρώ), δηλαδή ποσοστό 5% μηνιαίως και ετησίως 60% αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού τόκου που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστημα σε 18% περίπου κατά μέσο όρο και αντιστοιχούσε στο ποσό των 434,99 ευρώ και έλαβε αυθημερόν επιταγή του ως άνω Ε, ποσού 2.900.000 δρχ., με ημερομηνία έκδοσης την 30/1/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.260,13 ευρώ.
8) Στις 30/9/1999 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.605.000 δρχ. (4.710,19 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 580.000 δρχ. (1.702,12 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστημα σε 18% περίπου κατά μέσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 279,60 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση μια μεταχρονολογημένη επιταγή πελάτη του εγκαλούντος πληρωτέα στην Αγροτική Τράπεζα, ποσού 2.185.000 δρχ., με ημερομηνία έκδοσης την 20/1/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.423,52 ευρώ.
9) Στις 30/9/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 2.264.000 δρχ. (6.644,16 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 566.000 δρχ. (1.661,04 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού τόκου που ανερχόταν εκείνο το διάστημα σε 18% και αντιστοιχεί στο ποσό των 427,64 ευρώ και έλαβε με οπισθογράφηση μια μεταχρονολογημένη επιταγή πελάτη του εγκαλούντος, πληρωτέα στην Αγροτική Τράπεζα, ποσού 2.830.000 δρχ., με ημερομηνία έκδοσης την 31/1/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε τοκογλυφικά ωφελήματα το ποσό των 1.233,60 ευρώ.
10) Στις 20/9/99 κατά την παροχή δανείου του εγκαλούντα ύψους 1.962.000 δρχ. (5.757,88 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 654.000 δρχ. (1.919,29 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού τόκου που ανερχόταν εκείνο το διάστημα σε ποσοστό 18% περίπου κατά μέσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 471,03 ευρώ και έλαβε με οπισθογράφηση μια μεταχρονολογημένη επιταγή, πελάτη του εγκαλούντος, ποσού 2.616.000 δρχ. πληρωτέα στην Αγροτική Τράπεζα, με ημερομηνία έκδοσης την 21/2/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.448,26 ευρώ.
11) Στις 30/10/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.293.750δρχ. (3.796,77 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 431.250 δρχ. (1.265,59 ευρώ) δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60% αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού τόκου που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστημα σε ποσοστό 16,5% περίπου κατά μέσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 304,59 ευρώ και έλαβε αυθημερόν επιταγή μεταχρονολογημένη με οπισθογράφηση, πελάτη του εγκαλούντος, ονόματι ΣΤ, ποσού 1.725.000 δρχ. με ημερομηνία έκδοσης την 30/3/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε τοκογλυφικούς τόκους ύψους 961 ευρώ.
12) Στις 30/11/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 1.387.500 δρχ. (4.071,90 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 462.500 δρχ. (1.357,30 ευρώ) δηλ. ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού τόκου που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστημα σε 16,5% κατά μέσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 328,81 ευρώ, και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση μια μεταχρονολογημένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος ΣΤ, ποσού 1.850.000 δρχ., με ημερομηνία έκδοσης την 30/4/00, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.028,49 ευρώ.
13) Στις 30/11/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 1.905.000 δρχ. (5.590,60 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 635.000 δρχ. (1.863,53 ευρώ). Δηλ. ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστημα κατά μέσο όρο σε ποσοστό 16,5% ετησίως και αντιστοιχεί στο ποσό των 451,44 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση μεταχρονολογημένη επιταγή, πελάτη του εγκαλούντος, πληρωτέα στην Τράπεζα Εργασίας, ποσού 2.540.000 δρχ., με ημερομηνία έκδοσης την 30/4/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.412,09 ευρώ.
14) Στις 30/11/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.275.000 δρχ. (3.741,74 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 425.000 δρχ. (1.247,24 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού, που ανερχόταν εκείνο το διάστημα σε ποσοστό 16,5% κατά μέσο όρο ετησίως και αντιστοιχεί στο ποσό των 264,94 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση μεταχρονολογημένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος ΣΤ, ποσού 1.700.000 δρχ., με ημερομηνία έκδοσης 30/4/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 982,30 ευρώ.
15) Στις 30/3/2000 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.962.000 δρχ. συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 654.000 δρχ. (1.919,29 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το διάστημα σε ποσοστό 14,5% κατά μέσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 461,91 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση μια μεταχρονολογημένη επιταγή του πελάτη του, Ε, ύψους 2.616.000 δρχ., με ημερομηνία έκδοσης την 28/8/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.457,38 ευρώ.
16) Στις 30/3/2000 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.914.000 δρχ. (5.617,02 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 635.000 δρχ. (1.863,53 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το διάστημα σε ποσοστό 14,5% κατά μέσο όρο που αντιστοιχεί στο ποσό των 456,52 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση μια μεταχρονολογημένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος, Ε, ποσού 2.549.000 δρχ. με ημερομηνία έκδοσης την 30/8/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε τοκογλυφικούς τόκους 1.406,99 ευρώ.
17) Στις 30/3/2000 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 1.863.750 δρχ. (5.469,18 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 621.250 δρχ. (1.823,18 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστημα σε ποσοστό 14,5% και αντιστοιχεί στο ποσό των 534,04 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση μια μεταχρονολογημένη επιταγή πελάτη του εγκαλούντος, πληρωτέα στην Ιονική Τράπεζα, ύψους 2.485.000 δρχ. με ημερομηνία έκδοσης την 30/9/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.289,14 ευρώ.
18) Στις 30/3/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 2.000.000 δρχ. (5.869,40 ευρώ), συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 500.000 δρχ. (1.467,35 ευρώ) δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, ενώ ο νόμιμος δικαιοπρακτικός τόκος κατά το χρονικό αυτό διάστημα ανερχόταν σε ποσοστό 18% περίπου κατά μέσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 377,92 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση τη με αριθμό ..... μεταχρονολογημένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος Η, ποσού 2.500.000 δρχ., με ημερομηνία έκδοσης την 30/3/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.089,43 ευρώ.
19) Στις 15/3/2000 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.217.600 δρχ. (3.571,53 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 304.400 δρχ. (893,32 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και 60% ετησίως αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού σε ποσοστό 14,5% κατά μέσο που ανερχόταν εκείνο το διάστημα και αντιστοιχεί στο ποσό των 231,85 ευρώ και έλαβε αυθημερόν τη με αριθ. ..... μεταχρονολογημένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος Ζ, ποσού 1.522.000 δρχ., πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα, με ημερομηνία έκδοσης την 15/7/00, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 661,47 ευρώ.
20) Στις 25/3/00 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 975.000 δρχ. (2.861,33 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 325.000 δρχ. (953,77 ευρώ) δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού σε ποσοστό 14,5% ετησίως και αντιστοιχεί στο ποσό 232,56 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση τη με αριθ. ..... μεταχρονολογημένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος, ΣΤ, ποσού 1.300.000 δρχ., πληρωτέα στην Ιονική Τράπεζα, με ημερομηνία έκδοσης την 25/8/2000, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 721,21 ευρώ.
21) Στις 20/8/01 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 2.818.000 δρχ. (8.269,99 ευρώ) συνομολόγησε ως τόκο το ποσό των 632.000 δρχ. (1.854,73 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νομίμου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστημα σε ποσοστό 10% περίπου κατά μέσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 536,86 ευρώ και έλαβε αυθημερόν με οπισθογράφηση τη με αριθ. ..... μεταχρονολογημένη επιταγή της πελάτισσας του εγκαλούντος, Θ, ποσού 3.450.000 δρχ., πληρωτέα στην ALPHA BANK, με ημερομηνία έκδοσης την 20/12/01, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.317,87 ευρώ. Όλες οι ανωτέρω επιταγές που αναφέρονται παραπάνω στις με στοιχ. 1 έως και 17 μερικότερες πράξεις της τοκογλυφίας εξοφλήθηκαν στον κατηγορούμενο κατά τον αναγραφόμενο σ' αυτές χρόνο έκδοσής τους από τις πληρώτριες Τράπεζες. Όμως οι τέσσερις τελευταίες (με στοιχ. 18 έως 21) δεν πληρώθηκαν από τους εκδότες τους κατά τους αντίστοιχους χρόνους. Έτσι ο εγκαλών δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να επιστρέψει στον κατηγορούμενο τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά δανείου που του είχε καταβάλει, τα οποία ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 7.010.600 δρχ. ή 20.574 ευρώ (2.000.000 + 1.217.600 + 975.000 + 2.818.000 δρχ.) και ο κατηγορούμενος στις 30/8/2001 παρέτεινε την προθεσμία πληρωμής για χρονικό διάστημα 11 μηνών και συγκεκριμένα μέχρι την 30/7/2002. Για το ανωτέρω δε χρονικό διάστημα συνομολόγησε επιτόκιο 5% μηνιαίως, που αντιστοιχεί σε τόκους 3.885.500 δρχ. (ή 11.402,79 ευρώ), δηλαδή συνομολόγησε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 7.656,61 ευρώ, ενώ οι νόμιμοι ανέρχονται στο ποσό των 3.746,18 ευρώ. Για την οφειλή του αυτή που ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 10.865.500 δρχ. (κεφάλαιο 7.010.600 + 3.885.500 δρχ. τόκοι) και ήδη 31.887 ευρώ ο εγκαλών μεταβίβασε αυθημερόν ως εγγύηση στον κατηγορούμενο ισόποση επιταγή της αδελφής του, Γ, την οποία αντικατέστησε στη συνέχεια με την υπ' αριθ. ..... μεταχρονολογημένη επιταγή πληρωτέα στην Αγροτική Τράπεζα που εξέδωσε επίσης η αδελφή του, ποσού 31.634 ευρώ, δηλαδή μικρότερου του ποσού της ανωτέρω επιταγής δεδομένου ότι τη διαφορά των 245 ευρώ μεταξύ των δύο επιταγών ο εγκαλών συμψήφισε με ισόποση απαίτηση που είχε εναντίον του.
Όμως στις 30/7/2002 ο εγκαλών και πάλι δεν είχε τη δυνατότητα να εξοφλήσει τον κατηγορούμενο το ποσό των 31.634 ευρώ και ο τελευταίος παρέτεινε την προθεσμία πληρωμής του ως άνω ποσού των 31.634 ευρώ μέχρι και τον Ιούνιο του έτους 2005 και συνομολόγησε επιτόκιο 3% μηνιαίως, δηλαδή 36% ετησίως, ενώ ο νόμιμος δικαιοπρακτικός τόκος κατά την περίοδο αυτή ανήρχετο σε 9% περίπου ετησίως και συνεπώς συνομολόγησε και απαίτησε τοκογλυφικούς τόκους ποσού 16.350 ευρώ έναντι των νομίμων δικαιοπρακτικών που ανέρχονται σε 7.814 ευρώ. Για την οφειλή του αυτή ο εγκαλών έδωσε ως εγγύηση αυθημερόν στον κατηγορούμενο με οπισθογράφηση τη με αριθ. ..... λευκή επιταγή της ανωτέρω αδελφής του.
Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος επειδή και πάλι ο εγκαλών δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα επιδίωξε την εκπλήρωση των τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από τις παραπάνω απαιτήσεις του και με βάση την τελευταία ως άνω επιταγή (με αριθ. .....), την οποία συμπλήρωσε με το ποσό των 60.000 ευρώ και με ημερομηνία έκδοσης την 30/7/2004 εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεώς του η με αριθ. 6222/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας κοινοποίησε την 3/11/2004 προς τον εγκαλούντα σχετική επιταγή προς πληρωμή.
Ο κατηγορούμενος αρνείται την εναντίον του κατηγορία, τόσο κατά τις έγγραφες εξηγήσεις που έδωσε κατά την προκαταρκτική εξέταση, όσο και κατά την απολογία του στον Ανακριτή. Ειδικότερα κατά την προκαταρκτική εξέταση παραδέχεται ότι γνωρίσθηκε με το μηνυτή στα μέσα του έτους 1997 μέσω των αδελφών Β και ότι με διάφορες προφάσεις δανείσθηκε από αυτόν διάφορα χρηματικά ποσά μέχρι τέλους του έτους 2001 και ότι δέχθηκε να τον βοηθήσει όχι προς πορισμό κέρδους, αλλά λαμβάνοντας μόνο το νόμιμο τόκο. Στη συνέχεια ενώπιον του Ανακριτή συνομολογεί ότι τέλος του 1997 δάνεισε για πρώτη φορά τον εγκαλούντα με 1.000.000 δρχ., μέχρι το τέλος του 2000 συνήθως με ποσά της τάξης των 1.500.000 δρχ., εντός του έτους 1998 τον δάνεισε πέντε φορές με ποσά από 500.000 δρχ. - 1.500.000 δρχ. και μάλιστα δηλώνει ότι δεν γνωρίζει το συνολικό ποσό που δάνεισε τον εγκαλούντα κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1997 έως 2000, ενώ ακόμη δηλώνει ότι το ποσό που αναφέρεται στο από 13/12/01 ιδιωτικό συμφωνητικό, ύψους 21.281.000 δρχ. (62.453,41 ευρώ) καταβλήθηκε σ' αυτόν κατά τα 1999 και 2000 και ότι ο μηνυτής από την αρχή της καταβολής των δανείων μόνος του του έδινε επιταγές προς εξασφάλιση του χρέους του, τόσο δικές του, όσο και πελατών της εταιρείας του. Ήδη δε ο κατηγορούμενος με το υπόμνημα, που επισυνάπτεται στην έκθεση εφέσεως, αρνείται κατηγορηματικά την ανωτέρω κατηγορία, δηλώνοντας ότι ουδέποτε συνομολόγησε με το μηνυτή οποιοδήποτε ποσό τόκου, ότι ουδέποτε εμφάνισε προς προεξόφληση τέτοιες επιταγές στις πληρώτριες Τράπεζες και ότι απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι ο μηνυτής δεν προσκομίζει οποιαδήποτε επιταγή προς απόδειξη του ισχυρισμού του. Είναι δε γεγονός ότι πράγματι δεν επισυνάπτονται στη δικογραφία οι επίμαχες επιταγές που αφορούν τις με στοιχ. 1-17 μερικότερες ως άνω πράξεις της τοκογλυφίας. Όμως είναι προφανές ότι υφίσταται αδυναμία προσκόμισης αυτών, καθόσον έχει παρέλθει ήδη οκταετία από το χρόνο παράδοσής τους στον κατηγορούμενο και επιπλέον οι επιταγές αυτές δεν ήταν δικές του, αλλά πελατείας του μηνυτή, με συνέπεια να μην έχει σημειώσει τα στοιχεία τους. Όμως ουδόλως αμφισβητείται ότι ο κατηγορούμενος έλαβε από το μηνυτή τις προαναφερόμενες επιταγές, αφού ο ίδιος, όπως προαναφέραμε, ομολόγησε ενώπιον του Ανακριτή κατά την απολογία του στις 30/3/2007 ότι ελάμβανε επιταγές από το μηνυτή για κάθε ποσό δανείου. Ειδικότερα δε αναφέρει τα εξής: "Από την αρχή της καταβολής των δανείων εκ μέρους μου, μόνος του ο Ψ1 μου έδινε επιταγές προς εξασφάλιση του χρέους του. Μου έδινε επιταγές και πελατών του που ήταν δικαιούχος η εταιρεία". Έπειτα τούτο επιβεβαιώνεται και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Ε, του οποίου, κατά τα προαναφερθέντα πολλές επιταγές δόθηκαν από το μηνυτή στον κατηγορούμενο προς προεξόφληση. Ειδικότερα ο ανωτέρω αναφέρει μεταξύ των άλλων: "... Εγώ εξοφλούσα το Ψ1 με μεταχρονολογημένη επιταγή 1-6 μηνών. Ξέρω ότι οι επιταγές μου μεταβιβάσθηκαν από Ψ1 στον Χ και για ορισμένες από αυτές, επειδή ζήτησα παράταση της πληρωμής, ο Ψ1 μου ζήτησε για λογαριασμό του Χ τόκο 5% μηνιαίως. Αυτό έγινε 3-4 φορές ενώπιόν μου σε τηλεφωνική επικοινωνία Ψ1 - Χ. Δεν θυμάμαι αριθμούς επιταγών και ποσά... Σε όσες περιπτώσεις μου δόθηκε παράταση της προθεσμίας πληρωμής των επιταγών εξέδωσα σε διαταγή του Ψ1, νέες επιταγές πλέον του τόκου υπολογίζοντας 5% μηνιαίως...". Τα ανωτέρω επίσης επιβεβαιώνει και ο μάρτυρας, Α, συνεταίρος του μηνυτή, στην από 27/1/2005 ένορκη κατάθεσή του στον πταισματοδίκη αναφέροντας ότι ο τελευταίος δανειζόταν από τον κατηγορούμενο με 5% τόκο μηνιαίως και ότι πάντα του έδινε επιταγές της εταιρείας τους, αφαιρώντας από τα ποσά αυτών τον ανωτέρω συνομολογηθέντα τόκο και αποδίδοντάς του το υπόλοιπο ποσό ως δάνειο. Τέλος τούτο αποδεικνύεται, τόσο από την 13/12/01 δήλωση του εγκαλούντος προς τον κατηγορούμενο, βάσει της οποίας ο πρώτος (καθώς και ο συνεταίρος του Α) δηλώνει ότι δανείσθηκε από αυτόν το ποσό των 21.281.000 δρχ. και έδωσε προς εξασφάλισή του τις αναγραφόμενες σ' αυτή τρεις επιταγές, ποσού 2.000.000 δρχ., 24.945 ευρώ και 31.639 ευρώ, όσο και από το 7/1/2003 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπεγράφη μεταξύ του κατηγορουμένου και του μηνυτή, όπου το χρέος του τελευταίου ανέρχεται σε 64.845 ευρώ και ο μηνυτής παραδίδει στον κατηγορούμενο τις με αριθ. ..... και ..... επιταγές της Αγροτικής Τράπεζας και ALPHA BANK ποσού 24.845 και 28.600 ευρώ αντίστοιχα, καθώς και μια συναλλαγματική ποσού 11.350 ευρώ. Επίσης δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν έλαβε οποιοδήποτε ποσό τόκου, γεγονός που κατά τη γνώμη του αποδεικνύεται από τα 13/12/2003 και 7/1/2003 ιδιωτικά συμφωνητικά στα οποία ρητά αναγράφεται ότι ο εγκαλών επιβαρύνεται μόνο με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Τούτο διότι, το μεν οι τόκοι προεισπράττοντο, όπως προαναφέραμε, κατά την παροχή δανείου και την λήψη των επιταγών από τον κατηγορούμενο, το δε δεν είναι δυνατόν λόγω της εμπειρίας που διαθέτει ο τελευταίος σε τέτοιου είδους συναλλαγές να αποτυπώσει και εγγράφως το ύψος των παράνομων τόκων που συνομολογούσε και εισέπραττε και έτσι να ενοχοποιήσει από μόνος του τον εαυτό του. ’λλωστε η συμφωνία που ακολουθείται σ' αυτού του είδους τις παράνομες συναλλαγές, κατά πάγια τακτική, είναι άτυπη και προφορική, ώστε να μην είναι σε θέση ο δανειολήπτης να αποδείξει το ποσοστό τόκου που κατέβαλε στο δανειστή του. Έπειτα βάσει ποιάς λογικής ο κατηγορούμενος θα προέβαινε στο δανεισμό του εγκαλούντος για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, αν η συναλλαγή αυτή δεν ήταν πράγματι τοκογλυφική εξ αιτίας της οποίας αποκόμιζε τεράστια οικονομικά οφέλη; Έπειτα, πώς είναι δυνατό να διαθέτει τόσα χρήματα σε δανεισμό, όπως και ο ίδιος παραδέχεται στις αντιφατικές του απολογίες και τα υπομνήματά του χωρίς να λαμβάνει τόκο, σε πρόσωπο με το οποίο δεν τον συνέδεε οποιαδήποτε φιλική, συγγενική ή επαγγελματική σχέση, αν το κίνητρό του δεν ήταν ο παράνομος πλουτισμός του; Ακόμη δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δάνειζε και άλλα άτομα, μεταξύ των οποίων και τον Β, ο οποίος, όπως προαναφέραμε γνώρισε σ' αυτόν το μηνυτή. Από τις ένορκες δε καταθέσεις του ανωτέρω Β σαφώς συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος ακολουθούσε και σ' αυτόν την ίδια μέθοδο, δηλαδή προεξοφλούσε επιταγές πελατών του παρακρατώντας προκαταβολικά τόκο 4-5% μηνιαίως.
Από τα ανωτέρω που εκθέσαμε θεμελιώνεται, κατά την άποψή, μας η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος και μάλιστα με τη μορφή συνομολογήσεως ωφελημάτων, λήψεως τοκογλυφικών ωφελημάτων που σαν τέτοια θεωρείται, όπως ..... προαναφέραμε και η παραλαβή αξιογράφων στην οποία ενσωματώνονται τοκογλυφικοί τόκοι χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη του ποσού που αναγράφεται σ' αυτά, καθώς και της επιδίωξης τοκογλυφικών ωφελημάτων που συνίσταται εν προκειμένω στην έκδοση της με αριθ. 6222/2004 Διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου σε βάρος του μηνυτή, βάσει της προαναφερομένης με αριθ. επιταγής, η οποία ενσωμάτωνε τοκογλυφικούς τόκους. Κατά την πάγια δε ισχύουσα νομολογία οι παραπάνω τρόποι τέλεσης του εγκλήματος της τοκογλυφίας (στοιχ. α και β) της παραγρ. 2 του άρθρ. 404) είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους (Α.Π. 829/2006 ΠΧ ΝΖ 229, Α.Π. 480/98 ΠΧ ΜΗ 1091, Α.Π. 1792/93 ΠΧ ΜΔ 173) και συρρέουν αληθώς. Όμως οι ανωτέρω τρόποι τέλεσης του ως άνω εγκλήματος δύνανται να εμφανισθούν και με την μορφή του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος κατά την έννοια του άρθρου 98, όπως εν προκειμένω έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη και έχει παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος με το προσβαλλόμενο βούλευμα, καθόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ανωτέρω άρθρου, δηλαδή περισσότερες πράξεις που περιέχουν πλήρη τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης κάθε εγκληματικής μορφής από τις προβλεπόμενες από το άρθρο 404 Π.Κ. και απέχουν χρονικώς μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτονται από την ενότητα του δόλου του κατηγορουμένου (Α.Π. 604/2000 ΠΧ ΝΑ 17, Α.Π. 1805/2002 Ποιν. Δικ. 2002 σελ. 339).
Την πράξη δε αυτή της τοκογλυφίας ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεσή της, τόσο σε σχέση με τον μηνυτή όσο και με τρίτα πρόσωπα, όπως τον Β, αλλά και του μεγάλου χρονικού διαστήματος που δανειοδοτούσε τον εγκαλούντα και του υψηλού ποσοστού τόκου που συνομολογούσε και ελάμβανε προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος καθώς και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω που εκθέσαμε προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος - κατηγορουμένου για τις μερικότερες πράξεις της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος (με τη μορφή συνομολογήσεως τοκογλυφικών ωφελημάτων λήψεως τοκογλυφικών ωφελημάτων και επιδιώξεως αυτών) την οποία επιχειρεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και οι οποίες έλαβαν χώρα κατά το από 30/6/1999 έως Ιούνιο του 2005 χρονικό διάστημα και οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18, 26 §1α, 27 §1, 51, 53, 98, 404 §§2α-β-3 Π.Κ., όπως η παραγρ. 3 αντικατ. με άρθρ. 14 §8β του Ν.2721/99 και κατά συνέπεια η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτές, ως αβάσιμη κατ' ουσία, να επικυρωθεί κατά το μέρος αυτό το προσβαλλόμενο βούλευμα και να προσδιορισθεί σαφέστερα η κατηγορία, όπως θα εκτεθεί στο διατακτικό, ώστε ακριβέστερα να εξειδικευθούν οι μερικότερες πράξεις του εγκλήματος της τοκογλυφίας από απόψεως χρόνου και πραγματικών περιστάσεων.
Περαιτέρω το Συμβούλιο έκανε εν μέρει δεκτή την έφεση και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής ως προς τις πράξεις που εφέροντο τελεσθείσες κατά το χρονικό διάστημα από 28-2-1999 έως 30-5-1999.
VI) Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά τα εκτιθέμενα σημεία, ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 §3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ.), αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος (αρ. 13 στ', 98, 404 §§2 και 3 Π.Κ.) για το οποίο εκρίθη παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά στην πιο πάνω ουσιαστική ποινική διάταξη την οποία ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, ούτε υπήρξε οιαδήποτε υπέρβαση εξουσίας. Ειδικότερα:
Το βούλευμα προσδιορίζει κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κ.λ.π.) και δεν ήταν απαραίτητη η αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από καθένα από αυτά, ούτε η αξιολογική συσχέτισή τους, ενόψει και της διατάξεως του αρ. 177 Κ.Π.Δ. που εισάγει την αρχή της ηθικής αποδείξεως (Συμβ. Α.Π. 550/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1087).
Αναφέρει την επαγγελματική δραστηριότητα του εγκαλούντος την εκπροσώπηση και διαχείριση της εταιρείας του, ότι αυτός ήταν ο ουσιαστικός διαχειριστής της, τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε και τον ανάγκασαν να αναζητήσει δάνειο. Πως πληροφορήθηκε από τον μάρτυρα Β ότι ο κατηγορούμενος προέβαινε στην χορήγηση δανείων με τόκο μεγαλύτερο του νομίμου και τον κατ' εξακολούθηση δανεισμό του από εκείνον. Περιγράφει τα επιτακτικά οικονομικά προβλήματα του εγκαλούντος, πως ελειτούργησε η σχέση του με τον κατηγορούμενο ότι δηλ. του παρέδιδε μεταχρονολογημένες Τραπεζικές επιταγές πελατείας του και εκείνος τις ρευστοποιούσε με επιτόκιο 5% μηνιαίως ήτοι 60% ετησίως, δηλ. ποσοστό που υπερέβαινε κατά πολύ το νόμιμο ποσοστό τόκου. Τις επιταγές αυτές τις μετεβίβαζε αυθημερόν με την λήψη του δανείου στον κατηγορούμενο με οπισθογράφηση και ο τελευταίος ενεφάνιζε αυτές στις πληρώτριες Τράπεζες και ανελάμβανε τα αναγραφόμενα σ' αυτές ποσά στα οποία συμπεριελαμβάνοντο τα ποσά δανείου που είχε χορηγήσει στον εγκαλούντα και το ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως που είχε συνομολογήσει παράνομα. Αναφέρει τις επιμέρους πράξεις, κατά χρόνους τελέσεως ποσά, επιτόκιο, ποιος ήταν ο αντίστοιχος δικαιοπρακτικός τόκος ώστε να προκύπτει σαφώς το παράνομο ποσό τόκου και προσδιορίζει την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος της τοκογλυφίας, ενώ προβαίνει (φύλλο 16 σελ.α) σε αιτιολογημένη ανάπτυξη του πως ο κατηγορούμενος επεδίωκε δικαστικώς την ικανοποίηση απαιτήσεών του υποβάλλοντας αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών το οποίο εξέδωσε την υπ' αρ. 6222/2004 διαταγή πληρωμής, δυνάμει της οποίας κοινοποίησε προς τον εγκαλούντα την 3-11-2004 επιταγή προς πληρωμή.
Το εφετειακό βούλευμα δεν είναι ταυτόσημο με το πρωτόδικο και είναι αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός που προβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως διότι διαλαμβάνει ίδιες σκέψεις και ουδόλως εστέρησε τον κατηγορούμενο από το δικαίωμα επανακρίσεως σε β' βαθμό της υποθέσεώς του σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 20 §1 6 §1 ΕΣΔΑ και 2 §1 του εβδόμου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (Συμβ. Α.Π. 1151/2006 Π.Δ/σύνη 2006/1234). Επίσης διαλαμβάνει εκτενείς σκέψεις (φύλλο 16 α έως 19 α προσβαλλομένου) δια των οποίων αντικρούει αιτιολογημένα τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου προβαίνοντας σε αναφορά πραγματικών περιστατικών που κατέθεσαν μάρτυρες, όπως (φύλλο 19 σελ α) του Β απ' όπου προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ακολούθησε και σ' αυτόν την ίδια τακτική δηλ. του προεξοφλούσε επιταγές πελατών του παρακρατώντας προκαταβολικά τόκο 4-5% μηνιαίως. Επίσης τον μάρτυρα Ε του οποίου πολλές επιταγές δόθηκαν από τον μηνυτή στον κατηγορούμενο προς προεξόφληση με παράθεση αποσπάσματος της καταθέσεώς του, ενώ γίνεται αναφορά και στους σχετικούς ισχυρισμούς του μάρτυρα Α συνεταίρου του εγκαλούντος που επιρρωνύει την κατηγορία. Επίσης εξηγεί για ποιο λόγο δεν ήταν εφικτή η προσκόμιση επίμαχων επιταγών και σημειώνει (φύλλο 17 σελ. β) ότι ο κατηγορούμενος ομολόγησε ενώπιον του Ανακριτή στην απολογία του ότι ελάμβανε επιταγές από τον μηνυτή για κάθε ποσό δανείου. Το προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογεί με πληρότητα τους τρόπους τελέσεως, την συνδρομή των προϋποθέσεων των παραγράφων 2α και 3 του αρ. 404 Π.Κ., την κατ' εξακολούθηση τέλεση αναφέροντας αναλυτικά αυτές ως και την κατά συνήθεια και κατ' επάγγελμα τέλεση αυτών που προσδίδουν τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως (Α.Π. 517/2000 ΝΟΒ /2000 σελ. 1009, Α.Π. 1647/99 Π.Χρ. Ν/734, Α.Π. 1233/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1494, Α.Π. 2024/2005 Π.Δ/σύνη 2006/532).
Περαιτέρω επί του προβληθέντος ισχυρισμού ότι το βούλευμα κάνει ρητώς λόγο μόνο για την πράξη της κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση τοκογλυφίας (σελ. 21 αιτήσεως αναιρέσεως) παρατηρούμε ότι ναι μεν γίνεται αναφορά (φύλλο 31 σελ. β και 32 σελ. α) για κατ' επάγγελμα τέλεση πλην όμως τόσο εις την ενσωματωθείσα και συνιστώσα ενιαίο όλο με το βούλευμα εισαγγελική πρόταση γίνεται λόγος και για τις δύο επιβαρυντικές περιπτώσεις (κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια) τόσο και στην επαναδιατυπωθείσα κατηγορία (φύλλο 32 β) και τελευταία σελίδα (φύλλο 38 β) γίνεται σαφής λόγος περί τελέσεως των πράξεων κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, και ως εκ τούτου δεν υφίσταται ούτε εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, ούτε υπέρβαση εξουσίας αφού η κατηγορία είναι σε ακολουθία και με την ασκηθείσα δίωξη.
Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
VII) Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω 1) Να απορριφθεί η υπ' αρ. 106/2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατ. ..... κατά του υπ' αρ. 650/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 30-6-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Κατά το άρθρο 404 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ, τοκογλυφία διαπράττει και όποιος, κατά την παροχή δανείου ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής του ή την ανανέωση ή την προεξόφληση αυτού, συνομολογεί ή λαμβάνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως είχε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. β' του Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος επιχειρεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή, μετά δε την κατά τα άνω τροποποίηση της παρ.3 η κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση τοκογλυφικών πράξεων τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ίδιου Κώδικα, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Το έγκλημα της τοκογλυφίας είναι υπαλλακτικώς μικτό και, ως τέτοιο, μπορεί να τελείται με τη συνομολόγηση ή με τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, στα οποία περιλαμβάνεται και η παραλαβή αξιογράφων, που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους, χωρίς να προσαπαιτείται και η είσπραξη του αναφερόμενου σ' αυτά ποσού. Ακόμη, κατά την έννοια της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 404 παρ. 3 του ΠΚ, κατ' επάγγελμα θεωρείται ότι πράττει ο υπαίτιος της τοκογλυφίας, όταν ενεργεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επανάληψη με σκοπό να ποριστεί από αυτές εισόδημα. Προς τούτο, αρκεί και η τέλεση μιας μόνον πράξεως, όταν, από αυτήν, ενόψει και της διάρκειας των λοιπών περιστάσεων, που τη συνοδεύουν, προκύπτει η επιδίωξη πορισμού εισοδήματος, βάσει σχεδίου. Κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, κατά συνήθεια τελείται η τοκογλυφία, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής συνάγεται ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη αυτής, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. 2.- Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και με παραδεκτή παραπομπή στην εισαγγελική πρόταση, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "... Ο εγκαλών, Ψ1, είναι εταίρος και συνδιαχειριστής ΅ε τον Α, της εταιρείας περιορισ΅ένης ευθύνης ΅ε την επωνυ΅ία "Ψ1 - Α ΕΠΕ". Αντικεί΅ενο εργασιών της εταιρείας αυτής είναι η τοποθέτηση βαρέων ψυκτικών και θερ΅αντικών σω΅άτων και ΅ηχανη΅άτων σε ΅εγάλους χώρους κυρίως εκθεσιακούς. Παράλληλα δε, αρχές του έτους 1997 και ειδικότερα ΅ε το υπ' αριθ. ..... συ΅βόλαιο της συ΅βολαιογράφου Αθηνών, Φάνης Δη΅ούλη, συστάθηκε η εταιρεία περιορισ΅ένης ευθύνης ΅ε την επωνυ΅ία "Β ΚΕΤΕΡΙΝΓΚ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και τον διακριτικό τίτλο "ΝΕΑ ΓΕΥΣΗ", ΅ε έδρα την Καλλιθέα Αττικής, που είχε ως αντικεί΅ενο εργασιών την επί κέρδει πώληση στο κοινό ειδών υγιεινής διατροφής. Αργότερα ΅ε το υπ' αριθ. ..... συ΅βόλαιο της ίδιας ως άνω συ΅βολαιογράφου τροποποιήθηκε το παραπάνω καταστατικό της εταιρείας και νέοι εταίροι αυτής ορίσθηκαν η Γ, αδελφή του εγκαλούντος και ο Δ, οι οποίοι αγόρασαν το σύνολο των ΅ετοχών της εταιρείας αυτής, η οποία πλέον ΅ετονο΅άσθη σε: "ΝΕΑ ΓΕΥΣΗ ΚΕΤΕΡΙΝΓΚ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και το διακριτικό τίτλο "ΝΕΑ ΓΕΥΣΗ", η οποία νο΅ί΅ως καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύ΅ων Εταιρειών και εταιρειών περιορισ΅ένης ευθύνης. Διαχειρίστρια της ως άνω εταιρείας ορίσθηκε τυπικά η παραπάνω αναφερό΅ενη αδελφή του εγκαλούντος, Γ, ό΅ως ουσιαστικός διαχειριστής αυτής υπήρξε ο εγκαλών. Ο τελευταίος κατά το ΅ήνα Οκτώβριο του έτους 1996, ΅έσω του φίλου του Β, γνώρισε τον κατηγορού΅ενο, ο οποίος σύ΅φωνα ΅ε τις πληροφορίες που του έδωσε ο ανωτέρω (Β) προέβαινε στη χορήγηση δανείων ΅ε τόκο ΅εγαλύτερο του νο΅ί΅ου. Έτσι το Νοέ΅βρη του έτους 1996 ο εγκαλών, όταν βρέθηκε στην ανάγκη εξευρέσεως χρη΅άτων για να αντι΅ετωπίσει την ασθένεια της ΅ητέρας του ΅ε τη ΅εσολάβηση του ανωτέρω φίλου του κατέφυγε στον κατηγορού΅ενο προκει΅ένου να του χορηγήσει σχετικό δάνειο. Έτσι έκτοτε ξεκίνησε ο δανεισ΅ός του από τον κατηγορού΅ενο, ο οποίος συνεχίσθηκε και ΅ετέπειτα και για πολύ ΅εγάλο χρονικό διάστη΅α που έφθασε έως τέλος lουνίου του έτους 2005, καθόσον ο εγκαλών εξακολουθούσε να βρίσκεται σε δύσκολη οικονο΅ική κατάσταση λόγω των επιτακτικών οικονο΅ικών προβλη΅άτων που προέκυψαν από χρέη των ως άνω εταιρειών έναντι τρίτων προσώπων και του ΙΚΑ. Η "συνεργασία" τους αυτή συνίστατο στο ότι ο εγκαλών παρέδιδε στον κατηγορού΅ενο ΅εταχρονολογη΅ένες τραπεζικές επιταγές πελατείας του και εκείνος τις ρευστοποιούσε ΅ε επιτόκιο 5% το ΅ήνα, δηλαδή 60% το χρόνο, δηλαδή ΅ε ποσοστό που υπερέβαινε κατά πολύ το νό΅ι΅ο ποσοστό τόκου. Τις επιταγές αυτές ο εγκαλών ΅ετεβίβαζε αυθη΅ερόν ΅ε τη λήψη του δανείου στον κατηγορού΅ενο ΅ε οπισθογράφηση και ο τελευταίος ε΅φάνιζε αυτές στις πληρώτριες τράπεζες κατά τις η΅ερο΅ηνίες έκδοσής τους και ελά΅βανε τα αναγραφό΅ενα σ' αυτές ποσά, στα οποία συ΅περιλα΅βάνοντο τα ποσά δανείου που είχε ήδη χορηγήσει στον εγκαλούντα και το ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως, που παράνο΅α είχε συνο΅ολογήσει ΅ε τον τελευταίο.... ". Δέχεται περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα. " ... ο εγκαλών συνεχίζων να ευρίσκεται σε οικονο΅ική δυσπραγία συνήψε ΅ε τον κατηγορού΅ενο κατά τους παρακάτω αναφερό΅ενους χρόνους συ΅φωνίες για παροχή δανείων και ο τελευταίος συνο΅ολόγησε για τον εαυτό του ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως, δηλαδή 60% ετησίως, αντί του νο΅ί΅ου συ΅βατικού τοιούτου και ο εγκαλών του ΅εταβίβαζε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση μεταχρονολογη΅ένες επιταγές, στις οποίες ενσω΅ατωνόταν το κεφάλαιο του ποσού του δανείου και ο τόκος που παράνο΅α συνο΅ολογούσε και τις οποίες εξοφλούσε κατά την η΅έρα εκδόσεώς τους. Ειδικότερα: 1) Στις 30/6/1999 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.800.000 δρχ. (5.282,46 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 600.000 δρχ. (1.760,82 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστη΅α σε 19% και αντιστοιχεί στο ποσό των 429,35 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση ΅ια ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή πελάτη του εγκαλούντα, πληρωτέα στην Αγροτική Τράπεζα ποσού 2.400.000 δρχ. ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 30/11/99, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικά ωφελή΅ατα το ποσό των 1.331,47 ευρώ. 2) Στις 30/6/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 2.415.000 δρχ. (7.087,30 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 805.000 δρχ. (2.362,43 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστη΅α σε 19% που αντιστοιχεί στο ποσό των 572,30 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση ΅ια ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή του Ε, πελάτη του εγκαλούντα, ΅ε η΅ερο΅ηνία εκδόσεως την 29/11/99, ποσού 3.220.000 δρχ., δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικά ωφελή΅ατα το ποσό των 1.790,13 ευρώ. 3) Στις 30/6/1999 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 2.170.000 δρχ. (6.368,30 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 630.000 δρχ. (1.848,86 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού τόκου, που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστη΅α σε 19% και αντιστοιχεί στο ποσό των 467,19 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση ΅ια ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος, Ε, ποσού 2.800.000 δρχ. ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 15/11/99, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.381,85 ευρώ. 4) Στις 30/6/1999 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 2.061.740 δρχ. (6.050,59 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 570.260 δρχ. (1.763,54 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστη΅α σε 19% και αντιστοιχεί στο ποσό των 523,71 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση ΅ια ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή του Ε, ποσού 2.632.000 δρχ., ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 10/12/99, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.335,63 ευρώ. 5) Στις 30/9/1999 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 2.240.000 δρχ. (6.573,73 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 560.000 δρχ. (1.643,43 ευρώ) δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστη΅α σε 18% και αντιστοιχεί στο ποσό των 419,99 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση ΅ια ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή του Ε, πελάτη του εγκαλούντος, ποσού 2.800.000 δρχ. ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 30/1/2000, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.223,44 ευρώ. 6) Στις 30/9/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 1.767.125 δρχ. (5.185,98 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 511.875 δρχ. (1.502,20 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού τόπου που ανερχόταν κατά ΅έσο όρο εκείνο το χρονικό διάστη΅α σε 18% περίπου ετησίως και αντιστοιχεί το ποσό των 295,60 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση ΅ια ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή του Ε, ποσού 2.279.000 δρχ. ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 15/1/2000, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.206,60 ευρώ. 7) Στις 30/9/1999 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 2.320.000 δρχ. (6.808,51 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 580.000 δρχ. (1.702,12 ευρώ), δηλαδή ποσοστό 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60% αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού τόκου που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστη΅α σε 18% περίπου κατά ΅έσο όρο και αντιστοιχούσε στο ποσό των 434,99 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν επιταγή του ως άνω Ε, ποσού 2.900.000 δρχ., ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 30/1/2000 ,δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.260,13 ευρώ. 8) Στις 30/9/1999 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.605.000 δρχ. (4.710,19 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 580.000 δρχ. (1.702,12 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστη΅α σε 18% περίπου κατά ΅έσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 279,60 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση ΅ια ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή πελάτη του εγκαλούντος πληρωτέα στην Αγροτική Τράπεζα, ποσού 2.185.000 δρχ., ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 20/1/2000, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.423,52 ευρώ. 9) Στις 30/9/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 2.264.000 δρχ. (6.644,16 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 566.000 δρχ. (1.661,04 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού τόκου που ανερχόταν εκείνο το διάστη΅α σε 18% και αντιστοιχεί στο ποσό των 427,64 ευρώ και έλαβε ΅ε οπισθογράφηση ΅ια ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή πελάτη του εγκαλούντος, πληρωτέα στην Αγροτική Τράπεζα, ποσού 2.830.000 δρχ., ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 31/1/2000, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε τοκογλυφικά ωφελή΅ατα το ποσό των 1.233,60 ευρώ. 10) Στις 20/9/99 κατά την παροχή δανείου του εγκαλούντα ύψους 1.962.000 δρχ. (5.757,88 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 654.000 δρχ. (1.919,29 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού τόκου που ανερχόταν εκείνο το διάστη΅α σε ποσοστό 18% περίπου κατά ΅έσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 471,03 ευρώ και έλαβε ΅ε οπισθογράφηση ΅ια ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή, πελάτη του εγκαλούντος, ποσού 2.616.000 δρχ. πληρωτέα στην Αγροτική Τράπεζα, ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 21/2/2000, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.448,26 ευρώ. 11) Στις 30/10/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.293.750δρχ. (3.796,77 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 431.250 δρχ. (1.265,59 ευρώ) δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60% αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού τόκου που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστη΅α σε ποσοστό 16,5% περίπου κατά ΅έσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 304,59 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν επιταγή ΅εταχρονολογη΅ένη ΅ε οπισθογράφηση, πελάτη του εγκαλούντος, ονό΅ατι ΣΤ, ποσού 1.725.000 δρχ. ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 30/3/2000, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε τοκογλυφικούς τόκους ύψους 961 ευρώ. 12) Στις 30/11/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 1.387.500 δρχ. (4.071,90 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 462.500 δρχ. (1.357,30 ευρώ) δηλ. ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού τόκου που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστη΅α σε 16,5% κατά ΅έσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 328,81 ευρώ, και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση ΅ια ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος ΣΤ, ποσού 1.850.000 δρχ., ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 30/4/00, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.028,49 ευρώ. 13) Στις 30/11/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 1.905.000 δρχ. (5.590,60 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 635.000 δρχ. (1.863,53 ευρώ). Δηλ. ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστη΅α κατά ΅έσο όρο σε ποσοστό 16,5% ετησίως και αντιστοιχεί στο ποσό των 451,44 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή, πελάτη του εγκαλούντος, πληρωτέα στην Τράπεζα Εργασίας, ποσού 2.540.000 δρχ., ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 30/4/2000, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.412,09 ευρώ. 14) Στις 30/11/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.275.000 δρχ. (3.741,74 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 425.000 δρχ. (1.247,24 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού, που ανερχόταν εκείνο το διάστη΅α σε ποσοστό 16,5% κατά ΅έσο όρο ετησίως και αντιστοιχεί στο ποσό των 264,94 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος ΣΤ, ποσού 1.700.000 δρχ., ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης 30/4/2000, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 982,30 ευρώ. 15) Στις 30/3/2000 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.962.000 δρχ. συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 654.000 δρχ. (1.919,29 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το διάστη΅α σε ποσοστό 14,5% κατά ΅έσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 461,91 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση ΅ια ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή του πελάτη του, Ε, ύψους 2.616.000 δρχ., ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 28/8/2000, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.457,38 ευρώ. 16) Στις 30/3/2000 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.914.000 δρχ. (5.617,02 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 635.000 δρχ. (1.863,53 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το διάστη΅α σε ποσοστό 14,5% κατά ΅έσο όρο που αντιστοιχεί στο ποσό των 456,52 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση ΅ια ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος, Ε, ποσού 2.549.000 δρχ. ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 30/8/2000, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε τοκογλυφικούς τόκους 1.406,99 ευρώ. 17) Στις 30/3/2000 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 1.863.750 δρχ. (5.469,18 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 621.250 δρχ. (1.823,18 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστη΅α σε ποσοστό 14,5% και αντιστοιχεί στο ποσό των 534,04 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση ΅ια ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή πελάτη του εγκαλούντος, πληρωτέα στην Ιονική Τράπεζα, ύψους 2.485.000 δρχ. ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 30/9/2000, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.289,14 ευρώ. 18) Στις 30/3/99 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 2.000.000 δρχ. (5.869,40 ευρώ), συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 500.000 δρχ. (1.467,35 ευρώ) δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, ενώ ο νό΅ι΅ος δικαιοπρακτικός τόκος κατά το χρονικό αυτό διάστη΅α ανερχόταν σε ποσοστό 18% περίπου κατά ΅έσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 377,92 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση τη ΅ε αριθ΅ό ..... ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος Η, ποσού 2.500.000 δρχ., ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 30/3/2000, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.089,43 ευρώ. 19) Στις 15/3/2000 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 1.217.600 δρχ. (3.571,53 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 304.400 δρχ. (893,32 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και 60% ετησίως αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού σε ποσοστό 14,5% κατά ΅έσο που ανερχόταν εκείνο το διάστη΅α και αντιστοιχεί στο ποσό των 231,85 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν τη ΅ε αριθ. ..... ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος Ζ, ποσού 1.522.000 δρχ., πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα, ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 15/7/00, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 661,47 ευρώ.
20) Στις 25-3-2000 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα ύψους 975.000 δρχ. (2.861,33 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 325.000 δρχ. (953,77 ευρώ) δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού σε ποσοστό 14,5% ετησίως και αντιστοιχεί στο ποσό 232,56 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση τη ΅ε αριθ. ..... ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή του πελάτη του εγκαλούντος, ΣΤ, ποσού 1.300.000 δρχ.πληρωτέα στην Ιονική Τράπεζα, ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 25/8/2000, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 721,21 ευρώ. 21) Στις 20/8/01 κατά την παροχή δανείου στον εγκαλούντα, ύψους 2.818.000 δρχ. (8.269,99 ευρώ) συνο΅ολόγησε ως τόκο το ποσό των 632.000 δρχ. (1.854,73 ευρώ), δηλαδή ποσοστό τόκου 5% ΅ηνιαίως και ετησίως 60%, αντί του νο΅ί΅ου δικαιοπρακτικού που ανερχόταν εκείνο το χρονικό διάστη΅α σε ποσοστό 10% περίπου κατά ΅έσο όρο και αντιστοιχεί στο ποσό των 536,86 ευρώ και έλαβε αυθη΅ερόν ΅ε οπισθογράφηση τη ΅ε αριθ. ..... ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή της πελάτισσας του εγκαλούντος, Θ, ποσού 3.450.000 δρχ., πληρωτέα στην ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 20/12/01, δηλαδή συνο΅ολόγησε και έλαβε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 1.317,87 ευρώ. Όλες οι ανωτέρω επιταγές που αναφέρονται παραπάνω στις ΅ε στοιχ. 1 έως και 17 ΅ερικότερες πράξεις της τοκογλυφίας εξοφλήθηκαν στον κατηγορού΅ενο κατά τον αναγραφό΅ενο σ' αυτές χρόνο έκδοσής τους από τις πληρώτριες Τράπεζες. Ό΅ως οι τέσσερις τελευταίες (΅ε στοιχ. 18 έως 21) δεν πληρώθηκαν από τους εκδότες τους κατά τους αντίστοιχους χρόνους. Έτσι ο εγκαλών δεν είχε την οικονο΅ική δυνατότητα να επιστρέψει στον κατηγορού΅ενο τα αντίστοιχα χρη΅ατικά ποσά δανείου που του είχε καταβάλει, τα οποία ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 7.010.600 δρχ. ή 20.574 ευρώ (2.000.000 + 1.217.600 + 975.000 + 2.818.000 δρχ.) και ο κατηγορού΅ενος στις 30/8/2001 παρέτεινε την προθεσ΅ία πληρω΅ής για χρονικό διάστη΅α 11 ΅ηνών και συγκεκρι΅ένα ΅έχρι την 30/7/2002. Για το ανωτέρω δε χρονικό διάστη΅α συνο΅ολόγησε επιτόκιο 5% ΅ηνιαίως, που αντιστοιχεί σε τόκους 3.885.500 δρχ. (ή 11.402,79 ευρώ), δηλαδή συνο΅ολόγησε ως τοκογλυφικούς τόκους το ποσό των 7.656,61 ευρώ, ενώ οι νό΅ι΅οι ανέρχονται στο ποσό των 3.746,18 ευρώ. Για την οφειλή του αυτή που ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 10.865.500 δρχ. (κεφάλαιο 7.010.600 + 3.885.500 δρχ. τόκοι) και ήδη 31.887 ευρώ ο εγκαλών ΅εταβίβασε αυθη΅ερόν ως εγγύηση στον κατηγορού΅ενο ισόποση επιταγή της αδελφής του, Γ, την οποία αντικατέστησε στη συνέχεια ΅ε την υπ' αριθ. ..... ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή πληρωτέα στην Αγροτική Τράπεζα που εξέδωσε επίσης η αδελφή του, ποσού 31.634 ευρώ, δηλαδή ΅ικρότερου του ποσού της ανωτέρω επιταγής δεδο΅ένου ότι τη διαφορά των 245 ευρώ ΅εταξύ των δύο επιταγών ο εγκαλών συ΅ψήφισε ΅ε ισόποση απαίτηση που είχε εναντίον του. Ό΅ως στις 30/7/2002 ο εγκαλών και πάλι δεν είχε τη δυνατότητα να εξοφλήσει στον κατηγορού΅ενο το ποσό των 31.634 ευρώ και ο τελευταίος παρέτεινε την προθεσ΅ία πληρω΅ής του ως άνω ποσού των 31.634 ευρώ ΅έχρι και τον lούνιο του έτους 2005 και συνο΅ολόγησε επιτόκιο 3% ΅ηνιαίως, δηλαδή 36% ετησίως, ενώ ο νό΅ι΅ος δικαιοπρακτικός τόκος κατά την περίοδο αυτή ανήρχετο σε 9% περίπου ετησίως και συνεπώς συνο΅ολόγησε και απαίτησε τοκογλυφικούς τόκους ποσού 16.350 ευρώ έναντι των νο΅ί΅ων δικαιοπρακτικών που ανέρχονται σε 7.814 ευρώ. Για την οφειλή του αυτή ο εγκαλών έδωσε ως εγγύηση αυθη΅ερόν στον κατηγορού΅ενο ΅ε οπισθογράφηση τη ΅ε αριθ. ..... λευκή επιταγή της ανωτέρω αδελφής του. Στη συνέχεια ο κατηγορού΅ενος επειδή και πάλι ο εγκαλών δεν τήρησε τα συ΅φωνηθέντα επιδίωξε την εκπλήρωση των τοκογλυφικών ωφελη΅άτων που πηγάζουν από τις παραπάνω απαιτήσεις του και ΅ε βάση την τελευταία ως άνω επιταγή (΅ε αριθ. .....), την οποία συ΅πλήρωσε ΅ε το ποσό των 60.000 ευρώ και ΅ε η΅ερο΅ηνία έκδοσης την 30/7/2004 εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεώς του η ΅ε αριθ. 6222/2004 διαταγή πληρω΅ής του Δικαστή του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνά΅ει της οποίας κοινοποίησε την 3/11/2004 προς τον εγκαλούντα σχετική επιταγή προς πληρω΅ή. Ο κατηγορού΅ενος αρνείται την εναντίον του κατηγορία, τόσο κατά τις έγγραφες εξηγήσεις που έδωσε κατά την προκαταρκτική εξέταση, όσο και κατά την απολογία του στον Ανακριτή. Ειδικότερα κατά την προκαταρκτική εξέταση παραδέχεται ότι γνωρίσθηκε ΅ε το ΅ηνυτή στα ΅έσα του έτους 1997 ΅έσω των αδελφών Β και ότι ΅ε διάφορες προφάσεις δανείσθηκε από αυτόν διάφορα χρη΅ατικά ποσά ΅έχρι τέλους του έτους 2001 και ότι δέχθηκε να τον βοηθήσει όχι προς πορισ΅ό κέρδους, αλλά λα΅βάνοντας ΅όνο το νό΅ι΅ο τόκο. Στη συνέχεια ενώπιον του Ανακριτή συνο΅ολογεί ότι τέλος του 1997 δάνεισε για πρώτη φορά τον εγκαλούντα ΅ε 1.000.000 δρχ., ΅έχρι το τέλος του 2000 συνήθως ΅ε ποσά της τάξης των 1.500.000 δρχ., εντός του έτους 1998 τον δάνεισε πέντε φορές ΅ε ποσά από 500.000 δρχ. - 1.500.000 δρχ. και ΅άλιστα δηλώνει ότι δεν γνωρίζει το συνολικό ποσό που δάνεισε τον εγκαλούντα κατά το χρονικό διάστη΅α από το έτος 1997 έως 2000, ενώ ακό΅η δηλώνει ότι το ποσό που αναφέρεται στο από 13/12/01 ιδιωτικό συ΅φωνητικό, ύψους 21.281.000 δρχ. (62.453,41 ευρώ) καταβλήθηκε σ' αυτόν κατά τα 1999 και 2000 και ότι ο ΅ηνυτής από την αρχή της καταβολής των δανείων ΅όνος του, του έδινε επιταγές προς εξασφάλιση του χρέους του, τόσο δικές του, όσο και πελατών της εταιρείας του. Ήδη δε ο κατηγορού΅ενος ΅ε το υπό΅νη΅α, που επισυνάπτεται στην έκθεση εφέσεως, αρνείται κατηγορη΅ατικά την ανωτέρω κατηγορία, δηλώνοντας ότι ουδέποτε συνο΅ολόγησε ΅ε το ΅ηνυτή οποιοδήποτε ποσό τόκου, ότι ουδέποτε ε΅φάνισε προς προεξόφληση τέτοιες επιταγές στις πληρώτριες Τράπεζες και ότι απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι ο ΅ηνυτής δεν προσκο΅ίζει οποιαδήποτε επιταγή προς απόδειξη του ισχυρισ΅ού του. Είναι δε γεγονός ότι πράγ΅ατι δεν επισυνάπτονται στη δικογραφία οι επί΅αχες επιταγές που αφορούν τις ΅ε στοιχ. 1-17 ΅ερικότερες ως άνω πράξεις της τοκογλυφίας. Ό΅ως είναι προφανές ότι υφίσταται αδυνα΅ία προσκό΅ισης αυτών, καθόσον έχει παρέλθει ήδη οκταετία από το χρόνο παράδοσής τους στον κατηγορού΅ενο και επιπλέον οι επιταγές αυτές δεν ήταν δικές του, αλλά πελατείας του ΅ηνυτή, ΅ε συνέπεια να ΅ην έχει ση΅ειώσει τα στοιχεία τους. Ό΅ως ουδόλως α΅φισβητείται ότι ο κατηγορού΅ενος έλαβε από το ΅ηνυτή τις προαναφερό΅ενες επιταγές, αφού ο ίδιος, όπως προαναφέρα΅ε, ο΅ολόγησε ενώπιον του Ανακριτή κατά την απολογία του στις 30/3/2007 ότι ελά΅βανε επιταγές από το ΅ηνυτή για κάθε ποσό δανείου. Ειδικότερα δε αναφέρει τα εξής: "Από την αρχή της καταβολής των δανείων εκ ΅έρους ΅ου, ΅όνος του ο Ψ1 ΅ου έδινε επιταγές προς εξασφάλιση του χρέους του. Μου έδινε επιταγές και πελατών του που ήταν δικαιούχος η εταιρεία". Έπειτα τούτο επιβεβαιώνεται και από την ένορκη κατάθεση του ΅άρτυρα Ε, του οποίου, κατά τα προαναφερθέντα, πολλές επιταγές δόθηκαν από το ΅ηνυτή στον κατηγορού΅ενο προς προεξόφληση. Ειδικότερα ο ανωτέρω αναφέρει ΅εταξύ των άλλων: "... Εγώ εξοφλούσα το Ψ1 ΅ε ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή 1-6 ΅ηνών. Ξέρω ότι οι επιταγές ΅ου ΅εταβιβάσθηκαν από Ψ1 στον Χ και για ορισ΅ένες από αυτές, επειδή ζήτησα παράταση της πληρω΅ής, ο Ψ1 ΅ου ζήτησε για λογαριασ΅ό του Χ τόκο 5% ΅ηνιαίως. Αυτό έγινε 3-4 φορές ενώπιόν ΅ου σε τηλεφωνική επικοινωνία Ψ1 - Χ. Δεν θυ΅ά΅αι αριθ΅ούς επιταγών και ποσά ... Σε όσες περιπτώσεις ΅ου δόθηκε παράταση της προθεσ΅ίας πληρω΅ής των επιταγών εξέδωσα σε διαταγή του Ψ1, νέες επιταγές πλέον του τόκου υπολογίζοντας 5% ΅ηνιαίως ... ". Τα ανωτέρω επίσης επιβεβαιώνει και ο ΅άρτυρας, Α, συνεταίρος του ΅ηνυτή, στην από 27/1/2005 ένορκη κατάθεσή του στον πταισ΅ατοδίκη αναφέροντας ότι ο τελευταίος δανειζόταν από τον κατηγορού΅ενο ΅ε 5% τόκο ΅ηνιαίως και ότι πάντα του έδινε επιταγές της εταιρείας τους, αφαιρώντας από τα ποσά αυτών· τον ανωτέρω συνο΅ολογηθέντα τόκο και αποδίδοντάς του το υπόλοιπο ποσό ως δάνειο. Τέλος τούτο αποδεικνύεται, τόσο από την 13/12/01 δήλωση του εγκαλούντος προς τον κατηγορού΅ενο, βάσει της οποίας ο πρώτος (καθώς και ο συνεταίρος του Α) δηλώνει ότι δανείσθηκε από αυτόν το ποσό των 21.281.000 δρχ. και έδωσε προς εξασφάλισή του τις αναγραφό΅ενες σ'' αυτή τρεις επιταγές, ποσού 2.000.000 δρχ., 24.945 ευρώ και 31.639 ευρώ, όσο και από το 7/1/2003 ιδιωτικό συ΅φωνητικό που υπεγράφη ΅εταξύ του κατηγορου΅ένου και του ΅ηνυτή, όπου το χρέος του τελευταίου ανέρχεται σε 64.845 ευρώ και ο ΅ηνυτής παραδίδει στον κατηγορού΅ενο τις ΅ε αριθ. ..... και ..... επιταγές της Αγροτικής Τράπεζας και ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ ποσού 24.845 και 28.600 ευρώ αντίστοιχα, καθώς και ΅ια συναλλαγ΅ατική ποσού 11.350 ευρώ. Επίσης δεν ευσταθεί ο ισχυρισ΅ός του κατηγορου΅ένου ότι δεν έλαβε οποιοδήποτε ποσό τόκου, γεγονός που κατά τη γνώ΅η του αποδεικνύεται από τα 13/12/2003 και 7/1/2003 ιδιωτικά συ΅φωνητικά στα οποία ρητά αναγράφεται ότι ο εγκαλών επιβαρύνεται ΅όνο ΅ε το νό΅ι΅ο τόκο υπερη΅ερίας. Τούτο διότι, το ΅εν οι τόκοι προεισπτάτοντο όπως προαναφέρα΅ε, κατά την παροχή δανείου και την λήψη των επιταγών από τον κατηγορού΅ενο, το δε δεν είναι δυνατόν λόγω της ε΅πειρίας που διαθέτει ο τελευταίος σε τέτοιου είδους συναλλαγές να αποτυπώσει και εγγράφως το ύψος των παράνο΅ων τόκων που συνο΅ολογούσε και εισέπραττε και έτσι να ενοχοποιήσει από ΅όνος του τον εαυτό του. ’λλωστε η συ΅φωνία που ακολουθείται σ' αυτού του είδους τις παράνο΅ες συναλλαγές, κατά πάγια τακτική, είναι άτυπη και προφορική, ώστε να ΅ην είναι σε θέση ο δανειολήπτης να αποδείξει το ποσοστό τόκου που κατέβαλε στο δανειστή του. Έπειτα βάσει ποιάς λογικής ο κατηγορού΅ενος θα προέβαινε στο δανεισ΅ό του εγκαλούντος για τόσο ΅εγάλο χρονικό διάστη΅α, αν η συναλλαγή αυτή δεν ήταν πράγ΅ατι τοκογλυφική εξ αιτίας της οποίας αποκό΅ιζε τεράστια οικονο΅ικά οφέλη; Έπειτα, πώς είναι δυνατό να διαθέτει τόσα χρή΅ατα σε δανεισ΅ό, όπως και ο ίδιος παραδέχεται στις αντιφατικές του απολογίες και τα υπο΅νή΅ατά του χωρίς να λα΅βάνει τόκο, σε πρόσωπο ΅ε το οποίο δεν τον συνέδεε οποιαδήποτε φιλική, συγγενική ή επαγγελ΅ατική σχέση, αν το κίνητρό του δεν ήταν ο παράνο΅ος πλουτισ΅ός του; Ακό΅η δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο κατηγορού΅ενος δάνειζε και άλλα άτο΅α, ΅εταξύ των οποίων και τον Β, ο οποίος, όπως προαναφέρα΅ε γνώρισε σ' αυτόν το ΅ηνυτή. Από τις ένορκες δε καταθέσεις του ανωτέρω Β σαφώς συνάγεται ότι ο κατηγορού΅ενος ακολουθούσε και σ' αυτόν την ίδια ΅έθοδο, δηλαδή προεξοφλούσε επιταγές πελατών του παρακρατώντας προκαταβολικά τόκο 4-5% ΅ηνιαίως. Από τα ανωτέρω που εκθέσα΅ε θε΅ελιώνεται, κατά την άποψή ΅ας η αντικει΅ενική και υποκει΅ενική υπόσταση του εγκλή΅ατος της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση σε βαθ΅ό κακουργή΅ατος και ΅άλιστα ΅ε τη ΅ορφή συνο΅ολογήσεως ωφελη΅άτων, λήψεως τοκογλυφικών ωφελη΅άτων που σαν τέτοια θεωρείται, όπως προαναφέρα΅ε και η παραλαβή αξιογράφων στην οποία ενσω΅ατώνονται τοκογλυφικοί τόκοι χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη του ποσού που αναγράφεται σ' αυτά, καθώς και της επιδίωξης τοκογλυφικών ωφελη΅άτων που συνίσταται εν προκει΅ένω στην έκδοση της ΅ε αριθ. 6222/2004 Διαταγής πληρω΅ής του Δικαστή του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως του κατηγορου΅ένου σε βάρος του ΅ηνυτή, βάσει της προαναφερο΅ένης ΅ε αριθ. ..... επιταγής, η οποία ενσω΅άτωνε τοκογλυφικούς τόκους. Κατά την πάγια δε ισχύουσα νο΅ολογία οι παραπάνω τρόποι τέλεσης του εγκλή΅ατος της τοκογλυφίας (στοιχ. α και β) της παραγρ. 2 του άρθρο 404) είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι ΅εταξύ τους (Α.Π. 829/2006 ΠΧ ΝΖ 229, Α.Π. 480/98 ΠΧ ΜΗ 1091, Α.Π. 1792/93 ΠΧ ΜΔ 173) και συρρέουν αληθώς. Ό΅ως οι ανωτέρω τρόποι τέλεσης του ως άνω εγκλή΅ατος δύνανται να ε΅φανισθούν και ΅ε την ΅ορφή του κατ' εξακολούθηση εγκλή΅ατος κατά την έννοια του άρθρου 98, όπως εν προκει΅ένω έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη και έχει παραπε΅φθεί ο κατηγορού΅ενος ΅ε το προσβαλλό΅ενο βούλευ΅α, καθόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ανωτέρω άρθρου, δηλαδή περισσότερες πράξεις που περιέχουν πλήρη τα στοιχεία της αντικει΅ενικής και υποκει΅ενικής υπόστασης κάθε εγκλη΅ατικής ΅ορφής από τις προβλεπό΅ενες από το άρθρο 404 Π.Κ. και απέχουν χρονικώς ΅εταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτονται από την ενότητα του δόλου του κατηγορου΅ένου (Α.Π. 604/2000 ΠΧ ΝΑ 17, Α.Π. 1805/2002 Ποιν. Δικ. 2002 σελ. 339). Την πράξη δε αυτή της τοκογλυφίας ο κατηγορού΅ενος τέλεσε κατ' επάγγελ΅α και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλη΅΅ένη τέλεσή της, τόσο σε σχέση ΅ε τον ΅ηνυτή όσο και ΅ε τρίτα πρόσωπα, όπως τον Β, αλλά και του ΅εγάλου χρονικού διαστή΅ατος που δανειοδοτούσε τον εγκαλούντα και του υψηλού ποσοστού τόκου που συνο΅ολογούσε και ελά΅βανε προκύπτει σκοπός του για πορισ΅ό εισοδή΅ατος καθώς και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του εν λόγω εγκλή΅ατος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω που εκθέσα΅ε προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος - κατηγορου΅ένου για
τις ΅ερικότερες πράξεις της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση σε βαθ΅ό κακουργή΅ατος (΅ε τη ΅ορφή συνο΅ολογήσεως τοκογλυφικών ωφελη΅άτων λήψεως τοκογλυφικών ωφελη΅άτων και επιδιώξεως αυτών) την οποία επιχειρεί κατ' επάγγελ΅α και κατά συνήθεια και οι οποίες έλαβαν χώρα κατά το από 30/6/1999 έως lούνιο του 2005 χρονικό διάστη΅α και οι οποίες προβλέπονται και τι΅ωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1,14,16,17, 18,26 §1α, 27 §1, 51, 53, 98,404 §§2α-β-3 Π.Κ., όπως η παραγρ. 3 αντικατ. ΅ε άρθρο 14 §8β του Ν.2721/99 και κατά συνέπεια η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτές, ως αβάσι΅η κατ' ουσία, να επικυρωθεί κατά το ΅έρος αυτό το προσβαλλό΅ενο βούλευ΅α και να προσδιορισθεί σαφέστερα η κατηγορία, όπως θα εκτεθεί στο διατακτικό, ώστε ακριβέστερα να εξειδικευθούν οι ΅ερικότερες πράξεις του εγκλή΅ατος της τοκογλυφίας από απόψεως χρόνου και πραγ΅ατικών περιστάσεων. ....".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και ακολούθως απέρριψε εν μέρει με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του αρ. 404 §§ 2 και 3 Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε, εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Εξάλλου, παρατίθενται στο βούλευμα πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο άγεται στο πόρισμα ότι ο κατηγορούμενος κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσε κατ' εξακολούθηση το έγκλημα της τοκογλυφίας και δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ διατακτικού και σκεπτικού, ως αβασίμως διατείνεται ο αναιρεσείων, υπολαμβάνων ότι στο σκεπτικό η παραπομπή γίνεται μόνο για κατ' επάγγελμα τέλεση και όχι και κατά συνήθεια , αφού σκεπτικό του βουλεύματος είναι εκείνο της εισαγγελικής προτάσεως στο οποίο παραδεκτώς στο σύνολό του και καθ' ολοκληρία παραπέμπει το βούλευμα, στην δε εισαγγελική πρόταση γίνεται αναφορά και ζητείται η παραπομπή του κατηγορουμένου τόσον για την κατ' επάγγελμα όσο και την κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος της τοκογλυφίας. Προκειμένου το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών να δεχθεί την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων για την παραπομπή του κατηγορουμένου, έλαβε υπ' όψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία αναφέρει κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και περαιτέρω διαλαμβάνονται στο βούλευμα οι σκέψεις με τις οποίες οδηγείται το Συμβούλιο σε παραπεμπτική κρίση, οι σκέψεις δε αυτές δεν ταυτίζονται με εκείνες του πρωτοδίκου βουλεύματος, που παραδεκτώς κατά τούτο επισκοπείται, ώστε να θεωρηθεί ότι το βούλευμα έχει απλώς τυπική αιτιολογία. Εξάλλου, για να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του, το συμβούλιο Εφετών Αθηνών έλαβε υπόψη του όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, την απολογία και τα σχετικά υπομνήματα του κατηγορουμένου και εξηγείται, σε απάντηση σχετικού αιτήματος αυτού, η αδυναμία προσκομιδής των επιταγών οι οποίες αναφέρονται στις ανωτέρω με στοιχεία 1 έως 17 μερικότερες πράξεις της τοκογλυφίας.
Συνεπώς ο για έλλειψη αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως κατά το σκέλος αυτού με το οποίο ο αναιρεσείων πλήττει το βούλευμα για αντιφατική αιτιολογία και για την μη λήψη υπόψη των εγγράφων ως αποδεικτικού μέσου, είναι αβάσιμος. Κατά το σκέλος δε με το οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται το βούλευμα ότι ουσιαστικώς δεν έλαβε υπόψη του και δεν εξετίμησε τα ειδικώς στην αίτηση αναιρέσεως αναφερόμενα έγγραφα (υπομνήματα με τα συνημμένα έγγραφα, ΦΕΚ, μήνυση εγκαλούντος, αποφάσεις Πολυμελούς και Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ένορκη βεβαίωση, Διάταξη Εισαγγελέα Πλη/κών Αθηνών, πιστ/κό εισαγγελίας Πλημ/κών Αθηνών, συμφωνητικά κ.λ.π.) από τα οποία, κατά τον αναιρεσείοντα, προκύπτουν πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από εκείνα που δέχεται το βούλευμα, η αιτίαση είναι απαράδεκτη γιατί υπό την επίκληση της έλλειψης αιτιολογίας ουσιαστικώς πλήττεται η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 106/30-5-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθμ. 650/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ