Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Ακροάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Πλαστογραφία μετά χρήσεως. Στοιχεία. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος, ο οποίος συμπλήρωσε τα στοιχεία του άρθρου 1 του Ν. 5960/1933 ελλιπώς ως προς τα στοιχεία αυτά επιταγής, εν αγνοία και παρά τη θέληση του δικαιούχου της. Έλλειψη ακροάσεως από τη μη ανάγνωση εγγράφου προσκομισθέντος από τον κατηγορούμενο. Δεν επήλθε διότι δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι ζητήθηκε τέτοια ανάγνωση. Πότε αρχίζει η κύρια διαδικασία. Επί άκυρης επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο αρχίζει η κύρια διαδικασία και αναστέλλεται η παραγραφή, εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προβάλλει αντίρρηση για την πρόοδο της δίκης. Αν δεν εμφανισθεί και δικασθεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί ως λόγος εφέσεως. Αν δεν προταθεί, καλύπτεται με συνέπεια να θεωρείται έγκυρη η επίδοση και να επέρχεται αναστολή της παραγραφής. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως ότι το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του με το να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως και να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα ενώ η πράξη είχε παραγραφεί, διότι επήλθε αναστολή της παραγραφής με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος και έτσι ο χρόνος της παραγραφής έγινε οκταετία που δεν είχε συμπληρωθεί.
Αριθμός 2300/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Αναστάσιο Λιανό (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Μάλλιο και Αντώνιο Αθηναίο (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 87/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., δικηγόρου, κατοίκου ...., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σταυρόπουλο, περί αναιρέσεως της 1743Α-1846/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στα από 4 Φεβρουαρίου 2008 και 2 Μαΐου 2008 δικόγραφα των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1786/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H κατά τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 ΚΠοινΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Διαφορετικά, ιδρύεται ο κατά τα ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω, κατά την αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο, άρα και αυτό της αναιρέσεως (άρθρο 462 ΚΠοινΔ), μπορεί να το ασκήσει μόνον εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου (Ολ. ΑΠ 1244/1986). Αν το έννομο συμφέρον ελλείπει, το ένδικο μέσο ή ο λόγος του, κατά περίπτωση, απορρίπτονται ως απαράδεκτα. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την παρεμπίπτουσα 1743Α/2007 απόφασή του, η οποία προηγήθηκε της προσβαλλομένης κυρίας αποφάσεως του 1846/2007 και συμπροσβάλλεται ρητώς με την τελευταία, απέρριψε κατά τη δικάσιμο της 15.6.2007, οπότε άρχισε η εκδίκαση της υποθέσεως, αίτημα που υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο ήδη αναιρεσείοντα, με το οποίο ζητήθηκε, κατ' εκτίμηση, η αναβολή της δίκης κατ' άρθρο 349 ΚΠοινΔ, προκειμένου να διορίσει συνήγορο να τον υπερασπισθεί, ενόψει ασθενείας του συνηγόρου του Δημοσθένη Βλήτα, ακολούθως δε η δίκη διακόπηκε για 22.6.2007, κατά την οποία προσήλθε και ο ανωτέρω συνήγορος, τον οποίο ο κατηγορούμενος διόρισε συνήγορό του για να τον υπερασπισθεί και εκείνος αποδέχθηκε τον διορισμό του αυτό. Την παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση πλήττει ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της ένδικης αιτήσεως, και τον πρώτο λόγο του από 4.2.2008 δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, κατ' εκτίμηση, για έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματός του. Οι λόγοι αναιρέσεως αυτοί είναι απορριπτέοι για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος προς προβολήν τους, αφού αυτός, ως προς τον οποίο δεν επακολούθησε έννομη επιβλαβής συνέπεια από την απόρριψη του αιτήματός του αναβολής της δίκης, δεν προσδιόρισε στην υπό κρίση αίτηση ότι υπέστη συγκεκριμένη βλάβη από την κατά τα ανωτέρω απόρριψη του αιτήματός του αυτού. Η μη ανάγνωση στο ακροατήριο εγγράφου κατά το άρθρο 364 ΚΠοινΔ συνιστά έλλειψη ακροάσεως και ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά τα άρθρα 510 § 1 στοιχ. Β' και 170 § 2 ΚΠοινΔ, μόνον όταν η ανάγνωσή του ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο και το δικαστήριο παρέλειψε να το αναγνώσει, πράγμα το οποίο πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά. Εφόσον, επομένως, από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων ζήτησε την ανάγνωση της από 18.1.2002 μηνύσεως του .... κατ' αυτού και του ..., ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως, κατά το σκέλος του που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ακροάσεως λόγω μη αναγνώσεως της ως άνω μηνύσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Από τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση εγγράφου από το δράστη, που να το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, ήτοι η αλλοίωση της έννοιάς του, με μεταβολή του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και, επιπλέον, το σκοπό του δράστη (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει, με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, άλλον για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες, που μπορεί να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, οι οποίες αναφέρονται στη δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως, χωρίς να ασκεί επιρροή αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενό του τρίτον και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ο τρίτος ή να παραπλανηθεί από αυτό. Η χρήση του εγγράφου από τον πλαστογράφο δεν αποτελεί στοιχείο της πλαστογραφίας, αλλά επιβαρυντική περίσταση, που λαμβάνεται υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως κατάρτιση πλαστού εγγράφου συνιστά και η συμπλήρωση από τον υπαίτιο των στοιχείων του άρθρου 1 του Ν. 5960/1933 ελλιπούς ως προς τα στοιχεία αυτά επιταγής, εν αγνοία και παρά τη θέληση του δικαιούχου της, χρήση δε αποτελεί η κατά οποιοδήποτε τρόπο χρησιμοποίηση του πλαστού εγγράφου, αμέσως ή εμμέσως, δι' άλλου προσώπου τελούντος σε καλή πίστη, και ιδίως, αν πρόκειται για πλαστή επιταγή, η οπισθογράφησή της και η εμφάνιση προς πληρωμή της στην πληρώτρια Τράπεζα.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για πλαστογραφία με χρήση αποφάσεως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ'
αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Αρκεί να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Η εσφαλμένη, όμως, εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων ή μαρτυρικών καταθέσεων δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, διότι στην περίπτωση αυτή πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι ανέλεγκτη αναιρετικώς.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανέλεγκτα στην αυτοτελή αιτιολογία της, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των μνημονευομένων στο προοίμιο του σκεπτικού της αποδεικτικών μέσων ότι "ο κατηγορούμενος, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο, τέλεσε την αποδιδόμενη σ'αυτόν αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής. Ειδικότερα, αυτός, σε μία από τις επισκέψεις του στα γραφεία της εταιρίας .... ΝΟΤΙΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, αφαίρεσε από το μπλοκ των επιταγών, που αφορούσε τον υπ' αριθ. 8426878 λογαριασμό της Εμπορικής Τράπεζας, την υπ' αριθμό .... επιταγή και στη συνέχεια προέβη στη συμπλήρωση των στοιχείων της, δηλαδή τον τόπο, την ημερομηνία έκδοσης, το ποσό και το όνομα του λήπτη, θέτοντας στις αντίστοιχες θέσεις α) Αθήνα 30-11-2000, β) αριθμητικώς και ολογράφως, 7.000.000 δραχμές, γ) εμού της ιδίας, ενώ στη θέση του εκδότη και του πρώτου οπισθογράφου έθεσε κατ' απομίμηση, εν αγνοία και χωρίς τη θέλησή του, την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας ..., καθώς και τη σφραγίδα της εταιρίας που είχε αποσπάσει από το γραφείο της. Η πρόθεσή του δε ήταν σαφής, ενόψει του ότι σκοπό είχε, με την πράξη αυτή, να παραπλανήσει με τη χρήση της πλαστής επιταγής τους εν συνεχεία κομιστές αυτής (επιταγής), αλλά και τους αρμόδιους υπαλλήλους της πληρώτριας Τράπεζας, ότι η τελευταία ήταν γνήσια και είχε εκδοθεί από το νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρίας, στη συνέχεια δε χρησιμοποίησε την πλαστή επιταγή, καθόσον την οπισθογράφησε και τη μεταβίβασε στον ...., ο οποίος, εντός της νόμιμης προς εμφάνιση προθεσμίας, την εμφάνισε προς πληρωμήν στην ως άνω πληρώτρια Τράπεζα". Ακολούθως, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα πλαστογραφίας μετά χρήσεως και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 15 μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική, πράξη η οποία, σύμφωνα με το διατακτικό της αποφάσεως, που συμπληρώνει παραδεκτώς το ανωτέρω σκεπτικό της, τελέσθηκε στην Αθήνα, κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 2000.
Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε, αφού εκθέτει σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του ως άνω άρθρου 216 § 1 ΠΚ που εφήρμοσε, την οποία δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές στο πόρισμά της. Ειδικότερα και σε σχέση με τις μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος α) ως προς την πλαστότητα της επιταγής, που αποτελούσε και το αντικείμενο της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, υπάρχει ειδική αιτιολογία τόσον ως προς τον τρόπο τελέσεως του εγκλήματος, συνιστάμενο στην εξ υπαρχής κατάρτιση της πλαστής επιταγής δια της άνευ δικαιώματος συμπληρώσεως των ελλειπόντων στοιχείων της του άρθρου 1 του Ν. 5960/1933, όσον και ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, συνιστάμενο στην παραπλάνηση των μετέπειτα κομιστών της επιταγής και των αρμοδίων προς πληρωμήν της υπαλλήλων της πληρώτριας Τράπεζας, β) το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αποτελεί μεν επανάληψη του διατακτικού της, πλην, όμως, ενόψει της πληρότητας του τελευταίου, πληρούται η απαίτηση αιτιολογήσεως της αποφάσεως, γ) από την περιληπτική έκφραση στο προοίμιο του σκεπτικού της αποφάσεως "από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά", προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά άρα και τα περιλαμβανόμενα μεταξύ αυτών από 25.8.2000 και 23.8.2000 ιδιωτικά συμφωνητικά που προσκόμισε ο αναιρεσείων και δ) ειδική αξιολόγηση και συσχετισμός των επί μέρους αποδεικτικών μέσων δεν ήταν αναγκαία, ούτε και αναφορά της παραδοχής που προέκυψε από το καθένα. Η προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα αντίθεση, κατ' αυτόν, των παραδοχών της αποφάσεως προς τις επισημαινόμενες μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια με την έννοια της αντιφάσεως και εντεύθεν της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως αντιθέτως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, αλλά πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Άλλωστε, ως αντίφαση, η οποία συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθεμένων στο σκεπτικό της αποφάσεως, είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό και όχι η τυχόν αντίθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αποφάσεως, καθόσον το τελευταίο αυτό ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επομένως οι εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, δεύτερος της αιτήσεως (κατά το λοιπό μέρος του), τελευταίος του ανωτέρω δικογράφου πρόσθετων λόγων και μοναδικός του από 2.5.2008, παραδεκτώς επίσης ασκηθέντος, δικογράφου πρόσθετων λόγων αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι περιεχόμενοι στα ίδια ως άνω δικόγραφα αντίθετοι επί της ουσίας ισχυρισμοί και οι κατά της αξιοπιστίας των μαρτύρων αιτιάσεις πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου, ενώ το από 20-5-2008 δικόγραφο, επιγραφόμενο "πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης - Υπόμνημα", ως δικόγραφο πρόσθετων λόγων είναι απαράδεκτο, διότι δεν κατατέθηκε εμπροθέσμως, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση (στις 21.5.2008) της ένδικης αιτήσεως (άρθρο 509 § 2 ΚΠοινΔ), πέραν του ότι δεν περιέχει κανένα λόγο αναιρέσεως, αλλά μόνον επίκληση περί προσαγωγής εγγράφου αποδεικτικού στοιχείου.
Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 § 2, 3 ΠΚ, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι πέντε ετών για τα πλημμελήματα και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση όχι, όμως, περισσότερο από τρία χρόνια. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 174 § 1 ΚΠοινΔ η ακυρότητα της κλήσεως στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος, καθώς και η ακυρότητα της επιδόσεως αυτών στον κατηγορούμενο, καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδο της δίκης. Αν δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην η ως άνω ακυρότητα δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως. Αν δεν προταθεί με λόγο εφέσεως καλύπτεται με συνέπεια η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με επακόλουθο την αναστολή της παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι, όμως, πέραν των τριών ετών προκειμένου για πλημμελήματα. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος, τούτο δε συντρέχει, πέραν των περιπτώσεων που ενδεικτικώς αναφέρονται στην ως άνω διάταξη, και όταν το δικαστήριο, δεν παύει οριστικώς την ασκηθείσα ποινική δίωξη, αλλά κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο και του επιβάλλει ποινή για την παραγραφείσα πράξη.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας λόγου αναιρέσεως, με την 24/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε με απόντα τον αναιρεσείοντα, καταδικάσθηκε αυτός, σε πρώτο βαθμό (ως δικηγόρος), για το πλημμέλημα της πλαστογραφίας με χρήση, φερόμενο ως τελεσθέν το δεύτερο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 2000 και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 18 μηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την από 27.9.2004 έφεση (με αριθ. εκθ. 465/2004), στην οποία δεν προέβαλε με λόγο εφέσεως ακυρότητα της προς αυτόν επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος, με βάση το οποίο καταδικάσθηκε πρωτοδίκως. Έτσι, τυχόν τέτοια ακυρότητα καλύφθηκε, με αποτέλεσμα από την επίδοση αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος προς τον αναιρεσείοντα, την 6.12.2002, να έχει επέλθει, λόγω ενάρξεως της κύριας διαδικασίας, αναστολή της παραγραφής της ως άνω αξιόποινης πράξεως, ο χρόνος της οποίας έγινε οκταετής, που συμπληρώνεται το δεύτερο δεκαήμερο του Νοεμβρίου του βνμ έτους 2008. Επομένως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, με το να προχωρήσει στη συζήτηση της ως άνω εφέσεως και να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, όπως αντιθέτως υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως του από 4.2.2008 δικογράφου πρόσθετων λόγων, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, ο οποίος, μετά ταύτα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν πρέπει η ένδικη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του ... και τους στο σκεπτικό πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της 1743Α-1846/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Σεπτεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 31 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ