Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συναυτουργία, Ναυαγίου πρόκληση, Δόλος, Συρροή εγκλημάτων.
Περίληψη:
Α) Ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, κατά συναυτουργία και κατά συρροή. Άρθρα 26 & 1 α, 27 & 1, 45, 94, 299 & 1 ΠΚ. Έννοια ενδεχόμενου δόλου, δύο συγκυβερνητών, προσαράξαντος σε ξέρα και ημιβυθισθέντος πλοίου και πνιγμού 10 αλλοδαπών λαθρομεταναστών - επιβατών (ΑΠ 378/2008, 1537/2007, 1471/2006, 1555/2006, 1630/2002). Β) Πρόκληση ναυαγίου από κοινού, με ενδεχόμενο δόλο 277 ΠΚ (ΑΠ/Συμβ. 1661/2004, 500/2003 - Υπόθεση πλοίου ΣΑΜΙΝΑ). Γ) Έννοια συναυτουργίας - 45 ΠΚ (Ολ.ΑΠ 50/1990, ΑΠ 1403/2007). Δ) Απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Απορρίπτει αιτήσεις.
ΑΡΙΘΜΟΣ 680/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 κατοίκου .... και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή ..... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μαυροειδή και 2. Χ2, κατοίκου ...... και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή ..... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φίλιππο Φίλια, περί αναιρέσεως της 40, 41, 42, 43/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αιγαίου.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιουλίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1520/2007.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη" και κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα "με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών, που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και τα αποδέχεται". Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 302 παρ. 1 ΠΚ, όποιος επιφέρει από αμέλεια τον θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Επίσης το άρθρο 28 ΠΚ ορίζει ότι "από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε, ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα εξής: Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν την αφαίρεση ζωής άλλου, με θετική ενέργεια ή και ακόμη με την παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο και υποκειμενικά δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, που συνίσταται, ο μεν άμεσος στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή, της θανάτωσης του άλλου, ο δε ενδεχόμενος, στην αποδοχή του ενδεχομένου αποτελέσματος της θανατώσεως του άλλου. Η διάταξη του άνω άρθρου 28 ΠΚ διακρίνει δύο είδη αμέλειας: α) τη μη συνειδητή αμέλεια, όπου ο δράστης δεν προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα, ενώ θα μπορούσε να το προβλέψει και να το αποφύγει, αν κατέβαλε την οριζόμενη από το νόμο προσοχή και β) την ενσυνείδητη αμέλεια, όπου ο δράστης προβλέπει, ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να προέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά το αποκρούει και ενεργεί γιατί πιστεύει ότι δεν θα επέλθει. Ειδικότερα όμως, επί ενδεχόμενου δόλου, ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει όμως ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεώς του και το αποδέχεται. Η αποδοχή ειδικότερα του εγκληματικού αποτελέσματος, αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής του (μη επελεύσεώς του), η οποία πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή αποτελεί κατά το άρθρο 28 του ΠΚ στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ενδεχόμενου δόλου και της ενσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο. Η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής είναι ζήτημα αποδείξεως και δεν προκαθορίζεται από τον βαθμό της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, μολονότι προείδε τούτο ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του, δίχως να λάβει υπόψη του μία τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι η έννοια του δόλου συντίθεται από το γνωστικό και βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος εγκληματικού αποτελέσματος και τα δύο αυτά στοιχεία είναι στενά συνδεδεμένα και ισότιμα μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος κατά τη κρίσιμη χρονική στιγμή δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος, που προέβλεψε και εντεύθεν συμβιβάστηκε με αυτό ή και το επιδοκίμασε. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ όταν περιέχονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή (και προκύπτει από το περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή). Όταν όμως, πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικότερα τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος όσο και το στοιχείο της αποδοχής του, χωρίς εκ του βαθμού της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, να τεκμαίρεται και η αποδοχή του ή να καθίσταται περιττή η απόδειξη αυτής. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνόλο τους και όχι ορισμένο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται καθ' έκαστον, ή να συσχετίζονται ειδικώς, ή να συγκρίνονται προς άλληλα ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου τούτων. Τέλος η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 277 ΠΚ συνάγεται, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της πρόκλησης ναυαγίου απαιτείται αντικειμενικώς μεν η πλήρης καταβύθιση του πλοίου ή η προσάραξη τούτου κατά τρόπο που να μη μπορεί να πλέει, καθώς και η από τη βύθιση ή προσάραξή του πρόκληση δυνατότητας κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα ή κινδύνου για άνθρωπο, υποκειμενικώς δε πρόθεση (και υπό τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου), που ενέχει γνώση ότι από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος ανθρώπου και τη θέληση της βύθισης ή προσάραξης του πλοίου. Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, δηλαδή και ο πλοιοκτήτης ή ο κυβερνήτης ή άλλο μέλος του πληρώματος ή και τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοίου ευρισκόμενο. Η βύθιση ή η προσάραξη μπορεί να τελεσθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη και με παράλειψη, όταν το υποκείμενο της πράξεως είναι πρόσωπο που έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για την ασφάλεια του πλοίου, ενώ σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της σχετικής παραλείψεως ή ενεργείας και του επελθόντος βλαπτικού για το πλοίο αποτελέσματος.
Από τη διάταξη δε του άρθρου 278 ΠΚ που ορίζει ότι, όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξεως του άρθρου 277 τιμωρείται με φυλάκιση, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της εξ αμελείας προκλήσεως ναυαγίου, προϋποτίθενται τα παραπάνω (δηλαδή βύθιση ή προσάραξη πλοίου από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος ή θανάτωση ανθρώπου), οφειλόμενα, όμως, σε αμέλεια υπό την έννοια που έχει προεκτεθεί.
Τα παραπάνω εγκλήματα μπορεί να τελεστούν και από περισσότερους από ένα δράστη κατά συναυτουργία, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, το οποίο ορίζει ότι "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 του ΠΚ, πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το Δικαστήριο δέχτηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός.
(Ολ ΑΠ 50/1990, ΑΠ 1403/2007).
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το ΜΟΕ Αιγαίου, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Οι κατηγορούμενοι είχαν και στο παρελθόν συνεργασθεί με κάποιον Σ1 ο οποίος ασχολείται με την παράνομη μεταφορά λαθρομεταναστών από την Τουρκία στην Ελλάδα. Αυτοί διαθέτουν σημαντική ναυτική εμπειρία, ενόψει του ότι ο μεν 1ος κατ/νος ήταν επαγγελματίας ναυτικός και ειδικότερα πρακτικός υποπλοίαρχος με εικοσιπενταετή, περίπου, ναυτική υπηρεσία, ο δε 2ος κατ/νος ήταν επαγγελματίας ψαράς και διέθετε μάλιστα στο παρελθόν δικό του αλιευτικό σκάφος. Έτσι την 12-6-2001 οι κατ/νοι, ύστερα από συνεννόηση τους με τον ανωτέρω (Σ1) και με τις οδηγίες του τελευταίου παρέλαβαν από την μαρίνα του ....., το θαλαμηγό σκάφος ".....", ο μεν πρώτος ως κυβερνήτης, ο δε δεύτερος ως ναύτης και μηχανικός, με σκοπό να μεταβούν στα παράλια της Τουρκίας και συγκεκριμένα στη θέση "...." (νοτιοανατολικά της ....), να παραλάβουν από εκεί λαθρομετανάστες και να τους μεταφέρουν σε κάποιο σημείο της Αττικής, έναντι αμοιβής, που ανερχόταν σε 2.000.000 δραχμές για τον Χ1 και σε 1.400.000 δραχμές για τον Χ2. Το ανωτέρω σκάφος ήταν τύπου "LABRO" είχε μήκος δέκα (10) μέτρων και πλάτος δυόμιση (2,5) μέτρων και μπορούσε να μεταφέρει ασφαλώς, με καλοκαιρία, δηλαδή με ανέμους εντάσεως μικρότερης των πέντε (5) μποφόρ, 20-25 το πολύ άτομα, πράγμα που γνώριζαν πολύ καλά οι κατηγορούμενοι, όπως άλλωστε, συνομολόγησαν τόσο κατά την προανάκριση, όσο και ενώπιον των Δικαστηρίων (πρωτοβαθμίου και παρόντος). Στη συνέχεια οι άνω κατηγορούμενοι μετέβησαν, με το σκάφος αυτό, σε υποδειχθέν από τον Σ1 σημείο, όπου τις πρώτες πρωινές ώρες της 13.6.2001 επιβίβασαν σ' αυτό εξήντα οκτώ (68) λαθρομετανάστες και προσπάθησαν να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα. Βεβαίως, τόσο ο απόπλους του σκάφους από τον ...., όσο και η προσέγγιση στο σημείο, όπου επιβιβάσθηκαν οι λαθρομετανάστες και η αναχώρηση από αυτό για την Ελλάδα, έγιναν χωρίς ενημέρωση και άδεια των αρμοδίων λιμενικών αρχών. Επιπλέον το ανωτέρω σκάφος ήταν αρκετά παλιό και προφανώς, ενόψει των κατωτέρω αναφερομένων βλαβών, η πρώτη των οποίων μάλιστα παρουσιάσθηκε πριν επιβιβασθούν οι λαθρομετανάστες σ' αυτό, δεν συντηρείτο κανονικά και δεν είχε τα απαιτούμενα σωστικά μέσα για τη συγκεκριμένη μεταφορά τόσων ατόμων, αφού υπήρχαν σ' αυτό μόνο δέκα (10) ατομικά σωσίβια, πράγμα το οποίο επίσης γνώριζαν οι κατηγορούμενοι. Τέλος, τουλάχιστον όταν έγινε η επιβίβαση σ' αυτό των λαθρομεταναστών, είχε αρχίσει ήδη να δυναμώνει η ένταση του ανέμου και προφανώς τα εκδιδόμενα εκάστοτε δελτία καιρού θα είχαν ήδη αναφέρει ότι στη διαδρομή, που επρόκειτο να ακολουθήσει το σκάφος, θα επικρατούσαν τις επόμενες ώρες άνεμοι εντάσεως 6-7 μποφόρ, πράγμα που επαληθεύθηκε. Έτσι, το μεσημέρι της 13.6.2001 και ενώ το σκάφος έπλεε κοντά στη βραχονησίδα ".....", εξαιτίας της παλαιότητας και της μη καλής συντηρήσεώς του, των δυσμενών καιρικών συνθηκών (άνεμοι 6-7 μποφόρ) και της προαναφερόμενης υπερφορτώσεώς του, υπέστη δύο νέες βλάβες (η προηγούμενη είχε συμβεί όταν αυτό κατευθυνόταν προς το σημείο παραλαβής των λαθρομεταναστών), μια στη μηχανή και άλλη στο τιμόνι, με αποτέλεσμα να μείνει ακυβέρνητο, να προσκρούσει στις υπάρχουσες εκεί "ξέρες" και να ημιβυθιστεί. Εξαιτίας δε της σφοδρής προσκρούσεως και του μεγάλου αριθμού των επιβαινόντων πολλοί απ' αυτούς έπεσαν στην θάλασσα και άρχισαν να παρασύρονται από τα κύματα, που ήταν μεγάλου ύψους. Τέλος επικράτησε πανικός και αρκετοί λαθρομετανάστες έπεσαν όπως - όπως στη θάλασσα. Ενώ δε συνέβαιναν όλα αυτά οι κατηγορούμενοι δεν προσέφεραν οποιαδήποτε βοήθεια στους λαθρομετανάστες, αλλά μόνη μέριμνα και φροντίδα τους ήταν πώς να σωθούν οι ίδιοι και να διαφύγουν τη σύλληψη από τις αρμόδιες αρχές. Από το ναυάγιο αυτό επήλθε ο θάνατος δέκα (10) λαθρομεταναστών (έξι ανδρών, μιας γυναίκας και τριών παιδιών), ανευρέθησαν, όμως, τα πτώματα, έξι (6) μόνον από αυτούς. Ενόψει όλων αυτών και ιδίως της αναμφισβήτητης γνώσεως εκ μέρους των κατηγορουμένων των ανωτέρω ιδιοτήτων του σκάφους (παλαιότης, έλλειψη συστηματικής συντηρήσεως και σωστικών μέσων, μεταφορική δυνατότητα σε άτομα και αξιοπλοϊα με ανέμους κάτω των πέντε (5) μποφόρ), είναι προφανές ότι όταν οι κατηγορούμενοι, με τις ανωτέρω συνθήκες, αποφάσισαν και επιβίβασαν στο σκάφος αυτό εξήντα οκτώ (68) άτομα, γνώριζαν πλήρως ότι ήταν δυνατό - ενδεχόμενο με τη μεταφορά αυτή να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή και η σωματική ακεραιότητα των λαθρομεταναστών και παρά ταύτα επιχείρησαν αυτή (μεταφορά), με τις προαναφερόμενες συνθήκες, αποδεχθέντες απολύτως και το ενδεχόμενο αυτό, με τα πιο πάνω αποτελέσματα. Τούτο ενισχύεται και εκ του ότι οι κατηγορούμενοι, παρόλο που το σκάφος κατέστη, τελικά, ακυβέρνητο και κινδύνευε να βυθιστεί, παρασύροντας 68 άτομα, εν τούτοις δεν κάλεσαν σε βοήθεια ούτε την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, ούτε τα παραπλέοντα σκάφη, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό τα κινητά τους τηλέφωνα ή τις υπάρχουσες στο σκάφος φωτοβολίδες. Και ναι μεν ο κατηγορούμενος Χ1 ισχυρίζεται ότι τα κινητά τους τηλέφωνα ήσαν εκτός λειτουργίας, διότι είχε αδειάσει η μπαταρία τους, πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδείχτηκε βάσιμος. Αλλά και ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους ότι αν αποδέχονταν το περιστατικό του θανάτου των λαθρομεταναστών, είναι σαν να αποδέχονταν και τον δικό τους θάνατο δεν είναι απροσμάχητος, δεδομένου ότι αυτοί, ως έμπειροι ναυτικοί, δεν κινδύνευαν το ίδιο με τους λαθρομετανάστες, πολλοί από τους οποίους δεν γνώριζαν και να κολυμβούν και επιπλέον πίστευαν προφανώς οι κατηγορούμενοι ότι θα μπορούσαν να διασωθούν οι ίδιοι και να διαφύγουν ακόμη και τη σύλληψη από τις αρμόδιες αρχές, σε περίπτωση ναυαγίου, είτε με την χρησιμοποίηση της μικρής φουσκωτής λέμβου, που υπήρχε στο σκάφος, πράγμα το οποίο μάλιστα και επιχείρησαν, ανεπιτυχώς όμως, διότι εμποδίστηκαν από τους λαθρομετανάστες, είτε με τη βοήθεια τρίτων, που κατηύθυναν την όλη επιχείρηση, όπως έγινε με την αναχώρηση και μεταφορά του 1ου κατ/νου στη Μύκονο. Επομένως, οι κατηγορούμενοι είχαν ενδεχόμενο δόλο σε σχέση με τις ανθρωποκτονίες των πιο πάνω δέκα (10) λαθρομεταναστών. Ακόμη από τα ίδια πιο πάνω αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία (κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας), αποδείχθηκε ότι οι κατ/νοι με πρόθεση κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο προκάλεσαν από κοινού την προσάραξη του πλοίου συνεπεία της οποίας προέκυψε κίνδυνος για ανθρώπους και επήλθε θάνατος σε κάποιους απ' αυτούς. Ειδικότερα τυγχάνοντες κυβερνήτες του ....", το οποίο είχε αποπλεύσει από τα παράλια της Τουρκίας (.... με προορισμό κάποιο σημείο της Αττικής, μεταφέροντας 68 λαθρομετανάστες, προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους αυτό (μεταφορά), αποδέχτηκαν το γεγονός ότι είναι δυνατή λόγω της παλαιότητας του σκάφους, της μειωμένης αντοχής του, των προβλημάτων που παρουσίαζε η αριστερή μηχανή του και των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή (άνεμοι έντασης 6-7 μποφόρ) που καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την πλεύση του, να προκληθεί η προσάραξη του πλοίου αυτού, αλλά παρόλα αυτά ενήργησαν τη μεταφορά αυτή, με αποτέλεσμα να προκληθεί η προσάραξη του σκάφους αυτού στη βραχονησίδα "....." της Μυκόνου, συνεπεία της οποίας επήλθε ο θάνατος σε δέκα (10) από τους επιβαίνοντες και προέκυψε ο κίνδυνος για τους λοιπούς επιζώντες. Με βάση όλα τα προεκτεθέντα πρέπει, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, οι κατ/νοι να κηρυχθούν ένοχοι ανθρωποκτονίας (10 ατόμων), τελεσθείσας από πρόθεση (ενδεχόμενο δόλο) από κοινού και κατά συρροή και πρόκλησης ναυαγίου, τελεσθείσας από πρόθεση (ενδεχόμενο δόλο) και από κοινού από την οποία επήλθε θάνατος. Κατά τη γνώμη όμως του μέλους του δικαστηρίου Νικολάου Μανωλιού, ενόρκου, αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι προέβλεψαν ότι, υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες και περιστάσεις μεταφοράς των πιο πάνω λαθρομεταναστών, ήταν δυνατόν να επέλθει η προσάραξη του σκάφους και ο θάνατος τούτων από πνιγμό, πλην πίστευαν ότι, τελικά, λόγω και των ικανοτήτων τους στον χειρισμό του σκάφους, δεν θα επερχόταν ούτε η προσάραξη ούτε βέβαια ο θάνατος των αλλοδαπών, πράγμα που επιβεβαιώνεται και εκ του ότι καθ' όλη την διάρκεια του πλου του σκάφους μέχρι που προσάραξε πάνω στα βράχια επέβαιναν σ' αυτό, και οι ίδιοι. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, θα έπρεπε να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι ανθρωποκτονίας και πρόκλησης ναυαγίου, από την οποία επήλθε ο θάνατος, αλλά εξ αμελείας (ενσυνείδητης), κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας. Τέλος στους κατ/νους πρέπει, ομόφωνα, να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση, που τους αναγνωρίστηκε και πρωτοδίκως, δηλαδή ότι ωθήθηκαν στις πράξεις τους από μεγάλη ένδεια (άρθρο 84 παρ. 2 β ΠΚ)".
Ακολούθως το Δικαστήριο της ουσίας, κατά πλειοψηφίαν, αφού απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό των κατηγορουμένων για συνδρομή ενσυνείδητης αμέλειας και όχι ενδεχόμενου δόλου, και δέχθηκε ομόφωνα τον αυτοτελή ισχυρισμό για αναγνώριση στο πρόσωπό τους της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδαφ. β του ΠΚ, κήρυξε τους δύο κατηγορουμένους - αναιρεσείοντες, ως συγκυβερνήτες πλοίου, ενόχους από κοινού, με συνδρομή ενδεχόμενου δόλου, διαπράξεως κατά συρροή δέκα ανθρωποκτονιών και προκλήσεως ναυαγίου σε πλοίο (προσαράξεως με ημιβύθιση), που είχε ως συνέπεια τον από πνιγμό θάνατο δέκα ανθρώπων - αλλοδαπών επιβατών λαθρομεταναστών και τους επέβαλε ομόφωνα ποινή καθείρξεως 10 ετών για καθεμία από τις ανθρωποκτονίες και ποινή φυλακίσεως 4 ετών για την πράξη της προκλήσεως του ναυαγίου, σε καθένα και σε συνολική ποινή καθείρξεως 49 ετών και 5 μηνών, με συνολική εκτιτέα ποινή καθείρξεως 25 ετών για τον καθένα. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτών κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 εδ.α, 27 παρ.1, 45, 84 παρ.2 β, 94, 277 περ.β-γ, 299 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στέρησε την απόφαση νόμιμης βάσεως . Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχεται τη συνδρομή των προϋποθέσεων του ενδεχόμενου δόλου των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, αφού, κατά την παραπάνω γνώμη της πλειοψηφίας, γίνεται δεκτή αιτιολογημένως με πραγματικά περιστατικά η πρόβλεψη και η αποδοχή του αξιόποινου αποτελέσματος, αποκλείοντας, έτσι, την εκδοχή τελέσεως από αμέλεια. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού συνάγεται: α) επαρκώς και πλήρως αιτιολογείται η συνδρομή στο πρόσωπο των συγκατηγορουμένων, συγκυβερνητών (κυβερνήτη του πρώτου και μηχανικού του δεύτερου) του προσαραχθέντος σε βράχια ξέρας και ημιβυθισθέντος πλωτού μέσου, χωρητικότητας για μεταφορά το πολύ 25 ατόμων, του ενδεχόμενου δόλου και όχι της ενσυνείδητης αμέλειας, τόσο κατά το γνωστικό, όσο και κατά το βουλητικό στοιχείο, αφού αναμφισβήτητα δέχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι, λόγω και της ναυτικής εμπειρίας τους, 25 χρόνια υποπλοίαρχος ο πρώτος και επαγγελματίας ψαράς με σκάφος ο δεύτερος, γνώριζαν τις μικρές σε χωρητικότητα δυνατότητες του μικρού αυτού πλωτού μέσου που παρέλαβαν, μέχρι 25 το πολύ επιβατών, και την κακή κατάσταση αυτού, λόγω παλαιότητας και συνεχών βλαβών, ήτοι μικρής αντοχής σε δυσμενείς συνθήκες προαναγγελθείσας ήδη κακοκαιρίας και ανέμων ταχύτητας εντάσεως 6-7 μποφόρ, ως και τις μεγάλες ελλείψεις αυτού σε πυροσβεστικά και σωστικά μέσα, με διάθεση μόλις 10 ατομικών σωσιβίων, χωρίς να κατέχουν πτυχία ιστιοπλόου σκαφών ανοικτής θάλασσας και χωρίς να λάβουν υπόψη τους τα προβλήματα βλάβης που παρουσίασε η αριστερή μηχανή του σκάφους, λίγο πριν φθάσουν στα παράλια της Τουρκίας, στη θέση ".....", νοτιοανατολικά της νήσου ...., προχώρησαν στην επιχείρηση, παρέλαβαν και επιβίβασαν στο σκάφος τους από την Τουρκία τους εκεί αναμένοντάς τους, 68 αλλοδαπούς λαθρομετανάστες, για να τους μεταφέρουν, αντί μεγάλης αμοιβής, στις ακτές περιοχής ...., αψηφήσαντες, συμβιβασθέντες και αποδεχόμενοι κάθε ενδεχόμενο και το διαφαινόμενο ορατό κίνδυνο ναυαγίου, αλλά και πνιγμού των άνω επιβατών τους. Τούτο και δη το βουλητικό στοιχείο, ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι, όταν τελικά το άνω σκάφος τους έμεινε ακυβέρνητο και μετά επέπεσε σε βραχονησίδα και άρχισε να βυθίζεται και λόγω κυμάτων και κακής καταστάσεως των αγνοούντων κολύμβηση αλλοδαπών επιβατών τους που ρίχθηκαν στη θάλασσα και κινδύνευαν να πνιγούν, ήδη πνίγηκαν δέκα, αυτοί, το αποτέλεσμα αυτό το αποδέχθηκαν, αφού δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια διασώσεώς τους, μάλιστα ούτε με τα ηλεκτρονικά όργανα του σκάφους τους (VHF) ή με ρίψη φωτοβολίδων ή και με τα κινητά τηλέφωνα, που διέθεταν, δεν κάλεσαν σε βοήθεια την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, ούτε τα παραπλέοντα σκάφη, αλλά απλώς προσπάθησαν να σωθούν μόνοι τους με τη μόνη μικρή φουσκωτή σωστική λέμβο που διέθεταν, πράγμα που τελικά πέτυχε ο πρώτος Χ1 εξελθών στη Μύκονο και χωρίς να ενημερώσει το εκεί Λιμεναρχείο αναχώρησε για Αθήνα. Αιτιολογημένα απορρίφθηκε επίσης ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων και του συνηγόρου τους, ότι "αν αποδέχονταν το περιστατικό του δια πνιγμού θανάτου των λαθρομεταναστών, είναι σαν να αποδέχονταν και τον δικό τους θάνατο", δεδομένου ότι αυτοί, ως έμπειροι ναυτικοί, δεν κινδύνευαν το ίδιο με τους λαθρομετανάστες, πολλοί από τους οποίους δεν γνώριζαν καν να κολυμβούν και επιπλέον πίστευαν προφανώς οι κατηγορούμενοι, ότι θα μπορούσαν να διασωθούν οι ίδιοι και να διαφύγουν ακόμα και τη σύλληψη από τις αρμόδιες αρχές, σε περίπτωση ναυαγίου, με την χρησιμοποίηση της μικρής φουσκωτής λέμβου, που υπήρχε στο σκάφος, πράγμα το οποίο μάλιστα και επιχείρησαν, ανεπιτυχώς όμως από παρεμπόδιση ορισμένων επιβατών ή πίστευαν ότι θα διασωθούν, σε περίπτωση ναυαγίου και με τη βοήθεια τρίτων συνεργατών τους, που κατηύθυναν την όλη παράνομη επιχείρηση μεταφοράς λαθρομεταναστών στην Ελλάδα. Έτσι, το Δικαστήριο, επαρκώς και ειδικώς αιτιολογημένα έκρινε ότι το ως άνω προκληθέν ναυάγιο και ο κατ' αυτό επισυμβάν θάνατος των ως άνω 10 λαθρομεταναστών επιβατών, οφειλόταν σε ενδεχόμενο δόλο των κατηγορουμένων και δεν τελέστηκε από αμέλεια, β) επαρκώς και ειδικώς αιτιολογείται η τέλεση ως άνω και της δεύτερης πράξεως της προκλήσεως ναυαγίου, με προσάραξη στα βράχια ξέρας- βραχονησίδας "...." της Μυκόνου και με ημιβύθιση, από την οποίαν προήλθε ο από πνιγμό θάνατος των 10 λαθρομεταναστών επιβατών του σκάφους αυτών και προέκυψε κίνδυνος για τους λοιπούς επιζήσαντες επιβάτες. γ) επαρκώς και ειδικώς αιτιολογείται ο κοινός δόλος των κατηγορουμένων, ως συγκυβερνητών του σκάφους, και ειδικότερα ο μεν πρώτος ως κυβερνήτης, ο δε δεύτερος ως μηχανικός και ναύτης, συναποφασίσαντες και από κοινού συμπράξαντες και εκτελέσαντες την όλη ως παραπάνω επισφαλή επιχείρηση πλοηγήσεως και μεταφοράς αλλοδαπών λαθρομεταναστών από την Τουρκία στην Ελλάδα, αντί μεγάλης αμοιβής, επιδοκιμάσαντες και οι δύο το διαφαινόμενο ενδεχόμενο προκλήσεως ναυαγίου και πνιγμού των επιβατών του υπερφορτωμένου μικρού θαλαμηγού σκάφους, του οποίου ανέλαβαν από κοινού την πλοήγηση, πραγματώσαντες ο καθένας την όλη αντικειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, συντρέχουσας επομένως συναυτουργίας. Κατ'ακολουθίαν, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι ίδιοι λόγοι, κατά το μέρος τους, που με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση της εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων, που ανάγεται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη κοινή αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-7-2007 Αίτηση -Δήλωση του Χ1 και του Χ2 για αναίρεση της με αριθμ. 40, 41, 42, 43/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αιγαίου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για καθένα από αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ