Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 641 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Ψευδής καταμήνυση, Δεδικασμένο.




Περίληψη:
Ψευδής Καταμήνυση. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Παραβίαση δεδικασμένου, έλλειψη δημοσιότητας, υπέρβαση εξουσίας. Απόλυτη ακυρότητα. Αόριστοι οι λόγοι της αναίρεσης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 641/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Εμμανουήλ Καλούδη), Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο και Ανδρέα Δουλγεράκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Θεοδώρου, περί αναιρέσεως της 347, 395/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ναυπλίου.

Το Τριμελές Πλημ/κείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 4 Φεβρουαρίου 2008 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 174/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρ. 229 § 1 του ΠΚ όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι'αυτόν ενώπιον αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι'αυτό τιμωρείται με φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση τoυ εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Περαιτέρω, η απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει, όταν περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχτηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόστηκε. Ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική κατά το είδος καθενός αναφορά τους, χωρίς να απαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του κάθε αποδεικτικού στοιχείου, του τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά και η συγκριτική αξιολόγησή τους. Πρέπει όμως να προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά απ' αυτά για να μορφώσει την καταδικαστική κρίση του. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ναυπλίου με την προσβαλλομένη 347, 395/2007 απόφασή του, δέχθηκε ότι από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα από το σύνολο των εγγράφων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, από την απολογία του κατηγορουμένου και από την όλη συζήτηση της υπόθεσης αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο κατηγορούμενος στις 06.12.2000 κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου την από 04.12.2000 και με αριθμό ΑΟΟ/6530 έγκληση του ατομικά και ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "... ΕΠΕ" κατά των α] ..., Προέδρου Εφετών, β] ..., Εφέτη και γ] ..., Εφέτη, υπηρετούντων τότε στο Εφετείο Ναυπλίου, τους οποίους κατήγγειλε ότι διέπραξαν σε βάρος αυτού και της εταιρείας του τις λεπτομερώς αναφερόμενες στο διατακτικό της παρούσας αξιόποινες πράξεις κατά την έκδοση από τους εγκαλούμενους ως μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου του Εφετείου Ναυπλίου της με αριθμό 115/1996 απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε εν μέρει η με αριθμό 5/1991 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου ως προς το ποσό των 9.539.597 δραχμών και επικυρώθηκε για τα ποσά των 46.919.250 δραχμών ως προς τους δύο πρώτους ανακόπτοντες (εταιρεία "..." και ...) και 40.426.250 δραχμών ως προς την τρίτη ανακόπτουσα (...), καταλογίζοντας τους συγκεκριμένα ότι συνέταξαν και βεβαίωσαν με πρόθεση παντελώς ψευδή περιστατικά που είχαν έννομες συνέπειες με σκοπό να προσπορίσουν στην τράπεζα με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ" αθέμιτο όφελος και να βλάψουν παρανόμως την πρώτη εξ' αυτών, τους φερόμενους ως "εγγυητές" της και τους οχτώ ακόμα μικροεπενδυτές εταίρους της με το χρηματικό ποσό των 46.919,230 δραχμών νομιμοτόκως από 15.10.1990 ανοίγοντας την όρεξη στην εν λόγω τράπεζα για χρηματικά ποσά της τάξεως των 165.000.000 δραχμών ή 250.000.000 δραχμών ακόμα και 550.000.000 δραχμών που αφορούσαν δήθεν τόκους υπερημερίας. Όμως η από 04.12.2000 και με αριθμό ΑΟΟ/6530 έγκληση του κατηγορουμένου ατομικά και ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία "... ΕΠΕ" εκτός από μη νόμιμη ως προς το έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 242ΠΚ) ήταν και ψευδής ως προς το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259ΠΚ) και για το λόγο αυτό απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και κατ' ουσίαν αβάσιμη αντίστοιχα, κατ' άρθρο 47 παρ.2 του ΚΠΔ, με την υπ' αριθμ. ... Διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ναυπλίου Παναγιώτας Ζαφειριάδου, η οποία επικυρώθηκε κατόπιν απορρίψεως της από 14/01.03.2001 ασκηθείσας κατ' αυτής προσφυγής, με την υπ' αριθμ. ... Διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Ναυπλίου Νικόλαου Παντελή. Ειδικότερα από την μελέτη της υπ' αριθμό 115/1996 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου που εξέδωσαν οι ως άνω εγκαλούμενοι Δικαστικοί Λειτουργοί ως μέλη αυτού και το σύνολο των εγγράφων που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου δεν προέκυψε ούτε κατά σκιώδη υπόνοια ότι η προαναφερόμενη απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, η οποία εκδόθηκε μετά από παραπομπή προς επανεκδίκαση της υπ' αριθμ. 270/1993 απόφασης του ιδίου δικαστηρίου, σύμφωνα με την υπ' αριθμό 409/1995 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει αυτή (η υπ' αριθμό 270/1993), δεν ήταν προϊόν λογικής και νομικής εκτίμησης των αποδείξεων και της κατά συνείδησης δικαστικής τους κρίσης, καθότι εκτίθενται σε αυτή αναλυτικά και με πληρότητα όλα τα στοιχεία που οι εγκαλούμενοι Δικαστικοί Λειτουργοί έλαβαν υπόψη τους προκειμένου να σχηματίσουν δικανική πεποίθηση και κρίση. Ο κατηγορούμενος στην έγκληση που υπέβαλε προκειμένου να αποδείξει τη βασιμότητα του ισχυρισμού του περί τελέσεως του εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος εκ μέρους των εγκαλούμενων τριών Δικαστικών Λειτουργών χρησιμοποιεί ως επιχείρημα ότι δεν έλαβαν Υπόψη τους το από 23.10.1995 πόρισμα ειδικού ελέγχου της Τράπεζας Ελλάδος - Γενική Επιθεώρηση Τραπεζών σύμφωνα με το οποίο "τα δάνεια που συνάπτονται σύμφωνα με την 426/03.07.1989 απόφαση της Επιτροπής Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων για πάγιες εγκαταστάσεις και μηχανολογικό εξοπλισμό δεν μπορούν να χορηγούνται με τη μορφή αλληλόχρεου λογαριασμού" καθώς και πλήθος άλλων, κατά την κρίση του, ουσιωδών εγγράφων αποδεικτικών των ισχυρισμών του, παραβλέποντας όμως και Λησμονώντας προδήλως ότι ως προς το κεφάλαιο της απόφασης η οποία έκρινε την μεταξύ της πιστούχου (εταιρία "... ΕΠΕ") και της ΑΛΦΑ Τράπεζας Πίστεως σύμβαση, ως σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, είχε παραχθεί δεδικασμένο κατόπιν εκδόσεως των υπ' αριθμ. 270/1993 και 409/1995 αποφάσεων του Εφετείου Ναυπλίου και του Αρείου Πάγου αντίστοιχα, δοθέντος ότι με την τελευταία απόφαση του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε η υπόθεση για επανεκδίκαση στο Εφετείο Ναυπλίου μόνο ως προς τα κεφάλαια της υπ' αριθμό 270/1993 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου που είχαν αναιρεθεί και αφορούσαν: α) το εάν η τρίτη αναιρεσείουσα ευθύνεται ή όχι ως εγγυήτρια για όλο το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η υπ' αριθμό 5/1991 Διαταγή Πληρωμής και β) αν η ανωτέρω Διαταγή Πληρωμής έπρεπε να εκδοθεί για το ποσό των 56.458.847 δραχμές ή για το ποσό των 32.149.494 δραχμές και όχι για να επανεκδικάσει την επίδικη υπόθεση από την αρχή.
Συνεπώς αναντίρρητα και πέρα πάσης αμφιβολίας προκύπτει ότι οι εγκαλούμενοι Δικαστικοί Λειτουργοί έκριναν με βάση το σύστημα των νομικών αποδείξεων που ισχύει στις πολιτικές δίκες, σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν στη διάθεση τους και μέσα σία όρια που διέγραφε η υπ' αριθμό 409/1995 απόφαση του Αρείου Πάγου, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό αυτής εμπεριστατωμένη και πλήρης αιτιολογία, χωρίς σε καμία περίπτωση να διαστρέψουν δολίως την αλήθεια υπερβαίνοντας σκοπίμως κατά τη δικαιοδοτική τους κρίση τα ακραία όρια της λογικής και της εκτίμησης των αποδείξεων. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι τα καταγγελλόμενα με την από 04.12.2000 έγκληση του σε βάρος των ως άνω Δικαστικών Λειτουργών ήταν ψευδή, όπως και ο σκοπός του να προκαλέσει με την έγκληση τη δίωξη αυτών προκύπτει αναντίρρητα τόσο από το περιεχόμενο της εγκλήσεως που υπέβαλε στην οποία παρατίθενται ατεκμηρίωτοι υπαινιγμοί σε βάρος τους και μάλιστα για τα ανωτέρω ατιμωτικά αδικήματα, όσο και από την μελέτη της υπ' αριθμό 115/1996 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου που εξέδωσαν, στην οποία εκτίθενται αναλυτικά και με πληρότητα όλα τα στοιχεία που έλαβαν υπόψη τους προκειμένου να οδηγηθούν στην έκδοση της απόφασης αυτής. Όμως ο κατηγορούμενος, χωρίς να διαθέτει έστω και κάποιο υποτυπώδες στοιχείο που να πείθει ότι η κρίση που εξέφρασαν με την προαναφερόμενη απόφαση οι εγκαλούμενοι Δικαστικοί Λειτουργοί δεν ήταν προϊόν της λογικής και της κατά συνείδησης εκτίμησης των αποδείξεων αλλά προϊόν σκόπιμης διαστροφής της αλήθειας, με περίσσεια ευκολία τους καταμήνυσε για ψευδή βεβαίωση και παράβαση καθήκοντος, επειδή προδήλως εξέδωσαν μη αρεστή σ' αυτόν δικαστική απόφαση με την οποία ακύρωσαν εν μέρει τη με αριθμό 5/1991 Διαταγή Πληρωμής του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου και δη κατά το ποσό των 9.539.597 δραχμών και επικύρωσαν κατά τα λοιπά την ίδια Διαταγή Πληρωμής για τους δύο πρώτους ως άνω ανακόπτοντες ως προς το ποσό των 46.919.250 δραχμών και ως προς την πιο πάνω τρίτη ανακόπτουσα ως προς την πιο πάνω τρίτη ανακόπτουσα ως προς το ποσό των 40.469.250 δραχμών με σκοπό να εξυπηρετήσει τόσο τα ατομικά όσο και τα συμφέροντα της ανωτέρω εταιρείας εκπροσωπούσε εν όψει του μεγάλου όγκου πολιτικών και ποινικών δικών που εκκρεμούσαν στα Δικαστήρια της περιφέρεια του Ναυπλίου. Ο κατηγορούμενος μάλιστα στο πλαίσιο αυτό κατά καιρούς έχει υποβάλλει σωρεία εγκλήσεων σε βάρος Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών ομοίου περιεχόμενου με σαφείς και ατεκμηρίωτους χαρακτηρισμούς για αποφάσεις ή διατάξεις που εξέδωσαν και οι οποίες δεν ήταν αρεστές σε αυτόν. Χαρακτηριστικά ο κατηγορούμενος, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, έχει υποβάλλει τις ακόλουθες εγκλήσεις: 1) Την από 10.08.2000 έγκλησή του σε βάρος του Προέδρου Πρωτοδικών Ναυπλίου ... και της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ναυπλίου ... επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμό 2542/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου με την οποία κηρύχθηκε αμετάκλητα αθώος ελλείψει δόλου για το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως. 2) Την από 18.06.1999 έγκληση του σε βάρος της Πρωτοδίκη Ναυπλίου ... και του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ναυπλίου ... επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμό 2534/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου με την οποία κηρύχθηκε αμετάκλητα αθώος ελλείψει δόλου για το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως. 3) Την από 03.03.1999 έγκληση του σε βάρος της Εισαγγελικής Παρέδρου Πρωτοδικών Ναυπλίου ... επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμό 2838/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδι-κείου Ναυπλίου με την οποία κηρύχθηκε αθώος ελλείψει δόλου για το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως. 4) Την από 30.12.1998 έγκληση του σε βάρος του Προέδρου Εφετών Ναυπλίου ... και του Αντεισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου ... επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμό 2840/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου με την οποία κηρύχθηκε αθώος ελλείψει δόλου για το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως. 5) Την από 27.05.1999 έγκληση του σε βάρος της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Ναυπλίου ... επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμό 2683/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου με την οποία κηρύχθηκε αθώος ελλείψει δόλου για το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως. 6) Την από 24.08.1998 έγκλησή του σε βάρος του Πρωτοδίκη Ναυπλίου... επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 945/2005 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου (Τριμελές Πλημ/των) με την οποία κηρύχθηκε κατά πλειοψηφία αθώος ελλείψει δόλου για το έγκλημα της ψευδής καταμήνυσης. Απολογούμενος ο κατηγορούμενος, επανέλαβε τους ατεκμηρίωτους υπαινιγμούς σε βάρος των ως άνω Δικαστικών Λειτουργών εμμένοντας στο περιεχόμενο της εγκλήσεως του, καταλογίζοντας δόλο στην κρίση αυτών αναφέροντας σε διάφορα σημεία της απολογίας του χαρακτηριστικά: "Οι Δικαστικοί Λειτουργοί δεν ξέρω αν είχαν πρόθεση για όλα αυτά, εγώ κοιτάω το αποτέλεσμα όλων αυτών. Αυτά που λέω στη μήνυση μου τα επαναλαμβάνω...", "...Η μήνυση ήταν αληθέστατη. Πίστευα και πιστεύω ότι η δικαιοσύνη έβγαλε λανθασμένη απόφαση...". "... Εγώ θεωρώ ότι ήθελαν να μας βλάψουν οι Δικαστές...". Η εμμονή του κατηγορουμένου στο περιεχόμενο της εγκλήσεως που υπέβαλε ενώ ο ίδιος κατά την απολογία του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ναυπλίου) ρητά δήλωσε ότι "... Ο δόλος των συγκεκριμένων Δικαστικών Λειτουργών είναι ανύπαρκτος...", "...Δεν έχω αποδείξεις ότι το έκαναν με δόλο, έκαναν απλά λάθος και πλαστογραφία, δεν άσκησα ένδικο μέσο", σε συνδυασμό τόσο με το πλήθος των εγκλήσεων που υπέβαλε κατά καιρούς σε βάρος Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών οι οποίοι χειρίστηκαν υποθέσεις του και εξέδωσαν αποφάσεις και διατάξεις αντίστοιχα κατά παράβαση υποτίθετο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και ήταν δυσμενείς για τα συμφέροντα του ιδίου και της εταιρίας που εκπροσωπούσε, χωρίς να διαθέτει κανένα αποδεικτικό στοιχείο θεμελιωτικό των εγκλήσεων αυτών όσο και το ότι οι εγκαλούμενοι Δικαστικοί λειτουργοί όφειλαν να ερευνήσουν την ανακοπή κατά της υπ' αριθμό 5/1991 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου μέσα στα όρια που διαγράφονταν με την υπ' αριθμό 409/1995 απόφαση του Αρείου Πάγου σεβόμενοι το δεδικασμένο που είχε παραχθεί, διαλαμβάνοντας μάλιστα εκτενείς σκέψεις και ανάλυση στην υπ' αριθμό 115/1996 απόφαση που εξέδωσαν, αποτελούν στοιχεία που αποδεικνύουν περίτρανα ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές περιεχόμενο της εγκλήσεως του και ότι ενήργησε με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη των εγκαλούμενων Δικαστικών Λειτουργών.
Κατά τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος υποβάλλοντας την αναφερομένη στο διατακτικό έγκληση του σε βάρος των ανωτέρω Δικαστικών Λειτουργών, καταγγέλλοντας ότι είχαν τελέσει σε βάρος αυτού και της εταιρείας που εκπροσωπεί τα εγκλήματα της ψευδούς βεβαίωσης και της παράβασης καθήκοντος καίτοι γνώριζε ότι ουδεμία πράξη από αυτές είχε τελεσθεί κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία από τους Δικαστικούς Λειτουργούς, οι οποίοι εκτέλεσαν το καθήκον τους, προκύπτει ότι η από 04.12.2000 έγκληση του ήταν ψευδής, υποβλήθηκε δε με σκοπό να προκαλέσει τη δίωξη των ως άνω Δικαστικών Λειτουργών. Κατόπιν των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν και σύμφωνα και με τις προπαρατεθείσες σκέψεις πληρούνται η αντικειμενική και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως και για το λόγο αυτό πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος, όπως ειδικότερα στο διατακτικό".
Με βάση τα παραπάνω το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την σε βάρος των παραπάνω δικαστικών λειτουργών πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, που τέλεσε στις 6-12-2000 και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 18 μηνών, την οποία μετέτρεψε επί 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα, αφού δέχθηκε ότι είχε καταδικασθεί προηγουμένως σε ποινή που υπερέβαινε τους έξι μήνες και συνεπώς δεν συνέτρεχε περίπτωση αναστολής της ποινής. Με τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς καταμήνυσης, όπως γι' αυτήν τελικώς καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην προαναφερθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 229 παρ.1 του ΠΚ, την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα η προσβαλλομένη απόφαση διαλαμβάνει και το στοιχείο του ειδικού σκοπού της υπερχειλούς υπόστασης της ως άνω αξιόποινης πράξης, αφού ο σκοπός του κατηγορουμένου να προκληθεί δίωξη των δικαστικών λειτουργών εξειδικεύεται με την αναφορά της υποβολής της αναφερομένης σ'αυτήν μηνύσεως σε βάρος των τελευταίων, αιτιολογείται δε επαρκώς και η γνώση του, όσον αφορά την αναλήθεια των αναφερομένων στην μήνυση του. Επομένως πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' και Δ' λόγοι της αναίρεσης.
Κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ, παραβίαση του δεδικασμένου υφίσταται, αν κάποιος υποβληθεί εκ νέου σε δίκη για την ίδια αξιόποινη πράξη, για την οποία, όμως καταδικάσθηκε ή αθωώθηκε ή έπαυσε η εναντίον του ποινική δίωξη αμετάκλητα. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι για να είναι παραδεκτός ο περί παραβιάσεως του δεδικασμένου λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 ΣΤ ΚΠΔ, πρέπει να αναφέρονται στην αναίρεση, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, η προηγούμενη απόφαση με την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε ή αθωώθηκε ή έπαυσε η ποινική δίωξη, η πράξη στην οποία αναφέρεται η απόφαση αυτή και ότι η προηγούμενη, καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση, που αφορά την ίδια αξιόποινη πράξη του αυτού προσώπου, κατέστη αμετάκλητη και πως έλαβε χώρα το γεγονός τούτο. Περαιτέρω για να είναι παραδεκτός ο αντίστοιχος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Η', και Γ', λόγος αναιρέσεως, δεν αρκεί η παράθεση της οικείας διάταξης και η επίκληση του αντίστοιχου λόγου, αλλά πρέπει να γίνεται επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία να θεμελιώνουν αυτόν και να προσδιορίζεται με την αναίρεση, αντίστοιχα, 1) ποια είναι η απόλυτη ακυρότητα και ποιες οι παραβιασθείσες διατάξεις από την οποία προκλήθηκε 2) η συγκεκριμένη πλημμέλεια από την οποία προκύπτει ότι το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία την οποία δεν του δίνει ο νόμος και 3) τι αφορά η παραβίαση της δημοσιότητας και ειδικότερα αν αφορά τη συζήτηση στο ακροατήριο ή τη δημοσίευση της απόφασης. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α', Η' και Γ' ΚΠΔ λόγοι της αναιρέσεως, κατά τους οποίους παραβιάσθηκε το δεδικασμένο, προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα, το δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του και παραβιάσθηκε η δημοσιότητα, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφού στην πολυσέλιδη, εκτεταμένη και λεπτομερή, κατά τα λοιπά στοιχεία, αίτηση αναιρέσεως και τους πρόσθετους λόγους αυτής δεν αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία να συνδέονται με τους παραπάνω λόγους και δεν προσδιορίζονται τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν, αλλά γίνεται, εντελώς αόριστα, επίκληση των λόγων που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα με την αίτηση και τους πρόσθετους λόγους, κατά το πλείστον, προβάλλονται, αιτιάσεις, με τις οποίες ο αναιρεσείων, με το πρόσχημα της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, βάλει κατά της ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ακόμη αιτιάσεις οι οποίες δεν σχετίζονται με συγκεκριμένο λόγο αναιρέσεως. Εξάλλου, λόγω της ασάφειας και της αντιφατικότητας του περιεχομένου των διαλαμβανομένων αιτιάσεων στα δικόγραφα της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων, το δικαστήριο αδυνατεί να εκτιμήσει αυτό και να υπαγάγει τις σχετικές αιτιάσεις σε κάποιο από τους παραπάνω λόγους. Μετά από αυτά, εφόσον απορρίπτονται όλοι οι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ.).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση και τους από 4-2-2008 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως του ..., για αναίρεση της με αριθμό 347-395/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Μαρτίου 2009.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή