Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 803 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δεδικασμένο, Υπεξαγωγή εγγράφων.




Περίληψη:
Υπεξαγωγή εγγράφων (άρθρο 222 ΠΚ). Στοιχεία αδικήματος. Επίκληση λόγου αναιρέσεως ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επίκληση δεδικασμένου (άρθρο 57 ΚΠΔ). Επίκληση λόγου ακυρότητας των πρακτικών. Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος. Επίκληση υλικής αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Απορρίπτει αναίρεση.





Αριθμός 803/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Τσεκούρα, περί αναιρέσεως της 1566/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Με πολιτικώς ενάγον το ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ, που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2 και 5.7.2007 αιτήσεις του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1348/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 514 εδ. γ του Κ.Π.Δ, δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, κατά της ίδιας αποφάσεως δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων άσκησε εμπροθέσμως στις 2 Ιουλίου 2007 ενώπιον του Γραμματέα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, τη με αριθμό 3/2-7-2007 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμό 1566/2007 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου και ακολούθως, στις 10 Ιουλίου 2007, διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου 'Αγγελου Ζερβού, ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την υπ' αριθμό πρωτ. 6365/10-7-2007 αίτηση αναιρέσεως, στρεφόμενη κατά της ιδίας πιο πάνω σε βάρος του εκδοθείσας καταδικαστικής αποφάσεως.
Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται εντός της νόμιμης εικοσαήμερης προθεσμίας του άρθρου 473 παρ.2 του Κ.Π.Δ, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από τη Γραμματεία του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, ειδικό προς τούτο βιβλίο στις 20-6-2007 και πρέπει οι αιτήσεις αυτές να συνεκδικασθούν, διότι έχουν πρόδηλη μεταξύ τους συνάφεια. Κατά την έννοια του άρθρου 222 ΠΚ, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, απαιτούνται: α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ του ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του Α.Κ, προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον, δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή του συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού, που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι έγκλημα διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη της βλάβης, αφού η υπεξαγωγή είναι έγκλημα διακινδύνευσης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή, είτε υλική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο ή και απλώς ηθική. Εξ' άλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος παρ. 3 και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 περ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει στην καταδικαστική απόφαση, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, που δίκασε ως εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος, στις ......, ενώ ήταν Πρόεδρος του Τμήματος Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Κρήτης, αφαίρεσε και απέκρυψε από τους φοριαμούς του γραφείου της Γραμματέως του ανωτέρω Τμήματος Γ1, η οποία βρισκόταν σε νόμιμη άδεια, χορηγηθείσα από τον διοικητικό προϊστάμενο της, Διευθυντή των Διοικητικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου, τα κατωτέρω έγγραφα, την ευθύνη φύλαξης των οποίων είχε η ίδια (γραμματέας). Συγκεκριμένα, όπως η μάρτυς Γ1 κατέθεσε, για την αλήθεια της κατάθεσης της οποίας το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει, το Αρχείο του Τμήματος βρισκόταν και φυλασσόταν στο γραφείο της ίδιας (Γραμματέως) στο ισόγειο του κτηρίου της Σχολής, ενώ το γραφείο του Προέδρου του Τμήματος βρίσκεται στον πρώτο όροφο του ιδίου κτηρίου. Η εκάστοτε Γραμματέας του Τμήματος έχει ανέκαθεν την ευθύνη φύλαξης του Αρχείου και είναι υπεύθυνη γι' αυτό, με σκοπό να ενημερώνει τον προϊστάμενό της εκάστοτε Πρόεδρο, ο οποίος εκλέγεται για διετή θητεία, ενώ η Γραμματέας μπορεί να υπηρετήσει στη θέση της αυτή για πολύ περισσότερα χρόνια. Ο εκκαλών είχε απεριόριστο, βέβαια, ως Πρόεδρος του Τμήματος, δικαίωμα πρόσβασης, στο Αρχείο, τούτο όμως το δικαίωμα ασκούνταν μόνο δια μέσου της Γραμματέως, δηλαδή ο Πρόεδρος του Τμήματος ζητούσε ένα συγκεκριμένο έγγραφο, η Γραμματέας όφειλε πάραυτα να του το παραδώσει και, αφού ο πρώτος έκανε χρήση αυτού, όφειλε να το επιστρέψει στην υπεύθυνη Γραμματέα, η οποία όφειλε να το αρχειοθετήσει και πάλι στη σειρά του (αύξων αριθμός κ.τ.λ.). Το ότι η Γραμματέας έφερε την πλήρη ευθύνη φύλαξης του Αρχείου αποδεικνύεται από τα γεγονότα ότι το αρχείο φυλασσόταν στο Γραφείο της Γραμματέως (ισόγειο) και όχι στο γραφείο του Προέδρου (πρώτος όροφος) και ότι φυλασσόταν μέσα σε φοριαμούς, οι οποίοι ήσαν κλειδωμένοι και τα κλειδιά τους φύλασσε μόνο η Γραμματέας και όχι ο Πρόεδρος (εκκαλών), ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, είχε μεν ελεύθερη πρόσβαση στο Αρχείο, πάντα όμως μέσω της υπευθύνου Γραμματέως. Ο εκκαλών και κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών της ανωτέρω γραμματέως, το θέρος του 1999, είχε απεριόριστο δικαίωμα πρόσβασης στο Αρχείο, διότι, όπως η Γ1 κατέθεσε, είχε ορισθεί από τη Διοίκηση του Πανεπιστημίου ως αντικαταστάτης της η υπάλληλος Ζ1. Ο εκκαλών, στη διάρκεια των θερινών διακοπών της ανωτέρω Γραμματέως και στον ανωτέρω ορισθέντα χρόνο, προσέλαβε κλειδαρά, ο οποίος και άλλαξε το κλειδί του γραφείου της Γραμματέως, όπου φυλασσόταν το Αρχείο, όπως ομολογεί ο ίδιος ο εκκαλών στην απολογία του, ενώ χαρακτηριστικά η μάρτυς Γ1 κατέθεσε ότι, μόλις επέστρεψε από τις διακοπές της, την κάλεσε ο εκκαλών, μέσω σημειώματος στην πόρτα του γραφείου της, για να της δώσει το νέο κλειδί του γραφείου της, τονίζοντάς της ότι δεν πρέπει να δώσει συνέχεια στο θέμα. Ακολούθως, ο εκκαλών, μέσω του ιδίου κλειδαρά, παραβίασε τις κλειδαριές των φοριαμών, όπου φυλασσόταν το αρχείο του Πανεπιστημιακού Τμήματος, όπως ο ίδιος ομολογεί τη συγκεκριμένη πράξη του στην απολογία του ("Εγώ άνοιξα τους φοριαμούς για να δω τα πρακτικά"). Από τους φοριαμούς αυτούς ο εκκαλών αφαίρεσε, απέκρυψε και έκτοτε δεν έχει επιστρέψει Πρακτικά Γενικών Συνελεύσεων, φακέλους από το Μάιο έως τον Αύγουστο του 1999, φακέλους Γενικών Συνελεύσεων Ειδικής Σύνθεσης, πρακτικά Δ.Σ. της ιδίας περιόδου, φακέλους υποψηφίων μελών ΔΕΠ εκείνης της περιόδου και φακέλους συμβασιούχων, το γεγονός δε αυτό, δηλαδή ότι ο εκκαλών προέβη στην αφαίρεση των ανωτέρων εγγράφων, προκύπτει αβίαστα από τα γεγονότα ότι αυτός προέβη στην αλλαγή της κλειδαριάς του γραφείου της γραμματέως, όπου φυλασσόταν το αρχείο, και ότι ο ίδιος προέβη στη διάρρηξη και παραβίαση των φοριαμών, όπου φυλασσόταν το Αρχείο. Επίσης, ο ίδιος ο εκκαλών παραδέχεται στην απολογία του ότι πήρε κάποια έγγραφα από το αρχείο, αφού διέρρηξε τους φοριαμούς, χρησιμοποίησε έγγραφα αυτά, τα οποία όμως δεν κατονομάζει, και ακολούθως τα επέστρεψε στους φοριαμούς, απ' όπου τα πήρε. Ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αληθεύει ο παραπάνω ισχυρισμός του εκκαλούντος, διότι ένα μεγάλο μέρος του Αρχείου και μάλιστα αυτό που αναφέρεται σε τμήμα της δικής του θητείας ως Προέδρου (έλλειπαν τα έγγραφα από Μάιο έως και Αύγουστο του 1999) βρέθηκε να λείπει από τους διαρρηχθέντες φοριαμούς και όχι μόνο κάποια έγγραφα, αυτός δε (εκκαλών) ήταν ο μόνος που είχε πρόσβαση σε όλο το Αρχείο μετά τη διάρρηξη των φοριαμών και την αλλαγή της κλειδαριάς στο γραφείο της γραμματέως Γ1, άρα λογικά, αφού ήταν ο μόνος που είχε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, πρόσβαση στο εν λόγω γραφείο και στους συγκεκριμένους φοριαμούς, αμφότερα των οποίων ομολογεί ότι διέρρηξε, συνάγεται ότι αυτός ήταν που αφαίρεσε και, έκτοτε, κατακρατεί τα παραπάνω έγγραφα του Αρχείου, τα οποία βρέθηκαν να λείπουν. Τούτο κατέθεσε και η μάρτυς Γ1, λέγοντας: "από ό,τι θυμάμαι, τα έγγραφα αυτά τα είχε πάρει ο Χ1, όπως είχε πει ο ίδιος". Εξάλλου, τούτο με σαφήνεια προκύπτει από την απολογία του κατηγορουμένου στην πρωτοβάθμια δίκη, τα Πρακτικά της οποίας είναι αναγνωστέο έγγραφο στη σημερινή δίκη, στην οποία (απολογία) ο κατηγορούμενος ανέφερε, έστω και αν τώρα επιμένει ότι δεν αποδόθηκαν σωστά τα λεγόμενα του: "....Βιάστηκα να πάρω τα έγγραφα, διότι η θητεία μου τελείωνε στις 31 Αυγούστου και ήταν η τελευταία ευκαιρία που είχα να βγάλω αποφάσεις και τις οποίες απέστειλα ταχυδρομικώς. Τα έγγραφα λέω και πάλι ότι επανειλημμένως ζήτησα να τα επιστρέψω...". Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, στην απολογία του, περί εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 242§2 Π.Κ., διότι τα έγγραφα αυτά του ήσαν προσιτά λόγω της υπηρεσίας του, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον αποδείχθηκε πλήρως, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο εκκαλών δεν είχε την ευθύνη φύλαξης των εγγράφων του Αρχείου, αλλά αποκλειστικά υπεύθυνη φύλαξης ήταν η Γραμματέας Γ1. Άρα τα έγγραφα δεν ήταν νομικώς προσιτά σ' αυτόν, ασχέτως του γεγονότος ότι ως Πρόεδρος του Τμήματος μπορούσε να κάνει υπηρεσιακή χρήση οποιουδήποτε εγγράφου, το οποίο όμως όφειλε πρώτα να το ζητήσει από την υπεύθυνη φύλαξης Γ1 και ακολούθως να της το επιστρέψει ομοίως προς φύλαξη. Πραγματικά, γίνεται δεκτό ότι προσιτό δεν είναι το έγγραφο, όταν ο υπάλληλος μπορεί να το πλησιάσει μόνο αντιϋπηρεσιακώς, όπως με ρήξη κλείθρων (βλ. Μιχ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, υπό αρθρ. 242, αριθμ. 33). Ακολούθως, ο εκκαλών προέβη στην πράξη αυτή, ήτοι αφαίρεση και απόκρυψη τμήματος του Αρχείου του πολιτικώς ενάγοντος, με σκοπό να βλάψει την εύρυθμη λειτουργία του Πανεπιστημίου και να τρώσει τη φήμη του, στερώντας τη χρήση των εγγράφων αυτών, τα οποία, όπως ρητά κατέθεσε η μάρτυς Γ1, είναι πρωτότυπα και δεν μπορεί να αντικατασταθούν. Η ίδια μάρτυς κατέθεσε: "...την εποχή εκείνη ο Χ1 βρισκόταν σε διαμάχη με μέλη ΔΕΠ... Ενδεχομένως να υπήρχαν στοιχεία στους φακέλους που να μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τον κατηγορούμενο ως μέσα άμυνας ή επίθεσης..." Συγκεκριμένα, ο εκκαλών βρισκόταν, τότε ή σε προηγούμενο χρόνο, σε δικαστική διαμάχη, στα Διοικητικά Δικαστήρια, με τη Διοίκηση του Πανεπιστημίου (Πρύτανης ..... κ.τ.λ), η οποία, στη διάρκεια της θητείας του ως Προέδρου του Τμήματος Μαθηματικών, τον αντικατέστησε για ένα διάστημα με τον Κοσμήτορα της Σχολής ......, περιορίζοντας έτσι τις αρμοδιότητες και το κύρος του εκκαλούντος ως Προέδρου. Η αφαίρεση των παραπάνω εγγράφων και, μάλιστα, μόλις 10 μέρες (.....) πριν τη λήξη της θητείας του εκκαλούντος ως Προέδρου (.....) υποδηλώνει το σκοπό του να βλάψει το Πανεπιστήμιο, γιατί τα έγγραφα που αφήρεσε και παρακρατεί δεν αφορούσαν μόνο τον ίδιο, οπότε δεν θα είχαν ευρύτερη αξία για το νομικό πρόσωπο του Πανεπιστημίου, αλλά αφορούσαν συλλογικές αποφάσεις οργάνων της διοίκησης του Πανεπιστημιακού Τμήματος, όπως Γενικών Συνελεύσεων και Γενικών Συνελεύσεων Ειδικής Σύνθεσης, Διοικητικών Συμβουλίων, δηλαδή πράξεις διοικητικές ενός ΝΠΔΔ, καθώς και έγγραφα που αφορούσαν την υπηρεσιακή εξέλιξη καθηγητών και άλλων μελών διδακτικού προσωπικού (φάκελοι υποψηφίων μελών διδακτικού προσωπικού), όπως και έγγραφα που αφορούσαν συμβασιούχους, οι οποίοι ενδέχεται να θεμελίωναν και μισθοδοτικό δικαίωμα έναντι του Πανεπιστημίου, βάσει των αφαιρεθέντων εγγράφων, χαρακτηριστικά δε η μάρτυς Γ1 κατέθεσε: "Μέσα σ' αυτούς τους φακέλους υπήρχαν αιτήσεις συμβασιούχων, οι οποίες χάθηκαν και δημιουργήθηκε αναμπουμπούλα". Από όλα τα παραπάνω και κυρίως την αφαίρεση των απαραιτήτων για τη διοίκηση του Πανεπιστημίου εγγράφων δέκα ημέρες πριν τη λήξη της θητείας του εκκαλούντος και από τις σοβαρές συνέπειες που είχε η αφαίρεση των εγγράφων για την εύρυθμη λειτουργία του Πανεπιστημίου, προκύπτει σαφώς ο σκοπός του εκκαλούντος να βλάψει το πολιτικώς ενάγον, με τη διοίκηση του οποίου βρισκόταν ο ίδιος, τότε ή στο παρελθόν, σε δικαστική διαμάχη. Συνεπεία των παραπάνω, συνάγεται ότι πληρούνται τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της διάταξης του άρθρου 222 Π.Κ., γιατί πλήρως αποδείχθηκαν και το στοιχείο της απόκρυψης εγγράφων από τον εκκαλούντα και το ότι δεν ήταν ο ίδιος κύριος ούτε είχε την ευθύνη φύλαξης των αφαιρεθέντων εγγράφων και το ότι σκοπός του ήταν να βλάψει το πολιτικώς ενάγον μέσω της αφαίρεσης και απόκρυψης εγγράφων του τελευταίου. Άρα, πρέπει ο εκκαλών να κηρυχθεί ένοχος για την παράβαση του άρθρου 222 Π.Κ., για την οποία κατηγορείται. Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, που δίκασε ως εφετείο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για παράβαση του άρθρου 222 ΠΚ (υπεξαγωγή εγγράφων) και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία έτη. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, της υπεξαγωγής εγγράφων, του άρθρου 222 του Π.Κ και όχι εκείνου του άρθρου 246 του ίδιου Κώδικα, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1 και 222 του Π.Κ που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή ότι την ευθύνη της φύλαξης των πιο πάνω εγγράφων, όχι μόνο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, αλλά και προγενέστερο αυτού, την είχε προσωπικά η ίδια η γραμματέας του Μαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Κρήτης, Γ1 και όχι ο αναιρεσείων, ο οποίος, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, Πρόεδρος του εν λόγω Τμήματος. Πράγματι, από τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η γραμματέας Γ1, ήταν το πρόσωπο εκείνο, στο οποίο είχε ανατεθεί αποκλειστικά, με βάση τον άτυπο έστω εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, αλλά και με προφορικές εντολές του Προϊσταμένου Διευθυντή των Διοικητικών Υπηρεσιών, η φύλαξη και η τήρηση του Αρχείου του συγκεκριμένου τμήματος σπουδών και η οποία άλλωστε είχε στα χέρια της τα αντίστοιχα κλειδιά των φοριαμών. Το γεγονός όμως αυτό, ότι δηλαδή η ως άνω γραμματέας Γ1, ήταν η μόνη υπεύθυνη για την φύλαξη και την εύρυθμη λειτουργία του Αρχείου, το οποίο ας σημειωθεί στεγαζόταν στο ισόγειο, όπου βρισκόταν το γραφείο της, ενώ το γραφείο του αναιρεσείοντος βρισκόταν στον πρώτο όροφο, δεν απέκλειε σε καμιά περίπτωση από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, με την ιδιότητα που αυτός είχε, του Προέδρου του Τμήματος, τη δυνατότητα πρόσβασης στο χώρο αυτό, όπου τηρούνταν το Αρχείο και φυλάσσονταν με την ευθύνη της τα διάφορα έγγραφα, ακόμη και στο διάστημα της απουσίας της, αφού την αναπλήρωνε η συνάδελφός της Ζ1. Η πρόσβαση του αναιρεσείοντος στο χώρο αυτό, ήταν οπωσδήποτε ελεύθερη και η αναζήτηση των οποιωνδήποτε εγγράφων, που αυτός επιθυμούσε να λάβει, γινόταν πάντοτε με τη μεσολάβηση της αρμόδιας γραμματέα, η οποία και είχε τα κλειδιά των φοριαμών, που φυλάσσονταν το Αρχείο του Τμήματος. Τούτο όμως, σαν προϋπόθεση είχε την προηγούμενη τήρηση της σχετικής σειράς και τάξεως από μέρους του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, είτε με την αναζήτηση των κλειδιών από την τακτική γραμματέα ή την αναπληρώτριά της, είτε με την προηγούμενη ενημέρωση και συναίνεση του Πρυτάνεως, ώστε μόνο σε περίπτωση επιτακτικής ανάγκης, να υπάρξει παραβίαση των ασφαλισμένων φοριαμών και αφαίρεση των διαφόρων εγγράφων, για τις υπηρεσιακές και μόνο ανάγκες και όχι να υπάρξει χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων αυτών, παραβίαση και αντικατάσταση των κλειδιών, με την πρόσκληση από μέρους του αναιρεσείοντος κλειδαρά και επέμβαση του τελευταίου. Δεύτερον, αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι σκοπός του ήδη αναιρεσείοντος, ήταν να βλάψει, αρχικά με την αφαίρεση και στη συνέχεια με την απόκρυψη των εγγράφων αυτών στοιχείων, το Πανεπιστήμιο Κρήτης και ειδικότερα να προκαλέσει προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του, αφού, με τη δεδομένη αδυναμία αντικαταστάσεώς τους, λόγω της πρωτότυπης μορφής τους, αναμφισβήτητα θα δημιουργούνταν αρκετά προβλήματα, μεταξύ των προσώπων εκείνων και των υπηρεσιών, που είχαν προφανές έννομο συμφέρον, με την ύπαρξή και με τη χρήση τους σε δεδομένη χρονική στιγμή από τους ενδιαφερόμενους. 'Αλλωστε, το χρονικό σημείο της αφαιρέσεως από τον αναιρεσείοντα των επίμαχων εγγράφων, (γεγονός που ομολογείται από τον ίδιο, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση) και που, ας σημειωθεί, έλαβε χώρα 10 ημέρες πριν τη συμπλήρωση της θητείας του αναιρεσείοντος, ως Προέδρου του ως άνω Τμήματος, που έληγε την 31-8-1999, επέβαλε κυρίως και πρωταρχικώς στον κατηγορούμενο, να επιδείξει αυξημένη επιμέλεια, ως προς τον τρόπο της αναλήψεώς τους, πολύ δε περισσότερο στη διατήρησή τους, αρχικά με τη χρήση τους για όσο διάστημα επέβαλαν οι συνθήκες και οι προσωπικές του ανάγκες και την επιστροφή τους στη συνέχεια, στο χώρο από τον οποίο αφαιρέθηκαν, τα οποία τελικά και δεν επιστράφηκαν. Προσέτι, αιτιολογείται ο πιο πάνω σκοπός του αναιρεσείοντος και από το γεγονός ότι τη χρονική εκείνη περίοδο, βρισκόταν σε δικαστική διαμάχη στα Διοικητικά Δικαστήρια με τις Πρυτανικές Αρχές του Πανεπιστημίου Κρήτης, με αφορμή την αντικατάστασή του, από τη θέση του Προέδρου του Μαθηματικού Τμήματος, παρά την εκ των υστέρων δικαίωσή του, από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται, με αντίθετες αιτιάσεις η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει, να απορριφθούν.
Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 περ. ΣΤ' του Κ.Π.Δ, αποτελεί και η παραβίαση του δεδικασμένου (άρθρο 57 Π.Κ). Σύμφωνα δε με την τελευταία διάταξη, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Στην προκείμενη περίπτωση, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα, σχετικός τρίτος λόγος αναιρέσεως, περί υπάρξεως δεδικασμένου, το οποίο προκύπτει κατ' αυτόν από τη με αριθμό 758/2006 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, με την οποία αυτός κηρύχθηκε αθώος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την απόφαση με αριθμό 758/2006 του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, που αυτός επικαλείται και παραδεκτά επισκοπείται, δεν προκύπτει ότι η πράξη για την οποία απαλλάχθηκε,( άρθρο 246 του ΠΚ) ταυτίζεται απόλυτα, κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία, με αυτή του άρθρου 222 του ίδιου Κώδικα, για την οποία και καταδικάσθηκε. Επειδή, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ζ' του Κ.Π.Δ, αποτελεί και η καθ' ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε. Εξ' άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 120 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, το Δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ' ύλην αρμοδιότητά του σε κάθε στάδιο της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, παραπονείται ότι, τόσο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ήτοι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, όσο και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αναρμοδίως επιλήφθηκαν της συγκεκριμένης υποθέσεως, δεδομένου ότι η φύση του αδικήματος του άρθρου 222 Π.Κ, επέβαλε την εκδίκασή της, σε πρώτο μεν βαθμό από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, και, σε δεύτερο βαθμό, σε περίπτωση καταδίκης του, από το Τριμελές Εφετείο (για τα πλημμελήματα) Κρήτης. Ο σχετικός, όμως, λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 2408/1996, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης του αδικήματος αυτού,(20-8-1999 έως 31-8-1999), αρμόδιο καθ' ύλην Δικαστήριο, σε πρώτο βαθμό, κατά τη διάταξη του άρθρου 114 του Κ.Π.Δ., ήταν το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, αφού, με τη διάταξη αυτή (άρθρο 2 παρ.4 του ν. 2408/1996), αντικαταστάθηκε το εδάφιο Α του άρθρου 114 του Κ.Π.Δ, και ορίστηκε ότι, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, δικάζει τα πλημμελήματα που τιμωρούνται με φυλάκιση έως δυο ετών ή με χρηματική ποινή οποιουδήποτε ποσού. Σημειώνεται, ότι η υλική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, για το συγκεκριμένο έγκλημα της υπεξαγωγής εγγράφων, διατηρήθηκε και μετά την προσθήκη της παρ. δ στο άρθρο 114 Κ.Π.Δ, σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 2721/1999 και 8 παρ.1 του ν. 3160/2003. Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ.1, 174 παρ.2 και 321 παρ. 1 στοιχ. δ' και 4 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται, και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Διαφορετικά, υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί, τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης, καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 1566/4-6-2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, σε συνδυασμό με την υπ' αριθμό 1178/12-10-2005 έφεση του αναιρεσείοντος, που άσκησε κατά της πρωτοβάθμιας 18082/12-10-2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, που επιτρεπτώς επισκοπείται, προκειμένου να ερευνηθεί το παραδεκτό του εν λόγω λόγου αναιρέσεως, ο τελευταίος εμφανίστηκε και προέβαλε ακυρότητα του εν λόγω κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω της αοριστίας του. Η αντίρρησή του όμως αυτή προτάθηκε το πρώτον στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου και στη συνέχεια στο ακροατήριο του ως Εφετείου δικάζοντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, κατά την συζήτηση της εφέσεώς του, χωρίς όμως να προκύπτει, ότι η ακυρότητα αυτή είχε προβληθεί με το εφετήριο, στο οποίο γίνεται μόνο επίκληση, ότι "δεν εκτίμησε σωστά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως" και, χωρίς να γίνεται ειδική αναφορά για τη συγκεκριμένη πλημμέλεια. Μετά ταύτα ο σχετικός πέμπτος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Με το να απορρίψει, λοιπόν, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου την ως άνω αντίρρηση, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις και δεν κατέστησε αναιρετέα την απόφασή του, εφόσον η ως άνω ακυρότητα, που δεν προτάθηκε με την έφεση, καλύφθηκε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ.1 του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β και 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. Η έλλειψη όμως της ακροάσεως προϋποθέτει την υποβολή γραπτού ή προφορικού αιτήματος ή προτάσεως, που να συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού, που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακριβείας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του Κ.Π.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έκτο λόγο της αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση, το μεν ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ανέγνωσε και κατ' επέκταση δεν έλαβε υπόψη του σειρά 46 συνολικά εγγράφων, τα οποία ο αναιρεσείων είχε επικαλεστεί και προσκομίσει στο δικαστήριο, το δε ότι τα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχουν παραποιήσεις των καταθέσεων. Από τα πρακτικά όμως της δίκης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο, ανεξάρτητα της αοριστίας του συγκεκριμένου λόγου, αφού δεν προσδιορίζονται τα επίμαχα 46 έγγραφα, που δεν έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, εκτός τριών και συγκεκριμένα α) της υπ' αριθμό 1033/1999 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) του εγγράφου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηρακλείου και γ) της με αριθμό 758/26-9-2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, δεν προκύπτει, ότι υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ή από τον παραστάντα συνήγορό του ανάλογο αίτημα, ούτε και ζητήθηκε η διόρθωση των πρακτικών της δίκης εκείνης κατά το σημείο τούτο, ούτε προσβλήθηκαν αυτά για πλαστότητα. Σημειώνεται, ότι το με στοιχείο (γ) έγγραφο, που επικαλείται ότι δεν αναγνώσθηκε, περιλαμβάνεται μεταξύ των εγγράφων που αναγνώστηκαν, με αριθμό 34.
Συνεπώς ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος τελευταίος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι αναιρέσεις στο σύνολό τους και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις με αριθμό 3/2007 και 6365/10-7-2007 αιτήσεις αναιρέσεως του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 1566/4-6-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου Κρήτης, και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή