Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 187 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα, Δόλος.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση. Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης. Δεν αιτιολογείται ειδικώς το στοιχείο της γνώσης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 187/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 8344/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 3 Σεπτεμβρίου 2007 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 169/2007.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Υπαίτιος των πράξεων που προβλέπονται, από τα άρθρα 229 παρ. 1 και 224 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, είναι στην πρώτη περίπτωση, εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν και στη δεύτερη περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα, εκείνος που, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται η αποκρύπτει την αλήθεια. Έτσι για τη θεμελίωση και των δύο αυτών εγκλημάτων απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην περίπτωση του άρθρου 229 παρ. 1 και ότι τα ενόρκως κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή, στην περίπτωση του άρθρου 224 παρ. 2. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 362 ΠΚ όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ εάν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει, ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να εγνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, η οποία προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Έτσι, για τη θεμελίωση και αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ.- 2.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 8344/2006 απόφαση, το κατ’ έφεση δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών, κατά πλειοψηφία δέχτηκε ανέλεγκτα, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ’ αυτή αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
" ...Από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα από την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και από τις ένορκες καταθέσεις των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, από τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, από την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως αποδείχθηκε και το δικαστήριο πείσθηκε κατά πλειοψηφία ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, οι οποίες του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και για τις οποίες καταδικάσθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών. Ειδικότερα αποδείχθηκαν τα εξής: Στις 18-11-1999 διενεργήθηκε στην Αθήνα από τη Διεύθυνση Κατασκευής "Εργων Συντηρήσεων οδοποιϊας" (ΔΚΕΣΟ) του ΥΠΕΧΩΔΕ, δημόσιος μειοδοτικός διαγωνισμός με κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή για την προμήθεια φωτεινών σηματοδοτών για το 1999, προϋπολογισμού 106.000.000 δραχμών. Με απόφαση της ΔΚΕΣΟ, την επιτροπή διενέργειας του διαγωνισμού αυτού αποτέλεσαν ο εγκαλών Ψ1, πολιτικός μηχανικός, ως πρόεδρος και οι ...., ....., ...... και ...... ως μέλη, οι οποίοι εξετάσθηκαν και ως μάρτυρες στην παρούσα υπόθεση. Όλα τα μέλη της επιτροπής ήσαν υπάλληλοι της ΔΚΕΣΟ. Στο διαγωνισμό έλαβαν μέρος η εταιρεία "ΒΙΕΡΕΞ Α.Β.Ε. ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ ΗΛΕΚΤΡΟΜΕΤΑΛΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος, ο ......, ως αντιπρόσωπος του Αυστριακού οίκου "...." και η εταιρεία "Κ1 Ε.Π.Ε.", ως αντιπρόσωπος του Ιταλικού οίκου ".....".
Μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού και την κατακύρωση αυτού στην εταιρεία "Κ1 Ε.Π.Ε.", ο κατηγορούμενος με την ιδιότητά του, που αναφέρθηκε, υπέβαλε κατά των παραπάνω μελών της επιτροπής την από 29-5-2000 έγκληση, με την οποία κατεμήνυσε αυτούς για παράβαση καθήκοντος, συνισταμένη στο ότι με την παραπάνω ιδιότητά τους παρέβησαν δόλια τα καθήκοντά τους, με σκοπό να ζημιώσουν την εταιρεία "ΒΙΕΡΕΞ Α.Β.Ε." και να προσπορίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος σε ανταγωνίστρια εταιρεία στο διαγωνισμό και για πλαστογραφία μετά χρήσεως. Μετά την υποβολή της εγκλήσεως αυτής ασκήθηκε σε βάρος των παραπάνω μελών της επιτροπής ποινική δίωξη για τις πράξεις που αναφέρθηκαν και διενεργήθηκε προανάκριση, μετά το τέλος της οποίας εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 525/2002 απαλλακτικό βούλευμα του συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων μελών της επιτροπής. Κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος, άσκησε έφεση με την ιδιότητά του που αναφέρθηκε, επί της οποίας εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 1472/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση και επικύρωσε το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. Το βούλευμα αυτό έχει ήδη καταστεί αμετάκλητο. Στο μεταξύ ο εγκαλών Ψ1 και υπόλοιπα μέλη της επιτροπής μετά την άσκηση εναντίον τους της ποινικής διώξεως, που αναφέρθηκε, υπέβαλαν κατά του κατηγορουμένου την από 18-12-2000 έγκληση και ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, οι οποίες φέρονταν ότι τελέσθηκαν σε βάρος του με την υποβολή από αυτόν (κατηγορούμενο) της παραπάνω από 29-5-2000 εγκλήσεώς του. Για τις πράξεις αυτές ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικαστεί στο Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του τον κήρυξε ένοχο μόνο όσον αφορά τον περιεχόμενο στην έγκλησή του ισχυρισμό, με τον οποίο ο εγκαλών φερόταν ότι είχε τελέσει την πράξη της ηθικής αυτουργίας στη παράβαση καθήκοντος των άλλων μελών της επιτροπής διαγωνισμού και με τον οποίο (ισχυρισμό) αυτός ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα ότι συνδεόμενος με ισχυρή οικογενειακή φιλία με την οικογένεια Κ1 και εκμεταλλευόμενος τη θέση του, ως προϊσταμένου και ιεραρχικά ανωτέρου των λοιπών μελών της επιτροπής του διαγωνισμού, κατάφερε να επιβληθεί προς τους άλλους μηνυόμενους και τελικά να κατακυρωθεί ο διαγωνισμός σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες. Για τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου που περιέχονταν στην έγκλησή του σε βάρος του εγκαλούντος και των λοιπών μελών της επιτροπής ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος με την εκκαλούμενη απόφαση. Οσον αφορά τον παραπάνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου, για τον οποίο αυτός κηρύχθηκε ένοχος με την εκκαλούμενη απόφαση, από τα αποδεικτικά στοιχεία, που αναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι αυτά που ισχυρίσθηκε αυτός για τον εγκαλούντα δεν ανταποκρινόταν προς την αλήθεια, καθόσον αποδείχθηκε ότι ο εγκαλών γνωριζόταν μεν, αλλά δεν συνδεόταν με ισχυρή οικογενειακή φιλία με την οικογένεια Κ1. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο εγκαλών δεν εκμεταλλεύθηκε τη θέση του, ως προϊστάμενος και ιεραρχικά ανώτερος των λοιπών μελών της επιτροπής του διαγωνισμού και ούτε κατάφερε να επιβληθεί προς τα άλλα μέλη της επιτροπής και να κατακυρωθεί τελικά ο διαγωνισμός σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες. Η αναλήθεια των ισχυρισμών του αυτών τεμαίρεται και από την αμετάκλητη απαλλαγή του εγκαλούντος από τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν με το βούλευμα που αναφέρθηκε και συνεπώς όσα αντίθετα πρόβαλε αυτός με τους ισχυρισμούς του, που αναφέρθηκαν, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών του αυτών, όσα δε αντίθετα πρόβαλε αυτός με τους ισχυρισμούς του, που αναφέρθηκαν, είναι επίσης αβάσιμα και απορριπτέα. Τέλος αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη στην καταμήνυση του εγκαλούντος εν γνώσει της αναληθείας των παραπάνω ισχυρισμών του, με σκοπό να προκαλέσει την ποινική του δίωξη για παράβαση καθήκοντος, πράγμα το οποίο και πέτυχε τελικά κατά τα εκτεθέντα, ενώ περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι παραπάνω ψευδείς ισχυρισμοί του μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Από όλα αυτά που αποδείχθηκαν προκύπτει κατά την επικρατήσασα πλειοψηφούσα γνώμη στο Δικαστήριο ότι η παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνήσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, οι οποίες του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και για τις οποίες καταδικάσθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, γι’ αυτό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτός των εγκλημάτων αυτών και να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι ισχυρισμοί, που πρόβαλε αυτός". Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε η απόφαση δεν διέλαβε στην απόφασή του την κατά τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για το ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε γνώση της αναλήθειας των καταμηνυθέντων και ενόρκως βεβαιωθέντων καθώς και όσων για τον εγκαλούντα ισχυρίσθηκε, καίτοι από όσα εκτίθενται στο σκεπτικό δεν είναι καθόλου αυτονόητη τέτοια γνώση. Σε σχέση με το στοιχείο αυτό το άμεσου δόλου (γνώσης), η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται να παραθέσει στο σκεπτικό της την φράση " γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών του " και στο διατακτικό της απλώς τη φράση "εν γνώσει", που περιέχεται στο νόμο χωρίς όμως να αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση του αυτή εν σχέσει με την αναλήθεια των περιστατικών τα οποία ο κατηγορούμενος περιέλαβε στην κατά του εγκαλούντος έγκλησή του. Είναι, συνεπώς, βάσιμος ο σχετικός λόγος της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ με τον οποίο αποδίδεται η παραπάνω πλημμέλεια στην απόφαση και πρέπει κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε μετά από αυτά η έρευνα του ετέρου λόγου αναιρέσεως καθώς και του προβαλλόμενου με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αναιρετικού λόγου της έλλειψης ακροάσεως. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο όμως από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 8344/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και,
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή