Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1159 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αμέλεια.




Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από αμέλεια και σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεο. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (έλλειψη νόμιμης βάσης) και εσφαλμένης εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Ορθά δέχθηκε τη μορφή της μη συνειδητής αμέλειας. Απορρίπτει την αναίρεση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1159/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τριανταφύλλου, περί αναιρέσεως της 269/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 479/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 302 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι, όποιος από αμέλεια επιφέρει το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι προς θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της, είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, και δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη (άρθρ. 15 ΠΚ), πρέπει στην αιτιολογία, για την πληρότητα αυτής, να αναφέρεται η συνδρομή της ανωτέρω ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου ή η ειδική σχέση, απ' όπου η εν λόγω ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση, κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 269/2008 απόφαση, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του και ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώστηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ".... Α.Ε.", της οποίας ο κατηγορούμενος, πολιτικός μηχανικός, ήταν μέλος του Δ.Σ. αυτής και διευθύνων σύμβουλος, είχε αναλάβει κατόπιν συμβάσεως έργου με τον Δήμο .... το έργο της κατασκευής σχολικού συγκροτήματος του 1ου και 2ου ΤΕΕ ..., κειμένου στο ύψος του 24ου χιλιομέτρου της Λεωφόρου ...., στα πλαίσια δε αυτά είχε αναθέσει υπεργολαβικά με το από 12-2-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό στον θανατωθέντα ...., την κατασκευή της ξύλινης κεραμοσκεπής. Η κατασκευή του κτηρίου γινόταν βάσει της υπ' αρ. .... οικοδομικής αδείας της Δ/νσεως πολεοδομίας της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, στην οποία ο κατηγορούμενος είχε ορισθεί επιβλέπων μηχανικός. Βάσει της από 8-11-2000 γενικής συγγραφής υποχρεώσεων μεταξύ του Δήμου .... και της αναδόχου εργολήπτριας εταιρείας (άρθ. 17 παρ. 5) η μέριμνα για την λήψη και την τήρηση των μέτρων ασφαλείας του εργατοτεχνικού προσωπικού, αλλά και η ευθύνη από τυχόν παραλείψως βάρους την ανάδοχο εταιρεία. Την 19 Ιουλίου 2008 είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή της μίας από τις δύο στέγες του κτηρίου, είχε κατασκευασθεί ο ξύλινος σκελετός και η μόνωση της δεύτερης στέγης και απέμεινε η επικάλυψη της με κεραμίδια. Την ημέρα εκείνη, η οποία ήταν Σάββατο, ο θανατωθείς και οι αδελφοί του .... και .... που αποτελούσαν το συνεργείο κατασκευής της κεραμοσκεπής, τοποθετούσαν στίβες από κεραμίδια σε κατάλληλα σημεία της υπό κατασκευή στέγης, ώστε τις επόμενες ημέρες να γίνει η επικάλυψη αυτής με αυτά, ήταν δε οι μόνοι εργαζόμενοι που απασχολούντο στο εργοτάξιο. Μεταξύ των δύο επικλινών κλινών της στέγης υπήρχε οριζόντιος τσιμεντένιος διάδρομος, πλάτος δύο περίπου μέτρων, όπου εκινούντο οι εργαζόμενοι, ο οποίος στα δύο άκρα του κατέληγε σε δύο μικρές ταράτσες, περιμετρικά των οποίων υπήρχε χαμηλό χτιστό στηθαίο με σενάζ, ύψους 50 περίπου εκατοστών. Περί ώρα 12.10 της ημέρας εκείνος, ο θανατωθείς, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους δύο αδελφούς του, οι οποίοι την στιγμή εκείνη ευρίσκοντο σε διαφορετικά σημεία της οικοδομής και ο οποίος βρισκόταν στην άκρη της προς δυσμάς μικρής ταράτσας, στην οποία κατέληγε ο πιο πάνω διάδρομος, παραπάτησε, έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος από ύψος 10 μέτρων, με συνέπεια να υποστεί βαρύτατες κακώσεις κεφαλής, θώρακος, λεκάνης και κοιλίας, εκ των οποίων, ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατος αυτού στο νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός, όπου είχε διακομισθεί. Η ανωτέρω πτώση οφείλεται στο ότι δεν είχαν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας από τον κατηγορούμενο πολιτικό μηχανικό για την αποφυγή πτώσεως απασχολουμένου στο πιο πάνω έργο προσωπικού και συγκεκριμένα, ενώ το άρθρο 19 Π.Δ/τος 778/1980 επιβάλλει, προκειμένου για εργασίες επί της στέγης, όπως τα δάπεδα εργασίας (εν προκειμένω ο υπάρχων διάδρομος) φέρουν στις απολήξεις των προστατευτικό κιγκλίδωμα ύψους τουλάχιστον ενός μέτρου, δηλαδή ικανού από πλευράς μεγέθους να ανασχέσει τυχόν ανεξέλεγκτη πτώση, οφειλομένη σε απώλεια ισορροπίας είτε από κάποια αδέξια κίνηση, είτε από αιφνίδια παθολογικά αίτια (στιγμιαία ζάλη, απώλεια συνειδήσεως), στην προκειμένη περίπτωση το υπάρχον δάπεδο εργασίας (τσιμεντένιος διάδρομος), - ασφαλές καθ' όλο του το μήκος μέχρι του σημείου που σχημάτιζε τις δύο μικρές ταράτσες, - κατέληγε σε στηθαίο ύψους 50 εκατοστών που περιέβαλε τις ταράτσες, και γι' αυτό ανεπαρκές να ανασχέσει την πτώση ανθρωπίνου σώματος. Είναι προφανές επομένως, ότι εάν το πιο πάνω στηθαίο είχε ύψος ενός μέτρου αντί του ημίσεως, εφόσον είτε πάνω στο υπάρχον είχε κατασκευασθεί πρόσθετο μεταλλικό κιγκλίδωμα, ώστε αμφότερα να έχουν το κατά νόμο ελάχιστο ύψος, είτε είχε παράλληλα με το στηθαίο κατασκευασθεί μεταλλικό κιγκλίδωμα ύψους ενός μέτρου, η πτώση του θανατωθέντος από το σημείο αυτό στο κενό θα είχε αποφευχθεί. Το ότι ο θανών έπεσε από το σημείο αυτό προκύπτει και από το σημείο που βρέθηκε μετά την πτώση του, κάτω από την προς δυσμάς ταράτσα. Οι υπάρχουσες στο έργο ζώνες ασφαλείας, οι οποίες προβλέπονται σε περίπτωση αδυναμίας εξευρέσεως άλλης λύσεως για τους εργαζομένους επί της στέγης, δεν ήραν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου για την τοποθέτηση του πιο πάνω προστατευτικού κιγκλιδώματος περιμετρικά των απολήξεων των ταρατσών, η οποία ήταν καθ' όλα τεχνικά εφικτή. Ο κατηγορούμενος είχε την υποχρέωση να λάβει το πιο πάνω προβλεπόμενο από τον νόμο μέτρο ασφαλείας, λόγω της διττής ιδιότητάς του, ως επιβλέποντος την κατασκευή μηχανικού και ως διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της αναδόχου εργολήπτριας ανώνυμης εταιρείας. Ο τελευταίος, αν και κατά τα προεκτεθέντα μπορούσε και όφειλε να λάβει το πιο πάνω μέτρο ασφαλείας, για το οποίο είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, από έλλειψη της προσοχής του παρέλειψε να πράξει τούτο, με συνέπεια τον θανάσιμο τραυματισμό του ...., που εργαζόταν σε αυτό, αποτέλεσμα το οποίο δεν προέβλεψε ότι θα προκαλέσει. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος από αμέλεια (άνευ συνειδήσεως) ανθρωποκτονίας". Στη συνέχεια το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση που εξέδωσε, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, της πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, και 302 παρ. 1 του Π.Κ., και του άρθρου 19 του Π.Δ 770/1988, που εφάρμοσε, τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο, παραβίασε. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το Δικαστήριο της ουσίας, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα συγκροτούντα την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος πραγματικά περιστατικά και προσδιορίζει σαφώς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτός ενήργησε, ενώ περαιτέρω αναφέρει και αιτιολογεί την ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του, να παρεμποδίσει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και τον επιτακτικό κανόνα από τον οποίο πηγάζει η υποχρέωση του αυτή, κατά το άρθρο 15 του ΠΚ, καθώς, επίσης, προσδιορίζεται αφενός μεν το είδος της αμέλειας του (μη συνειδητής), αφετέρου δε και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παραλείψεών του και του επελθόντος αποτελέσματος, δηλαδή του θανάσιμου τραυματισμού του παθόντος. Συγκεκριμένα, αιτιολογείται η παραδοχή, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων, με την ιδιότητα του επιβλέποντος μηχανικού του έργου και του Διευθύνοντος Συμβούλου της εργολήπτριας εταιρείας, που είχε αναλάβει, δυνάμει σχετικής συμβάσεως από το Δήμο ...., το έργο της κατασκευής σχολικού συγκροτήματος του 1ου και 2ου ΤΕΕ ...., παρέλειψε να λάβει τα προσήκοντα προστατευτικά μέτρα, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ομαλή εργασία των απασχολουμένων προσώπων. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων, αν και είχε αναθέσει υπεργολαβικά, στον παθόντα ...., κατόπιν γραπτής συμφωνίας με αυτόν, την εκτέλεση των εργασιών της κατασκευής της κεραμοσκεπούς στέγης, στο ως άνω σχολικό συγκρότημα, παρέλειψε να λάβει τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας, όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 19 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος 770/1988. Συγκεκριμένα, ενώ όφειλε ο αναιρεσείων, με τις πιο πάνω ιδιότητές του, και μάλιστα αυτής του επιβλέποντος μηχανικού, είτε στο υπάρχον προστατευτικό στηθαίο, ύψους 0,50 μ, να προβεί σε προσθήκη καθ' ύψος αντίστοιχου προστατευτικού τοιχείου, ώστε το συνολικό ύψος αυτού να είναι 1 μέτρο τουλάχιστο, είτε στο υπάρχον στηθαίο να τοποθετήσει μεταλλικό κιγκλίδωμα, ώστε μετά την προσθήκη αυτό (στηθαίο), να έχει ελάχιστο συνολικό ύψος ενός (1) μέτρου, ώστε να είναι πλέον αποτρεπτικό οποιουδήποτε κινδύνου και μάλιστα λόγω πτώσεως των εργαζομένων στο έδαφος από ύψος 10 μέτρων. Σημειώνεται, επίσης, σύμφωνα με τις οικείες παραδοχές, ότι η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος, αναμφισβήτητα πήγαζε από τη σχετική σύμβαση, που αυτός είχε υπογράψει με την ιδιότητα που προαναφέρθηκε, αυτή του επιβλέποντος μηχανικού του έργου. Επίσης, από την αντιπαραβολή του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, γίνεται φανερό ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, στήριξε την περί ενοχής κρίση του, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προέκυψαν, σε αμέλεια του αναιρεσείοντος, και συγκεκριμένα σε εκείνη υπό τη μορφή της μη συνειδητής αμέλειας, με την έννοια ότι αυτός δεν προέβλεψε το εξ' αυτής επελθόν αποτέλεσμα. Η αιτίαση δε του αναιρεσείοντος, με την οποία παραπονείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζει την πηγή της νομικής αυτού υποχρεώσεως, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, ενόψει των όσων προεκτέθηκαν, ώστε πλέον η απόφαση να μη στερείται της νόμιμης βάσης. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-2-2008 αίτηση του ...., για αναίρεση της υπ' αριθμό 269/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή