Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1713 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση. Αναιρεί και παραπέμπει.





Αριθμός 1713/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο (που ορίστηκε προς συμπλήρωση συνθέσεως με την με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Πολυζόπουλο και 2) χ2, που εκπροσωπήθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, περί αναιρέσεως της 1155/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 6 Δεκεμβρίου 2007 δύο αυτοτελείς αιτήσεις αναίρεσης, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 11/08.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου δυο αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι α) η πρώτη με αριθμό 94/6-12-2007 του κατηγορουμένου χ1 και β) η δεύτερη με αριθμό 93/6-12-2007, της κατηγορουμένης χ2, οι οποίες (αιτήσεις) στρέφονται κατά της αυτής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό 1155/2007, πρέπει δε να συνεκδικασθούν ως συναφεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η γενόμενη καταμήνυση είναι ψευδής. Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 224 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι αντικειμενικώς ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων, "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη, "αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι, το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης προϋποθέτει, είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται, κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, απαιτείται άμεσος δόλος συνιστάμενος, στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου, του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος, αλλά απαιτείται άμεσος δόλος. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαία. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1155/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 21-7-2001,ο 1ος των κατηγορουμένων χ1 μετέβη στο Αστυνομικό Τμήμα Πειραιώς και υπέβαλε κατά του ήδη εγκαλούντος (και παρισταμένου ως πολιτικώς ενάγοντος) ψ1 και κατά του θετού γιου του τελευταίου ψ έγκληση, με την οποία τους κατεμήνυσε για το αδίκημα της κλοπής από κοινού, ήτοι, ειδικότερα, για το ότι κατά το διήμερο από 19-7-2001 μέχρι 21-7-2001, αφαίρεσαν με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης από το κατάστημα-κομμωτήριο, το οποίο διατηρούσε μαζί με τη συγκατηγορουμένη και σύζυγό του χ2 κείμενο στον Πειραιά (........), και το οποίο είχε μισθώσει από τον ψ, τον εξοπλισμό του κομμωτηρίου και διάφορα εμπορεύματα συνολικής αξίας 20.000.000 δραχμών. Ακολούθως, και οι δύο κατηγορούμενοι, αυθημερόν, εξεταζόμενοι ενόρκως ως μάρτυρες ενώπιον των αρμοδίων προανακριτικών υπαλλήλων (αστυνομικών) του ανωτέρω Αστυν. Τμημάτων, επιβεβαίωσαν το περιεχόμενο της εγκλήσεως ως αληθές. Όμως τα διαλαμβανόμενα στην προκαλέσασα την καταδίωξη των τότε καταμηνυθέντων εν λόγω έγκληση περιστατικά τα οποία επιβεβαίωσαν ενόρκως με τις καταθέσεις τους οι δύο κατ/νοι αποδείχθηκε ότι ήταν απολύτως ψευδή και αυτοί το γνώριζαν, αφού από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι καταμηνυθέντες είχαν διαπράξει την ανωτέρω κλοπή, πράγμα που έχει ήδη γίνει δεκτό με το υπ' αριθμ. 1047/2004 βούλευμα του συμβουλίου Πλη/κων Πειραιώς, το οποίο έχει καταστεί αμετάκλητο (βλ. τις αναγνωσθείσες και αναφερόμενες στα πρακτικά, όπως και το εν λόγω βούλευμα, υπ' αριθμού ..... και ..... βεβαιώσεις του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς και του Γραμματέα του Αρείου Πάγου αντιστοίχως) και με το οποίο το ως άνω Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των τότε κατηγορουμένων ψ1 και ψ για κλοπή από κοινού, μπορούσαν δε να βλάψουν, όπως πράγματι έβλαψαν, την τιμή και την υπόληψη τόσο του ήδη εγκαλούντος ψ1, όσο και του ετέρου των τότε καταμηνυθέντων ψ, αφού (τα ως άνω ψευδή περιστατικά) αντίκεινται στην έννοια της ευπρέπειας και προσδίδουν κοινωνική απαξία, έγιναν δε γνωστά σε ευρύτερο κύκλο προσώπων (προανακριτικούς υπαλλήλους). Στην προκειμένη αξιόποινη συμπεριφορά τους οι δύο κατ/νοι (σύζυγοι) προέβησαν ελαυνόμενη από εκδικητικά κίνητρα, ήτοι για το λόγο ότι ο εκ των καταμηνυθέντων ψ είχε ασκήσει κατά της 2ης των κατ/νων (χ2) την από 2-1-2001 αριθμ. εκθ. καταθ. 337/2001), αγωγή αποδόσεως του καταστήματος (κομμωτηρίου), που της είχε εκμισθώσει, λόγω δυστροπίας περί την καταβολή των μισθωμάτων, η οποία είχε γίνει δεκτή με την 6278/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς - εκτελεσθείσα στις 14-12-2001 δυνάμει την .... εκθέσεως αποβολής του δικαστ. Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .... - καθώς και τις 419/20-6-2001 και 462/9-7-2001 διαταγές πληρωμής μισθωμάτων. Με βάση τα προεκτεθέντα, οι εκκαλούντες κατ/νοι πρέπει κηρυχθούν ένοχοι ο μεν 1ος α) ψευδούς καταμηνύσεως, β) ψευδορκίας μάρτυρα και γ) συκοφαντικής δυσφημήσεως, η δε 2η α) ψευδορκίας μάρτυρα και β) συκοφαντικής δυσφημήσεως κατά το κατηγορητήριο). Με τις παραδοχές και σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε ενόχους τον πρώτο κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για ψευδή καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδορκία μάρτυρα και την δεύτερη κατηγορουμένη -αναιρεσείουσα σε ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Εφετείο, που δίκασε, δεν διέλαβε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλ' ούτε και στο διατακτικό της, που παραδεκτώς το συμπληρώνει, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που δικαιολογούν και ακολούθως θεμελιώνουν την από τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους γνώση της αναλήθειας του μεν πρώτου των καταμηνυθέντων και ενόρκως βεβαιωθέντων της δε δευτέρας των ενόρκως κατατεθέντων καίτοι η γνώση αυτή δεν είναι καθόλου αυτονόητη από όσα στο σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης εκτίθενται, αφού μόνη η αναφορά σ' αυτή ότι εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 1047/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του πολιτικώς ενάγοντος και του ψ για κλοπή από κοινού δεν αρκεί για να καταδείξει τη γνώση αφού το προμνησθέν βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς εκδόθηκε μεταγενέστερα της μηνύσεως και των ενόρκων βεβαιώσεων. Σε σχέση με το στοιχείο αυτό του άμεσου δόλου (γνώσης), η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται να παραθέσει στο διατακτικό απλώς τη φράση "εν γνώσει", που περιέχεται στο νόμο χωρίς όμως να αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση αυτή. Είναι συνεπώς βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι των αιτήσεων αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' ΚΠΔ και πρέπει κατά παραδοχή των λόγων αυτών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1155/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή