Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2066 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Κατηγορούμενος.




Περίληψη:
Η προσβαλλομένη έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η λήψη υπόψη και αξιολόγηση προανακριτικής ομολογίας συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος δεν προσκρούει στην απαγόρευση του άρθρου 211 Α ΚΠΔ, αφού εν προκειμένω δεν είναι το μόνο αποδεικτικό μέσο στο οποίο στηρίχθηκε η περί της ενοχής του κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα ούτε παραβιάζεται η αρχή της δημοσιότητας και της προφορικότητας της δίκης, αφού το περιεχόμενο των μη αναγνωσθέντων εν προκειμένω εγγράφων (βιντεοταινίας και άνω απολογίας του συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος), προκύπτει από άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα, καθώς και από τις δοθείσες στο ακροατήριο ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄, Γ΄ και Δ΄ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως.





Αριθμός 2066/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Κλειστή Φυλακή Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γιάννη Κώτσο, για αναίρεση της με αριθμό 183 - 184/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Πενταμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Θεσσα-λονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουλίου 2006 αίτησή του, όπως αυτή διαμορφώθηκε με το από 24 Σεπτεμβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1406/2006.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τη θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 211Α του ΚΠοινΔ, που προστέθηκε στον Κώδικα αυτόν με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν.2408/1996, "μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 183-184/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι (Χ2 και Χ1) από κοινού με τον τρίτο (Χ3) με ένα άλλο άγνωστο άτομο, αλβανικής υπηκοότητας, που τον αποκαλούσαν "....", οι οποίοι είχαν ενωθεί για να διαπράξουν τα κατωτέρω αποδεικνυόμενα κακουργήματα της ληστείας, στις 2-6-2000 και ώρα 10.10, εισήλθαν στο Υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας, που βρίσκεται στην Περαία Θεσσαλονίκης, φορώντας κουκούλες, ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση των χαρακτηριστικών τους, και ακολούθως ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2 με ένα πυροβόλο όπλο τύπου "Σκόρπιον", που κατείχε και έφερε παράνομα μαζί του, έκανε χρήση του όπλου αυτού, το οποίο σημειωτέον διέθετε σιγαστήρα, και πυροβόλησε τέσσερες φορές κατά της βιντεοκάμερας, που βρισκόταν στην οροφή του καταστήματος, φωνάζοντας "ληστεία, όλοι κάτω". Με την απειλή αυτή του κινδύνου του σώματος τους, αλλά και της ζωής τους, όλοι οι παρευρισκόμενοι πελάτες, αλλά και οι υπάλληλοι του υποκαταστήματος, αναγκάσθηκαν να ακινητοποιηθούν. Ακολούθως, οι άλλοι κατηγορούμενοι αφαίρεσαν από τα ταμεία του εν λόγω υποκαταστήματος το χρηματικό ποσό των 4.000.000 δραχμών, το οποίο και ιδιοποιήθηκαν παράνομα, αφού απομακρύνθηκαν με αυτό από την Τράπεζα. Κατά την αποχώρηση τους οι κατηγορούμενοι, με βία, με την απειλή του ανωτέρω όπλου και χρησιμοποιώντας τις υπέρτερες σωματικές τους δυνάμεις, άρπαξαν από την κατοχή της, ως πελάτισσας ευρισκόμενης την ώρα εκείνη στο κατάστημα της Τράπεζας, ..... την τσάντα της, που περιείχε το δελτίο της αστυνομικής της ταυτότητας, χρηματικό ποσό 9.000 δραχμών και διάφορα προσωπικά της αντικείμενα και τα ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Οι πράξεις αυτές των κατηγορουμένων συνιστούν, όπως κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, εξακολούθηση ενός και μόνον εγκλήματος ληστείας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι εξερχόμενοι από την Τράπεζα οι κατηγορούμενοι επιβιβάσθηκαν και απομακρύνθηκαν με το με αριθμ. κυκλ. ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο, κατοχής και κυριότητας του ..., το οποίο, μαζί με τα εντός αυτού υπάρχοντα, άδεια κυκλοφορίας και ασφαλιστήριο συμβόλαιο του αυτοκινήτου, είχαν αφαιρέσει με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, την προηγούμενη ημέρα, 1-6-2000, από την οδό ... στην περιοχή "...." Θεσσαλονίκης, όπου το είχε σταθμεύσει ο ανωτέρω ιδιοκτήτης του και το οποίο βρέθηκε μεταγενέστερα αφημένο σε μικρή απόσταση από το ανωτέρω υποκατάστημα. Το ότι οι κατηγορούμενοι ήσαν οι δράστες των ληστειών αυτών, σαφώς προκύπτει από το γεγονός ότι στη βιντεοκάμερα που υπήρχε μέσα στην Τράπεζα και η οποία, παρά τον πυροβολισμό του πρώτου κατηγορουμένου δεν καταστράφηκε, καταγράφησαν τα πρόσωπα και οι κινήσεις αυτών, όπως περιγράφονται από τους μάρτυρες κατηγορίας και μπορούν χωρίς αμφιβολία να ταυτιστούν με τους κατηγορουμένους. Σαφείς περί αυτού είναι οι καταθέσεις των μαρτύρων αστυνομικών Γ1 και Γ2, εκ των οποίων μάλιστα ο πρώτος είδε την καταγραφή των κινήσεων των κατηγορουμένων στην κατασχεθείσα βιντεοκάμερα, και οι οποίοι με βάση το σωματότυπο, τον τρόπο κίνησης, την ομιλία και γενικά τον τρόπο δράσης εκφράζουν τη βεβαιότητα ότι δράστες των ανωτέρω ληστειών είναι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι. Η ανωτέρω κρίση ενισχύεται και από το ότι ο πρώτος κατηγορούμενος κατά τη διάπραξη της ληστείας, φορούσε ένα καπέλο με γείσο, το οποίο είχε ανεύρει μέσα στο προαναφερθέν κλαπέν αυτοκίνητο και, όπως με βεβαιότητα κατέθεσε ο εξετασθείς μάρτυρας, ιδιοκτήτης του, ανήκει στη γυναίκα του. Ενισχυτικό είναι ακόμη και το γεγονός ότι το κλαπέν αυτοκίνητο βρέθηκε στην περιοχή του υποκαταστήματος που διαπράχθηκαν οι ληστείες. Οι ληστείες αυτές ομολογήθηκαν άλλωστε με κάθε λεπτομέρεια από τον τρίτο κατηγορούμενο κατά την προδικασία, ο οποίος κατονόμασε ως συνεργούς και τους λοιπούς κατηγορουμένους. Η μεταγενέστερη άρνηση του, τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του παρόντος, όχι όσον αφορά τη συμμετοχή του στις ληστείες, αλλά μόνον ως προς την ταυτότητα των κατηγορουμένων, ως συνεργών του, χωρίς όμως να κατονομάζει κανένα άλλο πρόσωπο, ως συνεργό, με το πρόσχημα ότι αναγκάσθηκε να κατονομάσει τους συγκατηγορουμένους του, ως συναυτουργούς, λόγω της βίας που άσκησαν οι αστυνομικοί σε βάρος του, δεν αναιρεί την ως άνω εξαχθείσα κρίση του δικαστηρίου. Άλλωστε, όπως ο ίδιος παραδέχεται, γνώριζε τους συγκατηγορου- μένους του και μάλιστα είχαν συνεργαστεί κατά το παρελθόν στη διάπραξη πράξεων σχετικών με ναρκωτικά. Με βάση τα δεδομένα αυτά, πρέπει οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1, να κηρυχθούν ένοχοι των αξιοποίνων πράξεων της ληστείας κατ' εξακολούθηση, σύστασης και συμμορίας για τη διάπραξη του κακουργήματος ληστείας, και ένοχοι κλοπής, χωρίς όμως τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 374 παρ. δ' και ε' του Π.Κ, που τους αποδίδονται, δεδομένου ότι από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε επανειλημμένη τέλεση πράξεων κλοπών, προηγούμενη δηλαδή συμμετοχή αυτών σε κλοπές, ώστε να προκύπτει η ένωση τους με άλλους με σκοπό διάπραξης κλοπών, σκοπός τους προς πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή τους για τη διάπραξη του εγκλήματος της κλοπής ως στοιχείο της προσωπικότητας τους". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα. Χ1 για τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις της ληστείας κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, της κλοπής κατά συνατουργία και της συμμορίας, και του επέβαλε συνολική ποινή καθείρξεως δεκατεσσάρων (14) ετών".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94, 98, 187 παρ. 3, 372 παρ. 1, 380 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος περί του ότι είναι πλημμελής και αντιφατική η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι, ενώ στο σκεπτικό της αναφέρεται ότι "...Το ότι οι κατηγορούμενοι ήσαν οι δράστες των ληστειών αυτών, σαφώς προκύπτει από το γεγονός ότι στη βιντεοκάμερα, που υπήρχε μέσα στην Τράπεζα και η οποία παρά τον πυροβολισμό του πρώτου κατηγορουμένου δεν καταστράφηκε, καταγράφησαν τα πρόσωπα και οι κινήσεις αυτών, όπως περιγράφονται από τους μάρτυρες κατηγορίας και μπορούν χωρίς αμφιβολία να ταυτισθούν με τους κατηγορουμένους...", με το διατακτικό της αντιθέτως κρίνει και αποφαίνεται ότι "...Στις 2.6.2000 και περί ώρα 10.00 ενεργώντας από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ2 και Χ3, αλλά και με ένα άλλο άτομο Αλβανικής υπηκοότητας, ονόματι "....", άνευ λοιπών στοιχείων μέχρι σήμερα, μετέβησαν στο υποκατάστημα που διατηρεί η Εμπορική Τράπεζα στην περιοχή Περσίας Θεσσαλονίκης και εισήλθαν σ' αυτό φορώντας κουκούλες, ώστε να μην είναι δυνατόν να διακρίνονται τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των προσώπων τους...", είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον η παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία οι κατηγορούμενοι φορούσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο κουκούλες και δεν διακρίνονταν τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους, δεν αντιφάσκει προς την άλλη παραδοχή της, σύμφωνα με την οποία καταγράφησαν κατά τον ίδιο χρόνο από τη μη καταστραφείσα βιντεοκάμερα τα πρόσωπα και οι κινήσεις τους, όπως περιγράφτηκαν από τους μάρτυρες κατηγορίας, λαμβανομένου υπόψη ότι αναγνώρισαν, όπως αναφέρουν οι τελευταίοι τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και τους συγκατηγορουμένους του όχι από τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους, αφού ήταν τα πρόσωπα τους καλυμμένα και μη αναγνωρίσιμα, αλλά από το σωματότυπο, την ομιλία, τον τρόπο κίνησης και γενικά τον τρόπο δράσης αυτών. Προς τούτοις προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, με το κύριο δικόγραφό τους, αιτίαση ότι η κρίση του δευτεροβάθμίου Δικαστηρίου ως προς την ενοχή του στηρίχθηκε αποκλειστικά στην ομολογία του ανηλίκου συγκατηγορουμένου του Χ3, με αποτέλεσμα να στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού αναφέρεται ρητώς στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής ότι, εκτός από την ομολογία του πιο πάνω συγκατηγορουμένου του, στηρίχθηκε η συγκεκριμένη κρίση του Πενταμελούς Εφετείου και στα άλλα αποδεικτικά μέσα και κυρίως στις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων αστυνομικών (Γ1 και Γ2)οι οποίες είναι πράγματι επιβαρυντικές για τον αναιρεσείοντα, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από αυτόν.
Συνεπώς, η λήψη υπόψη και αξιολόγηση της ομολογίας από το δικαστήριο της ουσίας δεν προσκρούει στην απαγόρευση του άρθρου 211^ ΚΠοινΔ, γιατί δεν είναι το μόνο αποδεικτικό μέσο, στο οποίο στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστηρίου περί της ενοχής του αναιρεσείοντος. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 358, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του απορρέοντος από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό τούτο μέσο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠοινΔ, και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως. Δεν υπάρχει, όμως, τέτοια ακυρότητα, ούτε παραβιάζεται η αρχή της δημοσιότητας και προφορικότητας της δίκης, όταν το περιεχόμενο του μη αναγνωσθέντος εγγράφου προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν νομίμως τπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το δικάσαν Δικαστήριο, δηλαδή είτε από άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα, είτε από δοθείσες στο ακροατήριο ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, εις τρόπον ώστε ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση εξ αυτών του περιεχομένου του μη αναγνωσθέντος εγγράφου και να μπορεί να το αντικρούσει και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του ή όταν το έγγραφο αναφέρεται στο κατηγορητήριο. Στην προκείμενη περίπτωση με τους σχετικούς λόγους αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων προβάλλονται από τον αναιρεσείοντα οι αιτιάσεις ότι το Πενταμελές Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν και επήλθε, κατόπιν τούτου, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί παραβιάσθηκε έτσι η άσκηση του από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα απορρέοντος δικαιώματος αυτού να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, ενώ συγχρόνως παραβιάστηκαν οι αρχές της προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και της δημοσιότητας της δίκης. Συγκεκριμένα, από τη διαλαμβανόμενη στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως περικοπή, στην οποία αναφέρεται ότι: "Το ότι οι κατηγορούμενοι ήταν οι δράστες των ληστειών αυτών, σαφώς προκύπτει από, το γεγονός ότι στη βιντεοκάμερα που υπήρχε μέσα στην Τράπεζα ... καταγράφηκαν τα πρόσωπα και οι κινήσεις αυτών...", συνάγεται σαφώς ότι έλαβε το άνω Δικαστήριο υπόψη και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του ιδίου (αναιρεσείοντος) και έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε, ήτοι τη βιντεοκάμερα, (με τον όρο αυτόν υπονοείται προδήλως η ταινία του βίντεο, που αποτελεί έγγραφο), του Υποκ/τος της Εμπορικής Τράπεζας στην Περαία Θεσσαλονίκης. Επίσης, ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι έλαβε το ίδιο Δικαστήριο υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του ιδίου και άλλο έγγραφο, που δεν αναγνώσθηκε, και συγκεκριμένα την από 10-11-2000 προανακριτική απολογία του συγκατηγορουμένου του Χ3, όπως τούτο προκύπτει από την περικοπή των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στην οποία αναφέρεται ότι: "...Οι ληστείες αυτές ομολογήθηκαν άλλωστε με κάθε λεπτομέρεια από τον τρίτο κατηγορούμενο κατά την προδικασία, ο οποίος κατονόμασε ως συνεργούς του και τους λοιπούς κατηγορουμένους". Πράγματι, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν φέρονται ως αναγνωσθέντα τα προαναφερόμενα δύο έγγραφα, ούτε ζητήθηκε η ανάγνωσή τους από τον Εισαγγελέα ή κάποιον από τους κατηγορουμένους ή τους συνηγόρους αυτών. Το περιεχόμενο, όμως, αμφοτέρων, δηλαδή τόσο της βιντεοταινίας του Υποκαταστήματος της Εμπορικής Τράπεζας στην Περαία Θεσσαλονίκης, όσο και της προανακριτικής απολογίας του ανηλίκου κατηγορουμένου Χ3, προκύπτει προεχόντως από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Γ1 και Γ2, οι οποίες δόθηκαν αφενός μεν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των αναγνωσθέντων πρακτικών της εκκληθείσας υπ' αριθ. 234/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, αφετέρου δε ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά και από την απολογία του κατηγορουμένου Χ3 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει από τα αναγνωσθέντα, κατά τα ανωτέρω, πρακτικά της ειρημένης υπ' αριθ. 234/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, Μπορούσε, επομένως, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος να επιφέρει επ' αυτών τις παρατηρήσεις του, σύμφωνα με το άρθρο 358 ΚΠοινΔ, και κατά συνέπεια δεν επήλθε, εν προκειμένω, η επικαλούμενη απ' αυτόν ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και δεν παραβιάσθηκαν οι αρχές της προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και της δημοσιότητας της δίκης. Επομένως, οι περί του αντιθέτου προαναφερόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Γ' λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγω πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 24.9.2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14 Ιουλίου 2006 αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 24.9.2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 183 - 184/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 25 Σεπτεμβρίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή