Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναβολής αίτημα, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.
Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως παράβαση του ΑΝ 690/1945, με την επίκληση των λόγων: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, γ) της απόλυτης ακυρότητας. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Υπάρχει αιτιολογία και ως προς την παρεμπίπτουσα απόφαση περί αναβολής. Δεν συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα, γιατί δεν έλαβε υπόψη του έγγραφα που δεν αναγνώστηκαν και γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο για τη συνολική ποινή. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 744/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυριακή Ιωαννίδου, περί αναιρέσεως της 13013/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 159/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ.1 του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ.1 του Ν.2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.3198/1995 συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το προβλεπόμενο ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται, είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενική και υποκειμενικά στοιχεία, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του α.ν. 690/1945 για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει, να εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των προαναφερομένων, η ιδιότητα του κατηγορουμένου (εργοδότης, διευθυντής κλπ.), ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών, ώστε με την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουμένων να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο εργοδότη αποδοχές στον εργαζόμενο, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή από συλλογική σύμβαση, ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο, σε περίπτωση δε μερικότερων πράξεων να προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα ποσά που οφείλονται για κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις, εφόσον για μερικές από αυτές προκύπτει ζήτημα παραγραφής. 'Οσον αφορά δε τον δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ.1 του Π.Κ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ' αυτή, όταν μάλιστα ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 13.013/25-10-2007 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση, δέχθηκε, αναφέροντας και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία περιέχονται στο σκεπτικό που παραδεκτώς συμπληρώνεται με το διατακτικό της απόφασης, κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα πρακτικά και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που διαβάστηκαν στο ακροατήριο και τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, στοΑσβεστοχώρι κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-11-2002 έως 29-11-2002, από Απρίλιο 2003 έως 1-4-2004 και από 1-11-2005 έως 30-1-2005, εργοδότης ων και δη υπεύθυνος εκπρόσωπος της επιχείρησης "HELLAS SECURITY A.E. υπηρεσίες φύλαξης", με έδρα Μακεδονομάχων 111 - Ασβεστοχώρι, δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα, δηλαδή μέχρι και της παραπάνω χρονολογίας, σ' αυτόν που απασχολήθηκε απ'αυτόν με μισθό, τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας αποδοχές και χορηγίες που καθορίσθηκαν από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας αφενός, του άρθρ. 5 παρ. 7 Α.Ν. 539/45 περί αδείας, του άρθρ. 3 παρ. 16 ν. 4504/66 περί επιδόματος αδείας καιτης υπ' αριθμ. 19040/81 απόφασης Υπουργού Οικονομικών και Εργασίας "περί χορηγήσεως επιδόματος εορτών, Χριστουγέννων, Πάσχα" αφετέρου και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε: 1) Στον Ψ1 που εργάστηκε στην ανωτέρω επιχείρηση ως φύλακας, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2002 έως 29-11-2002 τις δεδουλευμένες αποδοχές του μηνός Νοεμβρίου 2002, ήτοι συνολικό ποσό 560 ευρώ (28 ημέρες χ 20,00 ευρώ). 2) Στον Ψ2 που απασχολήθηκε από την παραπάνω επιχείρηση ως φύλακας με πλήρη απασχόληση από τον Μάρτιο του 2003 μέχρι 1-4-2004 με μισθό 645 ευρώ καθαρά, τα εξής:
1) Δεδουλευμένα μηνών Οκτωβρίου - Νοεμβρίου - Δεκεμβρίου 2003 καθώς και Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου - Μαρτίου 2004 δηλ. 6 μήνες χ 645:3.870,00 ευρώ.
2) Αναλογία δώρου Πάσχα 2003 :204.69 "3) Δώρο Χριστουγέννων 2003 : 645,00 "4) Αδεια 2003 : 645,00 "5) Επίδομα άδειας 2003 : 322,50 "6) Αναλογία δώρου Πάσχα 2004 : 309,06 "Γενικό σύνολο οφειλής 5.996,34 ευρώ.
Και τέλος 3) στον Ψ3, που απασχόλησε ως φύλακα με πλήρη απασχόληση, από 14-10-2004 έως 30-1-2005, τα εξής: Α. Δεδουλευμένους μισθούς α) υπόλοιπο μισθού μηνός Νοεμβρίου 2004 246,22 ευρώ β) υπόλοιπο μισθού μηνός Δεκεμβρίου 2004 46,22 ευρώ γ) μισθός μηνός Ιανουαρίου 2005 558,23 ευρώ Β. Ποσοστό δώρου Χριστουγέννων 2004 179,59 ευρώ Γ. Ποσοστό δώρου Πάσχα 2005 83,86 ευρώ Δ. Αναλογία αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας 332,03 ευρώ Σύνολο 1.446,15 ευρώ" .
Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, να του αναγνωριστούν όμως οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ, διότι, όπως αποδείχθηκε, ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του από αίτια μη ταπεινά και λόγω οικονομικής δυσχέρειας". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα ένοχο της πράξεως του Α.Ν 690/1945, και του επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1α,του Π. Κ, και άρθρο μόνο του Α.Ν 690/1945, όπως αντ. από το άρθρο 8 του ν. 2336/1995, που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογούνται: α) η ιδιότητα του αναιρεσείοντος, ως εργοδότη, υπεύθυνου και νομίμου εκπροσώπου της επιχείρησης με την επωνυμία " HELLAS SECURITY A.E", β) ο χρόνος εργασίας των εγκαλούντων που απασχολήθηκαν στην πιο πάνω εταιρεία, και συγκεκριμένα από 1-7-2002 έως 29-11-2002 ο Ψ1, από Μάρτιο 2003 έως 1-4-2004 ο Ψ2 και από 14-10-2004 έως 30-1-2005 ο Ψ3, γ) οι μηνιαίες αποδοχές τους με την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας, δ) η σχέση εργασίας που συνέδεε τον καθένα από αυτούς με την ως άνω εταιρεία, και συγκεκριμένα αυτή της σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου, ο τόπος της εργασίας τους καθώς και τα καθήκοντα που τους ανατέθηκαν, ε) επίσης, προσδιορίζεται το ύψος των οφειλόμενων αποδοχών τους που ανέρχονται συνολικά σε 560 ευρώ για τον πρώτο, σε 5.996, 34 ευρώ για τον δεύτερο και σε 1.446,15 ευρώ για τον τρίτο και συνολικά 8.002, 49 ευρώ. Επιπρόσθετα, αιτιολογείται η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων από πρόθεση δεν κατέβαλε στους εγκαλούντες τα ως άνω χρηματικά ποσά. Περαιτέρω, η απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αιτήσεως, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 13.013/2007 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και την εξέδωσε, απέρριψε προηγουμένως, ως αβάσιμο το αίτημα, για αναβολή, κατά το άρθρο 349 του Κ.Π.Δ, που υπέβαλε ο συνήγορος του εκπροσωπηθέντος απ' αυτόν κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, δεν εμφανίσθηκε ο αναιρεσείων, αλλά εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο τελευταίος, ζήτησε την αναβολή της δίκης, προβάλλοντας κατά λέξη τα ακόλουθα: " ο δικηγόρος του κατηγορουμένου, ζήτησε για λογαριασμό του, να εμμείνει το Δικαστήριο σε προηγούμενη απόφαση και να αναβάλει την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, διότι άλλαξε ο πτωχευτικός κώδικας και τα αυτοκίνητα θα εκποιηθούν μέχρι της 31-12-2007 και έτσι να μπορέσουν, να πληρωθούν και οι εργαζόμενοι". Το Δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, το αίτημα αναβολής της δίκης, ως ουσιαστικά αβάσιμο με την εξής αιτιολογία: "Το αίτημα της αναβολής πρέπει να απορριφθεί, διότι η υπόθεση αφορά μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, διότι ο χρόνος τελέσεως ορισμένων μερικότερων πράξεων ανάγεται στο χρονικό διάστημα από 1-11-2002 έως 29-11-2002 και συνεπώς υπάρχει κίνδυνος παραγραφής και διότι έχει ήδη αναβληθεί τέσσερις (4) φορές, εκ των οποίων οι τρείς για κρείσσονες αποδείξεις και ειδικότερα προκειμένου να προσκομιστεί απόδειξη εξοφλητική των οφειλών του κατηγορουμένου-εργοδότη έναντι των τριών εργαζομένων, εξόφληση που μέχρι σήμερα δεν έχει πραγματοποιηθεί". Έτσι, όμως, που αποφάνθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, ορθώς απέρριψε ως αβάσιμο το σχετικό αίτημα, ως εκ περισσού δε διέλαβε στην ως άνω παρεμπίπτουσα απόφασή του, αιτιολογία, αφού, όπως διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα, δεν περιέχονται σ' αυτό σημαντικά αίτια που να δικαιολογούν την κατά το άρθρο 349 του Κ.Π.Δ, αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, πρώτος, και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με τον πρώτο πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν.
Από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ.1 του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β και 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. Η έλλειψη, όμως, της ακροάσεως προϋποθέτει την υποβολή γραπτού ή προφορικού αιτήματος ή προτάσεως, που να συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού, που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακριβείας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του Κ.Π.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα η αιτίαση, το μεν ότι το δικαστήριο δεν ανέγνωσε και κατ' επέκταση δεν έλαβε υπόψη του, αφενός μεν την απόφαση, με την οποία η εταιρεία που αυτός εκπροσωπούσε με την επωνυμία "HELLAS SECURITY AE", κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως, το δε την μήνυση που υποβλήθηκε εναντίον του, και, ότι από τη μη ανάγνωσή τους, κατά τη συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παραβιάστηκαν οι διατάξεις, οι οποίες αναφέρονται στη δημοσιότητα και προφορικότητα της διαδικασίας. Από τα πρακτικά, όμως, της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο, προκύπτει ότι δεν υποβλήθηκε από τον εκπροσωπούντα τον κατηγορούμενο και παραστάντα συνήγορό του, ανάλογο αίτημα για ανάγνωση των συγκεκριμένων εγγράφων, που αυτός επικαλείται.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369 παρ. 1 και 3 και 371 παρ. 3 ΚΠΔ προκύπτει ότι μετά την κήρυξε ενόχου του κατηγορουμένου γίνεται αμέσως μετά συζήτηση για την ποινή που πρέπει να του επιβληθεί, οπότε, με ποινή απόλυτης ακυρότητας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, δίδεται υποχρεωτικά ο λόγος στον Εισαγγελέα και τους λοιπούς διαδίκους και τελευταία στον κατηγορούμενο και το συνήγορό του, χωρίς να απαιτείται να δοθεί σ' αυτούς και πάλι ο λόγος για την τυχόν επιβολή συνολικής ποινής ή παρεπόμενης ποινής αφού μία μόνο περί ποινής απόφαση εκδίδεται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 13.013/2007 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, επέτρεψε τη δια συνηγόρου εκπροσώπηση του απολειπόμενου-κατηγορούμενου, (ήδη αναιρεσείοντος) Χ1 και ο τελευταίος δικάστηκε σαν να ήταν παρών, ο δε συνήγορός του τον εκπροσώπησε πλήρως (άρθρο 502 παρ.1 Κ.Π.Δ). Περαιτέρω, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, αναφέρονται κατά πιστή μεταφορά τα εξής: "Μετά απ' αυτά ο Πρόεδρος ρώτησε την Εισαγγελέα εάν χρειάζεται καμία συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και όταν απάντησε αρνητικά, η Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα, η οποία ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος. Ο συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο και ανέπτυξε την υπεράσπιση ζήτησε την απαλλαγή του πελάτη του". Στη συνέχεια, μετά την απαγγελία της αποφάσεως επί της ενοχής του κατηγορουμένου, δόθηκε αρχικώς ο λόγος στον Εισαγγελέα για να κάνει την πρότασή του για τις επιβλητέες ποινές, την οποία και έκανε, προτείνοντας ποινή φυλάκισης 3 μηνών για τον εργαζόμενο Ψ2, ποινή φυλάκισης δυο (2) μηνών για τον καθένα από τους λοιπούς εργαζόμενους, Ψ3 και Ψ1, και συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, και ακολούθως στον πληρεξούσιο του κατηγορουμένου ο οποίος ζήτησε το ελάχιστο όριο ποινής, χωρίς να λάβει θέση επί της επιβλητέας συνολικής ποινής. Στη συνέχεια δε εκδόθηκε η απόφαση, με την οποία επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα η αναφερθείσα πιο πάνω συνολική ποινή φυλάκισης των πέντε (5) μηνών, χωρίς να δοθεί και πάλι ο λόγος στον πληρεξούσιο του κατηγορουμένου για να κάνει και νέα πρόταση επί της συνολικής ποινής φυλάκισης, αφού τούτο δεν ήτο απαραίτητο. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας επειδή δεν δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα και τον πληρεξούσιο του κατηγορουμένου για να κάνουν την πρότασή τους και περί της συνολικής ποινής φυλάκισης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή, κατά τα άρθρα 171 παρ.1α και 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, λόγος για να αναιρεθεί η απόφαση μπορεί να προταθεί και η απόλυτη ακυρότητας, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τέτοια δε ακυρότητα προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις, όπως είναι αυτές των άρθρων 9 παρ.1, και 5 παρ. 1 και 2 του ν.1756/1988, οι οποίες πλην των άλλων ορίζουν, ότι στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο αν δεν υπάρχει ένας Πρωτοδίκης ή κωλύεται ή απουσιάζει, μπορεί να αναπληρωθεί με Πάρεδρο Πρωτοδικείου, Ειρηνοδίκη ή Πταισματοδίκη, οριζόμενο με πράξη του δικαστή, που διευθύνει το Πρωτοδικείο. Με το άρθρο, όμως, 77 παρ.8 του ίδιου νόμου 1756/88, όπως ισχύει, μετά την τροποποίησή του και την αντικατάστασή του με τα άρθρα 12 παρ.3 ν. 1968/1981 και 16α αρ. 9γ του ν. 2479/1997 αντιστοίχως, ενοποιήθηκαν οι οργανικές θέσεις των παρέδρων και πρωτοδικών και έτσι δεν είναι απαραίτητο η αναπλήρωση του πρωτοδίκη με πάρεδρο να γίνεται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το Πρωτοδικείο.
Συνεπώς, σε περίπτωση τέτοιας αναπλήρωσης, η έλλειψη της πράξεως αυτής και πολύ περισσότερο η μη αναφορά της στην απόφαση, δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα για κακή σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και είναι, ως αβάσιμος, απορριπτέος ο περί του αντιθέτου πέμπτος και τελευταίος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α και Η' του ΚΠΔ αναιρετικός λόγος, κατά τον οποίο πρέπει να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση, διότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο που την εξέδωσε, συγκροτήθηκε με τη συμμετοχή μιας παρέδρου, που αναπλήρωσε κωλυόμενο πρωτοδίκη, χωρίς να μνημονεύεται στην απόφαση η πράξη της αναπλήρωσης. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 Κ.Π.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-12-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 13.013/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ