Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση, ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα. Στην καταδικαστική απόφαση για τα ανωτέρω εγκλήματα πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, εκτός των άλλων, στην μεν συκοφαντική δυσφήμηση, η εν γνώσει διάδοση ψευδών ισχυρισμών, στη ψευδή καταμήνυση, η εν γνώσει της αναληθείας καταμήνυση άλλου για αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, στη δε ψευδορκία μάρτυρα, η εν γνώσει κατάθεση ψευδών περιστατικών ή η άρνηση ή η απόκρυψη της αλήθειας. Εάν δεν υπάρχει η ανωτέρω ειδική αιτιολογία, ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. 1 αναιρετικός λόγος. Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και ειδικότερα γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση αυτή, περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η εν γνώσει του κατηγορουμένου τέλεση των ανωτέρω εγκλημάτων. Παραπομπή της υπόθεσης για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλους δικαστές από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 1383/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομέου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Αναστάσιο Λιανό (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Μάλλιο και Αντώνιο Αθηναίο (ορισθέντα με την υπ'άριθμ. 87/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου)- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 (πρώην .....), που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του 'Αγγελο Μπατουδάκη, περί αναιρέσεως της 1104/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 , που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Βραχά.
Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 571/2008.
Αφού άκουσε Των πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 229 παρ.1 ΠΚ, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι'αυτόν, ενώπιον αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι'αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πλημ/ματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικά κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε απ'αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. 'Ετσι για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση πως η καταμήνυση είναι ψευδής. Εξ άλλου, κατά μεν το άρθρο 362 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, κατά δε το άρθρο 363 Π.Κ., αν στην περίπτωση του προηγουμένου άρθρου το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή να διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 Π.Κ. με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέμματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη, της οποίας, ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τη θεμελιώνουν ως και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, πρέπει όμως να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και συνεκτιμηθεί. Η επανάληψη του διατακτικού στο σκεπτικό δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας εφόσον σ' αυτό εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του αιτιολογικού. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ο δόλος δεν είναι αναγκαίος κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως ότι έχει τελεσθεί η πράξη "εν γνώσει" ορισμένων περιστατικών. Το τελευταίο συμβαίνει και στα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως και της ψευδορκίας μάρτυρος, για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως των οποίων απαιτείται, όπως αναφέρθηκε, άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση αφενός μεν η καταμήνυση και είναι ψευδής, αφετέρου, δε τα ενόρκως κατατεθέντα, καθώς και τα διαδοθέντα περιστατικά να είναι ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά την ανωτέρω έννοια. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία, ως ενιαίο σύνολο αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση, αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τ'ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "Ο κατηγορούμενος στην Καρδίτσα στις 25.7.2000, με την από 15-7-2000 μήνυσή του (έγκληση), την οποία κατέθεσε και εγχείρησε στις 25.7.2000 προς τον αρμόδιο κατά νόμο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Καρδίτσας εν γνώσει και ψευδώς περιέλαβε και τα εξής σε βάρος της νυν εγκαλούσας Ψ1 κατοίκου ....... Καρδίτσας, ήτοι: Περί τον Φεβρουάριο 2000, παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στον νυν κατηγορούμενο Χ1, ότι δήθεν ο Γ1 ήταν ανώτερο στέλεχος της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ ΑΕ που εδρεύει στην Αθήνα και στην επιχειρηματική δραστηριότητα της οποίας περιλαμβάνεται και η διαχείριση κεφαλαίων, ότι είναι επιστημονικά καταρτισμένος και έχει ειδικευθεί στη διαχείριση κεφαλαίων, έχει μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πελατεία και διαχειρίζεται επωφελώς μεγάλα χρηματικά ποσά, με επενδύσεις αυτών στην ανωτέρω εταιρία, αποκομίζοντας για τους επενδυτές χρηματικά ποσά διπλάσια των τραπεζικών τόκων ετησίως, αποκρύπτοντας αθεμίτως το πραγματικό γεγονός ότι ο Γ1 ήταν απλός συνεργάτης της ΙΝΤΕRΑΜΕRΙΚΑΝ ΑΕ η δε συνεργασία του αυτή έπαυσε από 31-12-1999. Στις ψευδείς δε αυτές παραστάσεις πείσθηκε ρ νυν κατηγορούμενος και παρέδωσε στην μηνύτρια και στον Γ1 στις 23.3.2000 το χρηματικό ποσό των 19.960.000 δρχ, στις 27.3.2000 το ποσό των 7.800.000 δρχ, στις 11.8.2000 το ποσό των 13.000.000 δρχ και στις 9.6.2000 το ποσό των 2.000.000 δρχ, και συνολικά 42.760.000 δραχμές προκειμένου να προβούν στην επ' ονόματι του και για λογαριασμό του, επωφελή τοποθέτηση των χρημάτων, με αγορά μεριδίων συμμετοχής του στα αμοιβαία κεφάλαια της εταιρίας ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ ΑΕ. Από τα ανωτέρω χρηματικά ποσά η μηνύτρια και ο Γ1 διέθεσαν το ποσό των 7.848.300 δραχμών προς εξόφληση οφειλών από επιταγές του νυν κατηγορουμένου και το υπόλοιπο ποσό των 34.911.700 δραχμών ή 102.455.47 €, ουδέποτε επένδυσαν κατά τα ανωτέρω και ενθυλάκωσαν τούτο, ποριζόμενοι παράνομο όφελος με ισόποση βλάβη του κατηγορουμένου. Τα ανωτέρω ως γεγονότα είναι αναληθή, ωστόσο ο κατηγορούμενος με γνώση της αναλήθειάς τους, τα περιέλαβε στην παραπάνω έγκλησή του με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη της εγκαλούσας, πράγμα το οποίο τελικώς επιτεύχθηκε. Επίσης, ο κατηγορούμενος, με την κατάθεση της από 15.7.200 έγκλησης του κατά της νυν εγκαλούσης, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Καρδίτσας και του μετ' αυτού συμπράττοντος γραμματέα της Εισαγγελίας Καρδίτσας, ισχυρίσθηκε όσα παραπάνω αναφέρονται, τα οποία ως γεγονότα ήταν ψευδή και την αναλήθεια αυτών γνώριζε ο κατηγορούμενος, ήταν δε πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της ανωτέρω εγκαλούσης ως ατόμου και μέλους της κοινωνίας, διότι παρέχουν στους διαφόρους τρίτους που έλαβαν γνώση αυτών ερείσματα προς στήριξη αρνητικών κρίσεως ως προς την τιμή και την υπόληψη της. Τέλος, ο κατηγορούμενος, κατά την κατάθεση της ανωτέρω εγκλήσεώς της ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Καρδίτσας, όπου διέλαβε τα παραπάνω ψευδή περιστατικά επιβεβαίωσε ενόρκως το περιεχόμενο αυτής αν και γνώριζε την αλήθεια, δηλαδή ότι ουδέποτε συνέβησαν αυτά που περιέγραψε στην ως άνω έγκληση του. Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των αξιόποινων πράξεων που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η μάρτυρας (πολιτικώς ενάγουσα), διατηρούσε φιλικές σχέσεις από πολλών ετών με τη μητέρα του κατηγορουμένου ...... Επίσης, αυτή, ο σύζυγος της ..... (ήδη θανών) και ο πατέρας της (δεύτερος μάρτυρας), γνώριζαν τον Γ1, ανώτερο στέλεχος τότε της εταιρίας με την επωνυμία "Interamerican Α.Ε.". Έχοντας αυτή και η οικογένεια της εμπιστοσύνη στον άνω, Γ1, παρέδωσαν σ' αυτόν από τον Ιούνιο έως Σεπτέμβριο 1999 διάφορα χρηματικά ποσά, που συνολικά ανήλθαν σε 35.000.000 δραχμές, προκειμένου να επενδυθούν επ' οφελεία τους. Η μητέρα του κατηγορουμένου γνωρίζοντας όλα τα παραπάνω και ενόψει της επικρατούσας τάσης μεγάλου μέρους των πολιτών να "παίζουν"στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ζήτησε από την πολιτικώς ενάγουσα να επενδύσει μέσω του Γ1. Έτσι ο κατηγορούμενος παρέδωσε σταδιακά στον Γ1 ποσό 42.760.000 δραχμών, όπως προαναφέρθηκε. Ο Γ1, όμως, αν και αρχικά πλήρωσε ένα μέρος των επιταγών που είχε εκδώσει ο κατηγορούμενος, κατά τα συμφωνημένα, στη συνέχεια, την 9.6.2000, έπαυσε να πληρώνει. Από τότε ο Γ1 εξαφανίσθηκε με συνέπεια ο κατηγορούμενος να υποστεί ζημία 34.911.700 δραχμών. Ωστόσο, ανάλογη ζημία ποσού 35.000.000 δραχμών υπέστη και η πολιτικώς ενάγουσα, μαζί με τους οικείους της και γι' αυτό κατέθεσαν τρεις εγκλήσεις σε βάρος του Γ1, για την σε βάρος τους απάτη, βάσει των οποίων διεξήχθη ανάκριση και παραπέμφθηκε ο παραπάνω δράστης για να δικαστεί στο Τριμελές Εφετείο Α' βαθμού Λάρισας. Προς τούτο κατέθεσαν τις άνω 12-8-2000 τρεις εγκλήσεις σε βάρος του Γ1 για την εις βάρος τους απάτη, επί των οποίων, αφού συνενώθησαν, εκδόθηκε το υπ'αριθμ. 19/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Καρδίτσας με το οποίο παραπέμπεται ο άνω κατηγορούμενος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Α' βαθμού Λάρισας για να δικασθεί ως υπαίτιος της άνω πράξεως (απάτης). Επίσης κατέθεσαν τις υπ'αριθμ. 26, 27, 28/15-01-2001 αγωγές για τις εις βάρος τους αδικοπραξίες κατά του Γ1 και ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ Α.Ε. Έξαλλου, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η πολιτικώς ενάγουσα είχε λάβει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό και ότι ωφελήθηκε παράνομα σε βάρος του κατηγορουμένου. Όλα τα παραπάνω προέκυψαν, τόσο από τις καταθέσεις της πολιτικώς ενάγουσας και του μάρτυρα κατηγορίας στο ακροατήριο του δικαστηρίου, όσο και από την προσκομιζόμενη από τον πληρεξούσιο της πολιτικώς ενάγουσας, με αριθμό 44/24.1.2006 (δικάσιμος της 23-1-2006) αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Λάρισας. Με την απόφαση αυτή αθωώθηκε η εδώ πολιτικώς ενάγουσα (Ψ1), που είχε παραπεμφθεί να δικαστεί, δυνάμει του αριθμ. 64/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Καρδίτσας, για την πράξη της απάτης από κοινού κατ' εξακολούθηση από την οποία το περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. Πρέπει κατά συνέπεια να κηρυχθεί ένοχος κατά πλειοψηφία ο κατηγορούμενος για τις πράξεις που του αποδίδοντα". Με βάση όμως τις παραπάνω παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. απαιτούμενη αιτιολογία, αφού δεν υπάρχει στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής (αλλά ούτε στο συμπληρούν αυτή διατακτικό) ειδική αιτιολογία του αμέσου δόλου του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα δεν εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση και μάλιστα με θετικό τρόπο συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία το Εφετείο συνήγαγε τη γνώση του για την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, που αφορούν την ψευδή καταμήνυση, την ψευδορκία μάρτυρα και την συκοφαντική δυσφήμηση, δεδομένου ότι σε σχέση με το στοιχείο αυτό του αμέσου δόλου (γνώση) η προσβαλλομένη απόφαση περιορίζεται να παραθέσει στο σκεπτικό και στο διατακτικό της ότι: "Τα ανωτέρω ως γεγονότα είναι αναληθή, ωστόσο ο κατηγορούμενος, με γνώση της αναληθείας τους, τα περιέλαβε στην παραπάνω έγκλησή του........,, αν και γνώριζε την αναλήθεια", δηλαδή ότι ουδέποτε συνέβησαν αυτά που περιέγραψε στην ως άνω έγκλησή του, ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι η γνώση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου δεν είναι καθόλου αυτονόητη, αφού τα ως άνω γεγονότα δεν συνδέονται αναπόσπαστα με αυτόν. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για εκ νέου συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί όμως από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμ. 1104/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ