Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Κλοπή.
Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από πρόθεση και διακεκριμένες κλοπές, τετελεσμένη και σε απόπειρα, κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιο-λογίας. Ισχυρισμοί ότι πρόκειται για βρασμό ψυχικής ορμής. Η παραδοχή ελαττωμένου καταλογισμού (λόγω τοξικομανίας) με σύγχρονη παραδοχή ότι το έγκλημα διαπράχθηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση δεν ενέχει αντίφαση. Απορρίπτει αναίρεση
ΑΡΙΘΜΟΣ 2102/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Ζαϊρη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παπαδέλη, περί αναιρέσεως της 90, 91, 101, 102/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. ψ1, 3. ψ2, 3. ψ3 και 4. ψ4, που δεν παραστάθηκαν. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Απριλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 877/2006.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 299 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης . Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του αυτού άρθρου 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά τη έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης. Ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης. Για την ύπαρξη του στοιχείου της ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φθάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα στάθμισης των αιτίων που κινούν την πράξη ή απωθούν από αυτήν. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Στην προκείμενη περίπτωση, τo Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης 57, 67-71 απόφασής του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (άμεσο δόλο) και των διακεκριμένων κλοπών. Ειδικότερα, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο δέχθηκε, τα εξής:
"Στη ....... στις 23-9-2003 και περί ώρα 04.00 πρωϊνή, ο κατηγορούμενος, ο οποίος τότε ήταν ηλικίας 26 ετών, συγχρόνως δε και τοξικομανής, σύμφωνα με την από ...... ιατροδικαστική έκθεση του ........, κατά δε την άποψη της πλειοψηφίας, ευρισκόμενος υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, αφού αναρριχήθηκε σε υφιστάμενο μανδρότοιχο, μετέπειτα βρέθηκε μέσα στον ακάλυπτο χώρο ενός αρτοποιείου, που ανήκε στην ιδιοκτησία του ψ και βρίσκεται στη συμβολή των οδών ....... και ......., στη συνέχεια, από μια ανασφάλιστη μεταλλική πόρτα εισήλθε μέσα στο βοηθητικό χώρο του αναφερόμενου αρτοποιείου. Κατόπιν, αφού έσπασε και το παράθυρο μιας ξύλινης πόρτας, η οποία οδηγούσε στο χώρο του ζυμωτηρίου, εισήλθε στο εσωτερικό του αρτοποιείου, απασφαλίζοντας την προαναφερθείσα ξύλινη πόρτα, από την εσωτερική της πλευρά, βάζοντας προς τούτο το χέρι του ανάμεσα στα σπασμένα τζάμια του παραθύρου της, ενέργεια από την οποία, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια, τραυματίστηκε. Σκοπός του ήταν η ανεύρεση χρημάτων, τα οποία στη συνέχεια, περιοδικά, θα κάλυπταν τις ανάγκες του, για αγορά και χρήση ναρκωτικών. Στο διάστημα που μεσολάβησε, εισήλθε στο χώρο που βρίσκονταν ο κατηγορούμενος ο ως άνω ιδιοκτήτης του αρτοποιείου και μετέπειτα θύμα ψ, ηλικίας τότε 44 ετών, ακολουθώντας το καθημερινό του προδιαγεγραμμένο πρόγραμμα, που τον ήθελε, εκείνη την ώρα, να ανοίγει την επιχείρησή του και στη συνέχεια να κάνει τις απαραίτητες εργασίες, για την παροχή ψωμιού και παρεμφερών προϊόντων, από τις πρώτες ώρες της ημέρας. Μόλις ο κατηγορούμενος τον είδε, το μόνο που τον απασχόλησε εκείνη τη στιγμή, ήταν το πώς θα διαφύγει και το μοναδικό εμπόδιο της διαφυγής ήταν ο ιδιοκτήτης, ο οποίος, βέβαια, είχε αντιληφθεί την παρουσία του. Ετσι, χωρίς άλλη σκέψη, αποφάσισε ότι ο μοναδικός τρόπος για να διαφύγει, ήταν να κάμψει ολοκληρωτικά την αντίσταση του ιδιοκτήτη, αδιαφορώντας για τις συνέπειες και έτσι, με απόλυτα ήρεμη σκέψη, έπληξε το θύμα στο κεφάλι με ένα εργαλείο θραύσης τζαμιών λεωφορείων, που είχε μαζί του και είχε το σχήμα του σφυριού. Μετά από τρία (3) κτυπήματα το θύμα σωριάστηκε αιμόφυρτο στο έδαφος και ο κατηγορούμενος εγκατέλειψε βιαστικά το αρτοποιείο. Μετά από 10 έως 15 λεπτά, διερχόμενο άτομο αντιλήφθηκε το θύμα, κυρίως από τα βογγητά πόνου και ειδοποίησε την αστυνομία, η οποία φρόντισε, να μεταφερθεί, διασωληνωμένο και σε κωματώδη κατάσταση στο Γ.Ν. Χαλκίδας και στη συνέχεια στη μονάδα εντατικής θεραπείας του Κ.Α.Τ. Αθηνών. Εκεί διαπιστώθηκε ότι έφερε επιπλεγμένο κάταγμα κρανίου με διαφυγή εγκεφαλικής ουσίας, πολλαπλά κατάγματα κρανίου και εμπιέσματα και συντριπτικό κάταγμα λιθοειδούς - κάταγμα ινιακού μέχρι το τρήμα, σύμφωνα με την υπ' αριθ. ......... ιατρική γνωμάτευση του ιατρού του τμήματος ΜΕΘ του Νοσοκομείου ΚΑΤ, ........... Εξαιτίας δε των αναφερομένων βαρύτατων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, οι οποίες είναι συμβατές με πλήξη της εγκεφαλικής περιοχής, από όργανο, παρόμοιο με αυτό που έφερε μαζί του, ο κατηγορούμενος (εργαλείο - σφυρί θραύσης τζαμιών λεωφορείων), σύμφωνα με την υπ' αριθ. ......... έκθεση του ιατροδικαστή ..........., άποψη την οποία, άλλωστε, επανέλαβε εκ νέου ο τελευταίος, εξεταζόμενος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, επήλθε, ως μόνης ενεργού αιτίας, ο θάνατος αυτού, σύμφωνα πάντοτε με την αναφερθείσα άποψη του ως άνω ιατροδικαστή. Η ανθρωποκτόνος πρόθεση του κατηγορουμένου, εκτός των άλλων, ενισχύεται κυρίως από το γεγονός ότι αυτός, αν και γνώριζε ότι η ενέργειά του να πλήξει με το προαναφερόμενο όργανο τρεις φορές στο κεφάλι το θύμα, ήταν ενδεχόμενο να επιφέρει το θάνατό του, εντούτοις αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, εγκαταλείποντας μάλιστα αβοήθητο το θύμα του, χωρίς δηλαδή να ειδοποιήσει, ακόμη και ανώνυμα, τις ιατρικές αρχές για την παροχή των απαραιτήτων βοηθειών, η θέα του οποίου (θύματος) - διαφυγή εγκεφαλικής ουσίας, λίμνη αίματος γύρω από το κακοποιημένο από τα κτυπήματα κεφάλι, βογγητά πόνου - ενδεχομένως να συγκινούσε ακόμη και κάποιο ανάλγητο άτομο. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, πλήρως αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, το μεν αφαίρεσε από το ταμείο του αρτοποιείου το ποσό των τριών (3) ευρώ, με προφανή σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, το δε στη ........., στις 9-10-2003, 1) περίπου την 02.50 πρωϊνή, επιχείρησε να αφαιρέσει από το κατάστημα ειδών κινητής τηλεφωνίας, που ανήκε στην ιδιοκτησία του Β1 και βρίσκεται στην οδό ....... αρ. ...., ξένα ολικά κινητά πράγματα, με προφανή σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή τους πλην, όμως, την πράξη του αυτή δεν ολοκλήρωσε, από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του, καθόσον, μολονότι χτύπησε τη βιτρίνα του καταστήματος με το σφυρί που προαναφέρθηκε, δεν μπόρεσε θα εισέλθει εντός του καταστήματος, αφενός μεν διότι τέθηκε σε λειτουργία ο συναγερμός ασφαλείας, αφετέρου δε διότι η τζαμαρία δεν έσπασε, γιατί ήταν κατασκευασμένη από άθραυστο υλικό και 2) περίπου την 03.00 πρωϊνή, της ιδίας ημέρας, επιχείρησε να αφαιρέσει, από περίπτερο της ιδιοκτησίας Β2 και το οποίο βρίσκεται στην οδό ........., στη ........, ξένα ολικά κινητά πράγματα, ήτοι είδη υφιστάμενα εντός του περιπτέρου, με προφανή σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, πλην, όμως, την πράξη του αυτή δεν την ολοκλήρωσε, από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του, ενόψει του ότι δεν κατόρθωσε να ανοίξει την πόρτα της εισόδου, παρά το γεγονός ότι την κτύπησε επανειλημμένα, διότι η Β3, που ήταν μέσα στο περίπτερο, την είχε κλειδώσει. Τις αναφερόμενες πράξεις κλοπής, τόσο της τετελεσμένης, όσο και τις εν αποπείρα, ο κατηγορούμενος τις τέλεσε κατ' επάγγελμα και συνήθεια, καθόσον, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης (χαρακτηριστική η δήλωσή του ότι έκλεβε, προκειμένου να προμηθεύεται χρήματα, τα οποία, εκάστοτε, διέθετε για να προμηθεύεται τις δόσεις των ναρκωτικών που επιθυμούσε) και την υποδομή που είχε δημιουργήσει (προμήθεια διαρρηκτικών εργαλείων, χρησιμοποίηση οργάνου για τη θραύση των υάλων, μάσκα για την ολοκληρωτική απόκρυψη του προσώπου κατά τη διάρκεια των κλοπών κ.λ.π.) προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, καθώς και σταθερή ροπή προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εκγλήματος, ως στοιχεία της προσωπικότητάς του. Τις πράξεις δε της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και των συγκεκριμένων κλοπών, τις τέλεσε, κατά την άποψη της πλειοψηφίας, όπως και προελέχθη, ως τοξικομανής, έχοντας μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό (Π.Κ. 36), καθόσον, έχοντας κάνει ευρεία χρήση ναρκωτικών ουσιών (ηρωϊνης) πριν από την τέλεση των ως άνω αδίκων πράξεων, όντας τοξικομανής, είχε απολέσει σημαντικά την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο των πράξεων του, γιατί ενεργούσε υπό την επίδραση στερητικών φαινομένων. Αντιθέτως, κατά την άποψη της μειοψηφίας, τις πράξεις αυτές τις τέλεσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, χωρίς την επίδραση κάποιας από τις αναφερόμενες στο άρθρο 34 Π.Κ. ψυχικές καταστάσεις. Κατ' αρχήν, πρέπει να λεχθεί ότι, όλα τα μέλη του Δικαστηρίου συμφωνούν την άποψη ότι ο κατηγορούμενος, κατά το χρόνο τέλεσης των αδίκων πράξεων, ήταν τοξικομανής. Όμως, η τοξικομανία, αυτή και μόνη, δεν οδηγεί σε έλλειψη, ολοκληρωτική ή μειωμένη, της ικανότητας προς καταλογισμό, εφόσον δεν συντρέχει παράλληλα μια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 34 Π.Κ. καταστάσεις, όπως διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης (Α.Π. 759/2004 Ποιν.Δικ. 2005 σελ. 144) και κάτι τέτοιο δεν συνέβη εν προκειμένου. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει κανείς αβίαστα, στηριζόμενος αποκλειστικά και μόνο στην απολογία του ιδίου του κατηγορουμένου, ο οποίος, σε ερωτήσεις της έδρας, απήντησε ότι "εκείνο το βράδυ με τον ......... (άτομο με το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, ήταν το βράδυ πριν από τη δολοφονία του Ψ) κάναμε χρήση ναρκωτικών ουσιών... Επαιξα κιθάρα, φάγαμε, αλλά ακόμη και υπό την επήρεια των ναρκωτικών είχα επίγνωση που ήμουν... Εκανα χρήση και θυμάμαι μετά κανονικά τι κάναμε... ", και συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου, έπρεπε ν' απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, άσχετα αν ακόμη και στην περίπτωση που δεν είχε προβληθεί ο ισχυρισμός αυτός, το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να ερευνήσει αυτεπάγγελτα, εάν ο κατηγορούμενος ήταν ικανός ή μη προς καταλογισμό (Α.Π. 1935/2001 Π.Χ. ΝΒ 719). Εναντι της ανθρωποκτονίας και της κλοπής των τριών (3) ευρώ, ο κατηγορούμενος αντιτάσσει πλήρη άρνηση. Σημειώνεται ότι, κατά το στάδιο της προανάκρισης, ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε πλήρως τις ως άνω πράξεις και στις σχετικές καταθέσεις του ήταν απόλυτα κατατοπιστικός, σχετικά με όσα διαδραματίστηκαν από το χρόνο εισόδου του στο αρτοποιείο, μέχρι και τη φυγή του. Στο στάδιο της ανάκρισης ανέφερε ότι η ομολογία ήταν προϊόν ξυλοδαρμού του, άλλως βασανισμού του, από όργανα της αστυνομίας. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, οι αιτιάσεις αυτές του κατηγορουμένου βρίσκονται στη σφαίρα της φαντασίας του, καθόσον, από αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο, ουδόλως αυτές επιβεβαιώθηκαν, η τέλεση της κλοπής των τριών (3) ευρώ (άλλες κλοπές ομολογούνται από τον κατηγορούμενο), όσο και αυτή της ανθρωποκτονίας, προκύπτει από τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία. Κατ' αρχήν σημειώνεται ότι το μικρό χρηματικό ποσό των τριών ευρώ βρέθηκε, γιατί το θύμα, μετά το κλείσιμο του αρτοποιείου έπαιρνε μαζί του όλες τις εισπράξεις και άφηνε μόνο κέρματα στο ταμείο, προκειμένου να μειώνει την έκταση των ζημιών από τις κλοπές διαφόρων υπόπτων, από τις οποίες υπέφερε στο παρελθόν. Τα στοιχεία αυτά είναι τα εξής: 1) η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας αστυνομικού ........., ο οποίος ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος ομολόγησε αβίαστα το έγκλημα και ότι τον τόπο του εγκλήματος (αρτοποιείο) τον γνώριζε πολύ καλά, τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά, 2) Η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας αστυνομικού ........., ο οποίος ανέφερε ότι, όταν ο κατηγορούμενος προσήχθη στην αστυνομία ως ύποπτος για τις απόπειρες κλοπών στην κινητή τηλεφωνία του Β1 και στο περίπτερο του Β2 και σε σχετικές συζητήσεις που επακολούθησαν, μεταξύ των άλλων, έγινε αναφορά και στην κλοπή και το συνακόλουθο θάνατο του Ψ, ο κατηγορούμενος, εντελώς αυθόρμητα, ομολόγησε το φόνο, με την επισημείωση ότι δεν ήθελε να σκοτώσει το θύμα. Επίσης, ο μάρτυρας αυτός, ανέφερε ότι μόνος του ο κατηγορούμενος αποκάλυψε το όργανο με το οποίο επέφερε τα κτυπήματα στο κεφάλι του θύματος, το οποίο βεβαίως (όργανο) φρόντισε επιμελώς θα τα αποκρύψει, κάτι το οποίο ενδεχομένως δεν θα είχε συμβεί, εάν αυτός ήταν υπαίτιος μόνο για την τέλεση των εν αποπείρα κλοπών. Ανέφερε επίσης ότι στην αυτοψία που έγινε, ο κατηγορούμενος αποκάλυψε πολλές άγνωστες στην αστυνομία λεπτομέρειες, μεταξύ των οποίων είναι και το ότι, αυτός (κατηγορούμενος), με ξύλο έσπασε το τζάμι της πόρτας που οδηγούσε στο χώρο του ζυμωτηρίου και έβαλε το χέρι του και την απασφάλισε από την εσωτερική πλευρά και κατόπιν εισήλθε στο χώρο αυτό. Ότι ο κατηγορούμενος έφερε σημάδια στο ύψος περίπου της δεξιάς ωμοπλάτης και της αντίστοιχης μασχάλης, σαν συνέπεια της προηγηθείσας ενέργειάς του να σπάσει το τζάμι και στη συνέχεια, βάζοντας το χέρι του μέσα από τα σπασμένα τζάμια, απασφάλισε από την εσωτερική πλευρά την πόρτα που προαναφέρθηκε. Σημειώνεται δε ότι, η ειδική ιατροδικαστής .........., με την από ......... ιατροδικαστική έκθεση κλινικής εξέτασης - αυτοψίας, τόσο από τα ευρήματα, όσο και από την απόσταση από το έδαφος, αφενός μεν με τα πόδια θα ακουμπάνε κανονικά στο έδαφος, αφετέρου δε με τις μύτες μόνο των ποδιών να ακουμπάνε στο έδαφος, τα χαρακτήρισε ότι είναι συμβατά με την εισχώρηση του κατηγορουμένου στο αρτοποιείο, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε και στην άποψη αυτή συνηγορούσε, εκτός των άλλων, και η ηλικία των τραυμάτων στο συγκεκριμένο σημείο του σώματος του κατηγορουμένου. Για τα συγκεκριμένα τραύματα, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι του τα επέφερε ο αδελφός του, με τον οποίο, κατά τις απόψεις του, είχαν τσακωθεί, για το ποιος θα έκανε χρήση μιας δόσης ηρωϊνης, την οποία είχαν προμηθευτεί σε μία κάθοδό τους στην Αθήνα. Όμως, ο αδελφός του, εξεταζόμενος ανακριτικά, μετά από πρόταση του κατηγορουμένου, ουδέν ανέφερε για συμπλοκή και πολύ περισσότερο για πρόκληση, από την πλευρά του, τραυμάτων στον κατηγορούμενο και μάλιστα στο ύψος της δεξιάς ωμοπλάτης και της αντίστοιχης μασχάλης, 3) η κατάθεση του ..........., που προαναφέρθηκε, ιατροδικαστή και συντάκτη της υπ' αριθ. ........... έκθεσης και κατά τις οποίες (έκθεση και κατάθεση) οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις του θύματος είναι συμβατές με πλήξη της περιοχής από όργανο παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος.
Οσον αφορά τους προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Κατ' αρχήν πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είναι προσκολλημένος στη πεισματική άρνηση τέλεσης της ανθρωποκτονίας και της συναφούς εντός του αρτοποιείου κλοπής των τριών (3) ευρώ, που υπήρχαν στο Ταμείο (οι απόπειρες κλοπής ομολογούνται, ενδεχομένως από ανάγκη, αφού υπήρχε video που κατέγραψε τις κινήσεις του στο κατάστημα κινητής τηλεφωνίας και η μαρτυρία της ευρισκόμενης εντός του Περιπτέρου Β3). Πέραν των αναφερθέντων αποδεικτικών αποδεικτικών στοιχείων, που στοιχειοθετούν την ενοχή του στην τέλεση και αυτών των αδίκων πράξεων, ο κατηγορούμενος, απολογούμενος, δεν προσέθεσε κάτι, που να ενισχύει, έστω και κατ' ελάχιστον, τους αυτοτελείς του ισχυρισμούς, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι, οι προταθέντες και εξετασθέντες στο ακροατήριο μάρτυρες υπεράσπισης, αναλώθηκαν σε κρίσεις και εν πολλοίς συμπεράσματα, ότι ο κατηγορούμενος, κατά το χρόνο που εκρατείτο στην Ασφάλεια Χαλκίδας, κακοποιήθηκε από αστυνομικά όργανα και έτσι ομολόγησε όλες τις πράξεις που του αποδίδονται, τις οποίες και άρχισε να αρνείται (ανθρωποκτονία και κλοπής 3 ευρώ) στο στάδιο της ανάκρισης, χωρίς να αναφέρει κάτι στον ανακριτή, μολονότι ζήτησε και του χορηγήθηκαν δύο προθεσμίες για να απολογηθεί, έχοντας μάλιστα μαζί του και νομικό παραστάτη.
Οσον αφορά τον ισχυρισμό ότι δεν στοιχειοθετείται η κατ' άρθρον 299 παρ. 1 Π.Κ. (πράξη) και πρέπει, με επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να κηρυχθεί ένοχος θανατηφόρας σωματικής βλάβης, σημειώθηκαν ήδη τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την ανθρωποκτόνο πρόθεσή του και ως εκ τούτου, ο ως άνω ισχυρισμός είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, αναφορικά με τον επικαλούμενο βρασμό ψυχικής ορμής τόσον αυτοτελώς, όσο και σε συρροή με τον κατ' άρθρον 36 Π.Κ. μειωμένο καταλογισμό, ενόψει του ότι, όπως έγινε δεκτό, ο κατηγορούμενος τελούσε υπό την επίδραση ναρκωτικών ουσιών, με συναφή στερητικά σύνδρομα, είναι αμφίβολο, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, εάν συντρέχει η διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών, η οποία επήλθε, έπειτα από χρήση ναρκωτικών ουσιών, με τον επικαλούμενο βρασμό ψυχικής ορμής. Εν πάση όμως περιπτώσει, ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού, ενόψει των προαναφερθέντων, δεν επιβεβαιώθηκε από αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο, όταν μάλιστα ο κατηγορούμενος αρνείται πεισματικά την τέλεση της ανθρωποκτονίας και οι μάρτυρες υπεράσπισης επιμένουν στην μη πιστευτή άποψη ότι ο κατηγορούμενος κακοποιήθηκε και έτσι αναγκάστηκε να ομολογήσει. Κατ' ακολουθίαν, αφού απορριφθούν ο αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, εκτός από την περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 36 του Π.Κ., που, όπως προαναφέρθηκε, έγινε δεκτό από την πλειοψηφία ότι τέλεσε τις πράξεις ως άτομο μειωμένου καταλογισμού, κατά τα άνω εξειδικευόμενα πραγματικά περιστατικά, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ανθρωποκτονίας, με ψήφους (6) έναντι μιας και ένοχος κατ' απόλυτη πλειοψηφία των διακεκριμένων κλοπών κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και συνήθεια. Τις πράξεις δε αυτές τις τέλεσε έχοντας μειωμένο καταλογισμό, καθόσον, έχοντας κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών, είχαν διαταραχθεί, κατά ένα μέρος, οι πνευματικές του λειτουργίες... ".
Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε, ένοχος ανθρωποκτονίας από πρόθεση (299 παρ.1 ΠΚ), κατά πλειοψηφία (6-1) και ομόφωνα για διακεκριμένες κλοπές, τετελεσμένη και σε απόπειρα, κατ' εξακολούθηση ( 98, 374 περ.ε σε συνδ. με άρθρ. 372 παρ.1α ΠΚ ), ενώ το Δικαστήριο δέχθηκε , κατά πλειοψηφία (4-3), ότι ο κατηγορούμενος είχε, λόγω της τοξικομανίας του, μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό (36 ΠΚ) και του αναγνωρίσθηκε, επίσης κατά πλειοψηφία, το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ και του επιβλήθηκε η ποινή καθείρξεως δέκα οκτώ ετών για την πράξη της ανθρωποκτονίας και τριών ετών για της διακεκριμένες κλοπές, και συνολική ποινή καθείρξεως δέκα εννέα ετών. Με τις παραδοχές του αυτές, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, και των διακεκριμένων κλοπών, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Περαιτέρω, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος ότι η πράξη που διαπράχθηκε από αυτόν είχε τα στοιχεία του εγκλήματος της θανατηφόρου σωματικής βλάβης και όχι της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και τον περί βρασμού ψυχικής ορμής.
Eιδικότερα, είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει την κατά το Σύνταγμα και το Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον, όπως αυτός ισχυρίζεται, δεν καθορίζει ειδικώς τα επί μέρους κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία εκ των οποίων πείσθηκε περί αυτών, όπως και για την ενοχή του, ακόμη δε, διότι δεν αναπτύσσει τους συλλογισμούς βάσει των οποίων ήχθη στην κρίση της, ότι τα ούτως "αποδειχθέντα" συγκροτούν την έννοια των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε. Εξάλλου, για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ήταν αναγκαία η αναφορά των επιπλέον στοιχείων που μνημονεύει ο αναιρεσείων στην αίτησή του, όπως η εξειδίκευση της αποδεικτικής "συνεισφοράς" κάθε αποδεικτικού μέσου στο σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης περί της ενοχής του για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Η γενόμενη από τον αναιρεσείοντα επί μέρους αξιολόγηση των λεπτομερώς αναφερομένων στην αίτησή του αποδεικτικών μέσων και η αιτίαση αυτού, ότι, από τα επικαλούμενα από τη προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικτικά μέσα, προκύπτουν "αν όχι ακριβώς τα αντίθετα από όσα αυτή εδέχθη, αλλά τουλάχιστον καταλείπονται σοβαρότατες αμφιβολίες περί του εάν ετέλεσα εγώ ή όχι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας", απαραδέκτως προβάλλονται, ως λόγοι αναίρεσης. Τούτο δε διότι, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ομοίως για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Στην προκειμένη δε περίπτωση, από το πιο πάνω σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει με βεβαιότητα από αυτή, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους όλα γενικώς τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά, έστω και αν γίνεται ειδικότερη μνεία σε ορισμένα. Μεταξύ δε των αποδεικτικών μέσων, το Δικαστήριο απλώς συνεκτίμησε και την προανακριτική απολογία του κατηγορουμένου, αφού, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε τους ισχυρισμούς του ότι αυτή ήταν προϊόν ξυλοδαρμού του, άλλως βασανισμού του από τα όργανα της αστυνομίας, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία σε ποιο στάδιο της ανάκρισης δέχεται η απόφαση ότι κατηγορούμενος - αναιρεσείων άρχισε να αρνείται την ενοχή του και πότε άρχισε να ομιλεί περί βασανιστηρίων και ξυλοδαρμών. Αβάσιμες είναι, επίσης, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση δεν αιτιολογεί με ποιες σκέψεις κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτός ο έπληξε το θύμα με "απόλυτα ήρεμη σκέψη" και όχι "εν βρασμώ ψυχικής ορμής", όταν η ίδια δέχεται ότι "...... το μόνο που τον απασχόλησε εκείνη τη στιγμή ήταν το πώς θα διαφύγει ... έτσι χωρίς άλλη σκέψη αποφάσισε ότι ο μοναδικός τρόπος για να διαφύγει ήταν να κάμψει ολοκληρωτικά την αντίσταση του ιδιοκτήτη αδιαφορώντας για τις συνέπειες και έτσι με απόλυτα ήρεμη σκέψη έπληξε το θύμα ..." , σε συνδυασμό με το ότι η απόφαση δέχθηκε ότι αυτός τυγχάνει ,αφενός τοξικομανής και, αφετέρου, τελούσε υπό καθεστώς μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό (36 Π.Κ.). Η παραδοχή ελαττωμένου καταλογισμού, με σύγχρονη παραδοχή ότι το έγκλημα διαπράχθηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, δεν ενέχει αντίφαση, αφού ο δράστης, του οποίου έχει ελαττωθεί η ικανότητα καταλογισμού, μπορεί να ενεργήσει σκόπιμα, σύμφωνα με τους εγκληματικούς σκοπούς του, όπως δέχθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση. Το γεγονός, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος σκότωσε το θύμα, διότι "το μόνο που τον απασχόλησε εκείνη τη στιγμή ήταν το πώς θα διαφύγει", δεν αναιρεί το ότι αυτός αποφάσισε και εκτέλεσε την πράξη του αυτή, έχοντας ως μόνο στόχο τη διαφυγή του, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο, ως πλήρως αποδειχθέντα. Με βάση δε τα πραγματικά αυτά περιστατικά, το Δικαστήριο, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δέχθηκε ότι η διάπραξη της ανθρωποκτονίας από τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα έγινε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, υπό τις συνθήκες που λεπτομερώς περιγράφονται στο σκεπτικό της αποφάσεώς του, ενώ, όπως έκρινε, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η βασιμότητα του περί βρασμού ψυχικής ορμής ισχυρισμού, που είχαν προβάλει εγγράφως οι συνήγοροί του, επικουρικά, δεδομένου ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι τέλεσε την πράξη της ανθρωποκτονίας. Τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης, ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της ανθρωποκτονίας και της απορρίψεως του περί βρασμού ψυχικής ορμής ισχυρισμού του. Οι περαιτέρω προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις, σχετικά με την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης, προβάλλονται απαραδέκτως, καθόσον πλήττουν την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Μετά από αυτά και δεδομένου ότι στην κρινόμενη αίτηση δεν περιέχεται σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης, που να πλήττει την πιο πάνω απόφαση ως προς την καταδίκη του αναιρεσείοντος για τις πράξεις των κακουργηματικών κλοπών, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση, ως αβάσιμη, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18/4/2006 αίτηση αναίρεσης (με αρ. πρωτ. 4386/20-4-2006) του χ1 και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, κατά της 90, 91, 101, 102/2006 - απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Νοεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ