Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Οργάνωση εγκληματική.
Περίληψη:
Το Συμβούλιο Εφετών αποφαίνεται αμετακλήτως, στην περίπτωση ασκήσεως ποινικής διώξεως για το αδίκημα του 187 ΠΚ και όταν ακόμη αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για τέτοια πράξη. Απαράδεκτη η αναίρεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα (σχ. ΑΠ 138/ 2009 και 911/2008, 2194/2007, 2364/2007, 1966/2006).
ΑΡΙΘΜΟΣ 578/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, που δεν παραστάθηκαν, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1157/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 Ιουλίου 2008 και 17 Ιουλίου 2008 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1274/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη με αριθμό 452/6.10.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω στο Δικαστήριό Σας την προκείμενη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής:
Ι. Το Συμβούλιο Eφετών Αθηνών, με το υπ'αριθμ. 1157/2008 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, μεταξύ άλλων, τους: 1) Χ1 και 2) Χ2, κατηγορούμενους για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ειδικώτερα τους αποδίδεται ότι επιχείρησαν να νομιμοποιήσουν έσοδα προερχόμενα από κακουργηματική απάτη, την οποία είχαν τελέσει οι συμπαραπεμπόμενοι με το ίδιο ως άνω βούλευμα Χ3, Χ4, Χ5, Χ6, κλπ, οι οποίοι είχαν συγκροτήσει προς τούτο δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα (άρθρ. 187 Π.Κ.).
ΙΙ. Κατά του ως άνω βουλεύματος οι κατηγορούμενοι: 1) Χ1 και 2) Χ2, άσκησαν με δήλωση στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών τις υπ'αριθμ. α) 133/14-7-08 και β) 138/17-7-08, αντιστοίχως, αιτήσεις αναιρέσεως (βλ. σχετικές εκθέσεις).
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 7 Ν.2928/2001, η περάτωση της κύριας ανάκρισης για τα κακουργήματα του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών. Για το σκοπό αυτόν η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης.
Κατά συνέπεια οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων, που στρέφονται κατά του παραπάνω αμετακλήτου βουλεύματος είναι απαράδεκτες.
IV. Με βάση τα προαναφερθέντα, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ. στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΠΡΟΤΕΙΝΩ Ι. Να απορριφθούν ως απαράδεκτες οι υπ'αριθμ: α) 133/14-7-08 και β) 138/17-7-08, αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθμ. 1157/2008 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
ΙΙ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες.
Αθήνα 22 Σεπτεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Παναγιώτης Ε. Νικολούδης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκαν, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, οι αντίκλητοι των αναιρεσειόντων,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως α) του Χ1 και β) της Χ2, με αριθμό 133/14-7-2008 και 138/17-7-2008, κατά του υπ' αριθμό 1157/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για την αξιόποινη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο,(άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ). Κατά το άρθρο 7 του Ν. 2928/2001, όπως το πρώτο εδάφιο αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 5 του Ν. 3251/2004, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του ΠΚ, κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτόν η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα, ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από την βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανακρίσεως. Από την ως άνω διάταξη, σαφώς συνάγεται ότι, όταν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα του άρθρου 187 ΠΚ, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως γίνεται πάντοτε και δη αμετάκλητα από το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο προς τούτο, αποφαινόμενο με βούλευμά του, όχι μόνον όταν αυτό κρίνει ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις που αφορούν την κατηγορία για το κακούργημα του άρθρου 187 ΠΚ, παραπέμποντας αμετακλήτως τον κατηγορούμενο στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 313 ΚΠΔ, αλλά και όταν συντρέχει περίπτωση να μη γίνει κατηγορία για τέτοια πράξη, για την οποία έγινε η ανάκριση, σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1α και 310 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠΔ, είτε διότι δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι καθόλου σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είτε διότι το γεγονός που αφορά η κατηγορία δεν συνιστά αξιόποινη η πράξη ή υπάρχουν λόγοι που αποκλείουν το άδικο ή τον καταλογισμό καθώς επίσης και όταν συντρέχει περίπτωση να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1β και 310 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων α) Χ1, β) Χ2, ασκήθηκε ποινική δίωξη για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ενώ, κατά άλλων 35 κατηγορουμένων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, ασκήθηκε ποινική δίωξη και για τις πράξεις: 1) συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, (άρθρο 187 παρ.1 του Π.Κ), 2) κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση, 3) άμεση συνέργεια στην πράξη της κακουργηματικής απάτης, 4) κακουργηματική πλαστογραφία, 5) κακουργηματική υπεξαίρεση. Στη συνέχεια διεξήχθη και ενεργήθηκε κυρία ανάκριση, μετά το πέρας της οποίας, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, σύμφωνα με το άρθρο 7 Ν. 2928/2001, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 3 του Ν. 3451/2004, 128, 129 και 130 ΚΠΔ, εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, τους αναιρεσείοντες και τους συγκατηγορούμενούς τους, 1) Χ3, 2) Χ4, 3) Χ5, 4) Χ6, 5) Χ7, 6) Χ8, 7) Χ9, 8) Χ10, 9) Χ11, 10) Χ12, 11) Χ13, 12) Χ14, 13) Χ15, 14) Χ16, 15) Χ17, και 16) Χ18, για να δικασθούν, ως υπαίτιοι των αναφερόμενων στο προσβαλλόμενο βούλευμα αξιόποινων πράξεων. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες παραπέμφθηκαν για να δικασθούν για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και συγκεκριμένα, ως προερχόμενα από την κακουργηματική απάτη, την οποία κατά το ως άνω βούλευμα, τέλεσαν μεταξύ άλλων και οι συγκατηγορούμενοί τους ....., ....., ....., ..... (άρθρα 1,13 περ. στ, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 94, 98, 187 παρ.1, 386 παρ.1 και 3 περ. α και β, του Π.Κ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.11 του ν.2408/1996 και αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 14 παρ.4 του ν.2721/1999, και άρθρα 1 παρ.1, περ. Αη και 2 παρ. 1 εδ. α του ν. 2331/1995, όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίηση και αντικατάστασή του με το άρθρο 3 παρ.1 του ν. 3424/2005 του Π.Κ.). Με βάση τα αναπτυχθέντα στη μείζονα νομική σκέψη, το εκδοθέν και προσβαλλόμενο με την αίτηση αναιρέσεως βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, είναι αμετάκλητο. Άρα, και, μετά την ειδοποίηση των αντικλήτων των αναιρεσειόντων, κατά την επί του φακέλου επισημείωση του γραμματέως, οι κατ' αυτού ασκηθείσες αιτήσεις, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, να απορριφθούν, ως απαράδεκτες και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα πρέπει να επιβληθούν χωριστά για τον καθένα (476 παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις, από 14 Ιουλίου 2008 με αριθμό καταθέσεως 133 και από 17 Ιουλίου με αριθμό καταθέσεως 138/2008, αιτήσεις των Χ1 και Χ2, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1157/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ