Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 692 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κατάληψη δημοσίου κτήματος.




Περίληψη:
Κατάληψη δημοσίου κτήματος Α.Ν. 1539/1938 άρθρο 23 παρ. 1. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπάρχει αντιφατική αιτιολογία, ως προς τις παραδοχές της αδιαμφισβήτητης ή μη κατοχής από το Ελληνικό Δημόσιο και από ιδιώτες. Αναιρεί και παραπέμπει.





Αριθμός 692/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Τζαγάκη, περί αναιρέσεως της 316/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγοντα το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Βασίλειο Κουρούμαλη. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 944/07.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός τους κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδεδειγμένα, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 23 παρ. 1 του Α.Ν. 1539/1938, "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 2 του αν. ν. 263/68, εκείνος που επιλαμβάνεται αυτογνωμόνως οποιουδήποτε κτήματος που βρίσκεται αναμφισβήτητα στην κατοχή του Δημοσίου τιμωρείται, αυτεπάγγελτα διωκόμενος, με τις προβλεπόμενες ποινές. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, για την πραγμάτωση του θεσπιζόμενου από αυτή εγκλήματος, απαιτείται αυθαίρετη κατάληψη δημόσιου κτήματος, αυτό να τελεί υπό την αναμφισβήτητη κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου και ο δράστης να ενεργεί εν γνώσει των στοιχείων τούτων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του και κατ' είδος προσδιορίζει (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας - υπερασπίσεως - πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν και αναγνωσθέντα έγγραφα), δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, " ότι ο πρώτος (αρχικά) και σήμερα κατηγορούμενος Χ1, στις 26-3-2001, στην περιοχή ....... Σαμοθράκης, κατέλαβε με περίφραξη, έκταση 104.742,72 τ.μ, η οποία αναμφισβήτητα κατέχονταν από το Ελληνικό Δημόσιο, διότι, όπως κατέθεσαν οι πρώτος και δεύτερος μάρτυρας, δασολόγος και δασάρχης αντίστοιχα του δασαρχείου Αλεξανδρούπολης, η παραπάνω έκταση αποτελεί μέρος του δάσους " ......", το οποίο ανήκει κατά κυριότητα στο ελληνικό Δημόσιο, από το 1927, με απόφαση του τότε Υπουργού Γεωργίας που το αναγνώρισε. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι η έκταση που καταλήφθηκε είναι ιδιωτική, πρέπει να απορριφθεί, αφού από τις καταθέσεις των μαρτύρων αυτών και κυρίως του δασάρχη, αποδείχθηκε ότι φυσική εξουσία (κατοχή) κάποιων ακινήτων της περιοχής αυτής, συμπεριλαμβανομένων και των ακινήτων αυτών, ανήκει στο δημόσιο, ο δε μάρτυρας υπεράσπισης αόριστα κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος αγόρασε από αυτόν με συμβόλαιο την έκταση αυτή, χωρίς όμως να προσκομίσει το συμβόλαιο αυτό, ούτε την θέση των ακινήτων, που βρίσκονται στην περιοχή αυτή. Επίσης ισχυρίστηκε ότι την έκταση αυτή κατείχαν οι γονείς του από πολλά χρόνια, χωρίς όμως να προσδιορίσει, με ποιο τρόπο αυτοί απέκτησαν την κυριότητα της εκτάσεως αυτής, αφού δεν χωρεί χρησικτησία κατά του Δημοσίου, ούτε μπορεί να συγχωρεθεί νομική πλάνη στον κατηγορούμενο και τον δικαιοπάροχό του, διότι, εάν ερευνούσαν το θέμα πριν από τη σύνταξη του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, πράγμα που είχαν υποχρέωση να το κάνουν μέσω των δικηγόρων τους, θα ανακάλυπταν ότι ολόκληρη η έκταση αυτή, από το 1927, ανήκε αναμφισβήτητα στην κυριότητα του Δημοσίου, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, ο κατηγορούμενος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως της παράνομης κατάληψης δημοσίου κτήματος, που κατηγορείται". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της παράνομης κατάληψης δημοσίου κτήματος και του επέβαλε ποινή φυλάκισης (7) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με τις παραδοχές όμως αυτές, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη, κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αντίθετα, περιέχει ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και έτσι η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τούτο, γιατί, ενώ, στο αιτιολογικό της η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται, ότι η καταληφθείσα από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα έκταση των 104.742,72 τ.μ, αναμφισβήτητα κατεχόταν από το Ελληνικό Δημόσιο, στο διατακτικό της δέχεται, ότι η έκταση αυτή αποτελεί τμήμα του αναγνωρισθέντος δάσους "......", που έχει παραχωρηθεί σε ιδιώτες, το οποίο όμως ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο. Τοιουτοτρόπως, όμως, ενώ δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι η επίδικη έκταση, κατά τον κρίσιμο χρόνο, βρισκόταν υπό την αδιαμφισβήτητη κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου, ταυτόχρονα δέχεται, ότι μείζων έκταση του δάσους " ...." στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η επίδικη έκταση, αποτελεί μέρος του αναγνωρισθέντος υπό του Ελληνικού Δημοσίου και διακατεχόμενου υπό ιδιωτών χωρίς εξειδίκευση της σχετικής έννομης σχέσης, δάσους, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται πρόδηλο, ότι η επίδικη έκταση τελεί υπό την αδιαμφισβήτητη κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου και έτσι να αποστερείται η προσβαλλόμενη απόφαση της νόμιμης βάσης. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε' του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια της ελλιπούς αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και ουσιαστικής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Μετά από αυτά, και ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 519 του Κ.Π.Δ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμό 316/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Μαρτίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή