Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αρπαγή, Ληστεία, Εξακολουθούν έγκλημα, Συρροή εγκλημάτων.
Περίληψη:
α) Ληστεία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, β) αρπαγή από κοινού κατά συρροή, γ) επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά συρροή, δ) ένωση προς διάπραξη κακουργημάτων, ε) παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία και μετατροπή όπλου. Έννοια εγκλημάτων ληστείας και αρπαγής. Μεταξύ των εγκλημάτων της ληστείας και της αρπαγής υπάρχει αληθής πραγματική συρροή. Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως.
Αριθμός 824/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1 και ήδη κρατούμενου στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνος (Ε.Κ.Κ.Ν.), που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Αναστασάκη και 2)Χ2 και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αθανασία Αμπατζόγλου, για αναίρεση της 2728/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15 Φεβρουαρίου 2007 και 19 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 379/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 380 παρ.1 ΠΚ, όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο &ν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της ληστείας είναι σύνθετο. Στοιχεία του εγκλήματος αυτού είναι, αφ' ενός μεν η κλοπή, αφ' ετέρου δε η παράνομη βία, με την οποία ο δράστης αποβλέπει στην κάμψη της αντιστάσεως του θύματος, που μπορεί να επιτευχθεί και με αδράνεια αυτού. Έτσι η ληστεία συγκροτείται από την αντικειμενική υπόσταση της κλοπής (αρθρ. 372 ΠΚ και της παράνομης βίας (330 ΠΚ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 322 Π.Κ. όποιος με απάτη ή βία ή με απειλή βίας συλλαμβάνει, απάγει ή παράνομα κατακρατεί κάποιον, έτσι ώστε να αποστερεί το συλλαμβανόμενο από την προστασία της πολιτείας και ιδίως όποιος περιάγει κάποιον σε ομηρία ή σε άλλη παρόμοια κατάσταση στέρησης της ελευθερίας τιμωρείται με κάθειρξη. Αν η πράξη έγινε με σκοπό να εξαναγκασθεί ο παθών σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωση τιμωρείται ....", με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές. Στοιχεία του εγκλήματος της αρπαγής είναι η σύλληψη, απαγωγή ή παράνομη κατακράτηση άλλου, έτσι ώστε ο δράστης να τον αποστερεί από την προστασία της πολιτείας, β) η επίτευξη της σύλληψης κ.λ.π. να έγινε με απάτη ή βία ή απειλή βίας, ως βίας νοούμενης τόσο της σωματικής, όσο και της ψυχολογικής με τη άσκηση της οποίας κάμπτεται η ελεύθερη βούληση και η ικανότητα αντιστάσεως του θύματος και γ) δόλος που καταλαμβάνει τόσο τη σύλληψη, όσο και την αποστέρηση του συλληφθέντος από την προστασία της πολιτείας. Εξάλλου, φαινόμενη συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 94 του ΠΚ περί συρροής εγκλημάτων, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου υπόκειται μεν εκ πρώτης όψεως σε περισσότερους ποινικούς νόμους, από τη λογική όμως και αξιολογική σχέση των οποίων προκύπτει ότι ο ένας μόνο από τους νόμους αυτούς είναι εφαρμοστέος αποκλείοντας τους λοιπούς που φαινομενικά μόνο συρρέουν. Έτσι φαινόμενη συρροή υφίσταται στην περίπτωση που οι περισσότεροι ποινικοί νόμοι, οι οποίοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση της πράξεως τελούν μεταξύ τους σε σχέση ειδικού προς γενικό οπότε, κατά την αρχή της ειδικότητας, ο ειδικός νόμος, αν δεν έχει ρήτρα επικουρικότητας, αποκλείει την εφαρμογή του γενικού νόμου. Επίσης, φαινόμενη συρροή υπάρχει και όταν οι περισσότερες πράξεις δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, γιατί συγκροτούν την έννοια ενός και του αυτού εγκλήματος, είτε γιατί η μία αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης, είτε γιατί χρησιμεύει κατά το νόμο ως αναγκαίο μέσο για την εκτέλεση αυτής, είτε εμφανίζεται ως συνέπεια της πράξεως που προηγήθηκε, οπότε διώκεται μόνο αυτή, από την οποία απορροφάται η άλλη. Όταν όμως προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά, που προστατεύονται από διαφορετικούς νόμους, ή πρόκειται για ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες πράξεις, που συγκροτούν την έννοια διαφορετικών εγκλημάτων, τότε υπάρχει αληθινή συρροή. Αυτό το τελευταίο ισχύει και μεταξύ των εγκλημάτων της ληστείας και της αρπαγής, η οποία (αρπαγή) κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία, δηλαδή τη σύλληψη ή απαγωγή ή την παράνομη κατακράτηση, είναι αυτοτελές και αυθύπαρκτο αδίκημα και δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ληστείας.
II.- Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 2728/2006 αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... οι κατηγορούμενοι που είναι Αλβανοί υπήκοοι, κατά το χρονικό διάστημα από 15-8-2002 έως 10-9-2002 στην Αθήνα και την ευρύτερη περιοχή της .... (....) με πρόθεση τέλεσαν περισσότερα του ενός εγκλήματα. Πιο συγκεκριμένα: μαζί με τον ομοεθνή του ...... που διαφεύγει τη σύλληψη συγκρότησαν συμμορία, δηλαδή ενώθηκαν με τη γνώση και τη θέληση της συμφωνίας για την τέλεση κακουργημάτων (ληστειών και αρπαγών). Έτσι, οι κατηγορούμενοι στις 15-8-2002 και ώρα 13.00 μαζί με τον διαφεύγοντα και μη συλληφθέντα ως άνω ομοεθνή τους, εισήλθαν στην επί της συμβολής των οδών .... και ...... κειμένη μονοκατοικία, όπου διέμεναν, επίσης οι ομοεθνείς τους Αλβανοί υπήκοοι Γ1 και Γ2, αφού ο πρώτος απ' αυτούς τους άνοιξε τη θύρα, νομίζοντας ότι ήθελε να εισέλθει σ' αυτή κάποιος συγγενείς τους. Αφού οι κατηγορούμενοι εισήλθαν στην προαναφερθείσα μονοκατοικία, φορώντας κουκούλες με κενά στα μάτια και στο στόμα, καθώς και γάντια ποδηλάτου από τα οποία εξείχαν τα ακροδάκτυλα, στη συνέχεια, κρατώντας ο ένας πιστόλι, ο άλλος μικρό τσεκούρι και ο τρίτος μαχαίρι επιτέθηκαν στους ανωτέρω ομοεθνείς τους και τους κτύπησαν με την αιχμηρή πλευρά του τσεκουριού στο κεφάλι και με λάκτισμα σε διάφορα μέρη του σώματος τους για να τους εξαναγκάσουν να τους αποκαλύψουν στο σημείο που είχαν κρυμμένα τα χρήματά τους, προκάλεσαν δε στον ένα απ' αυτούς τον Γ2 ρινορραγία και οίδημα ρινός, εκδορά του αριστερού ισχίου με θλάση αντιστοίχως κατά τρόπο επικίνδυνο αφού λόγω του μέσου που χρησιμοποιήθηκε (τσεκούρι) και το σημείο του σώματος στο οποίο κτυπήθηκε (κεφάλι) μπορούσε να προκληθεί στον ανωτέρω παθόντα βαριά σωματική βλάβη. Ακολούθως, οι κατηγορούμενοι έδεσαν τους δύο ως άνω παθόντες με λωρίδες υφάσματος από τα ενδύματά τους που έσκισαν και τους φίμωσαν για να μη μπορούν να φωνάξουν και να καλέσουν τρίτους σε βοήθεια, κατακρατώντας έτσι αυτούς παράνομα και αποστερώντας τους από την προστασία της πολιτείας, αφού δεν μπορούσαν να ζητήσουν τη βοήθεια των Αστυνομικών Αρχών, με σκοπό να τους εξαναγκάσουν τους ανωτέρω παθόντες να ανεχθούν την έρευνα στο χώρο όπου διέμειναν εκ μέρους των κατηγορουμένων, προκειμένου να ανεύρουν και να αφαιρέσουν με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα χρήματα και άλλα κινητά πράγματα των ως άνω παθόντων οι οποίοι, λόγω της καταστάσεως στην οποία βρίσκονταν δεν μπορούσαν ν' αντιδράσουν, ούτε να ζητήσουν τη συνδρομή των οργάνων της Πολιτείας και ειδικότερα των αστυνομικών αρχών για ν' απαλλαγούν από την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει από τις έκνομες ενέργειες των κατηγορουμένων. Έτσι, οι κατηγορούμενοι αφαίρεσαν από την κατοχή των ανωτέρω παθόντων με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ και ένα κινητό τηλέφωνο ΝΟΚΙΑ ..... καθώς και μία έγχρωμη τηλεόραση SHARP από τον παθόντα Γ1 και το ποσό των δύο (2) ευρώ από τον Γ2. Ακολούθως οι κατηγορούμενοι απομακρύνθηκαν από την προαναφερθείσα μονοκατοικία, αφήνοντας φιμωμένους και δεμένους τους δύο παθόντες οι οποίοι, ύστερα από αρκετή ώρα και πολλές προσπάθειες κατόρθωσαν ν' απαλλαγούν από το δεσμό τους και να καταγγείλουν στο Αστυνομικό Τμήμα Παλλήνης τις εις βάρος τους εγκληματικές πράξεις. Συνεχίζοντας οι κατηγορούμενοι την εγκληματική τους δραστηριότητα την επόμενη ημέρα 16-8-2002, και ώρα 01.30 εισήλθαν στην επί της οδού .... κειμένη στην ..... Αττικής οικία της Β1 και με την απειλή μαχαιριού και τσεκουριού που έφερε ο μη συλληφθείς ομοεθνής τους της ζήτησαν να τους παραδώσει τα χρήματά της. Αυτή τους απάντησε ότι δεν είχε χρήματα να τους δώσει, παρά τις απειλές για τη ζωή της. Έτσι άρχισαν να ερευνούν τους διαφόρους χώρους της οικίας για την ανεύρεση χρημάτων και τιμαλφών. Ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος και ο μη συλληφθείς ομοεθνής τους άρχισαν να ερευνούν τους διαφόρους χώρους της ως άνω οικίας ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 εξήλθε αυτής για να κατοπεύει το χώρο και να ειδοποιήσει τους λοιπούς στην περίπτωση κινδύνου σύλληψης. Κατά το χρονικό διάστημα που ο πρώτος βρισκόταν έξω από την ανωτέρω οικία οι λοιποί έδεσαν και φίμωσαν την ανωτέρω παθούσα στερώντας απ' αυτήν την προστασία της πολιτείας και αναγκάζοντάς των να μη αντιδράσει κατά τη διάρκεια της εις βάρος της ληστείας. Μάλιστα, για το σκοπό αυτό είχαν αποκόψει και το καλώδιο της τηλεφωνικής σύνδεσης αφού παρέμεινε επί τρεις περίπου ώρες στην προαναφερθείσα οικία, έχοντας γυμνώσει την παθούσα με σκοπό να τη βιάσουν ο πρώτος κατηγορούμενος αντιλήφθηκε την διέλευση από την περιοχή αυτοκινήτου ιδιωτικής εταιρείας φύλαξης. Γι' αυτό και έσπευσε να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους. Έτσι οι κατηγορούμενοι και ο μη συλληφθείς ομοεθνής τους αποχώρησαν από την οικία της Β1, αφού αφαίρεσαν με σκοπό να ιδιοποιηθούν παράνομα ένα CD PLAYER, ένα βίντεο χρυσαφικά, ένα κυνηγετικό όπλο με φυσίγγια και το υπ' αριθ. ..... δίκυκλο μοτοποδήλατο που ανήκε στην κόρη της ως άνω παθούσας ........ Αφού αποχώρησαν οι κατηγορούμενοι, η παθούσα, μετά από πολλές προσπάθειες, κατόρθωσε να λυθεί και ν' απαλλαγεί από το φίμωτρο και να ζητήσει τη συνδρομή των αστυνομικών αρχών. Την επόμενη ημέρα (17-8-2002 και ώρα 01.30') οι κατηγορούμενοι, μαζί με το μη συλληφθέντα ομοεθνή τους, εισήλθαν στην επί της οδού .... αριθ. .... μονοκατοικία της Β2 που βρίσκεται στην ίδια περιοχή (...... Αττικής), χρησιμοποιώντας την ανασφάλιστη θύρα της κουζίνας. Μόλις αυτή τους αντιλήφθηκε προσπάθησε ν' αντιδράσει και συνεπλάκει με τον μη συλληφθέντα ομοεθνή των κατηγορουμένων και προσπάθησε να τους απωθήσει εκτός της οικίας. Τότε αυτοί, με την απειλή όπλων που παράνομα έφεραν μαζί τους, ήτοι κοντόκανης καραμπίνας, πιστολιού και μαχαιριού που κρατούσε ο πρώτος κατηγορούμενος περιήγαγαν σε τρόμο και ανησυχία την Β2 και τον ευρισκόμενο επίσης, εντός της οικίας γιο της ......, τους οποίους και ακινητοποίησαν δένοντας αυτούς με καλώδια, ζώνη και κορδόνια, για να μη μπορέσουν να ζητήσουν τη βοήθεια των αστυνομικών αρχών, αποστερώντας τους έτσι την προστασία της πολιτείας και να τους εξαναγκάσουν να ανεχθούν πράξη για την οποία δεν είχαν υποχρέωση. Στη συνέχεια, αφού οι ανωτέρω δεν μπορούσαν ν' αντιδράσουν ερεύνησαν τους χώρους της κατοικίας τους και αφαίρεσαν με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης ένα στερεοφωνικό συγκρότημα, 550 ευρώ, κοσμήματα και άλλα τιμαλφή και ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας ERICSSON, ενώ κατά την αποχώρησή τους έκοψαν το καλώδιο της τηλεφωνικής συσκευής, για να μη μπορούν οι παθόντες να επικοινωνήσουν με τις αστυνομικές αρχές, στην περίπτωση που κατόρθωναν να απελευθερωθούν από τα δεσμά τους. περαιτέρω, από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή αποδείχτηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 στην ...... Αττικής στις 20-8-2002 και περί ώρα 02.15' εισήλθε στην επί της οδού ...... κειμένη μονοκατοικία του Β3, όπου βρισκόταν ο ίδιος και η θυγατέρα του Β4 και με την απειλή πιστολιού τους ανάγκασε να τους παραδώσουν το χρηματικό ποσό των εξήντα (60) ευρώ που είχαν με σκοπό να ιδιοποιηθεί το ποσό αυτό παράνομα. Ακολούθως και αφού είχε αποκοπεί το καλώδιο συνδέσεως της τηλεφωνικής συσκευής κτύπησε με τη λαβή του πιστολιού του Β3 και ψάχνοντας στους χώρους της οικίας του βρήκε στην κρεβατοκάμαρα το υπ' αριθ. .... κυνηγετικό όπλο που ανήκε στον ......., το οποίο και αφαίρεσε με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης. Μετά παρέλευση περίπου δέκα ημερών και συγκεκριμένα στις 31-8-2002 και ώρα 01.30'οι κατηγορούμενοι, παραβιάζοντας το ξύλινο εξώφυλλο του παραθύρου του χώρου υποδοχής της μονοκατοικίας της Β5, που βρίσκεται στην οδό ... αριθ. ... στην ..... Αττικής, φορώντας κουκούλες στο πρόσωπο και κρατώντας κοντόκανη καραμπίνα. Όταν η ανωτέρω τους αντιλήφθηκε και επιχείρησε να τους εμποδίσει την κτύπησαν στο πορόσωπο με το κοντάκι καραμπίνας και της προξένησαν σωματική βλάβη, ήτοι θλαστικό τραύμα επί της δεξιάς οφρύος εκτεταμένο οίδημα, αμυχές και εκχυμώσεις επί της δεξιάς ................... χώρας, ερυθρότητα του βολβού του δεξιού οφθαλμού και των βλεφάρων αυτού και εκδορές επί της δεξιάς ..................... χώρας. Η ως άνω σωματική βλάβη προκλήθηκε κατά τρόπο επικίνδυνο, καθόσον, λόγω του μέσου που χρησιμοποιήθηκε (κουτάκι όπλου) και του ευαίσθητου σημείου του σώματος (κεφάλι και μάτια) στο οποίο προξενήθηκε, ήταν δυνατόν να προκαλέσει στην παθούσα βαριά σωματική βλάβη. Ακολούθως, οι κατηγορούμενοι, μαζί με τον μη συληφθέντα ομοεθνή τους, αφού απέκοψαν το καλώδιο της συνδέσεως του τηλεφώνου με το δίκτυο του ΟΤΕ, ακινητοποίησαν την ανωτέρω παθούσα, τον γιο της Β6 και του ευρισκόμενο για διανυκτέρευση στην οικία τους φίλο του Β7, δένοντας τα χέρια και τα πόδια τους με υφασμάτινες κορδέλες και ζώνη καμπαρντίνας. Έτσι, περιήγαγαν τους ανωτέρω σε κατάσταση παράνομης κατακράτησης για να μη μπορέσουν να ζητήσουν τη βοήθεια των πολιτικών οργάνων και ιδίως των αστυνομικών αρχών προς προστασία τους, και για να τους εξαναγκάσουν να ανεχθούν πράξεις που δεν είχαν υποχρέωση, δηλαδή μα μην αντιδράσουν στην διάπραξη της εις βάρος τους ληστείας, καθόσον οι κατηγορούμενοι, μετά από έρευνα του χώρου της οικίας, αφαίρεσαν με σκοπό παρανόμως ιδιοποίησαν 300 ευρώ και ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας ΝΟΚΙΑ ..... του Β6, το κινητό τηλέφωνο μάρκας ΝΟΚΙΑ..... και το ρολόι μάρκας ADIDAS του Β7 300 ευρώ, 8 δακτυλίδια ασημένια με χρυσό, μία χρυσή αλυσίδα λαϊκού με σκουλαρίκια, 2 αλυσίδες ασημί με χρυσό λαιμό και ένα βραχιόλι ασημένιο με χρυσό που ανήκαν στην Β5. Περαιτέρω, από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή, αποδείχτηκαν ότι οι κατηγορούμενοι στην ...... Αττικής στις 10-9-2002 και περί ώρα 01.45' έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπά τους με κουκούλες εισήλθαν, μαζί με τον διαφεύγοντα τη σύλληψη ομοεθνή τους, από την ανασφάλιστη θύρα στην επί της Λεωφόρου ..... αριθ. .... διώροφη μονοκατοικία και με την απειλή κυνηγετικών όπλων, δηλαδή με δύο καραμπίνες με κομμένες τις κάννες, ακινητοποίησαν τους εντός αυτής διαμένοντες βουλγάρους υπηκόους 1)Ζ1, 2)....., 3)......, 4)..... και 5)....... και αφαίρεσαν από την κατοχή αυτού με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης 320 ευρώ και τρία κινητά τηλέφωνα. Οι κατηγορούμενοι απολογούμενοι ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ομολογούν ο μεν πρώτος (Χ1), τρεις ληστείες ήτοι εις βάρος της Β1, της Β2 και εις βάρος των βουλγαρικής υπηκοότητας αλλοδαπών (Ζ1 κλπ) ο δε δεύτερος μόνον την τελευταία ληστεία, ενώ αρνούνται ότι διάπραξαν τις λοιπές αξιόποινες πράξεις που προεκτέθηκαν. Όμως, οι αρνητικοί ισχυρισμοί των κατηγορουμένων αναιρούνται από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των παθόντων. Πιο συγκεκριμένα, η παθούσα Β1 κατέθεσε ότι οι κατηγορούμενοι είναι οι δράστες των εις βάρος της αξιοποίνων πράξεων, καθόσον τους αναγνώρισε. Τα ίδια κατέθεσε και η παθούσα Β2. Εξάλλου, στην οικία της ανωτέρω παθούσας βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα του πρώτου κατηγορουμένου. Αλλά και από τις καταθέσεις των λοιπών παθόντων, οι οποίοι κατέθεσαν ότι η σωματική διάπλαση των δραστών, οι οποίοι φορούσαν κουκούλες ταυτίζεται με τη σωματική διάπλαση των κατηγορουμένων συνάγεται ότι αυτοί είναι οι δράστες και των λοιπών αξιοποίνων πράξεων που αναφέρθηκαν. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι κατά τη διάπραξη των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων φορούσαν τα ίδια γάντια (ποδηλάτων) από τα οποία εξείχαν τα δάκτυλα. Τα γάντια αυτά τα φορούσαν οι κατηγορούμενοι τόσο κατά τη διάπραξη των ληστειών που και οι ίδιοι ομολογούν όσα και κατά τη διάπραξη των υπόλοιπων αξιοποίνων πράξεων. Ύστερα απ' αυτά πρέπει αμφότεροι οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων ήτοι: α)ληστείας κατ' εξακολούθηση που τέλεσαν από κοινού και μόνος ο δεύτερος κατηγορούμενος στην περίπτωση της Α4 μερικότερης πράξης (εις βάρος Β3 και Β4) β)αρπαγής κατά συρροή και ειδικότερα, ο δεύτερος κατηγορούμενος εις βάρος των αναφερομένων παραπάνω επτά (7) παθόντων σε πρώτος εις βάρος των ως άνω έξι (6) παθόντων (πλην της Β1) γ)επικίνδυνων σωματικών βλαβών κατά συρροή εις βάρος των Γ2 και Β5 δ)σύστασης και συμμορίας ε)παράνομης οπλοφορίας κατ' εξακολούθηση καθόσον οι κατηγορούμενοι κατά την τέλεση των ληστειών εξακολουθητικά έφεραν μαζί τους, χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής μαχαίρι τσεκούρι, κυνηγετικό όπλο και πιστόλι, που αποτελούν όπλα κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 2168/1993, στ)παράνομης οπλοχρησίας από κοινού καθόσον χρησιμοποίησαν τσεκούρι με το οποίο χτύπησαν τους παθόντες Γ1 και Γ2 κατά την τέλεση της εις βάρος τους ληστείας και ζ)παράνομης μετατροπής όπλου, από κοινού καθόσον απέκοψαν και μίκρυναν την κάννη του κυνηγετικού όπλου που προαναφέρθηκε. Αντίθετα αμφότεροι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι της μερικότερης πράξης της ληστείας που τους αποδίδεται εις βάρος ..... και ........, καθόσον δεν προέκυψαν στοιχεία εις βάρος των κατηγορουμένων που να θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά την τέλεση απ' αυτούς της παραπάνω αξιόποινης πράξης. Επίσης ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 πρέπει να κηρυχθεί αθώος της αρπαγής εις βάρος της Β1, αφού προέκυψε ότι δεν συμμετείχε στην τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης ούτε είχε οποιαδήποτε άλλη συνδρομή στην τέλεση αυτών καθόσον βρισκόταν έξω από την οικία της παθούσας κατά το χρόνο της τέλεσης της εν λόγω αξιόποινης πράξης. Τέλος πρέπει να αναγνωρισθεί ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 κατά το χρόνο τέλεσης των πράξεων είχε μεν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του όχι όμως και το 21ο έτος αυτής, καθόσον είχε γεννηθεί 7-12-1983. Αντίθετα οι ισχυρισμοί του πρώτου κατηγορουμένου για αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 § 2α (προτέρου εντίμου βίου)και 84 § 2 ε' ΠΚ (μετέπειτα καλής συμπεριφοράς) πρέπει ν' απορριφθούν, διότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος μέχρι την τέλεση των πράξεων έζησε έντιμη, ατομική οικογενειακή επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, καθόσον για τη χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού δεν αρκεί μόνο το "λευκό" ποινικό μητρώο, αλλά απαιτείται θετική συμπεριφορά. Επίσης, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 § 22 ΠΚ, καθόσον αυτός μετά την τέλεση των πράξεων και τη συναγωγή του κρατείται στις φυλακές, το δε πιστοποιητικό καλής διαγωγής του, στις φυλακές δεν αρκεί για τη χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού, διότι η πιο πάνω διάταξη αναφέρεται στην διαγωγή του στην κοινωνία (ΑΠ 268/95 ΠΧ ΜΣΤ 1646). Για τον ίδιο λόγο πρέπει ν' απορριφθεί και ο ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορουμένου για αναγνώριση της ελαφρυντικής περίσταση του άρθρου 84 § 22 Π.Κ, αφού και αυτός μετά την τέλεση των πράξεων και τη σύλληψή του κρατείται συνεχώς στις φυλακές". Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους για τις πράξεις α) της ληστείας κατ' εξακολούθηση και από κοινού β) της αρπαγής από κοινού και κατά συρροή γ) της ένωσης για διάπραξη κακουργημάτων δ) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης από κοινού και κατά συρροή ε) παράνομης οπλοφορίας στ) παράνομης οπλοχρησίας και ζ) παράνομης μετατροπής όπλου και αφού αναγνώρισε στον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα Χ1 το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας, επέβαλε σ' αυτόν μεν συνολική ποινή κάθειρξης είκοσι τριών (23) ετών και έντεκα (11) μηνών, στον δε κατηγορούμενο Χ2 συνολική ποινή κάθειρξης είκοσι πέντε (25) ετών. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στους κατηγορουμένους, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, χωρίς να είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να διαλαμβάνεται στην απόφαση και τι προέκυψε από τις καταθέσεις καθενός των εξετασθέντων μαρτύρων, εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή των κατηγορουμένων καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 380 παρ.1, 322 περ. β', 187 παρ.3, 309 του Π.Κ και των άρθρων 7 παρ.8α περ. β', αρθρ. 10 παρ.1, 10β, 13α-β και αρθρ. 14 του Ν.2168/1993 τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση του πρώτου αναιρεσείοντος Χ1 ότι η απόφαση χωρίς αιτιολογία τον καταδίκασε για τις πράξεις της ληστείας, αρπαγής και επικίνδυνης σωματικής βλάβης που έλαβε χώρα την 15-8-2002 με παθόντες τους ομοεθνείς του Γ1 και Γ2, αφού ο τελευταίος εξεταζόμενος στο ακροατήριο του δικαστηρίου κατέθεσε ότι δεν αναγνώρισε αυτόν ως δράστη των εις βάρος του πράξεων, είναι απαράδεκτη γιατί βάλλει κατά της περί πραγμάτων ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. Για τον ίδιο λόγο απαράδεκτη είναι η αιτίαση και στην περίπτωση των εγκλημάτων (ληστεία, αρπαγή παράνομη οπλοφορία) τα οποία το δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε εις βάρος της Β5. Περαιτέρω, για τον αυτόν ως άνω κατηγορούμενο Χ1 και εν σχέσει με την πράξη της ληστείας με παθούσα την Β1, δεν δημιουργείται αντίφαση, ως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, από το ότι καταδικάζεται για την πράξη αυτή, ενώ στο σκεπτικό της αποφάσεως διαλαμβάνεται ".. ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος και ο μη συλληφθείς ομοεθνής τους άρχισαν να ερευνούν τους διαφόρους χώρους της ως άνω οικίας, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 εξήλθε αυτής για να κατοπτεύσει τον χώρο και ειδοποιήσει τους λοιπούς στην περίπτωση κινδύνου σύλληψης...", αφού κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό, της εξόδου του αναιρεσείοντος προς κατόπτευση του χώρου, προηγήθηκε η από κοινού με τους λοιπούς δράστες συμπεριφορά αυτού να αξιώνει επίμονα από την παθούσα, με την απειλή μαχαιριού και τσεκουριού, να τους παραδώσει η παθούσα τα χρήματα της. Τέλος, με το να δεχθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα εγκλήματα της ληστείας και της αρπαγής συρρέουν αληθώς, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του πρώτου αναιρεσείοντος είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω η αίτηση αναιρέσεως του Χ1 με την οποία πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και η αίτηση του Χ2 με την οποία η ίδια απόφαση πλήττεται για τον πρώτο από τους άνω λόγους, είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, καταδικασθεί δε καθένας από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ1 και την από 19 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθ. 2728/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα..
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ