Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 468 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πρόσθετοι λόγοι.




Περίληψη:
Καθυστέρηση Καταβολής Χρεών προς το Δημόσιο. Άρθρ. 25 παρ. 1 Ν. 1882/1990, όπως αντικ. με αρθρ. 23 Ν. 2523/ 1997 και 34 παρ. 1 Ν. 3220/2004. 1) Απορριπτέοι ως αβάσιμοι, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ 1ος , 2ος του κυρίου δικογράφου και 1ος και 2ος των Προσθέτων, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Ορθά συνυπολογίζονται, κατά τις άνω διατάξεις νόμου και οι προσαυξήσεις, μεταγενέστερα του χρόνου της βεβαιώσεως του χρέους και τελέσεως του αδικήματος (2000-2001) και μέχρι του χρόνου συντάξεως του σχετικού Πίνακα Χρεών (2004) και δεν ανακύπτει εκ τούτου ασάφεια ως προς το χρόνο τελέσεως, ούτε ανακύπτει ζήτημα ως προς την παραγραφή της πράξεως, η οποία, από του δεκτού γενόμενου χρόνου τελέσεως (1 Απρ. 2001) μέχρι και του χρόνου επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο (Οκτ. 2005) και δεν έχει επέλθει. 2) Απορριπτέος ο 3ος λόγος αναιρέσεως, των Προσθέτων, για μη ανάγνωση και μη λήψη υπόψη 5 συγκεκριμένων εγγράφων, εκ του ότι στο Β/θμιο Δικαστήριο αναγνώσθηκε μόνο η Α/θμια απόφαση όχι δε και τα πρακτικά αυτής, διότι, ανεξάρτητα του ότι η μη ανάγνωση των πρακτικών της Α/θμιας δίκης στο Β/θμιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 502 παρ. 1 ΚΠΔ, δεν επάγεται καμία ακυρότητα της διαδικασίας, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ούτε και προκύπτει από τα πρακτικά ότι ζήτησε την ανάγνωση αυτών και το Δικαστήριο, παρά το νόμο, αρνήθηκε ή παρέλειψε την ανάγνωσή τους (ΑΠ 867/2007), προκύπτει περαιτέρω, από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης Β/μιας αποφάσεως, ότι αναγνώσθηκε η με αριθ. 7314/2005 απόφαση του πρωτοβαθμίου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου και επομένως, αφού η απόφαση είναι ενιαία και αλληλένδετη με τα πρακτικά αυτής, έπεται ότι μαζί με την αναγνωσθείσα απόφαση ασφαλώς αναγνώστηκαν και τα πρακτικά αυτής και κατ΄ ακολουθία αναγνώστηκαν, μέσω αυτής, και τα ως άνω 5 έγγραφα που είχαν αναγνωσθεί στην πρωτοβάθμια δίκη, όπως από τα πρακτικά αυτής προκύπτει και τα οποία δεν μνημονεύονται ότι αναγνώστηκαν στη δευτεροβάθμια δίκη (ΑΠ 429/2008). 3) Απορριπτέοι οι 4ος , 5ος και 6ος πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως για αναιτιολόγητη απόρριψη των προβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών περί αναγνωρίσεως στον κατηγορούμενο των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α΄, β΄ και ε΄ του ΠΚ, διότι α) υπάρχει ειδική και επαρκής αιτιολογία ως προς την απόρριψη των αιτηθέντων ελαφρυντικών των εδαφ. α΄ και β΄ του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ και β) το αίτημα αναγνώρισης του ετέρου ελαφρυντικού του εδαφ. ε΄ του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, είχε υποβληθεί αορίστως και δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει και να αιτιολογήσει αορίστως υποβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό (ΑΠ 921/08).




Αριθμός 468/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεόντιο Ασλανίδη, περί αναιρέσεως της 152/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 3 Νοεμβρίου 2008 προσθέτους λόγους που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 773/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Ειδικότερα προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις έναρξης της ποινικής ευθύνης, ήτοι εκείνη της μη καταβολής του χρέους, που η εξόφλησή του έχει ρυθμισθεί με δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσης και εκείνης της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας, κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Επακολούθησε η αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 από το άρθρο 23 του ν. 2523/1997. Με την αντικατάσταση αυτή, αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής. Τέλος, το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004. Με τη νέα αυτή αντικατάσταση: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διαπράξεώς του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπληρώσεως τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά τις διατάξεις του ν. 2523/1997 (άρθρο 23 παρ. 1), το έγκλημα της καθυστέρησης καταβολής βεβαιουμένου χρέους, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και δύο τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει το 1.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους) και τα (2.000.000) δρχ., όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, β) έξι και τεσσάρων τουλάχιστον μηνών αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα (2.000.000) και (3.000.000) δρχ., και γ) ενός έτους και έξι μηνών τουλάχιστον αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα 3.000.000 και 4.500.000 δρχ. Κατά το άρθρο 34 του Ν. 3220/2004, (αύξηση ορίου ληξιπροθέσμων χρεών για ποινική δίωξη οφειλετών), που η ισχύς του άρχισε από 1-1-2004, και αντικατέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κλπ. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, και γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Κατά το μέρος που, οι νέες αυτές διατάξεις, δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς, για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις ενάρξεως και θεμελιώσεως της ποινικής ευθύνης, οι προγενέστερες διατάξεις, που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεώς τους. Επομένως, εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών μικρότερων εκείνων, που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτό, πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, κρίσιμα στοιχεία, για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος του χρέους, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος που έπρεπε να καταβληθεί, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσεως, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει κατ' ανάγκη με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι, ως χρόνο βεβαιώσεως των χρεών, ο νόμος εννοεί αυτόν που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του ποσού και του είδους της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο και ήδη τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην καταδικαστική απόφαση, πέραν των όσων αναφέρθηκαν, αν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή αν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, αφού για την καθεμιά από τις ως άνω κατηγορίες, αφενός μεν προβλέπεται διαφορετικό ύψος ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής του χρέους, αφετέρου δε απειλείται διαφορετικό πλαίσιο ποινής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 34 του Ν. 3220/2004, η ισχύς του οποίου άρχισε από 1-1-2004, και με το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ. για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κλπ. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ. β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με τη νέα αυτή ρύθμιση: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διαπράξεώς του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπληρώσεως τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις ενάρξεως και θεμελιώσεως της ποινικής ευθύνης οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεώς τους. Αντιθέτως, όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και αφορούν πράξεις που τελέστηκαν πριν την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, υπερβαίνει δε το καθένα από αυτά το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη (1.000.000 δρχ. προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και 2.000.000 δρχ. προκειμένου περί λοιπών φόρων και χρεών γενικά), ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια τα χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, είναι οι διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004 ευμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και τυγχάνουν εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον αυξάνεται με αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη στο ποσό των 10.000 ευρώ και ορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του η παρέλευση τετραμήνου και όχι διμήνου από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποίαν πρέπει να καταβληθεί το χρέος, ενώ συγχρόνως αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους(μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. (Ολ ΑΠ 1/2005). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν κατ' έφεση Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, δέχθηκε στο αιτιολογικό του τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση από όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, την ένορκη εξέταση της μάρτυρος στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας εμπορίας πετρελαιοειδών με την επωνυμία "SOSKO ΑΕ" που εδρεύει στον Πειραιά, ενώ όφειλε προς το Δημόσιο χρέη εφάπαξ βεβαιωμένα στο Βόλο στις 31.10.2004 από το Τελωνείο Βόλου α) το ποσό των 81.951,00 €, που αφορά πρόστιμα και πολλαπλά τέλη, στο οποίο, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του άνω πίνακα χρεών, αντιστοιχούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 55.563,15 €, και β) το ποσό των 20.487,39 € που αφορά επιρριπτόμενους δασμούς και φόρους, στο οποίο, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του άνω πίνακα χρεών, αντιστοιχούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 28.375,03 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 186.376,57 € μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στο Τελωνείο του Βόλου στις 31-10-2000 σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και έγιναν ληξιπρόθεσμα στις 1.4.2001, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, τα οποία όφειλε να καταβάλλει μετά την παρέλευση της τελευταίας ημέρας του τετραμήνου από τη βεβαίωση του χρέους, ήτοι την 1.4.2001, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής αυτών και μετά ταύτα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης. Ενόψει δε του ότι ο χρόνος τέλεσης της πράξης είναι κατά τα προαναφερόμενα η 1.4.2001 και η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2005, η ανωτέρω πράξη που εκδικάστηκε τον Ιανουάριο του 2008 δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή [άρθρα 111, 112, 113 ΠΚ] και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του κατηγορουμένου σύμφωνα με τον οποίο χρόνος τέλεσης της πράξης είναι η 21.3.96 όταν εκδόθηκε η με αριθμό 188/96 μερική καταλογιστική πράξη κρίνεται απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος". Στη συνέχεια το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, ένοχο για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και ειδικότερα του ότι: "Στο Βόλο στις 1-4-2001, ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο εφάπαξ καταβαλλόμενων χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις "περί χρεών προς το Δημόσιο" και που αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 120.000€, όπως προκύπτει από τον από 11-6-2004 (A/A10/04) πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος του Τελωνείου Βόλου, και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφλησή τους, παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, όντας Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας εμπορίας πετρελαιοειδών με την επωνυμία "SOSCO A.E." που εδρεύει στον Πειραιά, ενώ όφειλε στο Ελληνικό Δημόσιο α) το ποσό των 81.951,00€, που αφορά πρόστιμα και πολλαπλά τέλη, στο οποίο, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του άνω πίνακα χρεών, αντιστοιχούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 55.563,15 € και β) το ποσό των 20.487,39 € που αφορά επιρριπτόμενους δασμούς και φόρους, στο οποίο, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του άνω πίνακα χρεών, αντιστοιχούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 28.375,03 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 186.376,57 € μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στο Τελωνείο του Βόλου στις 31-10-2000 σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και έγιναν ληξιπρόθεσμα την 1.4.2001, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες (δηλαδή καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών)". Ακολούθως δε το Δικαστήριο της ουσίας, αφού απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί παραγραφής και περί αναγνωρίσεως ότι συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α, β και ε του ΠΚ, επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλακίσεως τεσσάρων ετών.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1 του ΠΚ, 25 παρ. 1 εδ. γ, 7 του Ν. 1882/1990, όπως αντικ. από το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 και από το άρθρο 34 παρ. 1, 2 του Ν. 3220/2004, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια και χρονική ισχύ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, του κατηγορουμένου εκπροσωπηθέντος δια δύο δικηγόρων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, για πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως αλληλοσυμπληρώνεται το αιτιολογικό με το διατακτικό, τόσον στην αιτιολογία, όσο και στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου: 1) Το αιτιολογικό είναι μεν τυπικό και εξαντλείται σε σχεδόν απλή επανάληψη του διατακτικού, όμως στο διατακτικό περιλαμβάνονται αναλυτικά όλα εκείνα τα κατά προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκομένου εγκλήματος και δη η ύπαρξη και το ύψος του βεβαιωθέντος χρέους, αναλυτικά κατ'είδος προελεύσεως και ποσά επί μέρους και συνολικά (πρόστιμα, πολλαπλά τέλη, επιρριπτόμενοι δασμοί, φόροι, τόκοι, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής), η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, ο εφάπαξ τρόπος πληρωμής του, το ληξιπρόθεσμο αυτού, δηλαδή ο ακριβής χρόνος ταμειακής βεβαιώσεως και καταβολής του, ο χρόνος βεβαιώσεως του χρέους και ο ακριβής χρόνος τελέσεως του εγκλήματος, από τη μη πληρωμή του εκ μέρους του υπόχρεου κατηγορουμένου μέχρι την 31-3-2001 ήτοι μέσα στην τετράμηνη προθεσμία, από του οριζόμενου χρόνου βεβαιώσεως. 2) Αναφέρονται στο αιτιολογικό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και οι αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε το Δικαστήριο τα γενόμενα από αυτό δεκτά περιστατικά, με ρητή αναφορά και στον αναγνωσθέντα και συνημμένο στην επίσης αναγνωσθείσα αίτηση ποινικής διώξεως, από 11-6-2004 (Α/Α 10/04) Πίνακα Χρεών που συνέταξε ο αρμόδιος προϊστάμενος του Τελωνείου Βόλου, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να εμπεριέχεται ή να ενσωματώνεται ο ίδιος ο εν λόγω πίνακας, αφού στο αιτιολογικό και στο διατακτικό εξειδικεύονται πλήρως και αναλυτικά ως παραπάνω όλα τα βεβαιωθέντα επί μέρους χρέη και προσαυξήσεις, που σαφώς κατά το αιτιολογικό εξήχθηκαν από τον εν λόγω Πίνακα Χρεών και την αίτηση ασκήσεως ποινικής διώξεως. 3) Δεν δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, ως προς τον ακριβή χρόνο βεβαιώσεως του χρέους, γιατί στο μεν αιτιολογικό, γίνεται αναφορά ότι το επίδικο χρέος βεβαιώθηκε, τόσο στις 31-10-2004, όσο και στις 31-10-2000, στο δε διατακτικό της γίνεται αναφορά ότι το συνολικό χρέος βεβαιώθηκε την 31-10-2000 και ότι κατέστη ληξιπρόθεσμο την 1-4-2001, διότι ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος, τόσο στο αιτιολογικό, όσο και στο διατακτικό είναι ο ίδιος, η 1-4-2001 και ενόψει του ότι αναφέρεται ως χρόνος βεβαιώσεως του χρέους και η ορθή ημερομηνία 31-10-2000, από την οποία έχει παρέλθει το αναγκαίο τετράμηνο για την καταβολή και την ως άνω τέλεση του εγκλήματος, σαφώς συνάγεται ότι από παραδρομή αναγράφηκε ο άνω δεύτερος χρόνος βεβαιώσεως, η 31-10-2004, που λογικά δε μπορεί να έπεται του άνω χρόνου τελέσεως που είναι η 1-4-2001. 4) Δεν δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, ως προς το χρόνο ληξιπροθέσμου του χρέους, που αναγράφεται τόσο στο αιτιολογικό, όσον και στο διατακτικό η 1-4-2001, ημερομηνία που αναγράφεται και ως χρόνος τελέσεως, διότι από το ίδιο το αιτιολογικό (σελ. 11), που αναφέρει ως μοναδικό χρόνο τελέσεως του εγκλήματος (1-4-2001), την παρέλευση της τελευταίας ημέρας του τετραμήνου από τη γενόμενη στις 31-10-2000 βεβαίωση του χρέους, συνάγεται ότι πρόκειται για παραδρομή, αφού μάλιστα κατά το νόμο, (κατά τους εν λόγω ειδικούς νόμους και το άρθρο 5 του ΚΕΔΕ), ο χρόνος ληξιπροθέσμου του χρέους έπεται του χρόνου βεβαιώσεως αυτού από το αρμόδιο Τελωνείο Βόλου. 5) Ορθά συνυπολογίστηκαν στα οφειλόμενα από τον κατηγορούμενο ως παραπάνω χρέη και οι προσαυξήσεις των χρεών αυτών μέχρι την κατά τα άνω ημερομηνία της 11-6-2004 συντάξεως του σχετικού Πίνακα Χρεών, καίτοι χρόνος τελέσεως του εγκλήματος είναι η 1-4-2001, διότι τούτο σαφώς προβλέπεται από την αρχική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όσο και από τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις αυτής, αρχικά με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 και στη συνέχεια με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, χωρίς να ανακύπτει από αυτό και ζήτημα παραγραφής του εγκλήματος, αφού δεν μεταβάλλεται ο ως άνω χρόνος τελέσεως του εγκλήματος. 6) Είναι μεν βάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η διάταξη του άρθρου 34 παρ. 2 του Ν. 3220/2004, με την οποίαν ορίζεται ότι: "Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής", είναι ευμενέστερη γι'αυτόν ως προς το θέμα της προβληθείσας παραγραφής της πράξεως, από εκείνη του άρθρου 23 του Ν. 2523/1997, όπως ίσχυε προηγουμένως, και τυγχάνει επομένως ενταύθα αναδρομικής εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, πλην όμως, δεν συνάγεται από αυτή, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ότι είναι παραγεγραμμένη η διωχθείσα σε βαθμό πλημμελήματος ένδικη αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για την οποία καταδικάστηκε, αφού τελέστηκε η τελευταία, σύμφωνα με τις άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, την 1-4-2001, χωρίς να παρέλθει έκτοτε οκταετία, για την εξάλειψη του αξιοποίνου της. Επίσης, όταν επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο το κλητήριο θέσπισμα, κατά μήνα Οκτώβριο του 2005 κατ'αυτόν, δεν είχε συμπληρωθεί πενταετία από της κατά την 1-4-2001 τελέσεως και όχι το 1996, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, ανασταλείσας της παραγραφής επί τριετία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111,112, 113 του ΠΚ. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε του ΚΠοινΔ συναφείς λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, πρώτος και δεύτερος, του κυρίου δικογράφου και των πρόσθετων λόγων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση α) για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την ενοχή και ως προς την απόρριψη προβληθέντος αυτοτελούς περί παραγραφής ισχυρισμού, και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και έλλειψη νόμιμης βάσεως με εκ πλαγίου παράβαση των νόμων, είναι, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου, απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Κατά τη γνώμη, όμως, του Αρεοπαγίτη Νικολάου Ζαΐρη, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, καθώς και ο αντίστοιχος πρώτος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, θα πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι και εξ' αυτού του λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, για τους παρακάτω λόγους: Πράγματι, σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα και το νόμο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, αλλά είναι καθαρά τυπική, αφού αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού, χωρίς να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη αποδεικτική διαδικασία. Το διατακτικό δε της αποφάσεως, δεν δύναται να συμπληρώσει στην προκειμένη περίπτωση τις ελλείψεις αυτές του σκεπτικού, αφού ούτε λεπτομερές είναι, ούτε εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Ειδικότερα, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά ασαφής, ελλιπής και αντιφατική. Συγκεκριμένα: α) στο αιτιολογικό δεν διαλαμβάνονται πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση για την ενοχή του κατηγορουμένου, β) υπάρχει ασάφεια και αντίφαση μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού, ως προς τον ακριβή χρόνο βεβαιώσεως του χρέους, γιατί στο μεν αιτιολογικό, γίνεται αναφορά ότι το επίδικο χρέος βεβαιώθηκε σε δυο διαφορετικούς χρόνους και συγκεκριμένα, τόσο στις 31-10-2004, όσο και στις 31-10-2000, στο δε διατακτικό της γίνεται αναφορά ότι το συνολικό χρέος από 186.376,57 ευρώ, βεβαιώθηκε μόνο κατά την 31-10-2000, και ότι το χρέος αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο την 1-4-2001, ήτοι σε χρόνο που το συγκεκριμένο χρέος, που φέρεται να έχει βεβαιωθεί την 31-10-2004, ακόμη, δεν είχε γεννηθεί. Η παραδοχή δε στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως χρόνου βεβαιώσεως του επίδικου χρέους, αυτού της 31-10-2004, πέραν της 31-10-2000, δεν μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλη παραδρομή του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα ότι το ίδιο χρέος φέρεται να έχει βεβαιωθεί μόνο κατά την 31-10-2000, γ) ενώ στο αιτιολογικό γίνεται αναφορά, ότι το επίδικο χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο την 1-4-2001, ταυτόχρονα το δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχεται ότι χρόνος τελέσεως της πράξεως, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, είναι η 1-4-2001, ημέρα κατά την οποία σύμφωνα με τις παραδοχές της, αυτός παραβίασε την υποχρέωση για την καταβολή του χρέους του. Έτσι, όμως, υπάρχει ασάφεια και ως προς τον πραγματικό χρόνο τελέσεως της πράξεως, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος, αφού στην προκείμενη περίπτωση, ενόψει της ως άνω παραδοχής, ως προς το χρόνο τελέσεως, ήτοι αυτόν της 1-4-2001, η ποινική του ευθύνη αρχίζει μόνο μετά την παρέλευση του τετραμήνου, αφότου το χρέος αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο, ήτοι από 1-8-2001 και όχι από την ημέρα που αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο, και πολύ περισσότερο σε προγενέστερο της 1-4-2001 χρονικό διάστημα. Σημειώνεται, επίσης, ότι ενώ στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως γίνεται σχετική αναφορά στον πίνακα χρεών, που επισυνάπτεται στην από 04-6-2004 αίτηση της Τελωνειακής αρχής του Τελωνείου Βόλου, προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου, προς άσκηση της ποινικής διώξεως, εν τούτοις, ο πίνακας αυτός στον οποίο εμφαίνονται αναλυτικώς τα χρέη του κατηγορουμένου, δεν εμπεριέχεται ούτε στο σκεπτικό, ούτε και στο διατακτικό της. Επομένως, κατά τη γνώμη του μειοψηφούντος μέλους, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, καθώς και ο αντίστοιχος πρώτος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, είναι βάσιμοι. Μετά από αυτά, κατά την γνώμη της μειοψηφίας, και, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως, θάπρεπε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
Επειδή περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 331, 333 και 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε ως αποδεικτικό μέσο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο συνιστά απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου κώδικα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 του ιδίου κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις, σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα συντασσόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, ούτε ακόμη και ως στοιχείο προσδιοριστικό της ταυτότητας αυτού, αλλά αρκεί να μνημονεύονται τα όποια άλλα στοιχεία εξατομικεύουν τούτο, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν το έγγραφο αυτό έχει πραγματικά αναγνωσθεί. Έτσι, εφόσον βεβαιώνεται ότι έγινε η ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε και η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, ενόψει του ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο αυτό στα πρακτικά, αλλά από το αν αναγνώσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, ότι επήλθεν ακυρότητα της διαδικασίας εκ του ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ανέγνωσε τα πρακτικά αλλά μόνο την εκκληθείσα απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου και δεν ανέγνωσε κανένα από τα αναγνωστέα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στον πρώτο βαθμό και δη τα παρακάτω έγγραφα: 1) Αίτηση ποινικής δίωξης. 2) Πίνακας χρεών. 3) Η υπ'αριθ. 188/93/1996 μερική καταλογιστική πράξη. 4) Οι υπ'αριθ. 496/2000, 20/2002, 592/2003 αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου και 5) Η από 1-11-2001 ειδική πρόσκληση. Όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σε αυτήν πρακτικά, μεταξύ των εγγράφων που, όπως βεβαιώνεται σε αυτά ότι αναγνώσθηκαν αναφέρεται και "η υπ'αριθμ. 7314/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου", χωρίς να σημειώνεται ειδικά ότι αναγνώσθηκαν και τα πρακτικά αυτής ή τα λοιπά ως πιο πάνω 5 έγγραφα που είχαν αναγνωσθεί στην πρωτοβάθμια δίκη. Ο ανωτέρω τρίτος λόγος των προσθέτων, είναι απορριπτέος, διότι, ανεξάρτητα του ότι η μη ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, όπως ορίζεται στο άρθρο 502 παρ. 1 ΚΠοινΔ, δεν επάγεται καμία ακυρότητα της διαδικασίας, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ούτε και προκύπτει από τα πρακτικά ότι ζήτησε την ανάγνωση αυτών και το Δικαστήριο, παρά το νόμο, παρέλειψε ή αρνήθηκε την ανάγνωσή τους, προκύπτει περαιτέρω από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι αναγνώσθηκε η εν λόγω απόφαση του πρωτοβαθμίου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου και επομένως, αφού η απόφαση είναι ενιαία και αλληλένδετη με τα πρακτικά αυτής, έπεται ότι μαζί με την αναγνωσθείσα απόφαση ασφαλώς αναγνώσθηκαν και τα πρακτικά αυτής και κατ' ακολουθίαν, μέσω αυτών, αναγνώσθηκαν και τα ως άνω 5 έγγραφα που είχαν αναγνωσθεί στην πρωτοβάθμια δίκη, όπως από τα πρακτικά αυτής προκύπτει.

Τέλος, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υποθέσεως, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, τέτοιος ισχυρισμός, περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να τον ερευνήσει και, αν τον απορρίψει, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση, όμως, της εξετάσεως της ουσιαστικής βασιμότητας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή αυτού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περιστάσεως. Μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α, β και ε, ήτοι α) ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (στοιχ. α'), β) ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής κλπ (στοιχ. β), και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (στοιχ. ε'). Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, για να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ήτοι απαιτείται εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη μετά την πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με αυτοτελείς ισχυρισμούς που κατέθεσε ο συνήγορός του εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο, ζήτησε να αναγνωρισθούν στο πρόσωπό του οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α, δ και ε του ΠΚ και σχετικά με το τελευταίο ως άνω ελαφρυντικό, εξέθεσε τα παρακάτω: "από το 1996 (χρόνος τελέσεως) μέχρι και σήμερα έχουν μεσολαβήσει 12 χρόνια ανεπιλήπτου βίου". Στον παραπάνω όμως αυτοτελή ισχυρισμό, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψη, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, έτσι όπως προβλήθηκε, χωρίς παράθεση περιστατικών δηλωτικών της ανεπίληπτης και αρμονικής συμβίωσης αυτού μετά την πράξη, ενόψει και του ότι ο χρόνος τελέσεως είναι ο Απρίλιος του 2001 και όχι το 1996, δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από το νόμο, ως παραπάνω εκτέθηκαν, προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ορισμένος και να χρήζει απαντήσεως. Τους λοιπούς ισχυρισμούς για αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων υπό στοιχ. α και β της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, το Δικαστήριο, τους απέρριψε ως αβάσιμους, με την εξής αιτιολογία: "α) ως προς τον πρώτο ισχυρισμό ναι μεν από τα αναγνωσθέντα έγγραφα αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος μετά την τέλεση της πράξης (2005) έγινε δωρητής οργάνων σώματος και είχε εθελοντική προσφορά σε τράπεζα αίματος πλην όμως από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι μέχρι το χρόνο τέλεσης της προκείμενης πράξης (2001) είχε έντιμη ατομική οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή, μόνο δε το λευκό ποινικό μητρώο δεν αρκεί για τη θεμελίωση του περί εντίμου βίου ισχυρισμού και β) ως προς το δεύτερο ισχυρισμό δεν αποδείχθηκε ότι ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια με μόνη την έκδοση της με αριθμό 465/05 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας με την οποία το δικαστήριο έπαυσε οριστικά την ασκηθείσα κατ'αυτού ποινική δίωξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση με σκοπό προσπόρισης αθέμιτου οφέλους σε βάρος του Δημοσίου ποσού άνω των 25.000.000 δραχμών, που συνδέεται αιτιωδώς με την εκδικαζόμενη πράξη, λόγω μεταβολής της ως άνω κακουργηματικής πράξης σε πλημμεληματική και της παραγραφής αυτής". Η ως άνω αιτιολογία είναι επαρκής και ειδική κατά τα παραπάνω και κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, σχετικοί τέταρτος, πέμπτος και έκτος των προσθέτων, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που απέρριψε τους ως άνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος.
Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι, πρέπει, κατά πλειοψηφία, να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, κατά πλειοψηφία, την από 20-2-2008 αίτηση του ...και τους προσθέτους λόγους αυτής, για αναίρεση της με αριθμ. 152/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή