Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1416 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Δυσφήμηση απλη.




Περίληψη:
Απλή δυσφήμηση. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για ελλιπή αιτιολογία και εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 362 του Π.Κ. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογεί το υποκειμενικό στοιχείο και περαιτέρω ενώ κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο για απλή δυσφήμηση δεν ερευνά, στο πλαίσιο των ορισμών του άρθρου 366 παρ. 1 και 3, την αλήθεια ή μη του δυσφημιστικού γεγονότος. Αναιρεί και παραπέμπει.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1416/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσείοντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 , που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Στεφάνου και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Στεφάνου, περί αναιρέσεως της 70/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας. Το Τριμελές Εφετείο Κερκύρας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 19 Μαρτίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 789/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Οι με το αυτό περιεχόμενο από 19-3-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2 κατά της υπ' αριθμ. 70/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν.

ΙΙ.- Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ. προκύπτει, ότι για την πραγμάτωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) άμεσος δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη θέλησή του να προβεί στην ενέργεια αυτή και στη γνώση, ότι το γεγονός ήταν ψευδές και μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 362 Π.Κ. συνάγεται, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της απλής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού, και β) δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη θέλησή του να προβεί στην ενέργεια αυτή και στη γνώση, ότι το γεγονός μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Τέλος από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 366 παρ. 1 και 3 και 367 παρ. 1 και 2β του ΠΚ προκύπτουν τα εξής: α) αν δεν αποδεικνύεται ότι το δυσφημιστικό γεγονός είναι ψευδές, καταλειπομένων αμφιβολιών περί της αληθείας ή αναληθείας αυτού, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, β) αν αποδεικνύεται ότι το δυσφημιστικό γεγονός είναι αληθές δεν στοιχειοθετείται ούτε το έγκλημα της δυσφημήσεως, ενώ αν υπάρχουν αμφιβολίες περί της αληθείας, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, στοιχειοθετείται το έγκλημα αυτό, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 367. Είναι δυνατόν όμως να στοιχειοθετείται το από το άρθρο 361 του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο έγκλημα της εξυβρίσεως, αν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως. (άρθρο 366 παρ. 3 και 367 παρ. 1.β.).

ΙΙΙ.- Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του Κ.Π.Δ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό με συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Κερκύρας που δίκασε κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων σ'αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ".. αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι 1) Χ1 και 2) Χ2 τέλεσαν τις πράξεις 1) της απλής δυσφήμησης (ο δεύτερος) και 2) της ηθικής αυτουργίας σε απλή δυσφήμηση ( ο πρώτος) που αποδίδεται σ' αυτούς.
Ειδικότερα, στην Κέρκυρα, στις 5-11-2001, ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας, το οποίο δίκαζε έφεση που είχε ασκήσει ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1, κατά της υπ' αριθ. 875/20-4-2000 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας - με την οποία ο τελευταίος κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών για ψευδή καταμήνυση του ήδη μηνυτή Ψ1, τον οποίο, κατά την κατηγορία που του είχε αποδοθεί, είχε καταμηνύσει ψευδώς ότι "αυθαίρετα και παράνομα μπήκε στο κτήμα του και έκανε εργασία τοποθέτησης πλαστικού σωλήνα ύδρευσης καταστρέφοντας το κάτω μέρος της περίφραξής του (συρματόπλεγμα) σε ένα σημείο και στη συνέχεια μέσω της σούδας του κτήματος του κατηγορουμένου, όδευσε τον σωλήνα ύδρευσης στο δικό του κτήμα" - ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας υπεράσπισης του δεύτερου, προταθείς από αυτόν, κατέθεσε για τον εγκαλούντα Ψ1, ότι "ο Ψ1 με έβαλε μάρτυρα κατηγορίας να έλθω να πω ψέματα. Αυτός το έκανε και με άλλους κατοίκους του ......". Το γεγονός αυτό που ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος αυτός, ότι δηλαδή ο μηνυτής τον πρότεινε ως μάρτυρα σε δίκη με κατηγορούμενο τον ήδη συγκατηγορούμενό του (Χ1), όπως και ότι, πρότεινε και άλλους ως μάρτυρες κατηγορίας (σε διάφορες δίκες μεταξύ του τελευταίου και του μηνυτή) για να καταθέτουν στο δικαστήριο ψέματα, ήταν αντικειμενικά ικανό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή (εγκαλούντος), αφού αυτός έτσι εμφανίζεται ότι "κατασκευάζει" κατηγορίες και χρησιμοποιεί ψευδομάρτυρες για να επιτυγχάνει την καταδίκη του αντιδίκου του, και το γνώριζε αυτό ο εν λόγω κατηγορούμενος όταν το κατέθετε. Ανεξάρτητα δε από το ότι δεν προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο ο από το άρθρο 367 αυτοτελής ισχυρισμός της συνδρομής δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν αναγκαίος για την υπεράσπιση του δεύτερου κατηγορουμένου και την αθώωσή του, στην οποία και στόχευε η κατάθεση του πρώτου από αυτούς. Την απόφαση δε για να προβεί στην, με το παραπάνω περιεχόμενο, κατάθεση, ο πρώτος κατηγορούμενος, την προκάλεσε ασφαλώς ο δεύτερος, που τον ώθησε με παραινέσεις, λόγω της στενής φιλίας τους, αφού ήταν και αυτός που είχε συμφέρον από αυτή ώστε να επιτύχει την επ' ωφελεία του έκβαση της συγκεκριμένης δίκης. Επομένως, οι κατηγορούμενοι, κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των παραπάνω πράξεων... ". Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, τον μεν Χ2 για απλή δυσφήμηση, τον δε Χ1 για ηθική αυτουργία στην άνω πράξη και επέβαλε σε καθένα από αυτούς ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών την οποία μετέτρεψε. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι ελλειπής, ασαφής και περιέχει λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 362 του Π.Κ . Ειδικότερα, δεν εκτίθενται στην απόφαση παντάπασι πραγματικά περιστατικά για την εξ υποκειμένου θεμελίωση της πράξης της απλής δυσφήμησης από τον κατηγορούμενο Χ2, δηλαδή περί του αν αυτός δια του περιεχομένου της καταθέσεως του γνώριζε ότι μπορεί να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και θέλησε την προσβολή της τιμής αυτού, αν και το στοιχείο του δόλου δεν είναι αυτονόητο ούτε προκύπτει από όσα εκτίθενται στο σκεπτικό και διατακτικό της αποφάσεως. Περαιτέρω, ενώ αποφθεγματικά δέχεται ότι από το περιεχόμενο της καταθέσεως του Χ2 μπορούσε αντικειμενικά να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 , δεν διαλαμβάνει σκέψεις περί της αλήθειας ή μη αυτού καθ'εαυτού του δυσφημηστικού γεγονότος, περί του αν δηλαδή η στο ποινική δικαστήριο κατάθεσή του έγινε καθ' υπόδειξη του άνω πολιτικώς ενάγοντος. Έτσι, όμως, δημιουργείται ασάφεια αφού με την καταδίκη του κατηγορουμένου όχι για συκοφαντική αλλά για απλή δυσφήμηση, εμμέσως το δικαστήριο απέκλεισε το ψευδές του γεγονότος, χωρίς όμως να ερευνήσει, ως όφειλε την συνδρομή των όρων της γενικής διάταξης του άρθρου 366 παρ.1 και 3 Π. Με τα δεδομένα αυτά, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως και των δύο αναιρεσειόντων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, με την έννοια της εκ πλαγίου παραβάσεως της διατάξεως του άρθρου 363 του Π.Κ που καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο του δικαστηρίου για την ορθή εφαρμογή του νόμου, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές (άρθρ. 519 του ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 70/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας.
Και.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Μαϊου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή