Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.
Περίληψη:
Αιτιολογίας ανεπάρκεια. Πρέπει να αιτιολογείται ειδικά η γνώση του δράστη της πράξεως της αποδοχής προϊόντος εγκλήματος, για το ότι το αντικείμενο αυτής είχε την εν λόγω ιδιότητα, καθώς και η απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για άρση του αξιοποίνου από τα άρθρα 395 και 379 του Π.Κ.
Αριθμός 2233/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μίστρα, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 819/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1862/2006.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος με πρόθεση αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλο τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινο πράξη....τιμωρείται με φυλάκιση, ανεξάρτητα εάν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος από τον οποίο προέρχεται το πράγμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν πράγμα που προέρχεται από αξιόποινη πράξη, απόκρυψη (λήψη του παρανόμως κτηθέντος πράγματος στην κατοχή του), αγορά, λήψη ως ενέχυρο ή αποδοχή στην κατοχή του από το δράστη....υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει, τη γνώση έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), της παράνομης προέλευσης του πράγματος και τη θέληση απόκρυψης, λήψης ως ενεχύρου κ.λ.π. Δηλαδή, ο δράστης πρέπει να γνωρίζει ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και η θέληση να αγοράσει τούτο ή να αποκρύψει κ.λ.π.
Εξ' άλλου η, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περαιτέρω η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, στην άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, σχετικά με το αδίκημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, για το οποίο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, που την μετέτρεψε, προς 4,40 ευρώ την ημέρα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο ο κατηγορούμενος ..... δέχθηκε στην κατοχή του μια μηχανή αυτοκινήτου που ήταν κλεμμένο και αναφέρεται στο διατακτικό την οποία τοποθέτησε στο αυτοκίνητο της συζύγου του αν και γνώριζε ότι αυτή ήταν προϊόν κλοπής".
Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο, αφενός μεν, γιατί στην απόφαση δεν γίνεται καμία μνεία για τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Εφετείο συνήγαγε την κρίση του, ότι ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση της προέλευσης του πράγματος, ούτε αναφέρονται οι σκέψεις με τις οποίες πείστηκε ότι η αγορά και αποδοχή εκ μέρους του της μηχανής του αυτοκινήτου, έγινε με πρόθεση και σε γνώση του ότι ήταν προϊόν αξιόποινης πράξης (κλοπής). Πέραν τούτων απέρριψε χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, τον αυτοτελή, από το άρθρο 395 σε συνδυασμό με το άρθρο 379 παρ. 1 ΠΚ ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για άρση του αξιοποίνου της πράξεως, για την οποία αυτός καταδικάσθηκε, αν και είχε επικαλεστεί παραδεκτώς, ότι, πριν από την κατά οποιονδήποτε τρόπο εξέτασή του για την πράξη αυτή από τις αρχές, είχε ικανοποιηθεί πλήρως η εγκαλούσα με την εκούσια απόδοση σ' αυτή του κλοπιμαίου πράγματος. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του Κ.Π.Δ.), με τον οποίο προβάλλεται η κρινόμενη πλημμέλεια, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 Κ.Π.Δ. για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 819/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ