Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1899 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συναυτουργία, Σωματική βλάβη απλή, Σωματεμπορία.




Περίληψη:
Σωματεμπορία κατά συναυτουργία. Απλή σωματική βλάβη. Λόγοι αναίρεσης: 1) Έλλειψη αιτιολογίας, 2) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, 3) Ακυρότητα από ανάγνωση παρά τις αντιρρήσεις του κατηγορουμένου, προανακριτικών καταθέσεων απολειπόμενου μάρτυρα, 4) Ακυρότητα από μη απάντηση του Δικαστηρίου σε αίτημα του κατηγορουμένου. Απορρίπτει την αίτηση.





Αριθμός 1899/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστράτιο Βαλτούδη, περί αναιρέσεως της 45-47/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαρίσης. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ2 και 2) Χ3. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11.7.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1341/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 45-47/2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και ενός (1) μηνός, για τις πράξεις της σωματεμπορίας κατά συναυτουργία και της απλής σωματικής βλάβης, δεχθέντος ειδικότερα του δικαστηρίου ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Η εγκαλούσα Ψ1, αλλοδαπή υπήκοος Λευκορωσίας, ήλθε στην Ελλάδα με τουριστική βίζα το έτος 2002, προκειμένου να εργασθεί, μετά δε τη λήξη του καθορισμένου χρόνου παραμονής της εξακολούθησε να παραμένει παράνομα στη Χώρα και για το λόγο αυτό είχε καταχωρηθεί στον Κατάλογο Ανεπιθύμητων στη Χώρα Αλλοδαπών μετά από σχετική καταχώρηση για απέλαση, η οποία δεν είχε πραγματοποιηθεί, με βάση την από 18.4.2003 υπ' αριθμ. ...... απόφαση της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής/2ο Τμήμα Απελάσεων, καθόσον της δόθηκε προθεσμία 30 ημερών προς αναχώρηση από τη Χώρα, πλην όμως αυτήν δεν συμμορφώθηκε και παρέμενε παράνομα στην Ελλάδα. Αρχικά, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εργαζόταν σε διάφορα μπαρ και τον Ιούνιο 2003 μετέβη στη ..... Φθιώτιδος, όπου σύχναζε στο μπαρ με την επωνυμία ".....", στο οποίο εργάζονταν ως σερβιτόρα μία ομοεθνής φίλη της, η οποία και την φιλοξενούσε στο σπίτι της. Στο μπαρ αυτό, περί τα τέλη Ιουνίου 2003, γνώρισε κάποιον Γ1, αγνώστων λοιπών στοιχείων, Αλβανό υπήκοο, ο οποίος της υποσχέθηκε ότι, αν τον ακολουθήσει στη ...., αυτός θα την εφοδιάσει με τα απαραίτητα έγγραφα παραμονής της στη Χώρα. Αρνηθείσα η εγκαλούσα να τον ακολουθήσει, αυτός μετέβη στις 3.7.2003, στην οικία όπου διέμενε και έχοντας ως σκοπό την εξαναγκαστική εκμετάλλευση της γενετήσιας ζωής της, με απειλές και χρήση βίας σε βάρος της, την παρέλαβε και τη μετέφερε αυθημερόν με Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο στην παραλία της ....., όπου και την εξανάγκασε να συνουσιαστεί επάνω στην άμμο με έναν άγνωστο άνδρα, αντί αμοιβής 40 ευρώ, το οποίο έλαβε ο ίδιος, και ακολούθως στις 8.7.2003, μέσω Δελφών με τρένο την μετέφερε στη ..... και την υποχρέωνε να διαμένει σε διάφορα διαμερίσματα ομοεθνών του, με απώτερο σκοπό τη γενετήσια εκμετάλλευσή της, έχοντας προηγουμένως αποσπάσει από την κατοχή της και το διαβατήριό της, ώστε να μην μπορεί να διαφύγει. Ακολούθως, στις αρχές Αυγούστου 2003, την παρέδωσε στον ομοεθνή του πρώτο κατηγορούμενο Χ2 , ο οποίος την παρέλαβε από εκείνον, γνωρίζοντας ότι αυτή παρέμενε παράνομα στην Χώρα, αντί ανταλλάγματος 1.000 ευρώ και έχοντας αμφότεροι τον ίδιο σκοπό της γενετήσιας εκμετάλλευσής της. Έκτοτε και έως τις 23.8.2003, ο πρώτος κατηγορούμενος κατακρατούσε παρά τη θέλησή της την εγκαλούσα σε διάφορα διαμερίσματα της Θεσσαλονίκης και δη επί τριήμερον σε ένα υπόγειο διαμέρισμα επί της οδού ...... και στη συνέχεια από 10.8.2003 και για ένα μήνα περίπου, αφού τη μίσθωσε τότε, σε μία ισόγεια γκαρσονιέρα του πρώτου ορόφου πολυκατοικίας επί της οδού ......, στερώντας της κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα την ελευθερία κινήσεώς της, διότι την κλείδωνε στα ανωτέρω διαμερίσματα και συγχρόνως την απειλούσε ότι, αν προσπαθήσει να διαφύγει, ο Γ1 θα ασκήσει σε βάρος της σωματική βία, αφού "αυτός ξέρει μόνον από πιστόλι και μαχαίρι", Στο χρονικό αυτό διάστημα ο πρώτος κατηγορούμενος έκανε αλλεπάλληλες προσπάθειες για τη γενετήσια εκμετάλλευσή της. Προσπαθούσε να της βρει δουλειά, δήθεν ως σερβιτόρας σε μπαρ, αλλά στην πραγματικότητα για την παροχή υπηρεσιών αποσκοπουσών στη γενετήσια διέγερση των θαμώνων των εν λόγω καταστημάτων, με σκοπό ο ίδιος να αποκομίζει τα σχετικά κέρδη. Επειδή όμως δεν μπορούσε να επιτύχει την αμοιβή που αυτός επιθυμούσε, στις 23.8. 2003, παράδωσε την εγκαλούσα αντί ανταλλάγματος 1.500 ευρώ, στον δεύτερο κατηγορούμενο Χ1, με σκοπό αμφοτέρων να προβεί και αυτός, που γνώριζε την παράνομη παραμονή της στην Ελλάδα, στη γενετήσια εκμετάλλευσή της. Ο δεύτερος κατηγορούμενος, αμέσως οδήγησε την εγκαλούσα σε ένα μισθωμένο από τον ίδιο διαμέρισμα στον τρίτο όροφο πολυκατοικίας επί της οδού .... (περιοχή ..... στη Θεσσαλονίκη), όπου και την κατακράτησε χωρίς τη θέλησή της, έως τις 6.10.2003. Στο χρονικό αυτό διάστημα την εξανάγκαζε, με άσκηση σωματικής βίας και με απειλή βίας, να συνευρίσκεται με μεγάλο αριθμό ανδρών, ικανοποιώντας τη γενετήσια διέγερσή τους, αντί αμοιβής κυμαινόμενης από 50 έως 200 ευρώ κάθε φορά, ποσό το οποίο και λάβαινε ο ίδιος αμέσως μετά την πράξη από τους πελάτες, τους οποίους ο ίδιος ανεύρισκε και στην οικία των οποίων με ταξί οδηγούσε την εγκαλούσα, στην οποία μάλιστα απαρχής παραδέχθηκε ότι, για να την "πάρει" είχε πληρώσει στον Χ2 (πρώτο κατηγορούμενο) 1.500 ευρώ, για να προσθέσει ακόμη ότι, αυτή όφειλε να του εξοφλήσει το τίμημα της αγοράς της με την πειθαναγκαστικά από αυτόν ερωτική της με τρίτους συνεύρεση. Στο χρονικό διάστημα της παράνομης κατακράτησής της από τον δεύτερο κατηγορούμενο, αυτός της στερούσε την ελευθερία κινήσεως, κρατώντας την κλειδωμένη μέσα στο διαμέρισμα και υπό την φύλαξη πάντοτε του ιδίου, είτε φίλων του κατ' εντολήν του, ώστε να μην μπορεί να διαφύγει, ενώ πολλές φορές είχε χειροδικήσει και σε βάρος της. Η εγκαλούσα, μη αντέχοντας την γενετήσια εκμετάλλευσή της, στις 5.10.2003, επεχείρησε να αυτοκτονήσει πηδώντας από τη βεράντα του ανωτέρω διαμερίσματος, χωρίς όμως και να το κατορθώσει, διότι ο κατηγορούμενος βίαια την τράβηξε από το μπαλκόνι μέσα στο διαμέρισμα και στη συνέχεια της επιτέθηκε με γροθιές στο πρόσωπο, στο κεφάλι και στο σώμα, προκαλώντας της τα τραύματα, που ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό και την αναγνωσθείσα υπ' αριθμ. ...... ιατροδικαστική έκθεση της ιατροδικαστού ...... Την ίδια ημέρα μετά το εν λόγω συμβάν, ο δεύτερος κατηγορούμενος ανακοίνωσε στην εγκαλούσα ότι θα πάει "για δουλειά" στη ..... με κάποιον Χ3. Την επαύριο, 6.10.2003, ο τρίτος κατηγορούμενος Χ3, Αλβανός υπήκοος, μετά από προσυνεννόηση με εκείνον, με σκοπό και αυτός τη γενετήσια εκμετάλλευση της εγκαλούσας, την παρέλαβε από τον δεύτερο κατηγορούμενο, γνωρίζοντας και αυτός την παράνομη παραμονή της στη Χώρα, άγνωστον με ή χωρίς αντάλλαγμα. Ο τρίτος κατηγορούμενος, όταν παρέλαβε από την οικία του δεύτερου κατηγορουμένου την εγκαλούσα, με τρένο την μετέφερε στη ..... και, όταν τις πρώτες πρωινές ώρες της 6/7.10.2003 κατέφθασαν στη ...., την οδήγησε στο ξενοδοχείο "....." και την επομένη το πρωί, με το υπ' αριθμ. .... ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας SΕΑΤ ΙΒΙΖΑ, ιδιοκτησίας του, τη μετέφερε στο ξενοδοχείο ".....", πλησίον της Πλατείας του ...... Μόλις στο τελευταίο αυτό ξενοδοχείο κατέλυσαν, ο εν λόγω κατηγορούμενος ανακοίνωσε στην εγκαλούσα ότι, "για το βράδυ έχω κανονίσει να κάνεις έρωτα με 4 πελάτες" και εν σπουδή πήγε και πήρε ο ίδιος το διαβατήριό της από τον υπάλληλο της ρεσεψιόν ......, ώστε να μην κατορθώσει η εγκαλούσα και διαφύγει και έτσι αποτύχει ο σκοπός του της γενετήσιας εκμετάλλευσής της (ιδ. αναγνωσθείσα κατάθεση ανωτέρω μάρτυρος κατηγορίας από τα πρακτικά της υπ' αριθμ. 60-63/2005 εκκαλουμένης αποφάσεως). Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (7.10.2003) η εγκαλούσα με τη βοήθεια του ....., δευτέρου υπαλλήλου της ρεσεψιόν του ίδιου ξενοδοχείου, κατόρθωσε να εξέλθει του ξενοδοχείου και έτσι, τρομαγμένη, φοβισμένη και ανήσυχη, εντοπίσθηκε να περιφέρεται πέριξ της Πλατείας του ..... από περιπολικό της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Λάρισας, ως στερούμενη δε ταξιδιωτικών εγγράφων συνελήφθη και οδηγήθηκε στην εν λόγω Υπηρεσία. Η εγκαλούσα δεν γνώριζε τα στοιχεία ταυτότητος των δραστών της σε βάρος της σωματεμπορίας. Γνώριζε μόνον τα ψευδώνυμα τους Γ1 (αγνώστων λοιπών στοιχείων), Χ2 (πρώτος κατηγορούμενος), Χ1 (δεύτερος κατηγορούμενος), Χ3 (τρίτος κατηγορούμενος), αλλά και τις διευθύνσεις των διαμερισμάτων που παράνομα την κατακρατούσαν. Έτσι, με τις υποδείξεις της, κλιμάκιο της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Λάρισας, σε συνεργασία και με την Διεύθυνση Ασφάλειας Θεσσαλονίκης - Τμήμα Ηθών, στις 23.10.2003 μετέβησαν σε όλα τα εν λόγω διαμερίσματα, αρχικά, σε εκείνο της οδού ...... και στη συνέχεια, σε εκείνα .... και ..... και έτσι με βάση τις πληροφορίες που έλαβαν από τους εκμισθωτές των διαμερισμάτων, τα στοιχεία των κατηγορουμένων στα μισθωτήρια συμβόλαια και φωτοαντίγραφα των ατομικών τους εγγράφων (διαβατήρια, κάρτες παραμονής κ.λ.π.), εντοπίσθηκαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, του πρώτου εξ αυτών ρητέον Χ2, όντος κρατουμένου από 3.10.2003 στη Δικαστική Φυλακή Κομοτηνής για παράβαση του Νόμου περί Ναρκωτικών, καθώς επίσης εντοπίσθηκε και ο τρίτος κατηγορούμενος Χ3 στις 11.11.2003 στη Λάρισα. Όλοι τους αναγνωρίσθηκαν, με απόλυτη βεβαιότητα, από την εγκαλούσα, βάσει φωτοαντιγράφων φωτογραφιών και φωτοτυπιών των διαβατηρίων τους και αδειών παραμονής τους (να σημειωθεί ότι ήσαν κάτοχοι, οι πρώτος και δεύτερος των υπ' αριθμ. .... και ..... Π.Α.Π. της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και ο τρίτος της υπ' αριθμ. ....... άδειας παραμονής της Περιφέρειας Θεσσαλονίκης). Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται από την ενώπιον του Ανακριτού του Β' Τμήματος Πλημμελειοδικών Λάρισας και επ' ακροατηρίου νομίμως αναγνωσθείσα από 18.11.2003 ένορκη κατάθεση της εγκαλούσας σε συνδυασμό και με τις επίσης νομίμως αναγνωσθείσες και στο περιεχόμενο των οποίων αναφέρεται προανακριτικές της καταθέσεις από 8.10.2003 (αρχική) ενώπιον της Αστυνόμου Α' ..... και τις Συμπληρωματικές εκείνες από 9, 10, 23, 29.10 και 11.11/2003 ενώπιον της ίδιας και των Αστυνομικών Α' ...., Β' ..... και Ανθ/μου ....., στις οποίες λεπτομερώς, χωρίς αντιφάσεις και με λογική μεταξύ τους αλληλουχία εξιστορεί όλα τα πραγματικά περιστατικά της γενετήσιας εκμετάλλευσής της από ένα έκαστο των κατηγορουμένων και τον ανωτέρω συνεργό τους Γ1, α.λ.σ., καθώς και την επενεχθείσα σε βάρος της απλή σωματική βλάβη από το δεύτερο κατηγορούμενο Χ1. Οι καταθέσεις αυτές της εγκαλούσας επιρρωνύονται από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Αστυνομικών .... και ιδία του ...., ο οποίος, κατά μη αναιρούμενο από αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο τρόπο, κατέθεσε και αυτός την από κερδοσκοπία και από κοινού από τους κατηγορουμένους μαζί με τον συνεργό τους δόλια και εξαναγκαστική εκμετάλλευση, κατά τους ανωτέρω και στο διατακτικό χρόνους, της γενετήσιας ζωής της παθούσας, συνδεόμενη με την παράνομη παραμονή της στη Χώρα, γεγονότα τα οποία και είναι σε θέση καλώς να γνωρίζει, με βάση τις βάσιμες πληροφορίες που είχε από τους αξιωματικούς που επελήφθησαν του έργου της αστυνομικής προανάκρισης και ιδία του εξ αυτών Α' ....., ενώπιον των οποίων αυθορμήτως τα κατέθεσε η εγκαλούσα και οι οποίες πληροφορίες επιβεβαιώθηκαν και στη συνέχεια από τον ίδιο, γιατί και ο εν λόγω μάρτυς κατηγορίας συμμετείχε στο κλιμάκιο εντοπισμού των δραστών και είχε τότε και προσωπική επαφή με την εγκαλούσα, ώστε να πεισθεί απόλυτα, διαπιστώνοντας και ο ίδιος το φόβο και την ταραχή, που και τότε την διακατείχε, ότι όσα αυτή εξιστορούσε ήσαν αληθή, ήταν θύμα των κατηγορουμένων και του συνεργού τους και ακόμη ότι αυτή δεν ήταν ιερόδουλος. Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι έσπευσαν να εξαφανιστούν από τα διαμερίσματα που διέμεναν, το ίδιο δε και το τρίτος κατηγορούμενος Χ3, αμέσως μετά την προανακριτική του στις 12.11.2003 απολογία (δεν εμφανίστηκε ούτε καν στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) δεν δύνανται να αναιρεθούν από τις ασαφείς και εν πολλοίς αόριστες καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως Ζ1, ....., ......, ....., .... και ...., συγγενών στην πλειοψηφία τους με τους κατηγορουμένους, ούτε και από τις απολογίες των τελευταίων, που αρνούνται την σε βάρος τους κατηγορία, αντιφάσκοντες μάλιστα μεταξύ τους (ο πρώτος ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει τον δεύτερο κατηγορούμενο, ο τελευταίος και ο αδελφός του Χ2, αντίθετα, ότι είναι φίλοι μεταξύ τους), ενώ περαιτέρω δεν γίνεται πιστευτός, ως αναπόδεικτος βάσιμα και σε κάθε περίπτωση ως μη αντέχων στη λογική, ο ισχυρισμός του δευτέρου κατηγορούμενου Χ1 ότι, η παθούσα, που φιλοξενήθηκε δήθεν στο σπίτι του, μετά τον χωρισμό της από τον πρώτο κατηγορούμενο, από λόγους εκδίκησης και μόνον κινήθηκε εναντίον του, γιατί δήθεν αυτός δεν ενέδωσε στις ερωτικές της ορέξεις, όταν αυτή κάποια στιγμή, γυμνή, εφόρμησε στην κρεβατοκάμαρα του και απαίτησε από αυτόν και την με πολιτικό ρητέον γάμο στην Αλβανία τελεσθέντα το 2001 σύζυγο του Ζ1 να κάνουν και οι τρεις ομαδικό μεταξύ τους έρωτα. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει ομόφωνα άπαντες οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι για την πράξη της σωματεμπορίας κατά συναυτουργία, η οποία συνδέεται με την παράνομη παραμονή της παθούσας στη Χώρα, απορριπτόμενου του αυτοτελούς ισχυρισμού του συνηγόρου των δεύτερου και τρίτου κατηγορουμένων Χ1 και Χ3, περί μη συνδρομής της διακεκριμένης περίπτωσης του άρθρου 351 §4 εδ. γ ΠΚ και επιπλέον, ο δεύτερος εξ αυτών Χ1 κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της απλής σωματικής βλάβης, με την αναγνώριση ομόφωνα του και του πρωτοδίκως χορηγηθέντος στους δεύτερο και τρίτο κατηγορουμένους ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' ΠΚ (μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς)". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της σωματεμπορίας κατά συναυτουργία και της απλής σωματικής βλάβης, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 351 παρ. 1, 4 περ. γ' και 308 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Αβασίμως υποστηρίζεται ότι η απόφαση στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στην κατάθεση της απολειπόμενης παθούσας, αφού, με την προσβαλλομένη, εξειδικεύονται πλήρως οι καταθέσεις όλων των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, συσχετίζονται αυτές με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, αιτιολογείται πλήρως στη συνέχεια γιατί δεν γίνονται πιστευτές οι καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, καθώς και το ότι η κατάθεση της απολειπόμενης παθούσας επιβεβαιώνεται πλήρως, σε όλα της τα σημεία, από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις των αστυνομικών, που έλαβαν μέρος στην εξακρίβωση των αξιοποίνων πράξεων που τέλεσε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και οι άλλοι συναυτουργοί. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, κατά το στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας, ζήτησε την αναβολή της δίκης, λόγω απουσίας της εγκαλούσας μάρτυρος Ψ1, προς το σκοπό εμφάνισης και εξέτασής της στο ακροατήριο. Το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε το ως άνω αίτημα, με την εξής αιτιολογίας: "Το αίτημα του κατηγορουμένου είναι νόμιμο, αλλά πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ' ουσία, διότι, η εμφάνιση στο ακροατήριο της εγκαλούσας είναι ανέφικτη, λόγω ανυπερβλήτου κωλύματος, αφού αυτή, όπως προκύπτει και από την αναγνωσθείσα περικοπή στο τέλος του υπ' αριθ. ..... εγγράφου της Υ.Α. Λάρισας, έχει απελαθεί διοικητικά από τη χώρα και έχει απαγορευθεί η είσοδός της σε αυτήν, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας". Και η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, έχει την από τις προαναφερθείσες διατάξεις απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, πλήρως αιτιολογείται, γιατί το αίτημα της αναβολής δεν έγινε δεκτό, ενόψει του ότι η απολειπόμενη είχε απελαθεί από την Ελλάδα ως ανεπιθύμητο πρόσωπο και συγχρόνως είχε απαγορευθεί η εκ νέου είσοδός της σ' αυτήν για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ πρώτος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

ΙΙ. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκαλείται, όταν, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί η ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη, για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη αυτή. Δεν δημιουργείται όμως καμμία ακυρότητα, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα διάταξη, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του άρθρου 354 του ΚΠΔ, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως αναγνώσει την ένορκη κατάθεση μάρτυρα της προδικασίας, έστω και αν εναντιωθεί στην ανάγνωση της καταθέσεώς του ο κατηγορούμενος, αφού, όμως προηγουμένως, κρίνει αιτιολογημένα, ότι η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο είναι αδύνατη για κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 365 παρ. 1 του ΚΠΔ λόγους, ούτε δε και προσκρούει η ανάγνωση αυτή στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. δ' της ΕΣΔΑ, κατά την οποία ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να εξετάσει ή να ζητήσει να εξετασθούν οι μάρτυρες κατηγορίας και να επιτύχει την πρόσκληση και εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως, καθόσον, το τελευταίο, προϋποθέτει, ότι η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο είναι δυνατή. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στην εκ μέρους του κατηγορουμένου απόλυτη επιλογή των μαρτυρικών καταθέσεων που λήφθηκαν ενόρκως κατά την προδικασία και τη μη αξιολόγηση και αχρήστευση των καταθέσεων της προδικασίας, που δεν θα επιθυμούσε να ληφθούν υπόψη. Όπως προαναφέρθηκε και προκύπτει, άλλωστε, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζήτησε την αναβολή της δίκης, προκειμένου να εμφανιστεί και εξεταστεί στο ακροατήριο η απολειπόμενη μάρτυρας εγκαλούσα Ψ1 και το Δικαστήριο της ουσίας, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε το αίτημα αυτό, διότι η εμφάνιση της τελευταίας στο ακροατήριο ήταν αδύνατη, συνεπεία της απελάσεώς της από την Ελλάδα και της απαγόρευσής της να επανέλθει σ' αυτήν για λόγους δημοσίας τάξης και ασφάλειας. Στη συνέχεια δε, παρά τις προς τούτο αντιρρήσεις του συνηγόρου υπεράσπισης του αναιρεσείοντος, αναγνώσθηκαν αυτεπάγγελτα οι ένορκες καταθέσεις (προανακριτική, συμπληρωματική και ενώπιον του Ανακριτή) της ως άνω απολειπόμενης. Με την ανάγνωση αυτή των αναφερομένων καταθέσεων της Ψ1, μετά δηλαδή τη διαπίστωση του αδυνάτου εμφάνισής της στο ακροατήριο, ουδεμία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ακυρότητα επήλθε.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδ. με το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. δ της ΕΣΔΑ δεύτερος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.


ΙΙΙ. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης της απόφασης είναι και η έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να απαντήσει στο σχετικό αίτημα. Εκ των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, η επικαλούμενη ακυρότητα της διαδικασίας, δια να επέλθει, προϋποθέτει την υποβολή αιτήματος προς το δικαστήριο και το τελευταίο να αρνήθηκε ή παρέλειψε να απαντήσει στο σχετικό αίτημα. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι, υπέβαλε στον Εισαγγελέα της έδρας αίτημα όπως, με δική του παρέμβαση προς την εταιρεία ....., υποχρεώσει την τελευταία να χορηγήσει αντίγραφο συναλλαγής της εγκαλούσας με το γιό της, στον οποίο, στις 30.9.2003, μέσω της ως άνω εταιρείας, απέστειλε έμβασμα, στο ..... της Λευκορωσίας, ύψους 1000 ευρώ, ο δε Εισαγγελέας δεν προέβη σε κάποια ενέργεια επί του αιτήματος αυτού. Πέρα από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τέτοιο αίτημα ούτε στον Εισαγγελέα της έδρας υποβλήθηκε, το μόνο το οποίο έλαβε χώρα ήταν η, κατόπιν αιτήσεως του συνηγόρου υπεράσπισης του αναιρεσείοντος, ανάγνωση της από 2.3.2007 αίτησης του τελευταίου προς τον Εισαγγελέα, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι σχετικό αίτημα προς το δικαστήριο δεν υποβλήθηκε και ως εκ τούτου και αντίστοιχη υποχρέωση αυτού προς απάντηση δεν δημιουργήθηκε.
Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 4/2007 αίτηση του Χ1, κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Τρικάλων, για αναίρεση της υπ' αριθ. 45-47/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαρίσης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιουλίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή