Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Άρθρο 258 περ.β΄ ΠΚ. 1) Απορρίπτεται ως αβάσιμος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί α) δε δόθηκε ο λόγος στον εισαγγελέα που αρχικά επιφυλάχθηκε και μετά στο συνήγορο υπερασπίσεως, να ομιλήσουν επί υποβληθείσας ενστάσεως παραγραφής, διότι από τα πρακτικά προκύπτει ότι δόθηκε ο λόγος, αλλά και διότι ο διευθύνων, δεν υποχρεούται να δώσει και πάλι το λόγο στο συνήγορο, μετά τον εισαγγελέα, αν δεν το ζητήσει (ΑΠ 1540/2007, 1596/ 2005). β) Δεν αναγνώσθηκαν κάποια έγγραφα που λήφθηκαν υπόψη, διότι το περιεχόμενο των ληφθέντων υπόψη και μη αναγνωσθέντων εγγράφων, που ιστορικά αναφέρονται και μόνο στο σκεπτικό, προκύπτει από άλλο αναγνωσθέν έγγραφο (ΑΠ 13/08 και 109, 113, 118, 199/08 Συμβ.). 2) Έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτεται διότι υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη της ενστάσεως παραγραφής και για την ενοχή. 3.) Απορρίπτει λόγο αναιρέσεως ότι η ποινή φυλακίσεως μετατράπηκε προς 5 ευρώ αντί 4,40 που ανερχόταν κατά το χρόνο τελέσεως του αδικήματος, ως αόριστο, άλλως ως αβάσιμο, διότι η κατ’ άρθρο 82 ΠΚ μετατροπή γίνεται με τον ισχύοντα κατά το χρόνο επιβολής και απότισης της ποινής νόμο, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 2 ΠΚ, περί ηπιότερου νόμου, ανεξάρτητα δε τούτου η κοινή υπουργική απόφαση καθορίζει πλαίσιο ποσού μετατροπής, από 4,40 έως 58,69 ευρώ και το δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, με βάση την οικονομική κατάσταση του κατηγορούμενου, προσδιορίζει το συγκεκριμένο εκάστοτε ποσό της μετατροπής (Γνωμοδ. Εισ. ΑΠ 5/93 ΠΧ ΜΓ.1053).
ΑΡΙΘΜΟΣ 2443/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γεωργανά, περί αναιρέσεως της 851/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Μαΐου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 944/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 333 παρ.1 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι αν ο κατηγορούμενος ζητήσει και λάβει το λόγο για να υποβάλει αίτηση ή ένσταση για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση που συζητείται και μετά από αυτόν λάβει το λόγο ο εισαγγελέας ή άλλος διάδικος, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δεν υποχρεούται να δώσει εκ νέου το λόγο στον κατηγορούμενο, εκτός αν τον ζητήσει ο ίδιος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, προβάλλεται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο γιατί, ενώ ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε υποβάλει δια του συνηγόρου του στο Δικαστήριο ένσταση παραγραφής του αδικήματος ,ο διευθύνων τη συζήτηση, αφού έδωσε το λόγο στο Eισαγγελέα και αυτός επιφυλάχθηκε να προτείνει, στη συνέχεια το Δικαστήριο, απέρριψε την ένστασή του, χωρίς ο διευθύνων τη συζήτηση, να δώσει και πάλι το λόγο στον Εισαγγελέα να προτείνει επί της ενστάσεως και στο συνήγορό του, για να αντικρούσει την απορριπτική εισαγγελική πρόταση. Σύμφωνα όμως με όσα εκτέθηκαν, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο Eισαγγελέας της έδρας επιφυλάχθηκε μεν να προτείνει επί της άνω υποβληθείσας ενστάσεως παραγραφής, αργότερα όμως μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, του δόθηκε ο λόγος, όπως και στο συνήγορο υπερασπίσεως, ερωτηθέντες από τον διευθύνοντα, αν χρειάζονται κάποια διασάφηση ή συμπλήρωση και αυτοί απάντησαν αρνητικά, τέλος δε, ο εισαγγελέας λαβών και πάλι το λόγο, πρότεινε την αθώωση του κατηγορουμένου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι εμμέσως και σιωπηρά πρότεινε την απόρριψη της άνω ενστάσεως παραγραφής και στη συνέχεια έλαβε το λόγο και αγόρευσε ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, ανέπτυξε την υπεράσπιση και ζήτησε την απαλλαγή του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, απέρριψε την ένσταση παραγραφής ως ουσία αβάσιμη και κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, χωρίς να προκύπτει ότι ο αναιρεσείων είχε ζητήσει να λάβει εκ νέου το λόγο ειδικά για να αναπτύξει την άνω ένστασή του, πράγμα βεβαίως που είχε τη δυνατότητα και προφανώς έπραξε, όταν του δόθηκε ως άνω ο λόγος, πριν από την απαγγελία της απορριπτικής του αιτήματός του αποφάσεως και την κήρυξη ως ενόχου του κατηγορουμένου.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. H ακυρότητα αυτή δεν επέρχεται αν το περιεχόμενο του εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώσθηκαν ή από άλλα αποδεικτικά μέσα (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου κλπ) και το παραπάνω έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της αποφάσεως, χωρίς να έχει ληφθεί αμέσως υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, σε σχέση με τη συνδρομή περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την προσβαλλόμενη 851/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, πλημμεληματικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία από κοινού. Το Δικαστήριο όμως που εξέδωσε την απόφαση αυτή, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του περί ενοχής για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, έλαβε υπόψη του, πλην των άλλων αποδεικτικών μέσων που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα με αριθ. ..... ,..... ΧΕΠ (χρηματικά εντάλματα πληρωμής) και το από 15-2-2001 έγγραφο της Σχολής Καλών Τεχνών, από τα οποία όμως, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα δύο πρώτα (ΧΕΠ),δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, το από 15-2-2001 όμως έγγραφο της Σχολής Καλών Τεχνών, το οποίο φέρει τον αριθμό ....., αναγνώσθηκε. Επίσης, από το αιτιολογικό της ιδίας αποφάσεως, προκύπτει ότι το περιεχόμενο των πιο πάνω δύο εγγράφων ενταλμάτων, ....., ....., προέκυπτεν από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένα από το ως άνω αναγνωσθέν ..... έγγραφο της Σχολής Καλών Τεχνών, που έλαβε υπόψη του και εκτίμησε το Δικαστήριο, με συνέπεια να αναφέρονται αυτά στο αιτιολογικό απλώς ιστορικά. Έτσι, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων και ο σχετικός περί τούτου πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 περ.β του Π.Κ. υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, που περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ υπεξαιρέσεως, απαιτείται όπως το παράνομα ιδιοποιούμενο πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), τέτοιο δε θεωρείται αυτό που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, με την έννοια που εκλαμβάνεται αυτή στο αστικό δίκαιο, το οποίο ο υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α και 263α του ίδιου Κώδικα, έλαβε ή κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, έστω και αν είναι αναρμόδιος γι' αυτό, ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη η οποία εκδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει τα χρήματα ή το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), και ότι έλαβε ή κατέχει τούτο υπό την υπαλληλική του ιδιότητα ως και τη θέληση να ιδιοποιηθεί τούτο παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Όταν το έγκλημα της υπεξαιρέσεως έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, απαιτείται ο προσδιορισμός της αξίας αυτού, διότι τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, επί συνδρομής της οποίας προβλέπεται μεγαλύτερη ποινή.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία και θεμελιώνουν την ύπαρξη ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που διώχθηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα, για το οποίο και καταδικάστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται πιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να υπάρχει και όταν απορρίπτονται παραδεκτά υποβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί, όπως είναι και προβληθείσα από τον κατηγορούμενο ένσταση παραγραφής. Στην προκείμενη περίπτωση, το σε δεύτερο βαθμό δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης με αριθμ. 851/2008 αποφάσεώς του, δέχθηκε τα παρακάτω.
"Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των κατηγορούμενων και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ, τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία αντικειμένου διαιτέρως μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, απεδείχθη, ότι ο κατηγορούμενος, στην Αθήνα κατά το από 15-2-2001 έως 30-4-2001 χρονικό διάστημα, ως υπάλληλος παράνομα ιδιοποιήθηκε χρήματα, τα οποία κατείχε λόγω αυτής της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα στον ως άνω τόπο και χρόνο ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ με την ιδιότητα του υπαλλήλου της Ν.Π.Δ.Δ. και συγκεκριμένα ως υπεύθυνος του Τμήματος προμηθειών και της εν γένει διαχείρισης διαδικασιών της έκδοσης των χρηματικών του σχετικού προπληρωμής (χ+π), της διαχείρισης των απαραιτήτων παραστατικών - δικαιολογητικών της διενεργηθείσας δαπάνης για την οριστική έγκριση της δαπάνης από το Ελεγκτικό Συνέδριο και την κατάθεση του τυχόν υπολοίπου χρηματικού ποσού του ΧΕΠ σε τραπεζικό λογαριασμό της ως άνω Σχολή, με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παρανόμως το συνολικό ποσό 6.680.800 δραχμών η 19.606.16 ευρώ, που αφορούν τη διαχείριση των υπ' αριθμ. ....., ....., και ..... ΧΕΠ (βλ. το από 15-2-07 έγγραφο της Σχολής Καλών Τεχνών) το οποίο δεν απέδωσε στη σχολή αλλά το παρακράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Το εν λόγω ποσό για καμμία νόμιμη δαπάνη διετέθη. Το αντικείμενο δε της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Η ένσταση παραγραφής που προβάλλει ο κατηγορούμενος είναι απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία, γιατί χρόνος τελέσεως της πράξεως που του αποδίδεται είναι το χρονικό διάστημα από 15-2-01 έως 30-4-01, που ο κατηγορούμενος εκδήλωσε πρόθεση ιδιοποιήσεως του προαναφερομένου ποσού, και έκτοτε μέχρι σήμερα δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα οκταετίας. Το αίτημα του κατηγορουμένου για χορήγηση ελαφρυντικών, προτέρου εντίμου βίου και καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρθρα 842α, ) είναι απορριπτέο ως αβάσιμο και αφού, όπως προκύπτει από το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου το οποίο αναγκάσθηκε αυτός έχει καταδικασθεί με την υπ' αριθμ. 77779/01 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σε φυλάκιση 8 μηνών για παράβαση του Ν 1337/83 και με την 3791/05 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση σε φυλάκιση 15 μηνών χορηγηθείσης αναστολής επί τριετία δεν αποδείχθηκε ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη. Τέλος, το αίτημα του κατηγορουμένου να διατηρηθεί η χορηγηθείσα σ' αυτόν, με την 3791/3-3-65, τριετής αναστολή, πρέπει να απορριφθεί διότι το αδίκημα το οποίο δικάσθηκε (πλημμέλημα), εντός του χρόνου της αναστολής δεν είναι ελαφράς φύσεως (άρθρ. 258 β'ΠΚ). Ο δεύτερος κατηγορούμενος, δεν απεδείχθη ότι πράγματι ασκούσε διαχείριση ή ήταν πραγματικός υπόλογος". Ακολούθως το ίδιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε τον περί παραγραφής αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, κήρυξε αυτόν ένοχο υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 10 μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 5 ευρώ την ημέρα φυλακίσεως.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ.α, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 258 περ. β ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ, δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Ιδιαίτερα δε αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος ήταν υπάλληλος και δη υπεύθυνος του τμήματος προμηθειών και της εν γένει διαχείρισης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, που είναι ΝΠΔΔ, ότι υπό την άνω ιδιότητά του περιήλθεν στην κατοχή του το ιδιαίτερα μεγάλο ποσό των 6.680.800 δραχμών που ανήκε στο άνω ΝΠΔΔ, ποσό το οποίο δεν απέδωσε όπως όφειλε ως εκ της υπηρεσίας του, αλλά παρεκράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα, με αποδειχθέντα χρόνο τελέσεως, όχι τον Δεκέμβριο του 1999 που διατείνεται ο αναιρεσείων, αλλά από 15-2-2001 έως 30-4-2001, που εκδήλωσε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος την πρόθεσή του εμπράκτως για ιδιοποίηση του παραπάνω ποσού και έκτοτε μέχρι σήμερα δεν έχει παρέλθει οκταετία και το αδίκημα δεν έχει παραγραφεί. Επομένως ο για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, οι δε αιτιάσεις ότι χρόνος τελέσεως είναι ο μήνας Δεκέμβριος 1999 και όχι το διάστημα από 15-2-2001 έως 30-4-2008, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου. Κατά το άρθρο 82 παρ.1,2,3,4 του ΠΚ, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση του κατηγορουμένου, το δε κατώτατο ποσό μετατροπής και τα όρια του ποσού αυτού καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών και μπορεί να αυξομοιώνεται. Με την από 20-2-1993 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικ/νης και Οικονομικών, με αρ. 134423 α /8-2-1992(ΦΕΚ Β 11-1993), η μετατροπή της κάθε ημέρας φυλακίσεως υπολογίζεται σε ποσό από 4,40 έως 59 ευρώ και δυνάμει της νέας κοινής Υ.Α. 585/Β 776/19-6-2006 από 28-6-2006 η μετατροπή υπολογίζεται για κάθε ημέρα φυλάκισης σε ποσό από 5 έως 59 ευρώ, δηλαδή το Δικαστήριο, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του κατηγορουμένου καθορίζει, μέσα σε αυτό το πλαίσιο το ποσό της μετατροπής. Επομένως, αφού στην προκειμένη περίπτωση η επιβληθείσα στον κατηγορούμενο ποινή φυλακίσεως των δύο ετών, μετατράπηκε από το Δικαστήριο, σύμφωνα με το ισχύον κατά το χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του πλαίσιο, προς 5 ευρώ την ημέρα, όπως είχε μετατραπεί και στον πρώτο βαθμό, σύμφωνα με την αποδειχθείσα οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος αναιρεσείοντος, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο σύννομα και με πλήρη αιτιολογία έκρινε και ο τελευταίος λόγος αναιρέσεως, "για παράβαση του άρθρου 1 ΠΚ, διότι το Δικαστήριο μετέτρεψε την ποινή φυλακίσεως σε χρηματική προς 5 ευρώ την κάθε ημέρα , ενώ θα έπρεπε να την μετατρέψει προς 4,40 ευρώ, ποσό που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως", είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά ταύτα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-5-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ για αναίρεση της με αριθ. 851/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ