Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1782 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Επεκτατικό αποτέλεσμα.




Περίληψη:
Απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως του ενός αναιρεσείοντος λόγω της ερημοδικίας του. Έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων. Δεκτή η αναίρεση του δευτέρου αναιρεσείοντος για αντιφατική αιτιολογία. Επεκτατικό αποτέλεσμα και για τον πρώτο.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1782/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Παπαηλιού, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Νικολόπουλο -Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαϊου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, περί αναιρέσεως της 14655/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Παναγιώτη Πανάγο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 8 Φεβρουαρίου 2008 και 18 Φεβρουαρίου 2008 αιτήσεις τους αναιρέσεως, καθώς και στους από 23 Απριλίου 2008 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 402/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε τ ο ν Α ν τ ε ι σ α γ γ ε λ έ α Που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 8 Φεβρουαρίου 2008 αίτηση του πρώτου αναιρεσείοντος και να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης του δευτέρου αναιρεσείοντος και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Η υπ' αριθμ. 12/8-2-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ1κατά της υπ' αριθμ. 14.655/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και η από 18-2-2008 αίτηση του Χ2 και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως του τελευταίου κατά της αυτής αποφάσεως, έχουν νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθεί και πρέπει, συνεκδικαζόμενες, να ερευνηθούν και κατ' ουσία.
Α.- Επί της αιτήσεως του Χ1.
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία .... και .... αποδεικτικά επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών ... και ....... αντίστοιχα, ο αναιρεσείων Χ1 κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής προς συζήτηση της αναιρέσεως, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η αίτησή του πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
Β.- Επί της αιτήσεως του Χ2 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

ΙΙ.- Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 ''περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία '', όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. " Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδαφ. α' ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής κ.λ.π. και κατά τούτο εναρμονίζεται με τη τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ.2 εδαφ.α' δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19 για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 ''περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.'', στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία όμως αυτή μεταγενέστερη ρύθμιση, που δεν ήρθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι όπως αναφέρθηκε θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 14.655/2007 απόφαση του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος, για την πράξη της κατ' εξακολούθηση παράβασης του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 που φέρεται ότι τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 2-2-1999 έως 11-2-1999 και καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών. Από τα πρακτικά της απόφασης αυτής προκύπτει, ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο κατηγορούμενος πρότεινε την ένσταση τις παραγραφής της αξιοποίνου πράξεως και ζήτησε να παύσει οριστικά η κατ' αυτού ποινική δίωξη δεδομένου ότι παρήλθε πενταετία από τον χρόνο τέλεσης κάθε μερικότερης πράξης και μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος. Επί του ζητήματος αυτού η προσβαλλόμενη, ενώ ορθώς δέχθηκε στην παρεμπίπτουσα για το ζήτημα της παραγραφής απόφασή της ότι χρονική αφετηρία της παραγραφής είναι η 6-12-2005 που θεωρήθηκαν τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου, στην συνέχεια, όμως, τόσο στο κύριο σκεπτικό αλλά και στο διατακτικό της αποφάσεως, ως χρόνο τελέσεως του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος για το οποίο δίκασε τελικώς τον κατηγορούμενο, αντιφατικώς δέχεται το χρονικό διάστημα από 2-2-1999 έως 11-2-1999. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι αντιφατική και καθιστά έτσι ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή του νόμου επί ζητήματος που σχετίζεται με την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής. Τούτο δε διότι εάν, ως δέχεται στην παρεμπίπτουσα απόφασή του, ο χρόνος έναρξης της παραγραφής είναι η 6-12-2005, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο δίκασε (23-11-2007), δεν είχε παρέλθει πενταετία, πολύ περισσότερο δε οκταετία, εάν όμως ο χρόνος τέλεσης της πράξης αρχίζει από την 2-2-1999, ως δέχεται στο κύριο σκεπτικό και το διατακτικό, τότε κατά τον άνω χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως (23-11-2007), συνυπολογιζομένου και του χρόνου της τριετούς αναστολής, είχαν υποπέσει σε παραγραφή όλες οι μερικότερες πράξεις του εξακολουθούντος εγκλήματος.
Μετά από αυτά, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του Κ.Π.Δ προσθέτου λόγου αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας [παρέλκει μετά ταύτα η έρευνα των λοιπών λόγων τόσο του κυρίου δικογράφου όσο και εκείνου των προσθέτων λόγων] πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφεί η υπόθεση για νέα έρευνα στο δικαστήριο που την εξέδωσε το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 519 Κ.Π.Δ ).

ΙΙΙ.- Κατά το άρθρο 469 Κ.Ποιν.Δ αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με τον νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνον σ'αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Στην προκείμενη υπόθεση, εφόσον κατά παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ2 αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, ήτοι για λόγο που δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, πρέπει να ωφεληθεί και να έχει η αναίρεση αυτού επεκτατικό αποτέλεσμα και για τον αναιρεσείοντα Χ1, για τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι από κοινού τέλεσαν την ίδια πράξη και του οποίου η αναίρεση, κατά της αυτής αποφάσεως απορρίφθηκε, κατά τα ανωτέρω, λόγω της ερημοδικίας του.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από υπ' αριθμ. 12/8-2-2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 14.655/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Δέχεται την από 18-2-2008 αίτηση και τους 23-4-2008 προσθέτους λόγους του Χ2 και αναιρεί την άνω υπ' αριθμ. 14.655/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Αποφαίνεται όπως η αναίρεση του Χ2, έχει επεκτατικό αποτέλεσμα και για τον συγκατηγορούμενο αυτού Χ1.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαϊου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουλίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή