Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 243 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.




Περίληψη:
Αιτιολογία αποφάσεως που απορρίπτει ένδικο μέσο ως εκπρόθεσμο. Επίκληση λόγου αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Ενώ είχε προβληθεί ως λόγος έφεσης ανώτερη βία για τη μη γνώση της εκκαλούμενης απόφασης, η απορριπτική αιτιολογία είναι ελλιπής, γιατί δεν αναφέρεται στην ανωτέρα βία. Αναιρεί.





Αριθμός 243/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Στ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ράϊκο, περί αναιρέσεως της 3958/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαΐου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1095/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Aπό τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς αυτόν γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. δ προσώπων, προς τον δήμαρχο ή αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο, που όρισε ο δήμαρχος, της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στη αρμόδια εισαγγελική αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ'αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Όταν δε το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως ή βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση (476 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα, μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή. Επίσης, πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανώτερης βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας δεν εμπίπτει ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης ως άγνωστης διαμονής και εντεύθεν μη γνώση από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της εφέσεώς του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3958/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επί της εφέσεως της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της ερήμην αυτής εκδοθείσης 13485/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία εκείνη είχε καταδικασθεί, ερήμην, σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα τεσσάρων (14) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4, 40 ευρώ ημερησίως, για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, πράξεις οι οποίες φέρονται ότι τελέστηκαν στις 8/7/1999 η πρώτη και στις 8/7/1999 και 20/9/2000 η δεύτερη, αφού ερεύνησε τον προβληθέντα ισχυρισμό του πληρεξουσίου δικηγόρου της ότι η έφεσή της ήταν εμπρόθεσμη επειδή αυτή δεν έλαβε γνώση της εκκαλούμενης αποφάσεως, απέρριψε, κατά πλειοψηφία, στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, την έφεση, ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), με την εξής αιτιολογία. "Από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθησαν και αναφέρονται στα πρακτικά και όλη γενικά τη διαδικασία, αποδείχτηκαν, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, τα εξής: Με την εκκαλούμενη 13485/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών η κατηγορουμένη Χ1 καταδικάστηκε ερήμην για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση σε ποινές φυλακίσεως δέκα μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως δεκατεσσάρων μηνών, η οποία μετατράπηκε προς 4, 40 ευρώ ημερησίως. Η απόφαση αυτή της επιδόθηκε στις 30-1-2006, ως άγνωστης διαμονής, αφού προηγουμένως αναζητήθηκε στην οδό ..... αριθ. ...., στην Αθήνα (.......) (βλ. το από ...... αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα του Α.Τ. Νέου Κόσμου ....... και την από ........ βεβαίωση του ίδιου ότι η κατηγορουμένη ήταν άγνωστη στην ανωτέρω διεύθυνση), η δε υπό κρίση έφεση ασκήθηκε στις 15-3-2007 (βλ. τη 1980/15-3-2007 έκθεση εφέσεως), δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως (άρθρο 473 παρ. 1 εδ. β Κ.Π.Δ.). Η κατηγορουμένη για να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως ισχυρίζεται στη σχετική έκθεση ότι η εκκαλούμενη της επιδόθηκε ακύρως ως άγνωστης διαμονής, αφού από το έτος 2000 έχει μετοικήσει στην οδό ..... αριθ. ...., στην Αθήνα (.......), η διεύθυνση δε αυτή είναι γνωστή στις αρχές. Όμως, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, αποδείχτηκε ότι ορθώς και νομίμως επιδόθηκε στην κατηγορουμένη η εκκαλούμενη απόφαση ως άγνωστης διαμονής, αφού προηγουμένως αναζητήθηκε και διαπιστώθηκε ότι ήταν άγνωστη στην ανωτέρω διεύθυνση (....αριθ. ....., στο ......) που αναγραφόταν στην από 8-7-1999 μήνυσή της, συνεπεία της οποίας κατηγορήθηκε για ψευδή καταμήνυση, ενώ η διεύθυνση της κατηγορουμένης που επικαλείται η ίδια και αναφέρει ο μάρτυρας αποδείξεως (.... αριθ. ....., στο .....) δεν προκύπτει ότι ήταν γνωστή στις αρχές.
Συνεπώς πρέπει, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, να απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη......". Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, από την 241/15-3-2007 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, κατά την έρευνα του παραδεκτού και του βάσιμου των λόγων αναιρέσεως, προκύπτει ότι η εκκαλούσα, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς της, είχε προβάλει ότι η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης ήταν άκυρη, διότι της επιδόθηκε ως άγνωστης διαμονής, ενώ αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι γνωστής διαμονής, επιπλέον δε, ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος της για την εν λόγω υπόθεση, και ότι, ήδη από το 2001, έχει μετοικήσει έκτοτε σε οικία πλησίον της οδού ......αριθ. ... (όπου αναζητήθηκε), και συγκεκριμένα επί της οδού ...... αριθ. ....., όπου κατοικεί και σήμερα, ένα τετράγωνο από την διεύθυνση στην οποία την αναζήτησαν οι δικαστικοί επιμελητές και τα αστυνομικά όργανα, και ότι νομίμως και εμπροθέσμως ασκεί την παρούσα έφεση, αφού η προσβαλλομένη απόφαση ουδέποτε της κοινοποιήθηκε νομίμως, έλαβε δε γνώση της ύπαρξης αυτής μόλις την 9-3-2007, οπότε προσήλθε στο αστυνομικό τμήμα Νέου Κόσμου, για να παραλάβει τη νέα της ταυτότητα και τότε κρατήθηκε από τα αστυνομικά όργανα. Με όσα εξέθεσε η κατηγορούμενη αναιρεσείουσα στην πιο πάνω έφεσή της, και κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της, προέβαλε, αφενός μεν, ότι κακώς της επιδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση ως άγνωστης διαμονής, ενώ ήταν γνωστής, αφετέρου δε, ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος της για την εν λόγω υπόθεση, και, επομένως, όπως σαφώς εξ αυτού υπονοείται, εκ λόγων ανώτερης βίας, δεν κατέστησε γνωστή στις αρχές την αναφερόμενη στην έφεσή της μεταβολή του τόπου της κατοικίας της. Επικαλέστηκε, συνεπώς, λόγους ανώτερης βίας, για τους οποίους απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως (η επίκληση μόνο της μη γνώσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, που επιδόθηκε νομίμως, δεν συνιστά λόγο ανώτερης βίας, όχι όμως και η μη γνώση ότι εκκρεμεί σε βάρος της ποινική διαδικασία). Το Τριμελές Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν απάντησε στον ισχυρισμό αυτό της εκκαλούσας, αλλά, έκρινε ότι ορθώς και νομίμως επιδόθηκε στην κατηγορουμένη η εκκαλούμενη απόφαση ως άγνωστης διαμονής, αφού προηγουμένως αναζητήθηκε και διαπιστώθηκε ότι ήταν άγνωστη στην οδό .... αριθ. ...., στο ......., διεύθυνση που αναγραφόταν στην από 8-7-1999 μήνυσή της συνεπεία της οποίας κατηγορήθηκε για ψευδή καταμήνυση, ενώ η διεύθυνση στην οδό ... αριθ. ..., στο ......., δεν προκύπτει ότι ήταν γνωστή στις αρχές. Η αιτιολογία όμως αυτή είναι, αφενός ελλιπής, αφού δεν απαντά στον προαναφερόμενο ισχυρισμό της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, αφετέρου δε εσφαλμένη, αφού γνωστή στις αρχές κατοικία αυτής, θεωρείται εκείνη που ανέγραφε η εγκαλούσα στην κατά της κατηγορουμένης μήνυση (εφόσον δεν έχει διενεργηθεί προανάκριση, ώστε η κατηγορουμένη να δηλώσει, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠΔ την κατοικία της), και όχι εκείνη που ανέγραφε (κατά το έτος 1999) η κατηγορουμένη αναιρεσείουσα σε δική της μήνυση κατά της εγκαλούσας. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (άρθ. 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να ερευνηθεί και να κριθεί αν η έφεση ασκήθηκε παραδεκτώς και σε καταφατική περίπτωση, να κριθεί η (τυχόν εν μέρει) παραγραφή ή όχι του αξιοποίνου των αποδιδόμενων στην αναιρεσείουσα πράξεων, δεδομένου ότι ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να αποφανθεί επί του παραδεκτού ή όχι του ενδίκου μέσου της εφέσεως.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Αναιρεί την προσβαλλόμενη 3958/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008.





Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑMMATEAΣ

<< Επιστροφή