Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αγορανομικός Κώδικας.
Περίληψη:
Αναιρεί καταδικαστική απόφαση για παράβαση των άρθρων 30 παρ. 12 και 31 παρ. 4 ν.δ. 136/1946 για έλλειψη αιτιολογίας γιατί δεν προκύπτει η μορφή υπαιτιότητας που δέχθηκε το Δικαστήριο. Αναιρεί εν μέρει. Παραπέμπει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.
Αριθμός 1417/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Δημάδη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σταθαρά, περί αναιρέσεως της 820/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 317/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρείται, μεταξύ άλλων, "το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή" (περ. α). Στην περίπτωση αυτή, πρέπει, να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή. Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και το πιο πάνω αίτημα για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, που προτείνεται κατ' άρθρο 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, αν ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι σαφής και ορισμένος και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για παράβαση των άρθρων 30 παρ. 12 και 15, 31 παρ. 4 και 35 παρ. 1 του Αγορανομικού Κώδικα (ν.δ. 136/1946) σε συνολική ποινή φυλακίσεως ένδεκα (11) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία ζήτησε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του προφορικά "να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου". Με το πιο πάνω περιεχόμενο ο ισχυρισμός αυτός είναι αόριστος, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική. Το Δικαστήριο της ουσίας, λόγω της αοριστίας του ισχυρισμού αυτού δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και ως εκ περισσού απάντησε, στον πιο πάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος απορρίπτοντας αυτόν αιτιολογημένα ως αόριστο. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως περί συνδρομής της πιο πάνω ελαφρυντικής περιστάσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 30 παρ. 12 του Αγορανομικού Κώδικα (ν.δ. 136/1946), τιμωρούνται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο αυτές ποινές, οι μη συμμορφούμενοι με τις υπό της αρμόδιας χημικής υπηρεσίας εκδιδόμενες οδηγίες, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις, με τις οποίες καθορίζονται οι όροι τους οποίους πρέπει να πληρούν τα εδώδιμα και ποτά που προσφέρονται προς κατανάλωση, όπως και τα αντικείμενα χρήσεως και οι όροι οι οποίοι πρέπει να τηρούνται κατά την κατεργασία και τη συντήρηση τους προς φύλαξη της δημόσιας υγείας και αποφυγή απάτης των αγοραστών. Εξάλλου κατά το άρθρο 31 παρ. 4 του αυτού Αγορανομικού Κώδικα τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή, όστις, εκτός της περιπτώσεως του αρθρ. 292 του ποινικού νόμου, παραποιεί ή νοθεύει τρόφιμα και εν γένει είδη βιωτικών αναγκών προωρισμένα προς εμπορίαν. Η υπό του δράστου πώλησις, θέσις εις κυκλοφορίαν ή κατοχή προς πώλησιν ή χρήσιν του κοινού τοιούτων αντικειμένων αποτελεί ιδιαιτέραν επιβαρυντικήν περίστασιν.
Εάν δε οι παραβάσεις αυτές, όπως και εκείνες, που προβλέπονται υπό του άρθρου 32 του αυτού Κώδικα, τελέσθηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή χρηματική ποινή (άρθρο 33 Αγορ. Κώδικα). Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Τέτοια έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει και όταν, ενώ μία αξιόποινη πράξη τιμωρείται, είτε από πρόθεση είτε από αμέλεια τελούμενη, δεν εκτίθενται στην καταδικαστική για την πράξη αυτή απόφαση περιστατικά που να στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου ότι η πράξη αυτή τελέσθηκε από πρόθεση και όχι από αμέλεια. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς, με την προσβαλλομένη 820/2007 απόφασή του, δέχθηκε, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του και κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, ότι, από τα μνημονευόμενα στο ίδιο κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν ως προς τις παραβάσεις των άρθρων 30 παρ. 12 και 31 παρ. 4 του Αγορανομικού Κώδικα οι οποίες και μόνο αυτές πλήττονται δια του αναιρετηρίου τα ακόλουθα περιστατικά. "Ο κατηγορούμενος, την 3-10-2000 στο 109ο χιλιόμετρο της Ε.Ο. ... ....... ως διαχειριστής της ....... ΕΠΕ με την επωνυμία ....... ΕΠΕ Α) δεν συμμορφώθηκε με τις οδηγίες, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις της αρμόδιας Χημικής Υπηρεσίας, με τις οποίες καθορίζονται οι όροι που πρέπει να πληρούν τα είδη που προσφέρονται προς κατανάλωση για την προστασία της δημόσιας υγείας, και συγκεκριμένα από την χημική εξέταση του υπ' αριθμ. ....... δείγματος πετρελαίου κίνησης που ελήφθη από το πρατήριο υγρών καυσίμων που η ανωτέρω εταιρεία διατηρεί στην ανωτέρω θέση, διαπιστώθηκε ότι το διατιθέμενο στην κατανάλωση πετρέλαιο κίνησης ήταν μη κανονικό, νοθευμένο με μίγμα που συνίσταται από βαρέα κλάσματα αργού πετρελαίου, διαλυτών και βασικού ορυκτελαίου, γιατί είχε θειάφι 0,17% αντί του μεγίστου 0,035%, απόσταγμα στους 350ο C 65% αντί του ελαχίστου 85%, απόσταγμα στους 360ο C 74% αντί του ελαχίστου 95%, ειδικό βάρος στους 15ο C 0,8471 αντί του μεγίστου επιτρεπομένου 0,8450 κατά παράβαση της απόφασης ΑΧΣ 1166/93, της απόφασης ΑΧΣ 2/2000 Β) με την παραπάνω ιδιότητά του νόθευσε είδος βιοτικής ανάγκης προωρισμένο και κατεχόμενο για εμπορία και συγκεκριμένα νόθευσε το πετρέλαιο κίνησης που προοριζόταν για πώληση από το πρατήριο υγρών καυσίμων που διατηρεί η υπ' αυτού εκπροσωπούμενη εταιρεία, όπως παραπάνω αναφέρεται, με μίγμα που συνίσταται από βαρέα κλάσματα αργού πετρελαίου, διαλυτών και βασικού ορυκτελαίου σε ποσοστό 40% περίπου καθιστώντας το ακατάλληλο για χρήση". Ακολούθως το ίδιο Δικαστήριο, με βάση τις παραδοχές αυτές, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα του ότι, ενώ ήταν διαχειριστής της μονοπρόσωπης πιο πάνω εταιρίας, τέλεσε τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις. Έτσι όμως που αποφάνθηκε το ανωτέρω Δικαστήριο, με τα υπ' αυτού γενόμενα δεκτά ως άνω πραγματικά περιστατικά, δεν διέλαβε στο σκεπτικό της αποφάσεώς του την προβλεπόμενη και επιβαλλόμενη υπό των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την μορφή της υπαιτιότητας του αναιρεσείοντος, αφού, ενόψει του ότι τα αγορανομικά αυτά αδικήματα τιμωρούνται και από αμέλεια, κατά το άρθρο 33 του ως άνω Ν.Δ. 136/1946, με ηπιότερη ποινική μεταχείριση του δράστη, δεν εκτίθεται στο σκεπτικό ή το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ποία από τις δύο αυτές μορφές υπαιτιότητας δέχθηκε το Δικαστήριο, ούτε εκτίθενται περιστατικά τα οποία να στηρίζουν την κρίση ότι τα αδικήματα αυτά τέλεσε ο αναιρεσείων από πρόθεση ή από αμέλεια. Επομένως, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ πρώτου λόγου αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστωμένης αιτιολογίας, ο οποίος, άλλωστε, και αυτεπαγγέλτως ερευνάται, εφόσον η κρινόμενη αίτηση κρίνεται παραδεκτή (511 ΚΠΔ), πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση εν μέρει και δη καθ' ο μέρος καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων για τις παραβάσεις των ανωτέρω άρθρων του Αγορανομικού Κώδικα, και κατά συνέπεια και ως προς την διάταξή της για την συνολική ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εδίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 820/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς και δη:
Α) Ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων για τις παραβάσεις των άρθρων 30 παρ. 12 και 31 παρ. 4 του Αγορανομικού Κώδικα (ν.δ. 136/46).
Β) Ως προς την διάταξή της για την συνολική ποινή που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, δικαστές, για νέα συζήτηση και μόνον των ανωτέρω εγκλημάτων και για νέα επιμέτρηση της συνολικής ποινής.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 25 Ιανουαρίου 2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της αυτής ως άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 29 Μαΐου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ