Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ψευδής καταμήνυση, Αναβολής αίτημα, Κλητήριο θέσπισμα, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση. Ψευδορκία. Απορρίπτει αναίρεση. Λόγοι αναιρέσεως: 1) Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος από τη μη αναγραφή των αληθών γεγονότων. Αβάσιμος. 2) Απόρριψη αιτήματος αναβολής, δικαιολογημένη. 3) Όχι ακυρότητα από απόρριψη αιτήματος εφόσον προκύπτει ότι δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα. 4) Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Απορρίπτει.
Αριθμός 2634/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σταματογιάννη, περί αναιρέσεως της 185/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Το Τριμελές Εφετείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1484/2007.
Αφού άκουσε Του πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ., ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα, που έλαβε χώρα στην ακροαματική διαδικασία, εφόσον δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ίδιου Κώδικα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 321 παρ.1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δ, το κλητήριο θέσπισμα, πρέπει, να περιέχει τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος. Αν δεν περιέχει και το στοιχείο αυτό, είναι άκυρο, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 Κ.Ποιν.Δ. Όμως, ούτε από τη διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ ούτε από καμιά άλλη νομική διάταξη, απαιτείται όπως στο κλητήριο θέσπισμα με το οποίο ο κατηγορούμενος εισάγεται σε δίκη, είτε ως φυσικός αυτουργός, είτε ως ηθικός αυτουργός, για πλημμελήματα ψευδορκίας, ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως, προσδιορίζονται και τα αληθή γεγονότα, ο προσδιορισμός των οποίων είναι αναγκαίος μόνο για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής για τα εγκλήματα αποφάσεως.
Συνεπώς ο λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ, περί ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η οποία επήλθε εκ του λόγου ότι το δικαστήριο αυτό απέρριψε την ένσταση του περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος για εισαγωγή του σε δίκη, ως προς τα πλημμελήματα της ψευδορκίας μάρτυρος και της ψευδούς καταμήνυσης, λόγω της μη μνείας σε αυτό των αληθινών γεγονότων, την οποία είχε προτείνει και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εξ αιτίας της απόρριψης επανέφερε με την έφεσή του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.5 του ν.2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ.Δ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, αφορά όλες τις δικαστικές αποφάσεις, ακόμη και τις παρεμπίπτουσες ή προπαρασκευαστικές και εκείνες των οποίων η έκδοση αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή, όπως είναι και η παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία απορρίπτεται αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης και νέες αποδείξεις κατά το άρθρο 352 παρ.4 (ήδη 3 ) του ΚΠΔ προκειμένου να κλητευθούν ουσιώδεις μάρτυρες.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη υπ' αριθμ.185/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, που δίκασε ως εφετείο, ο κατ' έφεση δικαζόμενος για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα, αναίρεσε ίων κατηγορούμενος ζήτησε την αναβολή ή τη διακοπή εκδικάσεως της υποθέσεως προκειμένου να κληθούν και προσέλθουν οι μάρτυρες Α και Β, που δεν παρουσιάστηκαν. Το δικαστήριο κήρυξε ένοχο και καταδίκασε τον αναιρεσείοντά για τις ανωτέρω πράξεις, αφού απέρριψε το περί αναβολής αίτημα του με την ακόλουθη αιτιολογία: "όσον αφορά τον δικηγόρο Β, από το ως άνω πιστοποιητικό που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, του Δικηγορικού Συλλόγου Λαμίας, το οποίο έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: Ο υπογραφόμενος Γ, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λαμίας, αφού έλαβα υπόψη την από 9-7-2007 αίτηση του δικηγόρου και μέλους του Συλλόγου Β, με την οποία ζητά τη χορήγηση αδείας προκειμένου να καταθέσει σαν μάρτυρας ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων σε ποινική υπόθεση του Χ κλπ. Δεν χορηγώ την αιτούμενη άδεια, διότι, ότι γνωρίζει ο αιτών το γνωρίζει με την ιδιότητα του δικηγόρου κατά την άσκηση των καθηκόντων του (άρθρο 49 παρ.2 Κώδικα περί Δικηγόρων) προκύπτει ότι αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί ως μάρτυρας κατά το νόμο, αφού ότι γνωρίζει, σε σχέση με την παρούσα υπόθεση, το γνωρίζει με την ιδιότητα του Δικηγόρου κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Στην αντίθετη δε περίπτωση όπως ζητεί ο κατηγορούμενος να προσέλθει - όσον αφορά εξ' άλλου το αίτημα του κατηγορουμένου να κληθεί στο ακροατήριο και να εξετασθεί ως μάρτυρας - αναβαλλόμενης άλλως διακοπτόμενης της εκδικάσεως της παρούσας υπόθεσης - ο ως άνω δικηγόρος, Β, και να ελεγχθεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, αν πράγματι τα όσα γνωρίζει τα γνωρίζει η υπό την ως άνω ιδιότητά του ως δικηγόρου και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του τούτο θα παραβίαζε το νόμο, αφού θα παραβίαζε το καθήκον εχεμύθειας του δικηγόρου αυτού και πρέπει το σχετικό ανωτέρω αίτημα του κατηγορουμένου, δηλαδή, να κληθεί ο ως άνω δικηγόρος και να εξετασθεί προκειμένου να διαπιστωθεί αν πράγματι τα όσα γνωρίζει με την ιδιότητα του δικηγόρου κατά την άσκηση των καθηκόντων του και στην αντίθετη περίπτωση να εξετασθεί ως μάρτυρας, να απορριφθεί ως αβάσιμο. Όσον αφορά εξ' άλλου το αίτημα του κατηγορουμένου να κληθεί στο ακροατήριο και να εξετασθεί ως μάρτυρας - αναβαλλόμενης άλλως διακοπτόμενης της εκδικάσεως της παρούσας υπόθεσης σ δικηγόρος Α προέκυψε ότι αυτός πράγματι κλήθηκε από τον Εισαγγελέα για να παραστεί στην παρούσα δίκη (βλ. από 21-6-2007 αποδεικτικό επίδοσης) επιπλέον δε ότι κατά την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Λαμίας την 1-2/2/2005 ο ως άνω μάρτυρας Α παρέστη στο Δικαστήριο και δήλωσε τα εξής: επειδή έχω προταθεί ως μάρτυρας και επειδή δεν είχα την δυνατότητα να δω τον Πρόεδρο του Συλλόγου μας και να πάρω τη σχετική άδεια σύμφωνα με το άρθρ. 212 Π.Κ., θέλω να εξαιρεθώ ως μάρτυρας. Στη συνέχεια δε η Πρόεδρος του Τριμελούς Πλημ/κείου Λαμίας κάλεσε τον παραπάνω μάρτυρα να καταθέσει το αίτημά του ενόρκως. Εξετασθείς δε ενόρκως δήλωσε ότι ο κατηγορούμενος ήταν πελάτης του, ότι του εμπιστεύθηκε αυτός κάποια πράγματα και αν καταθέσει ως μάρτυρας θα παραβιάσει τα απόρρητα λόγω της ιδιότητάς του, ότι αν βρει τον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, στον οποίο ανήκει, σύμφωνο θα καταθέσει ως μάρτυρας, ότι έχει κώλυμα σύμφωνα με το άρθρο 212 Π.Κ. και ότι δεν έχει άδεια να καταθέσει ως μάρτυρας, δεν του επιτρέπεται από τον Δικηγορικό Σύλλογο η κατάθεση, θα καταθέσει, παρ' όλα αυτά, όμως, ο δικηγόρος αυτός δεν προκάλεσε σχετική απόφαση του οικείου δικηγορικού συλλόγου στον οποίο ανήκε, για να του επιτραπεί η κατάθεσή του στην παρούσα ποινική υπόθεση. Απ' όλα τα παραπάνω προέκυψε ότι η κατάθεση του μάρτυρα Α που προτάθηκε από τον κατηγορούμενο δεν μπορεί να ληφθεί, αφού ο ίδιος (Α) δεν επιθυμεί όπως καταδηλώθηκε με την προαναφερόμενη συμπεριφορά του να καταθέσει. Κατόπιν τούτου πρέπει να απορριφθεί το σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου να κληθεί και να καταθέσει ο μάρτυρας Α". Η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής και εμπεριστατωμένη για την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος, αφού αναφέρονται στην απόφαση τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του, το θέμα για το οποίο ζητήθηκε να κλητευθούν και να προσέλθουν οι μάρτυρες και ο λόγος για τον οποίο δεν ήταν αναγκαία η κλήτευσή των. Εξάλλου, εμμέσως πλην σαφώς, το δικαστήριο δέχεται ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν είναι και ουσιώδεις, δοθέντος ότι, δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, για τους λόγους που αναφέρονται στην προσβαλλομένη απόφαση. Επομένως ο σχετικός δεύτερος λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω απορριπτέος, ως αβάσιμος, είναι και ο επί της διάταξης του άρθρου 510 παρ.1 Α ερειδόμενος λόγος της αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, γιατί πριν την έκδοση της απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης, δεν δόθηκε ο λόγος στον εισαγγελέα, προκειμένου να υποβάλλει πρόταση ως προς το αίτημα αυτό και τούτο, γιατί ο σχετικός λόγος εδράζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του εκδόσαντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, μετά την υποβολή του αιτήματος "
Ο Εισαγγελέας, ο οποίος έλαβε στη συνέχεια το λόγο, πρότεινε να απορριφθεί το ως άνω αίτημα αναβολής, λόγω κινδύνου παραγραφής της υπόθεσης και ζήτησε την πρόοδο της δίκης". Στη συνέχεια το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφασίσει κατά την πρόοδο της δίκης για την αναγκαιότητα κλήτευσης των παραπάνω μαρτύρων, τη σχετική δε απόφασή του εξέδωσε μετά την εξέταση των παρόντων μαρτύρων και την ανάγνωση των εγγράφων.
Συνεπώς εφόσον ο Εισαγγελέας είχε ήδη υποβάλλει πρόταση δεν ήταν αναγκαίο να λάβει εκ νέου τον λόγο αλλά ούτε και ο συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού πρόκειται για το ίδιο αίτημα.
Από τη διάταξη του άρθρου 229 § 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να εγνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε απ' αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή, ενώ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 224 § 2 ΠΚ, της ψευδορκίας, απαιτείται αφ' ενός ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρμοδίας αρχής ψευδή γεγονότα αφ' ετέρου να γνωρίζει την αναλήθεια των γεγονότων αυτών. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους και χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά και να γίνεται αξιολογική συσχέτιση αυτών, όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η εν λόγω αιτιολογία, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, όπως συμβαίνει στα πιο πάνω εγκλήματα, πρέπει να εκτείνεται και στο στοιχείο αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας με την 185/2007 απόφαση του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: Κατά μήνα Αύγουστο του έτους 1993 ο Δ εργαζόταν ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου-πωλητής στην επιχείρηση της εδρεύουσας στη ..... ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας "Δ και Σία ΟΕΕ" της οποίας ομόρρυθμα μέλη ήσαν ο Ε, κάτοικος ....., καθώς επίσης και ο ΣΤ, γαμβρός από θυγατέρα του Ε και διαχειριστής της ανωτέρω ΟΕΕ, είχε δε προσληφθεί ο Δ στην ως άνω επιχείρηση από τις αρχές του έτους 1993 και συνέχισε να εργάζεται μέχρι το έτος 1995. Κατά τη διάρκεια της εργασίας του στην επιχείρηση αυτή ο Δ προσέφερε, επίσης, (όταν δεν μετέφερε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε εμπορεύματα της επιχείρησης αυτής σε τρίτους στην ....., ....., ..... και αλλού) και γραφική εργασία στο κύριο κατάστημά της, επί της συμβολής των οδών .....-..... και γραφική εργασία λογιστηρίου, που είχε σχέση κυρίως με τις πωλήσεις προϊόντων της ως άνω επιχείρησης σε τρίτους. Κατά τον ως άνω χρόνο ο υιός του Ε, Ζ ήταν μέλος και ουσιαστικός διευθύνων της εδρεύουσας επίσης στη ....., ανώνυμης εταιρίας "ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΠΟΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΑ ΑΕ", ενώ κατά τον αυτόν ως άνω χρόνο ο Χ ήταν κάτοχος μεγάλης ακίνητης περιουσίας στη ...... καθώς και κάτοχος μεγάλων χρηματικών ποσών κατατεθειμένων σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Κατά τη διάρκεια του μηνός Αυγούστου 1993 ο Ζ, επειδή η ως άνω ανώνυμη εταιρία αντιμετώπιζε πρόβλημα ρευστότητας χρημάτων προς αντιμετώπιση των αναγκών λειτουργίας και επεκτάσεώς της επισκεπτόταν συχνά την ως άνω ομόρρυθμη εμπορική εταιρία, όπου και συζητούσε με τον πατέρα του Ε το δυσχερές θέμα χρηματοδοτήσεως της ΑΕ, δεδομένου ότι ήδη όφειλαν σημαντικά ποσά σε τράπεζες και δεν ήταν εφικτός ο τραπεζικός δανεισμός τους, σε μία δε από τις επισκέψεις του αυτές ενημέρωσε τον πατέρα του, "ότι γνωρίζει κάποιον Χ που δανείζει χρήματα σε τρίτους ο οποίος και μπορούσε να τους χορηγήσει δάνειο 20.000.000 δρχ.". Οι ως άνω συζητήσεις πατέρα και υιού Ε-Ζ γίνονταν με την παρουσία του Δ, ο οποίος εργαζόταν περιστασιακώς, όπως προαναφέρεται, στο λογιστήριο της ΟΕΕ ..... και Σία, τον οποίο αυτοί και εμπιστεύονταν, διότι τον θεωρούσαν σαν το "δεξί χέρι της ανωτέρω ΟΕ". Περί τις 28 ή 29 Αυγούστου 1993 ο Ζ μαζί με τον πατέρα του Ε συμφώνησαν με τον ήδη κατηγορούμενο Χ να τους χορηγήσει ο τελευταίος δάνειο ποσού 20.000.000 δραχμών, έναντι του οποίου, όμως, απαίτησε αυτός Χ) προκαταβλητέο τόκο ποσού 4.000.000 δραχμών, για χρονικό διάστημα δύο μηνών, ποσό δηλαδή στο οποίο περιείχονταν και τόκοι υπολογιζόμενοι με αθέμιτο επιτόκιο που υπερέβαιναν δηλαδή το ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο, να λάβει δε ο αυτός δανειστής, ήδη κατηγορούμενος, επί πλέον, προς εξασφάλιση του δανείου αυτού, δύο τραπεζικές επιταγές, έκδοσης του Ε με ημερομηνία έκδοσης 28.10.1993 ,ποσού εκάστης 12.000.000 δρχ., επί πλέον δε να γραφεί προσημείωση υποθήκης σε βάρος της οικίας του Ε, επί της οδού ..... . Ειδικώτερα συμφώνησαν ο Χ με τους Ε και Ζ (πέραν της κατά τα ανωτέρω προσημειώσεως και των τραπεζικών επιταγών) να του καταβάλουν οι τελευταίοι το ποσό του ως άνω προκαταβλητέου ποσού τόκου (των 4.000.000 δρχ.) και αυτός (Χ) μετά ταύτα να καταβάλει σ' αυτούς το ποσό του δανείου καταθέτοντας το στον κοινό λογαριασμό καταθέσεών τους, που ετηρείτο στο Υποκατάστημα της Τράπεζας Κεντρικής Ελλάδος στη ..... και στον ίδιο λογαριασμό ο ίδιος (Χ) θα κατέθετε δε μαζί με το ποσό του αληθινού κεφαλαίου του δανείου, ήτοι του ποσού των 20.000.000 δραχμών και το ποσό των 4.000.000 δρχ., που θα του προκατέβαλαν αυτοί ως τόκο για χρονικό διάστημα δύο μηνών, δηλαδή θα κατέθετε ο Χ στον τραπεζικό λογαριασμό καταθέσεων των Ε και Ζ συνολικό ποσό 24.000.000 δραχμών, ώστε να φαίνεται ότι αυτός (Χ δάνεισε σ' αυτούς όχι ποσό 20.000.000 δραχμών - όπως ήδη ψευδώς αυτός ισχυρίζεται - αλλά 24.000.000 δραχμών, νομιμοποιώντας έτσι στο κατατεθειμένο αυτό ποσό και το ποσό των 4.000.000 δρχ., ήτοι 10% κατά μήνα στο οποίο περιείχονταν τοκογλυφικοί τόκοι, αφού την ανωτέρω εποχή το ποσοστό του νόμιμου τόκου ανερχόταν στο ποσό των 2,58% ετησίως. Προκειμένου να λάβουν το ως άνω δάνειο, ο Ε και επειδή τότε αυτός δεν διέθετε σε ρευστό το συνολικό ποσό των 4.000.000 δραχμών παρά μόνο μέρος του ποσού αυτού και δη μόνο 1.000.000 δραχμών, που θα έπρεπε να δοθεί προκαταβολικώς, κατά τα ανωτέρω, ως τόκος στον Χ, αποτάνθηκε προς δανεισμό του στους γνωρίμους του, Η, έμπορο, κάτοικο ..... και Θ, επίσης έμπορο και ειδικώτερα ιδιοκτήτη ταβέρνας, που βρίσκεται επί της συμβολής των οδών ..... και ..... στη ..... και κάτοικο, ομοίως, ..... με τους οποίους και επικοινώνησε τηλεφωνικώς και, επί παρουσία του Δ, ζήτησε από αυτούς να του δανείσουν το υπόλοιπο ποσό των 3.000.000 δραχμών, πράγματι δε αυτοί συμφώνησαν να του καταβάλουν ο καθένας ως βραχύχρονο - μιας ημέρας - δάνειο το ποσό των 1.500.000 δραχμών. Έτσι, αμέσως μετά τις τηλεφωνικές αυτές επικοινωνίες Ε με Η και Θ, ο Δ, όπως ζήτησε από αυτόν ο Ε τον (δηλ. τον Ε) τον οδήγησε από την επιχείρηση της ως άνω ΟΕΕ, με το αυτοκίνητο που οδηγούσε, στους Η και Θ απ' όπου ο Ε έλαβε από τον καθένα αντιστοίχως, ως δάνειο, το ποσό αντιστοίχως των 1.500.000 δραχμών και στη συνέχεια ο Δ τον μετέφερε και πάλι στα γραφεία της προαναφερόμενης ΟΕΕ, όπου και συνάντησαν τους αναμένοντες αυτούς Ζ και Ι, εκεί δε ο Ε παρέδωσε στο γυιό του Ζ το ποσό συνολικώς των 4.000.000 δρχ., που όπως προαναφέρεται είχε ζητήσει ως προκαταβλητέο τόκο ο Χ, δηλαδή το ποσό των 3.000.000 δρχ. που είχε λάβει συνολικώς αυτός (Ε) από τους Η και Θ μαζί με το ποσό των 1.000.000 δραχμών, που προσέθεσε αυτός -Ε - εξ ιδίων, λέγοντας ενώπιον του Δ προς τους Ζ και Ι, μάλιστα : "Παιδιά περιμένετε εδώ, πάω στα δικαστήρια που με περιμένει ο Χ και θα επιστρέψω σε ένα τέταρτο". Στη συνέχεια, στις 31.8.1993 ο Δ μετέφερε τον Ζ, ο οποίος πήρε μαζί του το ποσό των 4.000.000 δρχ., που θα προκατέβαλε στον Χ, για τον προκαταβλητέο, κατά τα ως άνω συμφωνηθέντα, αντίστοιχο τόκο και τον Ι, με το αυτοκίνητο που οδηγούσε, έξω από το Υποκατάστημα της Τράπεζας Κεντρικής Ελλάδος στη ....., όπου τους ανέμενε ο Χ, εκεί δε οι Ι και Ζ, αφού εξήλθαν από το αυτοκίνητο, με το οποίο τους είχε εκεί μεταφέρει ο οδηγός του Δ και στο οποίο παρέμεινε ο τελευταίος, συνάντησαν τον Χ και του παρέδωσαν μία σακκούλα στην οποία περιείχετο το ως άνω συγκεντρωθέν ποσό των 4.000.000, δρχ.,το οποίο και του έδωσαν έναντι του προαναφερομένου συμφωνημένου προκαταβλητέου αντίστοιχου ισόποσου τόκου των 4.000.000 δρχ. Στη συνέχεια ο Χ, έχοντας μαζί του το ως άνω ληφθέν από τους Ζ και Ι ποσό των 4.000.000 δρχ., εισήλθε στο ως άνω τραπεζικό υποκατάστημα, όπου και παρέμεινε επί χρονικό διάστημα 15-20 περίπου λεπτών της ώρας, κατά τη διάρκεια του οποίου και κατέθεσε στον εκεί τηρούμενο τραπεζικό λογαριασμό καταθέσεων (κοινό) των Ζ και Ε το ποσό συνολικώς των 24.000.000 δρχ., το οποίο δηλαδή αποτελείτο από το ποσό του. αληθινού κεφαλαίου του δανείου, 20.000.000 δρχ. συν το ποσό των 4.000.000 δρχ. του συμφωνηθέντος ως προκαταβλητέου τόκου, μετά την πάροδο του ανωτέρω χρονικού διαστήματος ο Χ εξήλθε από το ως άνω τραπεζικό υποκατάστημα και αφού κάλεσε τον Ζ, με την παρουσία και των Δ και Ι, ο οποίος και τον πλησίασε, του έδειξε ένα έγγραφο, το οποίο ήταν η απόδειξη της εκ μέρους του (δηλ. του Χ) κατάθεσης στο ως άνω Τραπεζικό Υποκατάστημα των 24.000.000 δραχμών, του υπέδειξε δε να μεταβεί με τη σειρά του στο ίδιο αυτό Τραπεζικό Υποκατάστημα, μετά εικοσάλεπτο και να εισπράξει από το ως άνω κατατεθειμένο ποσό των 24.000.000 δραχμών μέρος και δη το ποσό των 4.000.000 δραχμών, το οποίο αυτός, Ζ, θα έπρεπε να παραδώσει στον πατέρα του, Ε, προκειμένου αυτός να αποδώσει από αυτό ανά 1.500.000 δραχμές σε καθένα από τους Η Θ προς εξόφληση του βραχυχρόνιου ανωτέρω δανείου από τον καθένα τους. Πράγματι δε μετά 20άλεπτο περίπου ο Ε εισήλθε στο ως άνω Τραπεζικό Υποκατάστημα και αφού εισέπραξε από το σύνολο του κατατεθειμένου λογαριασμού του το ποσό των 4.000.000 δρχ. επέστρεψε με το ποσό που εισέπραξε στους αναμένοντες αυτόν Δ και Ι, μετά ταύτα δε και οι τρεις (Ι, Ζ και Δ μετέβησαν με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο τελευταίος στα γραφεία της επιχείρησης της ως άνω ΟΕΕ όπου και τους ανέμενε ο Ε, στον οποίο του παρέδωσε ο Ζ το ποσό των 3.000.000 δρχ γα να επιστρέψει στους Η και Θ τα αντίστοιχα βραχυχρόνια δάνεια των 1.500.000 δρχ. στον καθένα, μετά ταύτα δε κατ' εντολή του Ε ο Δ μετέφερε αυτόν με το αυτοκίνητο που οδηγούσε στους ανωτέρω βραχυχρόνιων δανείων δανειστές, όπου και τους κατέβαλε ο Ε τα κεφάλαια των αντιστοίχων δανείων. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής τους από το ως άνω Τραπεζικό Υποκατάστημα σε σχετική ερώτηση του Δ προς τους Ζ και Θ γιατί εγένοντο όλες αυτές "οι κινήσεις" συναντήσεις και επισκέψεις Χ και εν συνεχεία Ζ στο αυτό ανωτέρω Τραπεζικό Υποκατάστημα, αυτοί (Ζ και Θ) του εξήγησαν ότι το ποσό των 4.000.000 δρχ. αφορούσε τους τόκους των δύο μηνών για το ληφθέν ποσό του κεφαλαίου των 20.000.000 δραχμών. Εξ'άλλου με τη με αριθμό 632/1993 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας ενεγράφη υποθήκη υπέρ του Χ σε βάρος της οικίας του Ε στην οδό ..... στη ..... . Αργότερα κατά τα τέλη του μηνός Οκτωβρίου 1993 η ΟΕΕ Ε ΚΑΙ ΣΙΑ έλαβε δάνειο ποσού 13.000.000 δρχ, που χορηγήθηκε σ'αυτήν από το Υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας στη ..... για το σκοπό δε αυτό μετέβη ο Ι, μέλος της ως άνω ΟΕΕ, στο αμέσως ανωτέρω Υποκατάστημα, μεταφερόμενος με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Δ από το οποίο Υποκατάστημα και έλαβε από το χορηγηθέν δάνειο 6.000.000 δρχ. καθώς και δύο λευκές επιταγές εκδόσεως του Ε και, στη συνέχεια, μεταφερόμενος πάλι με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Δ επισκέφθηκε την οικία του Χ στη ....., που βρισκόταν επί της οδού ..... στη ....., όπου εισήλθε ο Ι, ενώ ο Δ παρέμεινε στο αυτοκίνητο, που οδηγούσε και τον ανέμενε. Εκεί ο Ι παρέδωσε στον Χ το ποσό των 6.000.000 δραχμών προς ρύθμιση του υπολοίπου του δανείου και του έδωσε και τις δύο ως άνω λευκές επιταγές εκδόσεως Ε και μετά δέκα λεπτά περίπου εξήλθε από την οικία αυτή και έδωσε εντολή στο Δ να μεταβεί στο κατάστημα της ανωτέρω ΟΕΕ να λάβει από τον Ε 65.000 δραχμές και να του φέρει το ποσό αυτό προκειμένου να το παραδώσει ο ίδιος Ι) στη συνέχεια στον κατηγορούμενο Χ, πράγματι δε ο Δ εκτελώντας την ως άνω εντολή του Ι μετέβη στα γραφεία της επιχείρησης της ΟΕΕ Ε ΚΑΙ ΣΙΑ, όπου, αφού συνάντησε εκεί το Ε, έλαβε από αυτόν το ανωτέρω ποσό των 65.000 δραχμών το οποίο και παρέδωσε στον Ι στη συνέχεια δε αυτός, μεταφερθείς πάλι με το αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Δ, στη διεύθυνση της οικίας του Χ, εισήλθε στην αυτή ως άνω οικία και παρέδωσε σ' αυτόν το ανωτέρω ποσό των 65.000 δραχμών ενώ τον ανέμενε έξω με το αυτοκίνητο του ο Δ, στη συνέχεια εξήλθε από την αμέσως ανωτέρω οικία και εισήλθε στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Δ και έφυγαν, κατά τη διάρκεια δε της επιστροφής τους αυτής ο Ι πληροφόρησε τον Δ ότι έδωσε στον Χ την ημέρα εκείνη τόσο το ποσό των 6.000 δρχ. όσο και των 65.000 δρχ. και ότι ανανέωσε το υπόλοιπο του ως άνω δανείου δίδοντας προς εξασφάλιση του τις δύο προαναφερόμενες επιταγές, τη μία με ποσό 12.000.000 δρχ. και την άλλη με 7.500.000 δρχ. για διάστημα ενός μηνός και ότι πήρε ο Χ τις ως άνω 65.000 δρχ. για να είναι "στρόγγυλος ο λογαριασμός". Όλα τα παραπάνω αποδεικνύονται από τη σαφή και κατηγορηματική και ρητή ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρα Δ ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και στο ακροατήριο του, η οποία επιστηρίζεται και από την ρητή επίσης σαφή και κατηγορηματική ένορκη στο ακροατήριο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατάθεση του μάρτυρα Ζ, (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου) καταθέσεις που κρίνονται αξιόπιστες και ανταποκρινόμενες στην αλήθεια κρινόμενες ειλικρινέστερες κατά περιεχόμενο της αντίθετης απολογίας του κατηγορουμένου, ο οποίος ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι το αληθινό ποσό κεφαλαίου του δανείου ήταν πράγματι 24.000.000 δρχ. και ότι το δάνειο αυτό ήταν άτοκο ότι όταν αυτός (κατηγορούμενος) μετέβη στις 31.8.1993 στο Υποκατάστημα της Κεντρικής Ελλάδος στη ..... προκειμένου να καταθέσει το ποσό του δανείου στο λογαριασμό των Ζ και Ε δεν ήταν έξω από το Υποκατάστημα αυτό ο Δ και ότι τούτο βεβαιώνει και ο συνοδεύσας αυτόν (Χ), γνώριμός του, Κ, ο οποίος και κατέθεσε ως μάρτυρας ενώπιον του Πταισματοδίκη Λαμίας (βλ. από 18-1-2000 έκθεση ένορκης εξέτασης του Κ) παρά ταύτα οι καταθέσεις των ανωτέρω Η και Θ ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Λαμίας στη δικάσιμο της 12-3-2003, με κατηγορούμενους τους Δ, Ε και Ζ και Ι (βλ. στα πρακτικά της παρούσας αναφερόμενη και αναγνωσθείσα 938/2003 απόφαση και ταυτάριθμα πρακτικά Τριμ. Πλημ. Λαμίας) οι οποίοι και βεβαιώνουν ενόρκως ότι πράγματι ο Ε δανείσθηκε την προηγουμένη της 31.8.1993 από αυτούς το ποσό των 1.500.000 δρχ. ενισχύουν την αλήθεια της καταθέσεως του Δ καταρρίπτουν δε αντίστοιχα τις αντίθετες αιτιάσεις που περιέχονται στην απολογία του κατηγορουμένου Χ καθώς, επίσης και το περιεχόμενο της κατάθεσης του Κ, ο οποίος εξετασθείς ως μάρτυρας ενώπιον του Πταισματοδίκη Λαμίας (βλ. αναγνωσθείσα κατάθεση μάρτυρα στα πρακτικά της παρούσας δίκης) κατέθεσε ότι δήθεν ο Δ δεν είχε μεταβεί έξω από το Τραπεζικό Υποκατάστημα της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδος στη ..... μαζί με τον Ε στις 31-8-1993. Περαιτέρω, λόγω μη έγκαιρης, πλήρους εξοφλήσεως του ληφθέντος δανείου διαδοχικώς εχώρησαν πολλές ανανεώσεις του ως άνω δανείου και αντίστοιχα εξέδιδε ο Ε τραπεζικές επιταγές προς εξασφάλιση του εκάστοτε υπολοίπου του δανείου. Έτσι, λόγω μη πληρωμής δύο επιταγών, που είχε εκδόσει ο Ε, ο Χ ζήτησε και εκδόθηκε υπέρ αυτού η με αριθμό 52/1994 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας κατά της οποίας η εταιρία "Ε και ΣΙΑ ΟΕΕ", Ε και Ζ άσκησαν την από 22.6.1994 ανακοπή τους ζητώντας την ακύρωση της (δηλ. της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, η οποία έγινε δεκτή με την με αριθμό 1047/1994 απόφαση του μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, κατά της πρωτοδικειακης αυτής απόφασης ο ήδη κατηγορούμενος άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την από 25.9.1995 έφεσή του, το οποίο εξέδωσε αρχικά τη με αριθμό 5498/1996 απόφασή του, στη συνέχεια δε με τη με αριθμό 28581997 απόφασή του έταξε αποδείξεις και με μάρτυρες διεξακτέες ενώπιον εισηγητή και εντεταλμένων Ειρηνοδικών επί του προβληθέντος από τους ανακόπτοντες ισχυρισμού τους, ότι οι ως άνω δύο επιταγές επί των οποίων εκδόθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής είναι άκυρες, διότι εκάλυπταν εξολοκλήρου τοκογλυφική απαίτηση του ήδη κατηγορουμένου. Ενώπιον της Ειρηνοδίκου Μακρακώμης, ως εντεταλμένης τη διεξαγωγή των ανωτέρω διαταχθεισών αποδείξεων, οι ανακόπτοντες πρότειναν, ως μάρτυρα απόδειξης, επί των ταχθέντων με την ανωτέρω απόφαση του Εφετείου Αθηνών θεμάτων, τον προαναφερθέντα υπάλληλό τους Δ. Ο τελευταίος (Δ) κατέθεσε, στις 13.10.1997, 22.10.1997 και 31.10.1997, (βλ. αναγνωσθείσα στα πρακτικά αντίστοιχη εισηγητική έκθεση της Ειρηνοδίκου Μακρακώμης) ενόρκως εξεταζόμενος ενώπιον της ως άνω Ειρηνοδίκου, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: ότι στις 28 με 29 Αυγούστου 1993, οι Ζ και Ε συμφώνησαν με τον Χ να τους δανείσει είκοσι εκατομμύρια δραχμές με τόκο τέσσερα εκατομμύρια δραχμές για διάστημα δύο μηνών, ότι την επομένη ημέρα ο Δ μαζί με τον Ε επισκέφθηκαν τους Η και Θ, οι οποίοι δάνεισαν στον Ζ από ενάμιση εκατομμύριο δραχμές έκαστος, ότι την αυτή ημέρα ο Δ, μετέβη με τους Ι και Ζ στο κατάστημα της Τράπεζας Κεντρικής Ελλάδος όπου συνάντησαν τον κατηγορούμενο Χ και παρουσία του Δ του έδωσαν μία σακούλα που περιείχε τέσσερα εκατομμύρια δραχμές τα οποία αυτός κατέθεσε στη συνέχεια, όπως επίσης και είκοσι επιπλέον εκατομμύρια, στον τραπεζικό λογαριασμό των Ζ και Ε και για την οποία κατάθεση επέδειξε στον Ζ την απόδειξη που του έδωσε η Τράπεζα και που την επιβεβαίωνε, ότι περί τα τέλη Οκτωβρίου μετέφερε τον Ι στην οικία του πρώτου κατηγορουμένου για να του παραδώσει δύο λευκές επιταγές, προκειμένου να ανανεωθεί το ανωτέρω δάνειο, ότι από τις αρχές του έτους 1993 μέχρι και το 1995 εργαζόταν σε κατάστημα του Ε ενώ, επίσης, τα ίδια κατέθεσε ο ως άνω Δ και ενώπιον του Πταισματοδίκη Λαμίας σε σχετική με το ως άνω τοκογλυφικό δάνειο ποινική δίκη με κατηγορούμενο τον ήδη κατηγορούμενο Χ (βλ. αναγνωσθείσα στα πρακτικά από 18.9.1998 ένορκη κατάθεση του Δ, ενώπιον του Πταισματοδίκη Λαμίας). Ο κατηγορούμενος Χ, με την από 27.7.1999 και με στοιχεία κατάθεσης ΑΒΜ 4992/27.7.1999 μήνυσή του κατά του Δ και των Ε, Ζ και Ι καταμήνυσε τον μεν πρώτο τα όσα ανωτέρω εκτίθεται ότι κατέθεσε ενόρκως αυτός (Δ) εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον της Ειρηνοδίκου Μακρακώμης όσον και ενώπιον του Πταισματοδίκη Λαμίας,(δηλ. σε σχέση με το ως άνω δάνειο και δη την έναρξη της εργασίας του ως μισθωτή στην επιχείρηση της ΟΕΕ Ε και ΣΙΑ, την επίσκεψη αυτού μαζί με τον Ε στους Η και Θ προς δανεισμό από αυτούς 1.500.000 δρχ. από τον καθένα την παρουσία του ίδιου στις ανωτέρω επισκέψεις του Χ και του Ζ στο Τραπεζικό Υποκατάστημα της Κεντρικής Τράπεζας στη ....., συναντήσεις του τελευταίου με τον ήδη κατηγορούμενο στις 31.8.1993 επίδειξη της αποδείξεως της Τράπεζας εκ μέρους του κατηγορουμένου προς τον Ζ και μεταφοράς του Ι στην οικία του Χ περί τα τέλη Οκτωβρίου 1993 ήσαν ψευδή και ότι τα κατέθετε ο ως άνω μάρτυρας εν γνώσει του ψευδούς αυτών τους δε Ε Ζ και Ι, ως ηθικούς αυτουργούς της ως άνω καταμηνυθείσας από αυτόν (Χ) ψευδορκίας του Δ. Όμως, ως παρατίθεται ανωτέρω, τα όσα ανωτέρω κατέθεσε ως μάρτυρας ο Δ ενώπιον της Ειρηνοδίκου Μακρακώμης και Πταισματοδίκου Λαμίας ήσαν αληθινά και επομένως, ο κατηγορούμενος ψευδώς καταμήνυσε τον ως άνω μάρτυρα ότι ενόρκως κατέθεσε ενώπιον των ως άνω αρχών ψευδώς τους δε Ε και Ζ και Ι ως ηθικούς αυτουργούς της ως άνω καταμηνυθείσας ψευδορκίας του Δ προς δε αυτός επιβεβαίωσε ενόρκως και το περιεχόμενο της ως άνω μήνυσής του αφενός εξεταζόμενος ενόρκως, στις 21.1.2000, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Λαμίας και αφετέρου ενώπιον του Πταισματοδίκου Λαμίας την 21.1.2000, μάλιστα δε αμετακλήτως, έχει κριθεί ότι το ως άνω δάνειο Χ προς τον Ε είχε χορηγηθεί με τοκογλυφικό τόκο ο δε κατηγορούμενος Χ ήδη αμετακλήτως κατόπιν σχετικής μηνύσεως των Ζ και Ε, έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για τοκογλυφία με τη με αριθμό 33/2000 απόφαση του Εφετείου Λαμίας, για πλημμελήματα, η κατά της οποίας αίτηση αναίρεσης του Χ απορρίφθηκε με τη με αριθμό 2005/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου ενώ αντίθετα α) ο Δ καθώς και β) οι Ε, Ζ και Ι αθωώθηκαν με τη με αριθμό 938/12.3.2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας της κατ' αυτών κατηγορίας α) για ψευδορκία και β) ηθικής σ' αυτήν αυτουργίας, αντιστοίχως, σε σχέση με ότι τους καταμήνυε με την ως άνω μήνυση του ο ήδη κατήγορου μένος, κατά δε της ανωτέρω 938/12.3.2003 απόφασης δεν έχει ασκηθεί μέχρι σήμερα ένδικο μέσο (βλ. με αριθμ. 2814/10-7-2007 βεβαίωση του Πρωτοδικείου Λαμίας). Περαιτέρω αποδεικνύεται, ότι ο κατηγορούμενος, τελώντας σε γνώσει, αφ' ενός ότι καταμήνυε ψευδώς με την άνω μήνυσή του τους ανωτέρω α) Δ για ψευδορκία μάρτυρα και β) τους Ε, Ζ και Ι για ηθική αυτουργία στην ψευδορκία του Δ, αφού όπως ο ίδιος δέχεται στην κατάθεσή του ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Λαμίας (βλ. ανωτέρω 938/2003 πρακτικά και απόφαση Τριμ. Πλημ. Λαμίας), διατηρούσε φιλία με τον Ε και ήταν, επομένως, σε θέση να γνωρίζει και εγνωριζε, ότι ο Δ εργαζόταν από των αρχών του έτους 1993 μέχρι το έτος 1995 στην επιχείρηση της ανωτέρω ΟΕΕ, η οποία μάλιστα βρισκόταν στην ίδια επαρχιακή πόλη και ότι ο Ε, τον εμπιστευόταν ("ήταν το δεξί του χέρι",) επίσης, ο ίδιος, ως δανειστής, φυσικά εγνωριζε, ότι το ποσό του δανείου ήταν 20.000.000 δρχ. στο δε ποσό των 4.000.000 δρχ. περιλαμβάνονταν τοκογλυφικοί τόκοι και ότι το κεφάλαιο του δανείου δεν ήταν 24.000.000 δρχ., και ότι το ποσό των 4.000.000 δρχ. του το είχε καταβάλει ο Ζ έξω από το Υποκατάστημα της Τράπεζας Κεντρικής Ελλάδος στη ....., πλησίασε δε το αυτοκίνητο και το οποίο οδηγούσε ο Δ, στο οποίο βρισκόταν ο Ζ, αφού ο ίδιος Χ αφού κατέθεσε το ποσό των 4.000.000 -δρχ. μαζί δε και το ποσό των 20.000.000 δρχ. στο ως άνω Υποκατάστημα της Τράπεζας Κεντρικής Ελλάδος υπέδειξε με την παρουσία του Δ στον Ζ να μεταβεί, μετά εικοσάλεπτο, στο ίδιο Τραπεζικό Υποκατάστημα για να εισπράξει από το συνολικό ποσό των 24.000.000 δρχ. - 20.000.000 εξ ιδίων και 4.000.000 που του είχε δώσει ο Ζ -,που αυτός (Χ κατέθεσε) το ποσό των 4.000.000 δρχ. και είναι βέβαιο ότι μπορούσε, επομένως να τον (δηλ. τον Δ,) αντιληφθεί μέσα στο αυτοκίνητο και τον αντιλήφθηκε, επί πλέον δε ως δανειστής ο ίδιος (Χ) εγνώριζε, ότι πράγματι ο Ι είχε προσέλθει στην οικία του και του παρέδωσε περί τα τέλη Οκτωβρίου 1993 δύο λευκές τραπεζικές επιταγές εκδόσεως του Ε χάριν εξασφάλισης της ανανέωσης του αυτού ως άνω δανείου, αφού ο ίδιος (Χ) έλαβε αυτοπροσώπως τις ως άνω επιταγές από τον Ι, και, επομένως, ότι ο Δ δεν είχε καταθέσει ψέμματα, στις ως άνω ένορκη ενώπιον του Ειρηνοδίκου Μακρακώμης κατάθεσή του και την τοιαύτη ενώπιον του Πταισματοδίκη Λαμίας κατάθεσή του, κατά συνέπεια δε οι λοιποί (Ε, Ζ και Ι) δεν έπεισαν αυτόν (Δ) να καταθέσει ενόρκως ψέμματα ενώπιον του ως άνω Ειρηνοδίκη και Πταισματοδίκη αντίστοιχα, πως αυτός (ήδη κατηγορούμενος), ισχυρίσθηκε ψευδώς εν γνώσει του ψευδά τα ανωτέρω καταμηνυθέντα και ενόρκως κατατεθέντα με την ανωτέρω μήνυση, που βεβαίωσε και ενόρκως, καθώς και με την ένορκη κατάθεσή, του στις 21.1.2000 ενώπιον του Πταισματοδίκη, ενώ εξάλλου ο δόλος του κατηγορουμένου εν γνώσει του να καταμηνύσει ψευδώς και να ψευδορκίσει σε βάρος των α) Δ και β) Ε, Ζ και Ι, για τις δήθεν φερόμενες, ως τελεσθείσες εκ μέρους τους, κατά τα παραπάνω στην οικεία θέση αναφερόμενα, αξιόποινες πράξεις, συνάγεται και από το ότι στη μήνυση του ψευδώς ισχυρίζεται, ότι δήθεν ο Δ επανειλημμένα δήθεν εμφορούμενος από τύψεις συνειδήσεως για τη δήθεν ψευδορκία του σε βάρος τουΧ ομολόγησε ενώπιον του (δηλ. του τελευταίου), αλλά και τρίτων, ότι ψευδώς κατέθεσε τα όσα κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Μακρακώμης και Πταισματοδίκη Λαμίας και ότι δήθεν οι Η και Θ ομολόγησαν στον ίδιο (Χ), ότι δεν δάνεισαν ο καθένας στο Ε από 1.500.000 δρχ. ο καθένας, αφού οι τελευταίοι τον (δηλ. Χ) με τις ως άνω ένορκες καταθέσεις τους ενώπιον του Τριμ.Πλημ. Λαμίας (βλ. πρακτικά της 938/2003 απόφασης του Τριμ. Πλημ. Λαμίας) διαψεύδουν (δηλ. τον ήδη κατηγορούμενο) όπως επίσης διαψεύδει τον κατηγορούμενο και ο μάρτυρας Ζ, που εξετάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ενόρκως. Σύμφωνα με τα παραπάνω ο κατηγορούμενος αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, για τις οποίες ήδη κατηγορείται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών.
Με τις παραπάνω παραδοχές το δικαστήριο εκήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα κατ'εξακολούθηση και επέβαλε εις αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, την οποία και μετέτρεψε σε χρηματική. Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 § 1 και 224 § 2 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλείπεις ή αντιφατικές αιτιολογίες ή διατάξεις. Ειδικότερα παρατίθενται στην απόφαση τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή, αιτιολογεί δε το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο του κατηγορουμένου, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεώς του των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας του κατηγορουμένου για την αναλήθεια του γεγονότος, το οποίο ενόρκως βεβαίωσε και για το οποίο ψευδώς καταμήνυσε τους αναφερομένους στο σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης. Η ειδικότερη αιτίαση που διατυπώνεται με τον τρίτο λόγο του δικογράφου της αναίρεσης, ότι δηλαδή δεν λήφθηκαν υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι καταθέσεις των εκεί μνημονευομένων μαρτύρων και τα αναφερόμενα έγγραφα, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη, γιατί, κατά την βεβαίωση της αποφάσεως, στο προοίμιο του σκεπτικού, ελήφθησαν και αξιολογήθηκαν όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, προκειμένου το δικαστήριο να καταλήξει στην περί ενοχής κρίση του κατηγορουμένου.
Συνεπώς, ο λόγος αναίρεσης, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως (αρθρ. 510 § 1 Δ ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Κατά το μέρος κατά το οποίο πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αυτός ο λόγος είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος.
Κατ 'ακολουθίαν, εφόσον απορρίπτονται όλοι οι λόγοι της αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί και η τελευταία στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-7-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ για την αναίρεση της 185/11-7-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας. Kαι
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Δεκεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ