Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1335 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Παραγραφή, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική, Τραπεζική επιταγή.




Περίληψη:
Παράβαση 79 ν. 5960/1933. Ακάλυπτες επιταγές. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως, διότι είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Η΄ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για αρνητική υπέρβαση εξουσίας και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, λόγω σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω ακυρότητας του επιδοθέντος στον κατηγορούμενο κλητηρίου θεσπίσματος, ως αγνώστου διαμονής ενώ ήταν γνωστής διαμονής και εντεύθεν παραγραφής του πλημμελήματος, λόγω μη αναστολής της κύριας διαδικασίας, διότι, η τυχόν ακυρότητα της επιδόσεως στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω απουσίας του κατηγορουμένου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και λόγω μη προβολής, με λόγο εφέσεως ενστάσεως του κατηγορουμένου περί ακυρότητας της επιδόσεως σε αυτόν ως αγνώστου διαμονής του κλητηρίου θεσπίσματος, καλύφθηκε και αιτιολογημένα απορρίφθηκε πλέον κατ' ουσίαν, λόγω αναστολής της κύριας διαδικασίας, η προβληθείσα ένσταση πενταετούς παραγραφής, ενώ δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία κατά το χρόνο εκδικάσεως της εφέσεως (ΑΠ 1827/2003). Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1335/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κουσαή, περί αναιρέσεως της 63612/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Μαρτίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 586/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ.6 του ν. 2408/1996, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε (5) ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρία έτη. Η κυρία διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320-321, 339-340 και 343 του ΚΠοινΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Κατά το άρθρο 170 παρ.1, του ίδιου κώδικα η ακυρότητα μιας πράξεως ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο. Τέλος κατά το άρθρο 174 παρ.2 του ΚΠοινΔ η ακυρότητα της κλήσεως στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου καθώς και η ακυρότητα της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως αυτών στον κατηγορούμενο καλύπτεται αν αυτός που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι σε περίπτωση άκυρης επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος αρχίζει η κυρία διαδικασία και ως εκ τούτου αναστέλλεται η παραγραφή από της ημέρας της επιδόσεως. Αυτό όμως εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει κατά την έναρξη της πρωτοβαθμίου δίκης, την ακυρότητα αυτής εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, οπότε καλύπτεται η ακυρότητα και η επίδοση θεωρείται πλέον έγκυρη και απ' αυτή αρχίζει η κύρια διαδικασία. Αν δε ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξεως, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με ειδικό λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως και όχι με σχετική ένσταση κατά την ακροαματική διαδικασία ή και με λόγο αναιρέσεως σε περίπτωση που η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν υπόκειται σε έφεση. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο εφέσεως καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας τα οποία επιτρεπτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, με την υπ' αριθμ. 95239/2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε με απόντα τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, καταδικάστηκε αυτός ερήμην, φερόμενος ως κάτοικος ..., σε φυλάκιση τριών (3) ετών και χρηματική ποινή 500.000 δραχμών, για το πλημμέλημα της εκδόσεως δύο ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, που έλαβε χώρα στις 10-1-2000 και στις 10-2-2000. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την από 27-3-2007 εκπρόθεσμη έφεσή του, στην οποία προέβαλε ως λόγο εφέσεως την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο επικαλέσθηκε ακυρότητα της επιδόσεως την 10-3-2004 σε αυτόν της πρωτόδικης αποφάσεως ως αγνώστου διαμονής, γιατί ήταν πάντα γνωστής διαμονής στην ... στην οδό ... αρ. ... και σε παρένθεση στην έκθεση εφέσεως προσέθεσε "και το κλητήριο θέσπισμα του επιδόθηκε ως άγνωστης διαμονής". Κατά την ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών συζήτηση της εφέσεώς του ο αναιρεσείων, μετά την παραδοχή της εφέσεώς του ως εμπρόθεσμης, γενομένου δεκτού του ισχυρισμού του ότι κατά την 10-3-2004 που του επιδόθηκε η εκκληθείσα απόφαση δεν ήταν άγνωστης διαμονής, αλλά ήταν γνωστής διαμονής στην ίδια ως άνω οδό ... αρ. .., προέβαλε τον ισχυρισμό περί παραγραφής διότι δεν του είχε επιδοθεί νόμιμα ως αγνώστου διαμονής το άνω κλητήριο θέσπισμα για να εμφανισθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ως εκ τούτου δεν είχε επέλθει αναστολή της πενταετούς, λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα της άνω πράξεως της παραβάσεως του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, προθεσμίας της παραγραφής, η οποία είχε ήδη συμπληρωθεί κατά τον άνω χρόνο συζητήσεως της εφέσεώς του (16-11-2007) και κατά συνέπεια είχε εξαλειφθεί δια παραγραφής το αξιόποινο της αποδιδόμενης σε αυτόν ως άνω αξιόποινης πράξεως. Τον, για πρώτη φορά, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, χωρίς δηλαδή ειδικό λόγο εφέσεως, προβληθέντα ισχυρισμό για ακυρότητα της ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κλητεύσεώς του και εκ τούτου παραγραφή της πράξεως, το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο απέρριψε με την ακόλουθη αιτιολογία: "Από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο κατ/νος, που κατηγορείται ότι τέλεσε την πράξη της παράβασης του Ν. περί επιταγών κατ' εξακολούθηση στις 10/1/2000 και 10/2/2000, καταδικάστηκε με την υπ' αριθμ. 95239/2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών (εκκαλουμένη) σε φυλάκιση τριών ετών και χρ. Ποινή 500.000 δραχμών. Περαιτέρω προέκυψε ότι το κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε στον κατ/νο στις 18/6/2002 στην οδό ... αρ. ... στον ... ως αγνώστου διαμονής. Με βάση τα παραπάνω ο προβληθής εκ μέρους του κατηγορουμένου αυτοτελής ισχυρισμός περί παραγραφής της ως άνω αξιόποινης πράξης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον αυτός μέσα στην πενταετία καταδικάστηκε με την παραπάνω απόφαση και κατά συνέπεια η παραπάνω πράξη παραγράφεται πλέον μετά την παρέλευση της οχταετίας λόγω της επελθούσας αναστολής της παραγραφής. Εξάλλου δεν προέκυψε ότι ακυρώθηκε το κλητήριο θέσπισμα, ώστε να θεωρηθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν κλητεύθηκε μέσα στην πενταετία από το χρόνο τέλεσης της πράξης του".
Από την επισκοπούμενη με αριθ. 4448/27-3-2007 έκθεση εφέσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου προκύπτει ότι αυτός ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απαλλαγεί από κάθε κατηγορία, γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, δήλωσε δε ότι την έφεση ασκεί δικαιολογημένα εκπροθέσμως διότι : "ΕΙΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ: Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 156 Κ.Π.Δ. ως πρόσωπο άγνωστης διαμονής νοείται εκείνο που απουσιάζει από τον τόπο κατοικίας του σε μέρος άγνωστο για την αρχή που παρήγγειλε την επίδοση ή που εξέδωσε το επιδοτέο έγγραφο. Επί επιδόσεως ως αγνώστου διαμονής, ποινικής απόφασης, εάν αποδειχθεί ότι ο εκκαλών ήτο γνωστής διαμονής κατά το χρόνο επίδοσης, η επίδοση αυτή είναι άκυρη και η ασκούμενη έφεση είναι εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι επί ακύρου επιδόσεως δεν αρχίζει η προθεσμία της έφεσης και γενικά των ενδίκων μέσων.
Εγώ κατά το χρόνο της επίδοσης της πληττόμενης υπ' αριθμ. 92239/2001 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και πριν την επίδοση της απόφασης αυτής και μετά και μέχρι τώρα ήμουν και είμαι γνωστής διαμονής επί της οδού ... και ... αριθμός ... στο Δήμο της ..., όπου μάλιστα η μηνύτρια εταιρία μου έχει επιδώσει κατά καιρούς διάφορα δικόγραφα.
Όμως η πληττόμενη υπ' αριθμ. 92239/2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (όπως και το κλητήριο θέσπισμα για την εμφάνιση μου στο δικαστήριο, που ποτέ δεν έλαβα γνώση) επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής προς τον Δήμαρχο ... με τη διαπίστωση από το όργανο για την επίδοση ότι δεν ανευρέθηκα στη διεύθυνση κατοικίας επί της οδού ... στο Δήμο ..., όπου ποτέ δεν είχα κατοικία ή διαμονή και όπου εσφαλμένα ανεγράφη στη σχετική έγκληση ως διεύθυνση της κατοικίας μου.
Κατόπιν αυτών η το πρώτον τώρα ασκούμενη έφεση μου κατά της υπ' αριθμ. 92239/2001 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών είναι εμπρόθεσμη, αφού έλαβα γνώση αυτής την 22/3/2007 κατά την εκδίκαση της από 20/1/2003 αγωγής της μηνύτριας εταιρίας εναντίον μου, όπου αναφέρεται ρητά η ορθή διεύθυνση της μόνιμης από πολλών ετών και μέχρι σήμερα (και κατά το χρόνο επίδοσης της πληττόμενης απόφασης) κατοικίας μου επί των οδών ... και ... στο Δήμο της ...".
Ενόψει όμως του ότι, όπως προκύπτει κατά την εκτίμηση του δικογράφου της άνω εκθέσεως εφέσεως, ο αναιρεσείων, δεν προέβαλε με αυτοτελή και ειδικό λόγο εφέσεως και το λόγο μη νομίμου επιδόσεως σε αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος ως αγνώστου διαμονής και εκ τούτου δεν επικαλέσθηκε σαφώς ακυρότητα και της κλητεύσεώς του ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, στο οποίο δεν παρέστη, αναφέροντάς την απλώς ιστορικά, σε παρένθεση μάλιστα, παρέπεται ότι η εκ της τυχόν μη νομίμου επιδόσεως αυτής ως αγνώστου διαμονής, απορρέουσα ακυρότητα καλύφθηκε, με αποτέλεσμα λόγω ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας κατά την 20-9-2001 που εκδικάσθηκε η υπόθεση στον πρώτο βαθμό, προ της παρόδου πενταετίας, την αναστολή της παραγραφής της επίμαχης πλημμεληματικής πράξεως, ο χρόνος της οποίας είναι πλέον οκταετής και δε συμπληρώθηκε στις 16-11-2007 που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Κατ' ακολουθία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την ως παραπάνω ειδική και επαρκή αιτιολογία, απέρριψε ως κατ' ουσία αβάσιμο τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί εξαλείψεως του αξιοποίνου της αποδιδόμενης σε αυτόν αξιόποινης πράξεως, λόγω παραγραφής, και δεν έπαυσε την κατ' αυτού, για την πράξη αυτή, ασκηθείσα ποινική δίωξη, αλλά προχώρησε στην κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως, δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Η' του ΚΠοινΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας και ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο σχετικός από το ως άνω άρθρο αντίθετος και μοναδικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά ταύτα πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 5-3-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της με αριθμό 63612/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή