Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1617 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Αναίρεση. Δεν υπόκειται το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών για εγκλήματα που προ-βλέπονται από το άρθρο 1 του νόμου 1608/1950. Απόρριψη σχετικής αίτησης αναίρεσης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1617/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ'αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη και Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1020/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιανουαρίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 152/2009.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 85/10-3-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ' άρθρο 485 παρ.1 του ΚΠΔ την από 8-1-2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ... κατά του υπ' αριθ. 1020/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι. Με το προσβαλλόμενο βούλευμα ο ήδη αναιρεσείων παραπέμφθηκε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, μαζί με άλλους κατηγορουμένους για τα κακουργήματα, για να δικαστεί ως συναυτουργός για πλαστογραφία και απάτη κατ' εξακολούθηση που τελέσθηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βάρος επτά τραπεζών που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, με ζημιά ανώτερη των 73.000 ευρώ, αλλά και των 150.000 ευρώ (άρθρα 26 παρ. 1, 27, 42 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 3α2, 386 παρ. 1β, 3β', σε συνδ. με το άρθρο 1 παρ.1 του νόμου 1608/1950, όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ.5 του ν. 1738/1987 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1877/1990, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ.1 του ν. 2572/1993, το εδάφιο β' προστέθηκε με το άρθρο 24 παρ.3 του ν. 2298/1995 και τελικά αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ.3 εδάφ. γ' του ν. 2408/1996 και τα άρθρα 16 παρ.2 του ν.δ. 2576/1993, 263 εδ. β' του Π.Κ.).
II. Η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε εμπροθέσμως κατά το άρθρο 473 παρ.1 του ΚΠΔ, αφού ασκήθηκε με την από 8-1-2009 δήλωση του αναιρεσείοντος ενώπιον του Γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. 4/2009 έκθεση, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε σ' αυτόν στις 5-1-2009, είναι όμως απαράδεκτη για τους εξής λόγους:
III. Από τη διάταξη 308 παρ.1 εδάφ. β' του ΚΠΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ.7 του ν. 1738/1987, στην οποία ορίζεται ότι "στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του νόμου 1608/1950 η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δε χρειάζεται συμπλήρωση την εισάγει με πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη για τα συναφή πλημμελήματα" σαφώς προκύπτει ότι κατά των παραπεμπτικών βουλευμάτων για εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του νόμου 1608/1950 και εκδόθηκαν κατά την οριζόμενη στη διάταξη αυτή διαδικασία δεν επιτρέπεται στον κατηγορούμενο το ένδικο μέσο της αναίρεσης και ότι ο περιορισμός αυτός καταλαμβάνει όχι μόνο τα αμιγώς παραπεμπτικά βουλεύματα αλλά και εκείνα τα οποία μαζί με ην παραπεμπτική διάταξη περιέχουν και απαλλακτικές υπέρ του κατηγορουμένου διατάξεις και αυτό λόγω του σκοπού του νόμου, ο οποίος είναι η ταχεία περαίωση των υποθέσεων αυτών που αφορούν κατάχρηση του δημόσιου χρήματος (ΑΠ 1932/1999 (Συμβ.) Ποιν. Χρον. Ν./1820), εκτείνεται δε και στα συναφή εγκλήματα ανεξάρτητα από το χαρακτήρα τους, ως κακουργήματα ή πλημμελήματα.(ΑΠ 309/2004 Ποιν.Χρον.ΝΕ/121).
Συνεπώς, εφόσον εν προκειμένω ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε κατά την προαναφερόμενη διαδικασία για έγκλημα που προβλέπεται από το άρθρο 1 του νόμου 1608/1950, όπως ισχύει σήμερα, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται σε αναίρεση και για το οποίο γενικά δεν προβλέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου από τον κατηγορούμενο και πρέπει κατόπιν τούτου ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη κατ' άρθρο 476 παρ.1 του ΚΠΔ και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ.-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω 1) Ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 8-1-2009 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατοίκου ... ,κατά του υπ' αριθμ. 1020/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον ανωτέρω αναιρεσείοντα.-
Αθήνα 6-3-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Βασίλειος Μαρκής

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 εδ.β' του ΚΠΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ.7 του ν.1738/1987, στην οποία ορίζεται ότι τα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του νόμου 1608/1950 η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα" σαφώς προκύπτει ότι κατά των παραπεμπτικών βουλευμάτων για εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του νόμου 1608/1950 και εκδόθηκαν κατά την οριζόμενη στη διάταξη αυτή διαδικασία δεν επιτρέπεται στον κατηγορούμενο το ένδικο μέσο της αναίρεσης και ότι ο περιορισμός αυτός καταλαμβάνει όχι μόνο τα αμιγώς παραπεμπτική βουλεύματα αλλά και εκείνα τα οποία μαζί με την παραπεμπτική διάταξη περιέχουν και απαλλακτικές υπέρ του κατηγορουμένου διατάξεις και αυτό λόγω του σκοπού του νόμου, ο οποίος είναι η ταχεία περαίωση των υποθέσεων αυτών, που αφορούν κατάχρηση του δημοσίου χρήματος, εκτείνεται δε και στα συναφή εγκλήματα ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα τους ως κακουργήματα ή πλημμελήματα.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 1020/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε κατά την προαναφερόμενη διαδικασία σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών μαζί με άλλους κατηγορουμένους για τα κακουργήματα, για να δικασθεί ως συναυτουργός για πλαστογραφία και απάτη κατ'εξακολούθηση που τελέσθηκε κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βάρος επτά τραπεζών που έχουν την έδρα του στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, με ζημία ανώτερη των 73.000 ευρώ (βλ. σχετική 102 β σελίδα του προσβαλλόμενου βουλεύματος) αλλά και των 150.000 ευρώ (άρθρα 26 παρ.1, 27, 42 παρ.1, 94 παρ.1, 98, 216 παρ.1 και 3, 386 παρ.1 β και 3 β, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ.1 του νόμου 1608/1950, όπως η παρ.1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ.5 του ν.1738/1987 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν.1877/1990, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ.1 του ν. 2572/1993, το εδ. β' προστέθηκε με το άρθρο 24 παρ.3 του ν. 2298/1995 και τελικά αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ.3 εδ.γ' του ν. 2408/1996 και τα άρθρα 16 παρ.2 του ν.δ/τος 2576/1993 και 263 εδ.β' του ΠΚ).
Συνεπώς, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε κατά την προαναφερόμενη διαδικασία για έγκλημα που προβλέπεται από το άρθρο 1 του νόμου 1608/1950, όπως ισχύει σήμερα, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται σε αναίρεση και για το οποίο γενικά δεν προβλέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου από τον κατηγορούμενο και πρέπει κατόπιν τούτου να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ'αρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ η κρινόμενη αίτηση, αφού ειδοποιήθηκε να προσέλθει ενώπιον του Συμβουλίου τούτου και να εκθέσει τις απόψεις του για το παραδεκτό της ο αντίκλητος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση επί του φακέλλου της δικογραφίας του αρμοδίου γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-1-2009 αίτηση του Χ1 κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ'αριθμ. 1020/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή