Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Δημόσιο , Έγγραφα, Τριτανακοπή , Χρησικτησία.
Περίληψη:
Άρθρο 559 αρ. 19. Εκ πλαγίου παράβαση νόμου, πότε στοιχειοθετείται 559 αρ.11 περ. γ. Δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει. Από το ότι γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε κάποια αποδεικτικά μέσα δεν συνάγεται ότι τα λοιπά δεν λήφθηκαν υπόψη. 559 αρ.20. Τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης δεν ελέγχονται με το λόγο αυτό, ενώ ελέγχονται άλλης δίκης. 559 αρ.9 Ως αιτήσεις νοούνται και οι διαδικαστικές εφόσον είναι υποχρεωτικές για το δικαστήριο. Δεν είναι υποχρεωτικές μεταξύ άλλων η αυτοψία, η αναβολή κατά 249 και 250, η αυτοπρόσωπη εξέταση των διαδίκων, η επανεξέταση των μαρτύρων, η πραγματογνωμοσύνη εκτός της περιπτώσεως του 368 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.
Αριθμός 1457/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Π. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Μαραβέλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Γεώργιο Καρακώστα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσει προτάσεις, και 2)Α. Π. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Κασιμάτη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/11/2006 αγωγή-τριτανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 45/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 62/2010 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/3/2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/2/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ19 του ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της (ΑΠ 127/2013, ΑΠ 567/2013). Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 483/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 835/2013). Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν ¨αιτιολογία¨ της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή, στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να διατυπώνεται σαφώς (ΑΠ 91/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 835/2013). Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 471/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔικ) η οποία εκδόθηκε επί τριτανακοπής του αναιρεσείοντος κατά των αναιρεσιβλήτων, το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Στην Φ. συζ. Α. Π. είχε περιέλθει το έτος 1946 κατόπιν άτυπου πωλήσεως παρά του Τ. Γ. ένα ακίνητο, κείμενο στη θέση "..." στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Αρταίων, εκτάσεως 12 στρεμμάτων συνορευόμενο γύρωθεν με ιδιοκτησίες Ι. Μ. και Κ. Κ., με αγροτικό δρόμο και πέραν τούτου με ιδιοκτησία Τ. Γ., με ιδιοκτησία Κ. Σ. και με αγροτικό δρόμο και πέραν τούτου με ιδιοκτησίες Δ. Μ. και Σ. Κ.. Η Φ. Π. από το έτος 1946, που το ανωτέρω ακίνητο της παραδόθηκε κατά νομή, νεμόταν αυτό με διάνοια κυρίου, ασκώντας επ' αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του εμφανείς πράξεις και ειδικότερα το περιέφραξε με ξύλινους πασσάλους και αγκαθωτό σύρμα, καλλιεργούσε σ' αυτό διάφορα οπωροκηπευτικά και έβοσκε σ' αυτό τα ζώα της. Επίσης κατά το έτος 1956 φύτευσε διάφορα δένδρα, όπως ελιές και καρυδιές, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανέναν. Το έτος 1960 η Φ. Π. μεταβίβασε λόγω άτυπης δωρεάς το ανωτέρω ακίνητο στη θυγατέρα της Σ. συζ. Γ. Π.. Η τελευταία συνέχισε να νέμεται έκτοτε αυτό με διάνοια κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως ασκώντας επ' αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του εμφανείς υλικές πράξεις μέχρι το έτος 1987. Ειδικότερα αυτή σταδιακά από το έτος 1966 μέχρι το έτος 1970 φύτευσε εντός του ανωτέρω ακινήτου διάφορα εσπεριδοειδή και το έτος 1970 αντικατέστησε την παλαιά περίφραξη με νέα αποτελούμενη από σιδηροπασσάλους και συρματόπλεγμα και επί πλέον προέβη στην κατασκευή δύο προχείρων κτισμάτων από τσιμεντόλιθους και ελενίτ για την αποθήκευση των διαφόρων εργαλείων και μηχανημάτων της. Κατά το έτος 1987 η ανωτέρω Σ. συζ. Γ. Π. μεταβίβασε στον γιο της με άτυπη δωρεά τμήμα του άνω ακινήτου της εκτάσεως 7 περίπου στρεμμάτων και ήδη κατά νεώτερη καταμέτρηση 6981 τ.μ. Το τμήμα αυτό συνορεύει γύρωθεν με υπόλοιπη ιδιοκτησία της μητέρας του, με ιδιοκτησίες Ι. Μ. και Κ. Σ. και με αγροτικό δρόμο και πέραν τούτου με ιδιοκτησίες Χ. Μ. κα Σ. Κ.. Ο ενάγων αμέσως μετά την παραχώρηση του επίδικου τμήματος σ' αυτόν με την άτυπη δωρεά του έτους 1987 εγκαταστάθηκε στη διάνοια κυρίου νομή του ως άνω ακινήτου ασκώντας επ' αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του εμφανείς υλικές πράξεις και συγκεκριμένα φρόντιζε και περιποιόταν τα οπωροφόρα δένδρα που υπήρχαν σ' αυτό και περισυνέλεγε τους καρπούς τους. Έτσι ο ενάγων νεμόμενος από το έτος 1987 μέχρι το έτος 1992 το ανωτέρω ακίνητο με διάνοια κυρίου προσμετρώντας και τον χρόνο νομής χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του με διάνοια κυρίου επ' αυτού από το έτος 1946 (αρθρ. 1051 Α.Κ.) κατέστη κύριος τούτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού νέμεται τούτο επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) ετών. Αντίθετα ουδέποτε ο τριτανακόπτων και οι δικαιοπάροχοι του υπήρξαν νομείς και κάτοχοι του επιδίκου ακινήτου, τουναντίον δε ο τριτανακόπτων για πρώτη φορά εμφάνισε αυτό ως δικό του το 2005, οπότε το συμπεριέλαβε στη φορολογική του δήλωση και δη στο έντυπο Ε9. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου στηρίζεται στη σαφή και πειστική κατάθεση του μάρτυρα Γ. Δ., που εξετάσθηκε με πρόταση του δευτέρου των καθών και ήδη εφεσίβλητου, ο οποίος ως τρίτος που είναι, καταθέτει με αντικειμενικότητα. Ο ανωτέρω μάρτυρας με σαφήνεια και κατά τρόπο πειστικό κατέθεσε ότι κατά την περίοδο 1975 - 1978 μετέφερε κατόπιν εντολής του πατέρα του Α. Π., Γεωργίου στο επίδικο λιπάσματα τα οποία χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών που υπήρχαν σ' αυτό καθώς και ότι ο Γ. Π. εξέτρεφε στο επίδικο διάφορα πτηνά και ζώα. Η κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρα ενισχύεται και από τις περιεχόμενες στα 160/19-9-2003 και 43/17-10-2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας μαρτυρικές καταθέσεις των Β. Π. και Χ. Μ. αντιστοίχως, οι οποίοι εξετάσθηκαν ως μάρτυρες της Σ. Π. και Α. Π. (δεύτερου εφεσίβλητου) κατά τη συζήτηση των από 19-3-2002 και με αριθμούς κατάθεσης 387/2002 και 388/2002 διεκδικητικών αγωγών τους κατά του Ελληνικού Δημοσίου (πρώτου εφεσίβλητου). Πιστοποιούν δε οι μάρτυρες αυτοί τα ανωτέρω γεγονότα. Το γεγονός δε ότι ο δεύτερος εφεσίβλητος, όταν κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης το επίδικο καταχωρίσθηκε ως ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου, υπέβαλε στις 9-2-2001, δηλαδή σε χρόνο πολύ προγενέστερο της επίδικης διαφοράς, την με αριθμό πρωτ. 19.155/9-2-2001 ένσταση προς το Εθνικό Κτηματολόγιο, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ο ίδιος κύριος αυτού επικαλούμενος και πάλι έκτακτη χρησικτησία, ενισχύει ακόμη περαιτέρω την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου. Μάλιστα η ανωτέρω ένσταση, όπως προκύπτει και από την υπ' αριθμ. 2887/2-9-2002 απόφαση της αρμόδιας επιτροπής έγινε δεκτή. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο ούτε από αυτή την κατάθεση του κατά πρόταση του εκκαλούντος εξετασθέντος μάρτυρα Ν. Γ., ο οποίος, όπως ο ίδιος ανέφερε, γνωρίζει την περιοχή, όπου βρίσκεται το επίδικο από το έτος 1980 και μετά, οπότε δεν είναι σε θέση να καταθέσει για το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τις διακατοχικές πράξεις που τέλεσαν οι διάδικοι ή οι δικαιοπάροχοι τους κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Ακόμη, τίποτε το αντίθετο δεν προκύπτει από την κατάθεση της κατά πρόταση του πρώτου εφεσίβλητου εξετασθείσας μάρτυρος Ε. Μ., η οποία δεν έχει σαφή αντίληψη για την κατάσταση στο επίδικο. Όσα δε κατέθεσε τα γνωρίζει από την υπηρεσία της και υπό την ιδιότητα της ως Προϊσταμένης της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου στο Νομό Άρτας και έρχονται σε αντίθεση με τα ανωτέρω αποδειχθέντα. Ειδικότερα η μάρτυρας κατέθεσε ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης περιοχής, η οποία αποτελεί παραποτάμια έκταση και δημιουργήθηκε κατά την εκτέλεση των έργων για την κατασκευή του φράγματος Πουρναριού, η οποία άρχισε το έτος 1974 και τελείωσε το έτος 1981. Τούτο, όμως δεν είναι αληθές, καθόσον, όπως αποδείχθηκε, ήδη πριν το 1974 υπήρχαν στο επίδικο δένδρα, τα οποία και φρόντιζε και περιποιόταν η δικαιοπάροχος του δεύτερου εφεσίβλητου, καθώς και πρόχειρα κτίσματα. Ενδεικτική προς τούτο είναι η κατάθεση του μάρτυρα Γ. Δ., ο οποίος ανέφερε ότι ο πατέρας του Α. Π., Γ. είχε φυτεύσει πριν το έτος 1970 στο επίδικο διάφορα εσπεριδοειδή, τα οποία κατά το χρόνο που αυτός μετέβαινε σ' αυτό και δη κατά το έτος 1975 και μετά, είχαν ηλικία 6 έως 7 ετών. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι το επίδικο αποτελούσε κοίτη του μη πλεύσιμου ποταμού Άραχθου, η οποία εγκαταλείφθηκε με τη μεταβολή της ροής και την αλλαγή της διακινήσεως των υδάτινων όγκων του και ότι συνεπώς αυτό περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως παρόχθιου ιδιοκτήτη. Και τούτο γιατί αφενός μεν, όπως καταθέτει ο μάρτυρας Ν. Γ. το επίδικο βρίσκεται σε απόσταση πεντακοσίων και πλέον μέτρων από την κοίτη του ποταμού, δηλαδή σε απόσταση αρκετά μεγάλη, αφετέρου δε, όπως ελέχθη, η καλλιέργεια του επιδίκου από το 1946 και μέχρι το έτος 1992, που αποβλήθηκε το δεύτερος των εφεσίβλητων από το πρώτο τούτων, ήταν συνεχής. Ακόμη δεν αναιρούνται τα ανωτέρω από το ότι η μητέρα του δεύτερου εφεσίβλητου Σ. Π. στην από 6-8-1992 αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας κατά του Ελληνικού Δημοσίου διαλαμβάνει ότι το ακίνητο της, εκτάσεως πέντε (5) μόνο στρεμμάτων, συνορεύει με ακίνητο του εκκαλούντα - τριτανακόπτοντα δεδομένου ότι αυτό δικαιολογείται από την άτυπη κατά το έτος 1987 παραχώρηση του επιδίκου στον γιο της και την κατοχή της πλέον της ελάσσονος εκτάσεως. Εξάλλου το ότι ο εκκαλών - τριτανακόπτων έχει ιδιοκτησία στην περιοχή που ενδεχομένως να συνορεύει με την ευρύτερη ιδιοκτησία της Σ. και του Α. Π., δεν αμφισβητείται ούτε από τον δεύτερο των εφεσίβλητων. Επίσης το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε αντίθετο συμπέρασμα από το υπ' αριθμ. 3422/12-3-1992 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Άρτας στο οποίο αναφέρεται ότι ο εκκαλών κατείχε δημόσια έκταση στην περιοχή "Κάτω Παναγιά", για την οποία είχε εκδοθεί εναντίον του Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής από το 1975 έως το έτος 1986 διότι στο έγγραφο αυτό δεν περιγράφεται το ακίνητο στο οποίο αναφέρεται, καθώς και από το από 4522/30-7-1987 έγγραφο της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Αρταίων και τον συνημμένο σε αυτό κτηματολογικό πίνακα των ιδιοκτητών μεταξύ των οδών Ζάρα - Κομμένου και ποταμού Αράχθου, στον οποίο ο εκκαλών αναφέρεται ως ιδιοκτήτης της υπ' αριθμ. 64 ιδιοκτησίας, εμβαδού 7084 τ.μ., ενώ ο δεύτερος των εφεσίβλητων ουδόλως αναφέρεται ως ιδιοκτήτης ακινήτου, διότι οι κτηματολογικοί πίνακες συντάσσονται συνήθως χωρίς να έχει προηγηθεί επισταμένη έρευνα των τίτλων ιδιοκτησίας των αναφερομένων σε αυτούς δικαιούχων. Ούτε όμως και από το υπ' αριθμ. 32/1996 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Άρτας που εκδόθηκε κατόπιν της από 2-11-1992 εγκλήσεως της συζύγου του εκκαλούντος Β. Δ. Π. κατά των οργάνων του Δημοσίου, Ε. Μ. και Δ. Σ. για καταστροφή κυψελών μελισσών (ήτοι για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1, 2 ν. 1300/1982) προκύπτει ότι η σύζυγος του εκκαλούντος - τριτανακόπτοντος είχε τοποθετήσει τις κυψέλες που φέρονται ότι κατέστρεψαν οι ανωτέρω μέσα στο επίδικο, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εκκαλών. Τέλος η αναλήθεια των ισχυρισμών του εκκαλούντος - τριτανακόπτοντος ενισχύεται περαιτέρω και από το γεγονός ότι αυτός δεν αντέδρασε στην εγκατάσταση του Δημοσίου επί του επιδίκου κατά το έτος 1992. Άλλωστε ουδέποτε αυτός άσκησε αγωγή προστασίας της κυριότητας του και ανέμενε μέχρι το Νοέμβριο του 2006 για να ασκήσει την υπό κρίση τριτανακοπή, αφού προηγουμένως στις 7-3-2005 εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 45/2008 -εννοεί 43/2005- απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, με την οποία έγινε δεκτή η διεκδικητική αγωγή που άσκησε ο δεύτερος των εφεσίβλητων κατά του πρώτου τούτων Ελληνικού Δημοσίου. Εάν είχε πράγματι δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου θα ασκούσε αγωγή προστασίας της κυριότητας του και όχι τριτανακοπή. Μετά από αυτά η τριτανακοπή κρίνεται απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο τριτανακόπτων έγινε κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία.¨ Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, απέρριψε την τριτανακοπή του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 43/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, με την οποία είχε γίνει δεκτή διεκδικητική αγωγή ακινήτου του δεύτερου αναιρεσίβλητου κατά του πρώτου και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ' αυτήν, χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που καθιστούν ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή και την σύσταση κυριότητας ακινήτου του πρώτου αναιρεσιβλήτου- καθού η τριτανακοπή και ουσιαστικά βάσιμα την οικεία και ερειδόμενη στις διατάξεις της έκτασης χρησικτησίας ένσταση του δεύτερου αναιρεσιβλήτου. Συνακόλουθα η απόφαση περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία για την ορθή εφαρμογή των περί εκτάκτου χρησικτησίας του ΑΚ ουσιαστικών διατάξεων ( άρθρο 974, 1045, 1051 ΑΚ ), ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Ειδικότερα σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σαφείς παραδοχές το επίδικο ακίνητο ουδέποτε κατέστη αντικείμενο νομής από τον αναιρεσείοντα τριτανακόπτοντα, ούτε ήταν εγκαταλειφθείσα κοίτη του μη πλευσίμου ποταμού Άραχθου, ώστε να ανήκει στο πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ κύριος του με έκτακτη χρησικτησία έχει καταστεί ο δεύτερος αναιρεσίβλητος - καθού η τριτανακοπή Α. Π. του Γ., που το νεμήθηκε ο ίδιος από το 1984 μέχρι το 1992 και οι δικαιοπάροχοί του, μητέρα και γιαγιά του,Σ. συζ. Γ. Π. και Φ. συζ. Α. Π. από το 1960 και το 1946 αντίστοιχα. Ενόψει τούτων ο τέταρτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών είναι αβάσιμος. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος που με αυτόν ο αναιρετέων προβάλλει αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, για τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων, για την μη αιτιολόγηση της αποδοχής ή μη των αποδεικτικών μέσων και δη των επικαλουμένων ενόρκων βεβαιώσεων, μαρτυρικών καταθέσεων και εγγράφων, καθώς και για τη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, είναι σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην νομική σκέψη απαράδεκτος.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περγ του ΚΠολ.Δικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ ΑΒ3/2013) οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 197/2013, ΑΠ 481/2013) Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη ( μάρτυρες, έγγραφα ένορκες βεβαιώσεις κλπ). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 13-14-15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 87, 483, 1022/2013). Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔικ, στην έλεγχό του Αρείου Πάγου (ΑΠ 609/2013 ΑΠ 92/2013.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση την παραπάνω διάταξης του αριθμού 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της αποδεικτικά μέσα που ο αναιρεσείων νόμιμα, μεταξύ άλλων,επικαλέστηκε και προσκόμισε με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς του, από τα οποία προέκυπτε του ουσία βάσιμο της τριτανακοπής του και η άσκηση από τον ίδιο και τους δικαιοπαρόχους του Π. Ε. και Γ. Ε. πράξεων νομής στο επίδικη ακίνητο, από το 1948 μέχρι το 1992. Ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα που δεν λήφθηκαν υπόψη είναι οι νόμιμα ληφθείσες υπ' αριθμ. .../2007 και .../2007 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Ι. Μ. και Ι. Κ. και οι από 14.6.2006 ένορκες καταθέσεις ενώπιον της Πταισματοδίκου Άρτας των μαρτύρων α) Γ. Ε. του Π., β) Θ. Κ. του Ι., γ) Α. Π. του Κ. και δ ) Χ. Α. του Κ. που είχαν δοθεί στα πλαίσια ποινικής δίωξης που έχει ασκηθεί κατά του δεύτερου αναιρεσίβλητου, εξαιτίας της ένδικης διαφοράς. Ο λόγος αυτός, που κατ' αρχάς είναι παραδεκτός, γιατί όλων των παραπάνω αποδεικτικών μέσων (ενόρκων βεβαιώσεων και εγγράφων) αποκτήσεως της κυριότητας αυτής, έγινε νόμιμη κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ επαναφορά στο δευτεροβάθμιο τόσο με το εφετήριο, όσο και με τις προτάσεις (Ολ.ΑΠ 23/2008) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχόμενη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα "δημόσια και ιδιωτικά" που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις, που ενάριθμα αναφέρονται (φύλλο 5α και 5β), σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν γεννιέται καμία απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος. Η αιτίαση του ερευνώμενου λόγου ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση για την προσπόριση της κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, είναι απαράδεκτη, καθόσον πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δικ., ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 92/2013) από το ότι δε γίνεται ιδιαίτερα αναφορά σε κάποια αποδεικτικά μέσα, δεν συνάγεται ότι τα μη ιδιαίτερα αναφερόμενα δεν λήφθηκαν υπόψη, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, ενώ, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστηρίου να επιλαμβάνεται ιδιαίτερα και να αναλύει διεξοδικά κάθε αποδεικτικό μέσο, η δε απόδοση από το Εφετείο μεγαλύτερης αξιοπιστίας στην κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως Χ. Μ., από ότι στην κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως Ν. Γ., ανήκει στην κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του Δικαστηρίου της ουσίας, στα πλαίσια της καθιερωμένης με το άρθρο 340 ΚΠολ.Δικ αρχής της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων ( ΑΠ 87/2013) .Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή από το άρθρο 559 αρ. 20 του ΚΠολΔικ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 339 και 432 επ ΚΠολΔικ και ιδίου κώδικα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 567/2013). Επομένως δεν θεωρούνται έγγραφα με την εν λόγω έννοια τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης, όπως είναι τα δικόγραφα της αγωγής, ανταγωγής ή εφέσεως, οι προτάσεις, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου, που περιέχουν μαρτυρικές καταθέσεις και η δικαστική απόφαση (ΑΠ 5/2011), ενώ αποτελούν έγγραφα με την παρούσα έννοια τα διαδικαστικά έγγραφα άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων πολιτικού ή ποινικού δικαστηρίου, που προσκομίζονται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 25/2011). Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα του πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου το οποίο σωστά ανέγνωσε συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό (ΑΠ 609/2013), ενώ επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να έχει στηρίξει αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο το πόρισμά του στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, ενώ τούτο πρέπει να έχει προσκομισθεί με επίκληση στο Εφετείο, πράγμα, το οποίο ελέγχει ο Άρειος Πάγος από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και στον Άρειο Πάγο (ΑΠ 495/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως ου αριθμού 20 του άρθρου 559ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο α) της περιεχόμενης στα υπ' αριθμ. 160/2003 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, κατάθεσης του μάρτυρα Β. Π., β) τις από 6.8.1992 αγωγής αποζημιώσεως της μητέρα του δεύτερου αναιρεσιβλήτου Σ. Π. στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας και γ) ης περιεχομένης σα υπ' αριθμ. 45/2008 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας κατάθεσης του μάρτυρα Γ. Δ., καθόσον τα πράγματα που δέχθηκε είναι διαφορετικά από εκείνα που περιέχονται στα έγγραφα αυτά. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και για τα τρία αυτά έγγραφα και συγκεκριμένα όσον αφορά το υπό στοιχείο α', γιατί αυτό δεν προσκομίστηκε, με επίκληση, στην δευτεροβάθμιο δίκη, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των οικείων προτάσεων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) όσον αφορά το υπό στοιχείο β', γατί οι αποδιδόμενες αιτιάσεις αφορούν σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό έλεγχο και ειδικότερα στην εκτίμηση του περιεχομένου του και την αξιολόγηση του, που κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ενώ προσέτι τούτο συνεκτιμήθηκε με τις λοιπές αποδείξεις και δεν ήταν έγγραφο στο οποίο αποκλειστικά η κατά κύριο λόγο στηρίχθηκε το αποδεικτικό πόρισμα, ούτε εξαίρεται από την προσβαλλομένη απόφαση η αποδεικτική του αξία. Ενώ όσον αφορά το υπό στοιχείο γ', γιατί τούτο είναι έγγραφο της ενεστώσας δίκης, το οποίο κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν επιδέχεται μομφή με τον ερευνώμενο λόγο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθμ.9 περ. γ' ΚΠολΔικ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο άφησε αδίκαστη αίτηση. Ως "αίτηση" νοείται και κάθε μη αυτοτελής αίτηση των διαδίκων στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα, εφόσον προκαλεί την ενέργεια του δικαστηρίου και συντελεί έτσι στην εξέλιξη της διαδικασίας, για το σκοπό έκδοσης οριστικής απόφασης, εφόσον αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης. Τέτοιες "αιτήσεις" είναι και οι διαδικαστικές, εφόσον όμως είναι υποχρεωτικές για το δικαστήριο της ουσίας και όχι όταν αυτές υπόκεινται στην κυριαρχική του εξουσία (ΑΠ 835/2013, ΑΠ 1022/2013). Έτσι δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το δικαστήριο δεν απάντησε σε αίτημα για τη διενέργεια αυτοψίας ή για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, κατ' άρθρο 415 παρ.1 ΚΠολΔικ ή για επανεμφάνιση των μαρτύρων στο ακροατήριο προς συμπλήρωση ή διευκρίνηση των καταθέσεων τους, κατ' άρθρο 411 ΚΠολΔικ ή για εξέταση από το Εφετείο των πρωτοδίκως εξετασθέντων ή νέων μαρτύρων ή για αναβολή (αναστολή) της δίκης κατ' άρθρο 249 και 250 ΚΠολΔικ ή στο αίτημα για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, εκτός της περιπτώσεως που αυτή κατά το άρθρο 368 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ είναι υποχρεωτική, ήτοι εάν το ζήτησε ο διάδικος και το δικαστήριο έχει δεχθεί με την απόφασή του ότι χρειάζονται "ειδικές" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως (ΑΠ 87/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεων του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν απάντησε και συνακόλουθα άφησε αδίκαστα τα υποβληθέντα από τον αναιρεσείοντα, με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης αιτήματα α) για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, β) για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων και επανεμφάνιση των πρωτοδίκως "εξετασθέντων μαρτύρων προς παροχή διευκρινίσεων, γ) για διενέργεια αυτοψίας και δ) για αναβολή " αναστολή" της δίκης, έως ότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία, κατά του δεύτερου αναιρεσίβλητου, ο οποίος έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας, για απάτη στο δικαστήριο και για ψευδορκία μάρτυρα. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η αποδοχή των αιτημάτων ατών ανήκει στην κυριαρχική και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου και η μη απάντηση επ' αυτών δεν ιδρύει τον ερευνώμενο, εκ της διατάξεως του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ή άλλοι λόγοι αναιρέσεως, σημειουμένου και του ότι ως προς το αίτημα της πραγματογνωμοσύνης δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 368 παρ. 2 ΚΠολΔικ, καθόσον ούτε στο αναιρετήριο αναφέρεται, ούτε από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) ότι υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου περί του ότι το αίτημα αφορά σε αίτημα που απαιτεί "ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτής, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στην ξεχωριστή δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, αφού αυτοί είχαν διαφορετική νομική εκπροσώπηση, (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔικ - ΑΠ 609/2013, ΑΠ 1022/2013-) ενώ όσο αφορά το πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, αυτή θα καταλογισθεί μειωμένη, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝ. ΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν. 1738/1987 ( ΑΠ 1023/2013) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16.3.2010 αίτηση του Δ. Π. του Κ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 62/2010 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ για το πρώτο αναιρεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο) και σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ για τον δεύτερο αναιρεσίβλητο (Α. Π. του Γ.).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 2 Ιουλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ