Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Δυσφήμηση συκοφαντική, Απόφαση αθωωτική.
Περίληψη:
Στοιχεία ψευδούς καταμηνύσεως. Στοιχεία συκοφαντικής δυσφημήσεως. Σχέση συκοφαντικής δυσφημήσεως, απλής δυσφημήσεως και διαφυλάξεως δεδικαιολογημένου συμφέροντος. Περιπτωσιολογία. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας σε αθωωτική απόφαση. Δέχεται αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου. Αναιρείται η προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση.
Αριθμός 1730/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της με αριθμό 574/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με κατηγορούμενους τους: 1. Χ1, ο οποίος παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελευθερία Παλυβού και 2. Χ2, η οποία εκπροσωπήθηκε από την ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σκλαβουνάκο .
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό "57" και ημερομηνία 5 Νοεμβρίου 2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1855/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠοινΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωώτητας που θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωώτητα του κατηγορουμένου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και αποκλείουν την συνδρομή κάποιου ή όλων των αντικειμενικών ή υποκειμενικών όρων του εγκλήματος, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο, με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά, τα οποία έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεώς του. Επομένως η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως που άσκησε την 5.11.2007 ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, για έλλειψη αιτιολογίας, κατά της 584/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠοινΔ στις 5.10.2007, σύμφωνα με την επ' αυτής βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και είναι παραδεκτή. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη, που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να αποσκοπούσε με αυτή στην εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή, άσκηση ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως. Περαιτέρω από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για την πραγμάτωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δολία προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Τέλος από τις άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 366 παρ. 1 και 3 και 367 παρ. 1 και 2β του ΠΚ προκύπτουν τα εξής: α) αν το δυσφημιστικό γεγονός που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος δεν είναι ψευδές, καταλειπομένων αμφιβολιών περί της αληθείας ή αναληθείας αυτού , δε στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως (άρθρ. 363), δεν τιμωρείται δε ούτε ως απλή δυσφήμηση, αρκεί να μην απαγορεύεται η απόδειξη της αλήθειας, η οποία όμως επιτρέπεται πάντοτε στον κατηγορούμενο για συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρ. 366 παρ. 1). Δεν αποκλείεται όμως να τιμωρηθεί ο υπαίτιος για εξύβριση, αν από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η δυσφήμηση προκύπτει σκοπός εξύβρισης (άρθρ. 366 παρ. 3), β) αν το δυσφημιστικό γεγονός που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι ψευδές, αλλά ο υπαίτιος δεν γνώριζε την αναλήθεια, δεν στοιχειοθετείται μεν πάλι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, στοιχειοθετείται όμως το έγκλημα της απλής δυσφημήσεως (362), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες από το άρθρο 367 παρ. 1 περιπτώσεις, οι οποίες αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως. Αλλά και στην περίπτωση συνδρομής κάποιας από τις περιπτώσεις αυτές του άρθρου 367 παρ. 1 δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της δυσφημήσεως, όταν από τον τρόπο της εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως (άρθρ. 367 παρ. 3-β). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι όταν το δικαστήριο, κρίνει ότι αποδεικνύεται μεν η αναλήθεια του δυσφημιστικού γεγονότος, δεν αποδεικνύεται όμως ότι ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας, όταν το ισχυριζόταν ή το διέδιδε, οφείλει, να ερευνήσει περαιτέρω, αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις άρσεως του αδίκου της πράξεως της δυσφημήσεως που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 367. Αν δεν συντρέχει καμία από τις περιπτώσεις αυτές που επικαλείται ο κατηγορούμενος, οφείλει να κηρύξει τον κατηγορούμενο ένοχο δυσφημήσεως. Αν όμως συντρέχει κάποια από αυτές, οφείλει να ερευνήσει περαιτέρω αν από τον τρόπο της εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, οπότε σε καταφατική περίπτωση υποχρεούται πάλι να κηρύξει τον κατηγορούμενο ένοχο, διότι δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως, μη εφαρμοζομένης της παρ. 1 του άρθρου 367, κατά τη ρητή διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Ειδικότερα, η απόφαση, με την οποία το δικαστήριο απαλλάσσει τον κατηγορούμενο από την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφημήσεως, με την αιτιολογία ότι δεν τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του δυσφημιστικού γεγονότος και δέχεται περαιτέρω ότι δεν είναι άδικη η πράξη ως απλή δυσφήμηση κατ' εφαρμογή του άρθρου 367 παρ. 1γ ΠΚ, διότι έκρινε ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε έτσι προς διαφύλαξη δικαιώματος ή από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, πρέπει, για να έχει την από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ απαιτούμενη αιτιολογία, να διαλαμβάνει: α) τα γεγονότα, τα οποία αποδείχθηκαν και στηρίζουν την έλλειψη της γνώσεως από τον κατηγορούμενο της αναληθείας του ισχυρισθέντος ή διαδοθέντος δυσφημιστικού γεγονότος, β) ποιό είναι το δικαίωμα του κατηγορουμένου για την προστασία του οποίου ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το δυσφημιστικό γεγονός ή ποιό είναι το δικαιολογημένο ενδιαφέρον και γ) τα γεγονότα εκείνα από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για τη συνδρομή του επικαλουμένου δικαιώματος ή δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, καθώς και για την έλλειψη σκοπού εξυβρίσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσίβλητοι - κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2 με την προσβαλλόμενη απόφαση κηρύχθηκαν αθώοι των αποδιδομένων εις αυτούς αξιοποίνων πράξεων α) της ψευδούς καταμηνύσεως και β) της συκοφαντικής δυσφημήσεως αμφότεροι και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως ο πρώτος. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δικάσαν δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Πειραιώς) διέλαβε στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής: "Αρχές Σεπτεμβρίου 2000 ο Γ1, παλιός συνάδελφος και φίλος του πρώτου κατηγορουμένου, του σύστησε τη μηνύτρια Ψ1 ως δικηγόρο προκειμένου να χειριστεί αυτή επείγουσες νομικές υποθέσεις του. Ο Γ1 είχε γνωρίσει τη μηνύτρια στο "πολιτικό γραφείο" του θείου της (......) ως δικηγόρο και μάλιστα αυτή (μηνύτρια) του είχε δώσει και επαγγελματική κάρτα στην οποία αναγραφόταν η ιδιότητα της ως δικηγόρου. Έτσι, αρχές Οκτωβρίου του 2000 ο πρώτος κατηγορούμενος συναντήθηκε με τη μηνύτρια στο επί της οδού ..... στον Πειραιά οργανωμένο δικηγορικό γραφείο της δικηγόρου Κυριακής Κουντούρη, όπου στεγαζόταν και αυτή, και της ανέθεσε τον έλεγχο τίτλων και την παράσταση σε συμβόλαιο αγοράς από αυτόν διαμερίσματος. Μάλιστα η μηνύτρια πρότεινε στον κατηγορούμενο να αναλάβει τη σύνταξη των συμβολαίων η συμβολαιογράφος και θεία της ...... . Όμως η μηνύτρια κατά τον ως άνω χρόνο αλλά και μετέπειτα, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, δεν ήταν δικηγόρος, αφού όχι μόνο δεν είχε άδεια δικηγόρου, αλλά αυτέ είχε συμμετάσχει ακόμη στις εξετάσεις των υποψηφίων δικηγόρων. Αλλά ήταν ασκούμενη στο γραφείο της δικηγόρου Πειραιώς Κυριακής Κουντούρη. Την έλλειψη της παραπάνω ιδιότητας της μηνύτριας δεν γνώριζαν οι κατηγορούμενοι πόσω μάλλον που ο κοινός τους φίλος Γ1 τη γνώριζε ο ίδιος σα δικηγόρο και τη σύστησε ως τέτοια σ' αυτούς. Αλλά και η ίδια στην επαγγελματική της κάρτα που έδωσε στους κατηγορουμένους φερόταν ως δικηγόρος και όχι ως ασκούμενη δικηγόρος, όπως η ίδια ισχυρίζεται, αφού και αν ακόμη υπήρχε στην κάρτα αυτή το "α" προς της λέξεως δικηγόρος, δεν ήταν δυνατό ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος να αντιληφθεί εξ αυτού και μόνο την ιδιότητα της ασκούμενης. Προσέτι όμως και η συμπεριφορά της μηνύτριας δημιούργησε σ' αυτούς [κατηγορουμένους] την πεποίθηση ότι ήταν πράγματι δικηγόρος τους, αφού και κατά την υπογραφή του πιο πάνω συμβολαίου αγοραπωλησίας στις 12-10-2000 προφασίστηκε ότι δε θα υπογράψει αυτή το συμβόλαιο επειδή ήταν δικηγόρος Αθηνών, αλλά θα υπέγραφε αυτό προς εξυπηρέτηση της η δικηγόρος Πειραιώς Κυριακή Κουντούρη. Ας σημειωθεί δε, ότι παρόλο ότι το παραπάνω συμβόλαιο υπογράφηκε από την Κυριακή Κουντούρη, εισέπραξε η μηνύτρια ως αμοιβή το ποσό των 250.000 δραχμών (για έλεγχο τίτλων και παράσταση κατά τη σύνταξη του συμβολαίου) υπογράφοντας και σχετική απόδειξη την οποία είχε συντάξει ο πρώτος κατηγορούμενος, ενώ στη συνέχεια κατ' απαίτηση των κατηγορουμένων η μηνύτρια τους παρέδωσε το υπ' αριθμ. ..... ανυπόγραφο φορολογικό στοιχείο (απόδειξη παροχής υπηρεσιών) της δικηγόρου Κυριακής Κουντούρη. Αρχές Νοεμβρίου του ιδίου έτους (2000) και εξακολουθώντας οι κατηγορούμενοι να πιστεύουν ότι η μηνύτρια (Ψ1) ήταν "η δικηγόρος τους" την επισκέφθηκαν στο πιο πάνω δικηγορικό γραφείο, όπου συστεγαζόταν και της ανέθεσαν τη διευθέτηση διαφορών τους με τη Ζ1, θυγατέρα του πρώτου κατηγορουμένου και αδελφή της δεύτερης και συγκεκριμένα τη σύνταξη και κατάθεση ασφαλιστικών μέτρων περί νομής κινητών και τη σύνταξη και κατάθεση αγωγής διανομής κοινού, προκειμένου ειδικότερα να χωριστεί το επί της οδού ...... στον Κορυδαλλό διαμέρισμα που ανήκε κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου στις δύο αδελφές (δεύτερη κατηγορουμένη και Ζ1) σε δύο ίσα μέρη με ξεχωριστή είσοδο για κάθε διαμέρισμα. Όμως, παρότι οι κατηγορούμενοι επέστησαν την προσοχή στη μηνύτρια περί του εφικτού της αυτούσιας διανομής του παραπάνω διαμερίσματος, δοθέντος ότι αυτοί είχαν συμβουλευθεί περί αυτού αρχιτέκτονα και της το είχαν γνωρίσει αυτό, η τελευταία κατά παράβαση της δοθείσας εντολής συνεργαζόμενη με τη δικηγόρο Κυριακή Κουντούρη συνέταξε στις 13-11-2000 σχετική αγωγή ζητώντας τη δια πλειστηριασμού πώληση του ακινήτου (μάλιστα από παραδρομή έγραφε αυτοκινήτου). Όταν το γεγονός αυτό έγινε γνωστό στον πρώτο κατηγορούμενο στις 29-11-2000, που αυτός κατά την επιστροφή από το Υποθηκοφυλακείο Νίκαιας, όπου είχε μεταβεί κατ' εντολή της μηνύτριας για να μεταγράψει την αγωγή διανομής ανέγνωσε το "δικόγραφο, οι κατηγορούμενοι της εξέφρασαν για μια ακόμη φορά τα παράπονα τους, τις πιο πάνω πλημμελείς ενέργειες της και της ζήτησαν να συντάξει νέα αγωγή. Για τις όποιες νομικές της ενέργειες η μηνύτρια ζήτησε ως αμοιβή και έλαβε κατά τα διαστήματα και δη από τις 3-11-2000 έως 12-12-2000 διάφορα χρηματικά ποσά και συνολικά το ποσό των 160.000 δρχ. Αλλά και οι συμβουλές και οι υποδείξεις της μηνύτριας προς τους κατηγορουμένους να παραλάβουν στις 12-11-2000 από μόνοι τους - χωρίς δηλαδή να εμπλακούν σε δικαστικές περιπέτειες, όπως τους είπε η μηνύτρια - τα διεκδικούμενα από τη Ζ1 κινητά πράγματα που βρίσκονταν στο "κοινό" διαμέρισμα επί της οδού ......, είχαν ως αποτέλεσμα να μηνυθούν αυτοί στις 23-12-2000 από την αντίδικο τους Ζ1. Ενώ όταν οι κατηγορούμενοι, μετά την ανάγνωση της από 15-1-2001 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων προς το Ειρηνοδικείο Νικαίας, διαπίστωσαν ότι κατά παράβαση της δοθείσας εντολής προς τη μηνύτρια αναγραφόταν το αναληθές γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος με δικά του χρήματα είχε αποκτήσει το προαναφερθέν διαμέρισμα (το οποίο ήταν προίκα της συζύγου του) διαφώνησαν με το περιεχόμενο αυτό και της ζήτησαν επιμόνως τη διόρθωση της αιτήσεως, ενόψει και του ότι κινδύνευαν να κατηγορηθούν από τη Ζ1 για εξαπάτηση του Δικαστηρίου. Ο δε αδελφός του πρώτου κατηγορουμένου ..... που θα εξεταζόταν ως μάρτυρας στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, όταν διαπίστωσε, κατά τη συζήτηση αυτών, ότι η μηνύτρια είχε γράψει στη σχετική ένορκη κατάθεση το παραπάνω αναληθές γεγονός αρνήθηκε κατηγορηματικά να υπογράψει, με αποτέλεσμα να αναβληθεί η δίκη σε άλλη δικάσιμο. Το γεγονός ότι στα πιο πάνω δικόγραφα (αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και αγωγή διανομής) είχε υπογράψει και θέσει την σφραγίδα της η δικηγόρος Πειραιώς Κ. Κουντούρη, δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική κρίση ότι δηλαδή οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι η μηνύτρια ήταν ασκούμενη, αφού η τελευταία κατά την υπογραφή του παραπάνω συμβολαίου (12-1-2000) τους είχε δηλώσει ότι είναι δικηγόρος Αθηνών και την εξυπηρετούσε σε υποθέσεις της του Πειραιά η δικηγόρος Πειραιώς Κυριακή Κουντούρη, όπως και αυτή την εξυπηρετούσε σε υποθέσεις της των Αθηνών. Αλλά η μηνύτρια είχε υπογράψει και την έκθεση ελέγχου τίτλου του ως άνω διαμερίσματος ως πληρεξούσια δικηγόρος των κατηγορουμένων. Εξάλλου, λόγω της συστεγάσεως της μηνύτριας στο ίδιο γραφείο με την Κυριακή Κουντούρη και της προφανούς συνεργασίας τους και του επιμερισμού εν γένει των εργασιών του δικηγορικού γραφείου της τελευταίας, οι κατηγορούμενοι,· στερούμενοι, βέβαια νομικών γνώσεων, δυσχερώς θα ηδύναντο να αντιληφθούν ότι η μηνύτρια ήταν απλώς ασκούμενη. Ενόψει της παραπάνω συμπεριφοράς της μηνύτριας και της αρνήσεως της να προβεί στη διατύπωση των ανωτέρω δικογράφων σύμφωνα με τις δοθείσες εντολές των κατηγορουμένων αλλά τελικά και της μη επιτεύξεως της διαφοράς με τη δικηγόρο της Ζ1, ο πρώτος κατηγορούμενος έστειλε στις 20-2-2001 φαξ στη μηνύτρια με το οποίο της γνώριζε ότι λύεται οριστικά η συνεργασία τους και της ζητούσε να του γνωρίσει εγγράφως ποια ήταν η αμοιβή της για την κατάθεση της αιτήσεως των ασφαλιστικών μέτρων και την αναβολή της δίκης στις 6-2-2001. Στη συνέχεια δε οι κατηγορούμενοι, για τις παραπάνω πλημμέλειες και αντισυμβατική συμπεριφορά της μηνύτριας, κατάγγειλαν αυτή στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς την 5-3-2001. Στην καταγγελία αυτή, η οποία λεπτομερώς αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσης, αναφέρεται ειδικότερα ότι δικηγόρος και εντολέας των κατηγορουμένων ήταν η Ψ1 (μηνύτρια), ότι η τελευταία αυτή δεν επέτρεπε στον πρώτο κατηγορούμενο να λάβει γνώση του περιεχομένου του δικογράφου της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, ότι παραβίασε την εντολή που της παρέδωσε για λογαριασμό της κόρης του (δεύτερης κατηγορουμένης) να ζητήσει την αυτούσια διανομή του κοινού ακινήτου και ζήτησε τη δια πλειστηριασμού πώληση του, ότι στην αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς δική του τέτοια εντολή ισχυριζόταν ότι είχε συμμετοχή στα αποκτήματα της θανούσης συζύγου του, ότι η άρνηση της να διορθώσει τις παραπάνω πλημμέλειες των δικογράφων οφειλόταν στα πλαίσια της εξωδικαστικής επιλύσεως των διαφορών τους με τη Ζ1, τον συμβούλευε προς το συμφέρον της τελευταίας ν' αφήσει σ' αυτήν το μεγαλύτερο μέρος των κινητών πραγμάτων και να μεταβιβάσει η δεύτερη κατηγορουμένη σε τιμή πολύ κατώτερη της αγοραίας αξίας του το μερίδιο της στο κοινό (διαμέρισμα). Ότι για τη σύνταξη της αγωγής διανομής της έδωσε συνολικά 160.000 δραχμές, παρότι δεν ανταποκρινόταν αυτή με τις εντολές τους, ενώ οι ίδιοι κατέθεσαν την ως άνω αγωγή στο Υποθηκοφυλακείο Νικαίας την 29-11-2000. Επίσης, ανέφεραν ότι καταγγέλλουν τη μηνύτρια για αντιεπαγγελματική, αντιδεοντολογική συμπεριφορά και για απαίτηση είσπραξης υπέρογκων και εξωφρενικών αμοιβών που προσέφερε και αυτών που δήθεν προσέφερε. Όμως, με βάση τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά, παρέμειναν στο Δικαστήριο σημαντικές αμφιβολίες για την υποκειμενική υπόσταση των αποδιδόμενων στους κατηγορουμένους αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως. Ειδικότερα, παρέμειναν σημαντικές αμφιβολίες αν οι κατηγορούμενοι με τις αιτιάσεις εναντίον της μηνύτριας προς το Δικηγορικό Σύλλογο είχαν σκοπό να προκαλέσουν την πειθαρχική δίωξη της και να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της, αφού αυτοί δικαιολογημένα πίστευαν ότι η τελευταία, στην οποία είναι πλέον βέβαιο ότι δεν θα ανέθεταν τις πιο πάνω οικογενειακές διαφορές αν γνώριζαν ότι είναι ασκούμενη, εισέπραξε μεγάλη αμοιβή για τις πλημμελείς νομικές υπηρεσίες που τους προσέφερε και αυτές που επρόκειτο να τους προσφέρει, γι' αυτό και το αίτημα της καταγγελίας τους απέβλεπε στην επιστροφή σ' αυτούς από τη μηνύτρια του ποσού των 337.000 δραχμών, το οποίο είχαν καταβάλει ως αμοιβή πλέον αυτού που, κατά τους αδόκιμους, έστω υπολογισμούς τους, δικαιούταν αυτή να λάβει. Με άλλα λόγια η προσφυγή των κατηγορουμένων στο Δικηγορικό Σύλλογο, όπως είχαν δικαίωμα (άρθρο 10 του Συντάγματος), απέβλεπε στην προάσπιση των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων τους και όχι στην προσβολή της τιμής και της υπόληψης της μηνύτριας. Αφού μοναδικό σκοπός τους ήταν η επιστροφή της κατ' αυτών επιπλέον δοθείσας αμοιβής. Περαιτέρω, από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά μέσα, δεν προέκυψε και το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ο 1ος κατηγορούμενος νόθευσε την ημερομηνία και μάλιστα μέχρι την 5-3-2001, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, σε απόδειξη πληρωμής ποσού 250.000 δρχ., δοθέντος ότι οι κατηγορούμενοι είχαν αναθέσει στη μηνύτρια όλες τις οικογενειακές τους διαφορές και είχαν καταβάλει σ' αυτήν ως αμοιβή διάφορα χρηματικά ποσά, άλλοτε χωρίς αποδείξεις και άλλοτε με αποδείξεις. Κατά την τελευταία δε συνάντηση του 1ου κατηγορουμένου με τη τελευταία του ζήτησε αμοιβή για τις νομικές ενέργειες στις οποίες επρόκειτο να προβεί, όπως μεταξύ άλλων ήταν και η αναβληθείσα συζήτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής κινητών κατά της Ζ1 οπότε ο 1ος κατηγορούμενος (22-1-2001) συνέταξε την επίδικη απόδειξη η οποία και υπεγράφη από αυτή. Με βάση λοιπόν όλα τα παραπάνω πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν αθώοι των αποδιδόμενων σ' αυτούς πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως και επιπλέον ο 1ος κατηγορούμενος της πλαστογραφίας (νόθευση) με χρήση". Με αυτά που δέχεται το δικαστήριο και καταλήγει σε απαλλακτική κρίση δεν περιέχει την απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αλλά περιέχει ασαφή και ελλιπή τοιαύτη, αφού : α) δεν καθίσταται σαφές τι δέχεται σε σχέση με την αλήθεια ή όχι των φερόμενων ως διαδοθέντων-ισχυρισθέντων και καταμηνυθέντων γεγονότων η ασάφεια αυτή επιτείνεται και από το γεγονός ότι β) απαλλάσσει τους κατηγορουμένους γιατί "παρέμειναν στο δικαστήριο σημαντικές αμφιβολίες για την υποκειμενική υπόσταση των αποδιδόμενων στους κατηγορούμενους αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως" - πράγμα που προϋποθέτει ότι τα διαδοθέντα-ισχυρισθέντα (καταμηνυθέντα) είναι ψευδή. Επομένως, στοιχειοθετείται πλήρως το έγκλημα της απλής δυσφημήσεως ή εξυβρίσεως και μόνον όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 367 §§ 1, 3 ΠΚ είναι δυνατή η αθώωση, για τα οποία όμως δεν προβαίνει σε καμία έρευνα.
Εξάλλου, η άνω αιτιολογία και περί την εκτίμηση των αποδείξεων, στις οποίες στηρίζει την απαλλακτική κρίση είναι ελλιπής και αντιφατική διότι: Ενώ δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι "δικαιολογημένα πίστευαν ότι η τελευταία (μηνύτρια) ... εισέπραξε μεγάλη αμοιβή ... γι' αυτό και το αίτημα της καταγγελίας τους απέβλεπε στην επιστροφή σ' αυτούς από τη μηνύτρια του ποσού των 337.000 δραχμών" - δεν εξηγεί πού στηρίζεται το δικαιολογημένο των κατηγορουμένων ότι η αμοιβή ήταν υπερβολική, αφού όντως παρασχέθηκαν, όπως δέχεται και η απόφαση, νομικές συμβουλές-ενέργειες. Ενώ δέχεται ότι "η προσφυγή των κατηγορουμένων στο Δικηγορικό Σύλλογο, όπως είχαν δικαίωμα (άρθρο 10 του Συντάγματος), απέβλεπε στην προάσπιση των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων τους ... αφού μοναδικός σκοπός τους ήταν η επιστροφή της κατ' αυτών επιπλέον δοθείσας αμοιβής" δεν εξηγεί πού στηρίζεται τέτοια αρμοδιότητα του Δικηγορικού Συλλόγου στην οποία και "δικαιολογημένα" πίστευαν σ' αυτήν οι κατηγορούμενοι, αφού δεν υφίσταται τέτοια αρμοδιότητα αυτού. Ενώ δέχεται ότι "στην οποία (μηνύτρια) είναι πλέον ή βέβαιο ότι δεν θα ανέθεταν τις πιο πάνω οικογενειακές διαφορές αν γνώριζαν ότι είναι ασκούμενη", δεν εξηγεί ποιά η συνέπεια αυτής της διαφοράς σε σχέση με τη νομική αντιμετώπιση αυτών από την ίδια τη μηνύτρια, αφού όντως δεν στερήθηκε και των νομικών γνώσεων της τελευταίας και πραγματικής δικηγόρου. Αλλά και σε σχέση με το ότι οι κατηγορούμενοι δεν γνώριζαν ότι η μηνύτρια ήταν δικηγόρος και δη Αθηνών η απόφαση περιέχει ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία, αφού : α) δεν δέχεται σαφώς ότι η ίδια η μηνύτρια παρέστησε σ' αυτούς ότι είναι δικηγόρος, β) οι φερόμενες ενέργειες που της ανάθεσαν και δη ο έλεγχος τίτλων δεν προϋποθέτει την ιδιότητα του δικηγόρου, γ) τις ανέθεσαν υποθέσεις που ανήκαν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Πειραιά, τα σχετικά δικόγραφα υπεγράφησαν από άλλον δικηγόρο εν γνώσει τούτου. Τέλος σε σχέση με το έγκλημα της νόθευσης η άνω αιτιολογία είναι ελλιπής και αντιφατική αφού : α) δεν περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που φέρονται ότι στοιχειοθετούν το έγκλημα αυτό, β) ενώ δέχεται ότι η επίμαχη απόδειξη υπογράφηκε από τη μηνύτρια στις 22.1.2001 και αφορούσε αμοιβή για "νομικές ενέργειες στις οποίες επρόκειτο να προβεί", πιο πάνω δέχεται ότι "κατά την υπογραφή του πιο πάνω συμβολαίου αγοραπωλησίας στις 12.10.2000 εισέπραξε η μηνύτρια ως αμοιβή το ποσό των 250.000 δραχμών (για έλεγχο τίτλων και παράσταση κατά τη σύνταξη του συμβολαίου) υπογράφοντας και σχετική απόδειξη την οποία είχε συντάξει ο 1ος κατηγορούμενος", ήτοι αφενός μεν η αυτή απόδειξη είχε ήδη υπογραφεί από την μηνύτρια στις 12.10.2000 και αφορούσε την αναφερόμενη αμοιβή, αφετέρου ότι υπογράφηκε και στις 22.1.2001 και αφορούσε την αναφερόμενη αμοιβή, ήτοι αντιφατικά πράγματα. Κατ' ακολουθίαν, ο λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 574/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 30 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ