Θέμα
Αναιρέσεως απόρριψη, Υπεξαίρεση, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Έξοδα.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Αναίρεση για έλλειψη ειδικής
και εμπεριστατωμένης ως προς την απόρριψη αιτήματος αναβολής για
κρείσσονες αποδείξεις με διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης και ως
προς την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού της περί συνδρομής ελαφρυντικών
περιστάσεων. Αόριστο το αίτημα αναβολής για λογιστική πραγματογνωμοσύνη
και αόριστος και ο αυτοτελής ισχυρισμός περί ελαφρυντικών περιστάσεων. Δεν
υπήρχε υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει στο αόριστο αίτημα αναβολής
και στον αόριστο αυτοτελή ισχυρισμό και παραταύτα απάντησε με επαρκή
αιτιολογία. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα.
Αριθμός 1235/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.126/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Δ. Ρ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1796/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ομόρρυθμο εταιρεία με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Απριλίου 2016 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ....
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 12 Μαϊου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Χ. Λ., η πολιτικώς ενάγουσα στην κρινόμενη υπόθεση εταιρεία με την επωνυμία "... Ο.Ε." κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να εμφανισθεί στη σημερινή δικάσιμο, πλην όμως αυτή δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, αφού εμφανίστηκε η αναιρεσείουσα, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως σαν να ήταν και αυτή παρούσα.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως του γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη, η κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, και η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου κατά τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του Κ.Ποιν.Δ. περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, παρόλο που εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή, εφόσον κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την δικανική του πεποίθηση, πρέπει να είναι αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη, οπότε και μόνον έχει υποχρέωση να απαντήσει το δικαστήριο, διαφορετικά ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, η κατά τα άνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να υπάρχει και ως προς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τουτέστιν με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά το νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα, διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην ποινή που θα επιβληθεί και η απόρριψή του από το δικαστήριο πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του Π.Κ., αφού η παραδοχή της ελαφρυντικής περιστάσεως οδηγεί κατά την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου στην επιβολή μειωμένης κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου κώδικα ποινής. Ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ του Π.Κ. θεωρείται και το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση του πρότερου έντιμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνηθισμένη ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά. Επίσης ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 περ. δ’ του Π.Κ. θεωρείται και το ότι ο υπαίτιος έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Τέλος, ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ. θεωρείται και το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς, απαιτείται η μετά την αξιόποινη πράξη καλή συμπεριφορά για μεγάλο χρονικό διάστημα να εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας, τούτο δε διότι μόνον την καλή συμπεριφορά που εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας για μεγάλο χρονικό διάστημα νοείται να επιβραβεύει η έννομη τάξη με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης 1796/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο παριστάμενος κατά το άρθρο 340 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. πληρεξούσιος δικηγόρος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, αμέσως μετά την έναρξη της συζήτησης και πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, όπως καταγράφεται επί λέξει στην 3η σελίδα των πρακτικών, "ζήτησε την αναβολή της δίκης για να διενεργηθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη για το αν έχει υπεξαιρέσει τα χρήματα και να βγει απόφαση των πολιτικών δικαστηρίων". Όμως, το αίτημα αυτό, όπως διατυπώθηκε και υποβλήθηκε, είναι αόριστο, αφού δεν προσδιορίζεται σ’ αυτό, ούτε ποιο θα είναι το αντικείμενο της λογιστικής πραγματογνωμοσύνης για το οποίο απαιτούνται ειδικές λογιστικές γνώσεις, δηλαδή ποιες λογιστικές εγγραφές θα ερευνήσει και θα αξιολογήσει ο πραγματογνώμονας λογιστής για να γίνει ακριβής διάγνωση του αν έχει υπεξαιρέσει ή όχι η κατηγορουμένη τα χρήματα, αλλ’ ούτε και το αντικείμενο της πολιτικής δίκης και της απόφασης των πολιτικών δικαστηρίων που πρέπει να προηγηθεί για την ασφαλή και ακριβή διάγνωση του αν έχει υπεξαιρέσει ή όχι η κατηγορουμένη τα χρήματα. Κατά συνέπεια, όπως προαναφέρθηκε, λόγω της αοριστίας του κατά τα ανωτέρω υποβληθέντος αιτήματος αναβολής, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψή του και παρά ταύτα διέλαβε αιτιολογία, δεχόμενο επί λέξει ότι "το δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για την ενοχή ή την αθωότητα της κατηγορούμενης από τα στοιχεία της δικογραφίας (μάρτυρες, έγγραφα) και δεν χρειάζονται νέες αποδείξεις, περισσότερες, για αυτό το αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί στην ουσία" και ως εκ τούτου η περί του εναντίου αιτίαση της κρινόμενης αναιρέσεως είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Ακόμη, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο παριστάμενος κατά το άρθρο 340 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. πληρεξούσιος δικηγόρος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, ζήτησε προφορικά κατά την αγόρευσή του, επί λέξει, "την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων των άρθρων 84 § 2α ΠΚ, 84 § 2ε ΠΚ και 84 § 2δ ΠΚ". Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο της κατηγορουμένης ήταν τελείως αόριστος και απαράδεκτος, αφού δεν περιείχε καθόλου έκθεση των πραγματικών περιστατικών που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωση των ελαφρυντικών περιστάσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α, δ και ε του Π.Κ. και ως εκ τούτου και για την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και παρά ταύτα διέλαβε αιτιολογία, δεχόμενο επί λέξει ότι: "Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 84§2 α, δ και ε ΠΚ και το συναφές αίτημα να αναγνωριστεί ότι συντρέχουν οι αντίστοιχες ελαφρυντικές περιστάσεις είναι αόριστο και εκ τούτου απαράδεκτο γιατί δεν προβάλλονται πραγματικά περιστατικά που να αποτελούν προϋποθέσεις εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων, ενώ θα έπρεπε να γίνει επίκληση συγκεκριμένων θετικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ότι η κατηγορούμενη πράγματι μέχρι το χρόνο τέλεσης της πράξης της έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει τις συνέπειες της πράξης της και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο σχετικά διάστημα μετά την πράξη της. Εξάλλου, δεν αποδείχτηκαν από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία θετικά πραγματικά περιστατικά τα οποία να αποτελούν πράγματι τις προϋποθέσεις εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων. Κατά συνέπεια ο σχετικός ισχυρισμός και το αντίστοιχο αίτημα της κατηγορουμένης να αναγνωρισθεί ότι συντρέχουν στο πρόσωπό της οι παραπάνω ελαφρυντικές περιστάσεις πρέπει να απορριφθεί". Ως εκ τούτου η περί του εναντίου αιτίαση της κρινόμενης αναιρέσεως είναι επίσης αβάσιμη και απορριπτέα. Επομένως, ενόψει τούτων, ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, ο οποίος περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως και πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις και για αναιτιολόγητη απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης περί συνδρομής στο πρόσωπό της των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου έντιμου βίου, της ειλικρινούς μετάνοιας και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ , δ’ και ε’ του Π.Κ., είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-4-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως της Δ. Ρ. του Σ., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 11-4-2016, για αναίρεση της 1796/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ