Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά, Καταλογισμού μειωμένη ικανότητα.
Περίληψη:
Καλλιέργεια φυτών ινδικής κάνναβης και κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για αυτοτελείς ισχυρισμούς περί τοξικομανίας και ελαττωμένου καταλογισμού (ΠΚ 36). Λόγοι αιτήσεως: η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.
Αριθμός 802/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο- Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κάτοικο..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Παπαγεωργίου, περί αναιρέσεως της 161/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 704/09.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα. στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 161/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρέσειων κηρύχθηκε ένοχος, καλλιέργειας φυτών ινδικής κάνναβης και κατοχής ναρκωτικών ουσιών, χωρίς να είναι τοξικομανής και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης δεκατεσσάρων (14) ετών και χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Την 6-8-2005 αστυνομικοί του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Ιωαννίνων, έχοντας πληροφορίες ότι ο κατηγορούμενος καλλιεργεί ινδική κάνναβη, την οποία εμπορεύεται, ενήργησαν νομότυπα έρευνα στην οικία του, που βρίσκεται στην ... και διαπίστωσαν ότι στον περιφραγμένο κήπο αυτής, είχαν φυτευτεί 105 δένδρα ινδικής κάνναβης, τα οποία με τις κατάλληλες περιποιήσεις (πότισμα-λίπανση) είχαν αναπτυχθεί σε ύψος 0,50 cm-3 μ. , 180 δένδρα που είχαν αναπτυχθεί σε ύψος 0,10 cm-0,30 cm και δώδεκα δενδρύλλια φυτεμένα σε γλάστρες, καθώς και 36 αποξηραμένα δένδρα ινδικής κάνναβης που είχαν αναπτυχθεί σε ύψος 0,50 cm-3μ. Ακολούθως έγινε έρευνα σε δύο αποθήκες στην πρώτη των οποίων, που ανήκει στην κυριότητα του κατηγορουμένου βρέθηκε ένας σάκος, που περιείχε 4 κιλά και 795 γραμμάρια ακατέργαστης ινδικής κάνναβης και στη δεύτερη, που ανήκει στην κυριότητα του αδελφού του ... βρέθηκαν δύο σάκοι, που περιείχαν ο πρώτος 9 κιλά και 830 γραμμάρια και ο δεύτερος 7 κιλά και 40 γραμμάρια αποξηραμένης ινδικής κάνναβης, καθώς και μικροποσότητες 5,1- 5,5 και 5,8 γραμμάρια. Ο κατηγορούμενος που δεν ήταν παρών κατά το χρόνο της έρευνας ομολόγησε την πράξη της καλλιέργειας, καθώς και ότι ήταν αυτός ο κάτοχος των ναρκωτικών, με την έννοια της άσκησης της φυσικής τους εξουσίας και τη δυνατότητα της διάθεσης τους, που βρέθηκαν και στις δύο αποθήκες.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της καλλιέργειας και κατοχής ινδικής κάνναβης, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό. Ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί τοξικομανίας, τον οποίο προβάλλει για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, κατά την έννοια του άρθρου 30 του ΚΝΝ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου ..., που ορίσθηκε ως πραγματογνώμονας με την 4/2005 διάταξη της ανακρίτριας Ιωαννίνων, δεν αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος είναι τοξικομανής. Ειδικότερα στην από 15-9-2005 έκθεση του ο ίδιος πραγματογνώμονας, στηριζόμενος στις αναφορές του κατηγορούμενου ότι είναι "χασισοπότης" για απολαυστικούς σκοπούς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κλινική εξέταση την οποία πραγματοποίησε δεν μπορεί να αποκαλύψει το γεγονός της χρήσης χασίς, αλλά και αν υπήρχε η δυνατότητα να εξακριβωθεί πάλι δεν θα χαρακτηριζόταν τοξικομανής εξαρτημένος, κατά την έννοια του νόμου, επειδή και η μακρά απλώς χρήση χασίς, συνεπάγεται μικρού βαθμού κυρίως ψυχολογική εξάρτηση, την οποία ο χρήστης μπορεί αυτοδυνάμως να αποβάλει. Το συμπέρασμα αυτό του πραγματογνώμονα δεν αναιρείται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία ούτε, από την κατάθεση του παθολόγου γιατρού και διευθυντή του ψυχιατρικού Νοσοκομείου ..., που εξετάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ως μάρτυρας υπεράσπισης του κατηγορουμένου και έχει εκδώσει, με την προαναφερόμενη ιδιότητα του, την από 14-6-2006 ιατρική γνωμάτευση, που αναγνώσθηκε, σύμφωνα με τον οποίο είναι εξαρτημένος ο κατηγορούμενος από τη χρόνια χρήση ινδικής κάνναβης και αλκοόλ. Καθ' όσον οποιαδήποτε αναφορά του στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου σε σχέση με την παραπάνω χρήση και τη δημιουργία εξάρτησης, δεν ανάγονται στον κρίσιμο χρόνο τέλεσης των παραπάνω πράξεων, αλλά σε χρόνο πολύ προγενέστερο, που προσδιορίζεται από το 1978-1987 και αορίστως μεταγενέστερα. Έτσι δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν τοξικομανής κατά την έννοια του νόμου, ότι είχε δηλαδή αποκτήσει την έξη της χρήσης ινδικής κάνναβης και μάλιστα σε βαθμό, που δεν μπορούσε να την αποβάλει με δικές του δυνάμεις. Έκανε χρήση προς ευχαρίστηση του, προφανώς ελεγχόμενη από τον ίδιο και χωρίς να δημιουργήσει εξάρτηση, ώστε να μπορεί να χαρακτηρισθεί τοξικομανής. Περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί, ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί ελαττωμένου καταλογισμού (36 Π.Κ.) κατά το χρόνο τέλεσης των παραπάνω πράξεων, που στηρίζεται στην εξάρτηση του από τη χρήση χασίς και αλκοόλ επί σαράντα χρόνια. Καθόσον αποδείχθηκε ότι είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα προφύλαξης των αποθηκών, που βρέθηκαν τα ναρκωτικά, αφού μόνον αυτός διέθετε σχετικά κλειδιά και είχε τη δυνατότητα εισόδου, απαγόρευε την είσοδο σε άλλα άτομα της οικογένειας του, είχε δε φροντίσει να υπάρχει πυκνή βλάστηση περιμετρικά του κήπου, όπου καλλιεργούσε την ινδική κάνναβη και ειδικότερα δένδρα μεγάλου ύψους, ώστε τα φυτά αυτής να μην είναι ορατά από τρίτους. Άλλωστε ο ίδιος απολογούμενος στον ανακριτή κατέθεσε ότι "τη μάντρα (του κήπου) τη δένω με ένα σύρμα που δεν μπαίνει κανένας άλλος εκεί εκτός από εμένα" και όπως ήδη αναφέρθηκε απλός χρήστης ινδικής κάνναβης ήταν. Οι ενέργειες αυτές, προσπάθειας απόκρυψης των εγκληματικών του πράξεων, προϋποθέτουν πνευματική διαύγεια και αδιατάρακτη συνείδηση. Εξάλλου ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίπτωσης του άρθρου 84 παρ. 2 ε, Π.Κ., που στηρίζεται στην καλή του συμπεριφορά στη φυλακή, πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, καθ' όσον η καλή διαγωγή του στη φυλακή και η συμμόρφωση προς τους κανόνες αυτής δεν αρκεί για την παραδοχή της επικαλούμενης ελαφρυντικής περίστασης, αφού η διαγωγή αυτή δεν αναφέρεται στη συμπεριφορά του στην κοινωνία (ΑΠ 1474/02, ΑΠ 234/2000 ΤΝΠ.ΔΣΑ). Τέλος ο αυτοτελής ισχυρισμός του περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 δ ΠΚ, που στηρίζεται στην ομολογία του και τη συγνώμη που ζήτησε, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον δεν θεωρείται ειλικρινής η επικαλούμενη μεταμέλεια του, αφού καλλιεργούσε και κατείχε τα ναρκωτικά στην οικία του και δεν είχε τη δυνατότητα να ενεργήσει διαφορετικά" Στη συνέχεια, το δικάσαν Δικαστήριο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κήρυξε ένοχο των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων της καλλιέργειας φυτών, ινδικής κάνναβης και της κατοχής ναρκωτικών ουσιών και ειδικότερα, του ότι : " στη θέση ..., στις 6.8.2005, χωρίς να, είναι τοξικομανής, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα και συγκεκριμένα: 1)
Καλλιέργησε τριακόσια τριάντα τρία (333) φυτά ινδικής κάνναβης, τα οποία, αφού σκάλισε, λίπαινε και γενικά περιποιούνταν, πλείστα εξ αυτών (151) αναπτύχθηκαν μέχρι πλήρους ωριμάνσεως σε ύψος από 50 εκατοστά έως τρία μέτρα, άλλα 180 από 10 έως 50 εκατοστά και δώδεκα φυτώρια. 2)
Κατείχε ναρκωτικές ουσίες με σκοπό διαθέσεως σε τρίτους και ειδικότερα κατείχε σε περιφραγμένο και βοηθητικό της οικίας του χώρο, τριάντα έξι (36) αποξηραμένα δενδρύλλια ινδικής κάνναβης, εκ της ανωτέρω φυτείας, ύψους από 50 εκατοστά έως τρία μέτρα και εντός των αποθηκών της οικίας του, ποσότητα βάρους 4 κιλών και 795 γραμμαρίων αποξηραμένης ινδικής κάνναβης τοποθετημένη σε ταξιδιωτικό σάκο, άλλη ποσότητα βάρους 9 κιλών και 830 γραμμαρίων και 7 κιλών και 40 γραμμαρίων ως και μικροποσότητες 5,1, 5,5 και 5,8 γραμμαρίων σε μικροδέματα τοποθετημένη σε δύο σάκους ταξιδιού. " Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.α', 26 παρ.1α, 27 παρ.1 ΠΚ, 4 ΠΑΡ.1,3 Πιν.Α6, 5 παρ.1 στ'ζ' και 2,19 και 22 Ν.1729/87, όπως τα αρθρ.5,19 και 22 ισχύουν μετά την αντ/σή του με τα αρθρ.10,17 και 19 Ν.2161/93 και το Ν.3459/06 τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 161/2008 του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας :... και μάρτυρα υπερασπίσεως, .... Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσειοντος και συγκεκριμένα, ότι:1)το δικάσαν Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως πραγματοποίησε τον αναγκαίο λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση των εγγράφων που ανεγνώσθησαν και συγκεκριμένα του από 12-8-2005 δελτίο υγείας του, της από 24-12-1996 έκθεσης εξέτασης αίματος του τμήματος χημείου της Ελληνικής αστυνομίας και της από 20-1-1993 γνωμάτευσης του νευρολόγου ψυχίατρου .... Τα ανωτέρω έγγραφα ήσαν κρίσιμα περί της από μακρού χρόνου χρήσεως και εξαρτήσεως του από της ναρκωτικές ουσίες και μάλιστα από την ινδική κάνναβη, κατεδείκνυαν δε και τον βαθμό της έξης του, ο οποίος του απέκλειε τη δυνατότητα αποβολής της με τις δικές μου δυνάμεις (τοξικομανής). Το Δικαστήριο όμως με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό του διότι από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου ..., που ορίστηκε ως πραγματογνώμονας με την 4/2005 διάταξη της ανακρίτριας Ιωαννίνων, δεν αποδεικνύεται ότι είναι τοξικομανής, το συμπέρασμα δε αυτό του πραγματογνώμονα δεν αναιρείται από τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ούτε από την κατάθεση του παθολόγου ιατρού, μάρτυρα υπερασπίσεως, ...ιστατωμένη αιτιολογία, ο άνω ισχυρισμός απορρίφθηκε από το Δικαστήριο της ουσίας. Πρέπει επίσης να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμος και ο άλλος αυτοτελής ισχυρισμός του περί ελαττωμένου καταλογισμού (ΠΚ 36) κατά το χρόνο τέλεσης των παραπάνω πράξεων, που στηρίζεται στην εξάρτηση από τη χρήση ινδικής κάνναβης (χασίς) επί αρκετά χρόνια, καθόσον αποδείχθηκε ότι είχε λάβει τα ανάλογα μέτρα προφύλαξης των αποθηκών των ουσιών αυτών. Οι ενέργειές του δε αυτές, δηλαδή, προσπάθειες απόκρυψης των εγκληματικών του πράξεων προϋποθέτουν πνευματική διαύγεια και αδιατάρατη συνείδηση, όπως έτσι ορθά, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός αυτός, από το δικάσαν Δικαστήριο. Εξάλλου, η χρήση αλκοόλ, δεν σημαίνει και έλλειψη ή μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό. Κατόπιν αυτών, οι ισχυρισμοί του με την αίτηση, για έλλειψη της απαιτουμένης κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως όσον αφορά την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών που προεβλήθησαν και συγκεκριμένα των ισχυρισμών του περί της κρίσεως του ως τοξικομανούς και ότι συντρέχει στο πρόσωπο του η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 36 ΠΚ, η οποία ιδρύει τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι. Επίσης για τους προαναφερόμενους λόγους, είναι αβάσιμος και ο άλλος ισχυρισμός του για έλλειψη νομίμου βάσεως και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 36 παρ. 1 ΠΚ . 2)Ότι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι δεν συναξιολόγησε τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και για την απόρριψη των παραπάνω ισχυρισμών του. Αβάσιμα όμως, διότι ρητά η απόφαση αναφέρει ότι έλαβε υπόψη "όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν", χωρίς να είναι απαραίτητο να μνημονεύει καθένα χωριστά, ούτε δε απαιτείται να αναφέρεται αξιολογικός συσχετισμός των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, αφού αυτό ανάγεται σε εκτίμηση πραγμάτων, που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Εξάλλου, το γεγονός ότι η πραγματογνωμοσύνη δεν πληροί τα στοιχεία της σχετικής Υπουργικής απόφασης, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή δεν αξιολογείται. Και 3)τέλος, για τους ίδιους λόγους, είναι αβάσιμη η αιτίαση για έλλειψη της άνω ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση, που συνιστά τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.β ΚΠΔ ιδρυόμενο λόγο αναιρέσεως για έλλειψη ακρόασής του και συγκεκριμένα, για παράλειψη απόφανσης κατά τρόπο ορισμένο επί του προσβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού μου περί τοξικομανίας.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α, Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκχως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσειων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει από 22 Απριλίου 2009 (υπ'αριθμ. πρωτ. 3419/23-4-2009 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) αίτηση του Χ, για αναίρεση της με αριθμό 161/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ