Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Κλοπή, Συναυτουργία, Κατηγορούμενος, Εξακολουθούν έγκλημα, Ακροάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Διακεκριμένες κλοπές κατ’ εξακολούθηση και κατά συναυτουργία: Πλήρης αιτιολογία όχι παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου και όχι έλλειψη νόμιμης βάσεως. Αόριστη υποβολή αιτήματος από 1ο αναιρεσείοντα για ελαφρυντικό ειλικρινούς μεταμέλειας. (όχι υποχρέωση αιτιολόγησης απόρριψης). Απορρίπτονται 2ος, 3ος και 4ος λόγοι αναιρέσεως 1ου, 1ος και 2ος λόγοι αναιρέσεως 2ου και 1ος λόγος αναιρέσεως 3ου. Όχι προβολή ισχυρισμού 3ου για ελαφρυντικό πρότερου εντίμου βίου. Απορρίπτεται 2ος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως. Όχι απολογία συνηγόρου που εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο. Απορρίπτεται 1ος λόγος αναιρέσεως 1ου. Απορρίπτει.
Αριθμός 916/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και ήδη κρατουμένων στη Κλειστή Φυλακή Χαλκίδος, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευθύμιο Παναγιωτόπουλο και 3) Χ3 και ήδη κρατουμένου στη Κλειστή Φυλακή Χαλκίδος, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημητρίου Σφυρή, για αναίρεση της με αριθμό 1545/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 18 Ιουλίου 2006, δύο (2) τον αριθμό και 24 Ιουλίου 2006, αντίστοιχα, αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1505/2006.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου τρείς αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι α) η πρώτη με χρονολογία 18 Ιουλίου 2006 του κατηγορουμένου X1, β) η δεύτερη με χρονολογία 18 Ιουλίου 2006 του κατηγορουμένου X2 και γ) η τρίτη με χρονολογία 24 Ιουλίου 2006 του κατηγορουμένου X3, οι οποίες στρέφονται κατά της αυτής καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών με αριθμό 1545/2006, πρέπει δε να συνεκδικασθούν ως συναφείς. Κατά το άρθρο 372 παρ. 1 του ΠΚ "Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών", κατά δε το άρθρο 374 περ. ε' του ίδιου Κώδικα. "Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ, 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ1 επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη", καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού", νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 45 ΠΚ πρέπει ν' αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (Ολ. ΑΠ 50/90}. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμός ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως". Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1545/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Όλοι οι κατηγορούμενοι με περισσότερες από μια πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος, με κοινό δόλο και κοινή απόφαση αφαίρεσαν από την κατοχή άλλων ξένα κινητά πράγματα, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Συγκεκριμένα, κατά τους οριζόμενους διατακτικό της παρούσας τόπους και χρόνους, αφαίρεσαν από κοινού τις (αναφερόμενες) επτά (7) μοτοσυκλέτες από την κατοχή των ιδιοκτητών τους Γ1- .... - .... - ..... και τριών (3) άλλων αγνώστων ιδιοκτητών και τις ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Η αξιόποινη αυτή δράση των κατηγορουμένων προσεπιβεβαιώνεται από το σύνολο των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν, ιδία των μαρτύρων ........, αστυνομικού, και Γ1. Πράγματι, ο πρώτος απ' αυτούς, αξιοποιώντας πληροφορία ότι στο εκμεταλλευόμενο στην Περιοχή ...... Αττικής από το δεύτερο κατηγορούμενο κατάστημα αλουμινοκατασκευών γίνεται αποδοχή κλοπιμαίων μοτοσυκλετών, μεγάλης χρηματικλης αξίας, διαπίστωσε την ύπαρξη εντός του καταστήματος επτά (7) μοτοσυκλετών, παρουσία του πρώτου κατηγορουμένου, ενώ μετά 5'της ώρας έκανε την εμφάνισή του και ο τρίτος κατηγορούμενος. Το γεγονός ότι οι επτά (7) μοτοσυκλέτες ήσαν προϊόντα κλοπής διαπιστώθηκε και από το εγκληματολογικό εργαστήριο, αλλά και από την οικεία διεύθυνση του Υπουργείου Συγκοινωνιών. Σημειώνεται, ως αποδειχθέν πραγματικό γεγονός, ότι στο χώρο που ανευρέθηκαν οι κλοπιμαίες μοτοσυκλέτες, λειτουργούσε πλήρες εργαστήριο παραποίησης των αριθμών πλαισίου και κινητήρος με πλήρη και ικανό μηχανολογικό εξοπλισμό. Σημειώνεται, επίσης, ότι στον ίδιο χώρο ανευρέθη η αξίας 3.750.000 δρχ., κυριότητας του μάρτυρα κατηγορίας Γ1, μοτοσυκλέτα, η οποία είχε κλαπεί από τον τρίτον κατηγορούμενο, καθ' όν χρόνο ο ιδιοκτήτης αυτής την είχε αφήσει προσωρινά, κλειδωμένη, έξωθεν ενός βιβλιοπωλείου, ο οποίος ευκρινώς παρακολουθούσε τις κινήσεις του δράστη και για τον οποίον ο προαναφερθείς μάρτυρας ουδεμία αμφιβολία διατηρούσε και τον οποίον αναγνώρισε κατά την προσαγωγή του στο οικείο αστυνομικό τμήμα, προσθέτοντας ακόμη ότι ο δράστης διατηρούσε μακράν κόμη, χαρακτηριστικό που αποδέχθηκε και ο κατηγορούμενος. Αποδείχθηκε ακόμη ότι οι κατηγορούμενοι την πράξη της κλοπής διαπράττουν κατ' επάγγελμα, αφού κοινός σκοπός τους ήταν να πορισθούν εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή της, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη καταδίκη τους. Άλλωστε, αποδείχθηκε ότι οι πράξεις τους δεν τελέστηκαν περιστασιακά, αλλά με βάση οργανωμένο σχέδιο, αφού υπήρχε ο κατάλληλος χώρος υποδοχής και φύλαξής του στο κατάστημα του δευτέρου (κατηγορουμένου), όπου στη συνέχεια υφίσταντο αλλοιώσεις στα στοιχεία τους οι μηχανές. Οπωσδήποτε δε είχαν διαμορφώσει τέτοια υποδομή, ώστε η όποια επενεχθείσα αλλοίωση των στοιχείων να μην είναι εφικτή, παρά μόνο εργαστηριακά.
Συνεπώς, όλοι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι κακουργηματικής κλοπής, απορριπτομένου του αυτοτελούς ισχυρισμούς που προέβαλε ο α' κατηγορούμενος περί ειλικρινούς μεταμέλειας. Είναι, επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του τρίτου κατηγορουμένου, σύμφωνα με τον οποίον κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αυτός βρισκόταν στην ......, όπου εργαζόταν, αφού δεν επικαλείται, ούτε προσκομίζει, οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο για το επίδικο διάστημα (μισθωτήριο οικίας ή παραστατικά διαμονής σε ξενοδοχείο ή εισιτήρια μεταβάσεως), πλην της καταθέσεως συγγενικού του προσώπου και του εργοδότου του". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο, αφού απέρριψε τον ειρημένο περί ειλικρινούς μεταμέλειάς του αυτοτελή ισχυρισμό του πρώτου κατηγορουμένου, κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, και ήδη αναιρεσείοντες, X1, X2 και X3 για τις αποδιδόμενες σ' αυτούς διακεκριμένες κλοπές από κοινού και κατ' εξακολούθηση και επέβαλε σε καθένα απ' αυτούς ποινή καθείρξεως πέντε ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 98, 372 παρ. 1 και 374 περ. ε' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των δευτέρου και τρίτου κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ότι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι συμμετέσχον στην τέλεση του άνω εγκλήματος ως συναυτουργοί, και δη ότι συνέπραξαν στην εκτέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως των διακεκριμένων κλοπών κατ' εξακολούθηση και ήθελαν την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεώς της γνωρίζοντας ο καθένας απ' αυτούς ότι οι συμμέτοχοι συγκατηγορούμενοί του έπρατταν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος, ενώ δεν απαιτείτο εν προκειμένω και η εξειδίκευση των ενεργειών του κάθε δράστη. Επίσης, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της άνω πράξεως της κλοπής κατ' εξακολούθηση, το Πενταμελές Εφετείο με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του, τόσο στην επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής, που συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος, κατ' εξακολούθηση, όσο και στην προαναφερθείσα υποδομή που είχαν διαμορφώσει αυτοί με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της εν λόγω πράξεως, από τις οποίες προκύπτει ο σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος. Σε σχέση δε με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρώτου αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ' του Π.Κ., ο ισχυρισμός αυτός, έτσι, όπως είχε προβληθεί με μόνη την αναφορά της σχετικής αυτής διατάξεως, και χωρίς τη μνεία οιουδήποτε περιστατικού, από το οποίο να προκύπτει η ειλικρινής μετάνοιά του, ήταν αόριστος κα συνεπώς απαράδεκτος, εντεύθεν δε το Δικαστήριο δεν υποχρεούτο να απαντήσει, μάλιστα δε ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, στο εν λόγω ισχυρισμό του πρώτου κατηγορουμένου. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ των κρινομένων αιτήσεων, και δη οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι της αιτήσεως του πρώτου αναιρεσείοντος, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως του δεύτερου αναιρεσείοντος και ο πρώτος λόγος της αιτήσεως του τρίτου αναιρεσείοντος, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Περαιτέρω από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεως προκύπτει ότι ο τρίτος αναιρεσείων κατηγορούμενος (X3) δεν υπέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως της ένδικης αιτήσεώς του, με τον οποίον αποδίδεται στην εν λόγω απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως, γιατί απέρριψε σιγή τέτοιο ισχυρισμό αυτού (άνω αναιρεσείοντος), στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Από τη διάταξη του άρθρου 366 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση στο ακροατήριο, καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο σε απολογία, είτε αυτός το ζητήσει, είτε όχι. Διαφορετικά δημιουργείται, κατά το άρθρ 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας, επίσης, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ. Αυτό όμως προϋποθέτει αυτοπρόσωπη παράσταση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όταν αυτός δεν παρίσταται στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπείται στη δίκη από συνήγορο, ο συνήγορός του δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του κατηγορουμένου, ούτε αυτός καλείται σε απολογία. Επομένως, τα υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, της κρινόμενης αιτήσεως του πρώτου αναιρεσείοντος (X1), με τον οποίον προβάλλεται η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορό του που νομίμως τον εκπροσωπούσε για να απολογηθεί, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ α) την από 18 Ιουλίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 7044/20.7.2006) αίτηση του X1, β) την από 18 Ιουλίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 7043/20.7.2006) αίτηση του X2 και γ) την από 24 Ιουλίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 7147/24.7.2006) αίτηση του X3 για αναίρεση της 1545/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για καθένα απ' αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ