Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συνέργεια.
Περίληψη:
Απορρίπτει. Απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως στην οποία γίνεται απλή αναφορά των αναιρετικών λόγων που προβλέπονται από το νόμο, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η πλημμέλεια της αποφάσεως. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για άμεση συνέργεια σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, συνισταμένη στο ότι ακινητοποίησε το θύμα προκειμένου να διευκολυνθεί ο φυσικός αυτουργός και να επιφέρει πλήγματα με μαχαίρι κατά του θύματος, εκ των οποίων προκλήθηκε ο θάνατος. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί προτέρου εντίμου βίου.
Αριθμός 335/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 30/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 44/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεμιστοκλή Παπασπυρόπουλο και 2) Χ2 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ....., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, για αναίρεση της με αριθμό 174, 175, 185, 186, 187, 188, 189, 190/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Γαλετζά.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 22 Μαΐου 2007 και 24 Δεκεμβρίου 2007, αντίστοιχα, αιτήσεις του, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 192/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Συνεκδικάζονται ως συναφείς, στρεφόμενες κατά της αυτής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης (υπ'αριθ. 174. 175, 185 - 190/2007) οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως 1) από 22 Μαΐου 2007 του Χ1 και 2) από 24 Δεκεμβρίου 2007 του Χ2.
Α. Επί της αιτήσεως του Χ1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ' ακολουθίαν, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο. Αν δεν περιέχεται στη δήλωση ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (άρθρο 513 ΚΠοινΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη ως άνω αίτηση του Χ1, η οποία ασκήθηκε με δήλωσή του ενώπιον του Διευθυντή της Κλειστής Φυλακής ..... και περί της οποίας συντάχθηκε η 34/22.5.2007 Έκθεση, δεν περιέχει κανένα λόγο αναιρέσεως. Στο υπόμνημα, εξάλλου, του ίδιου, στο οποίο η αίτησή του παραπέμπει προς συμπλήρωσή της και έχει επισυναφθεί στην εν λόγω Έκθεση, όπως αυτό προκύπτει από την επίθεση της υπηρεσιακής σφραγίδας της ανωτέρω Φυλακής στο σημείο συρραφής της Εκθέσεως και αυτού (υπομνήματος), δεν περιέχεται κανένας σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως, αλλά παρατίθενται ως λόγοι αναιρέσεως τα ακόλουθα κατά λέξη "1) απόλυτος ακυρότης κατά τη διαδικασία επ' ακροατηρίω (άρθρο 171 ΚΠΔ), 2) σχετική ακυρότης κατά το άρθρο 170 ΚΠΔ, ήτις δεν καλύφθηκε στο ακροατήριο, καθώς και έλλειψη ακροάσεως, 3) έλλειψη ειδικής αιτιολογίας την οποία ορίζει το Σύνταγμα, 4) εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και 5) υπέρβαση εξουσίας ως προς την παράσταση της πολιτικής αγωγής", δηλαδή παρατίθεται το κείμενο της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Β', Δ', Ε' και Η' ΚΠοινΔ, που προβλέπει τα ανωτέρω ως λόγους αναιρέσεως κατά αποφάσεως. 'Ετσι, όμως, διατυπούμενοι οι λόγοι αναιρέσεως της υπόψη αιτήσεως είναι εντελώς αόριστοι και επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η εν λόγω αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
Β. Επί της αιτήσεως του Χ2. Κατά το άρθρο 299 παρ. 1 Π.Κ., όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας καθείρξεως. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν αφαίρεση ανθρώπινης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 περ. β' Π.Κ., με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της άδικης πράξεως που διέπραξε και στην εκτέλεση της πράξεως αυτής. Από τη δεύτερη αυτή διάταξη προκύπτει ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, απαιτείται εκ δόλου υποστήριξη από τον άμεσο συνεργό της αξιόποινης πράξεως που διαπράττει ο αυτουργός, κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της κυρίας πράξεως, με βοηθητική ενέργεια συνδεόμενη προς την κυρία πράξη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτήν να αποβαίνει ανέφικτη, με βεβαιότητα, η τέλεση του εγκλήματος, υπό τις περιστάσεις που αυτό διαπράχθηκε. Ο δόλος του άμεσου συνεργού έγκειται στην ηθελημένη παροχή συνδρομής στον αυτουργό κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της άδικης πράξεως και στη γνώση ότι παρέχει αυτήν στην εκτέλεση άδικης πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως στο αιτιολογικό της, για τον αναιρεσείοντα Χ2 (και τον Χ1, του οποίου απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως κατά τα ανωτέρω), όσον αφορά, ειδικότερα, στο κακούργημα της ανθρωποκτονίας, ως άμεσος συνεργός στο οποίο αυτός καταδικάσθηκε και πλήττει αντιστοίχως την απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, τα εξής: "Οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1, οι οποίοι κατάγονται από το χωριό ....., διατηρούσαν στενή φιλική σχέση. Ο πρώτος διατηρούσε στο προαναφερόμενο χωριό κατάστημα "Καφέ-ηλεκτρονικά" και ένα μπαρ στην παραλία της ..... . Όταν το έτος 2000 ο δεύτερος επέστρεψε από τη ....., όπου εργαζόταν, προκειμένου να εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στην Ελλάδα και δη στο χωριό του, άρχισε να συχνάζει στο κατάστημα του πρώτου και, με δεδομένη τη γνωριμία τους από παλαιότερα, έγιναν στενοί φίλοι. Κατά το μήνα Ιανουάριο του 2001 οι κατ/νοι αυτοί αποφάσισαν να μεταβούν μαζί στη ..... τουλάχιστον για προσωρινή εγκατάσταση και δη ο δεύτερος, που ήταν άνεργος, προκειμένου να αναζητήσει εργασία και ο πρώτος, ενόψει του ότι τα καταστήματά του από τον Ιανουάριο μέχρι τον Απρίλιο δεν λειτουργούσαν, προκειμένου να ψυχαγωγηθεί. Οι προαναφερθέντες μίσθωσαν ένα διαμέρισμα, που βρίσκεται στην επί της ..... (.....) οικοδομή, και εγκαταστάθηκαν εκεί. Τις επόμενες ημέρες ο δεύτερος αναζητούσε εργασία χωρίς όμως αποτέλεσμα. Με την πάροδο των ημερών τα χρήματα που είχαν άρχισαν να τελειώνουν, αφού εκτός από τα καθημερινά τους έξοδα επισκέπτονταν και το καζίνο. Τότε άρχισαν να σκέφτονται με ποιό τρόπο θα μπορέσουν να αποκτήσουν αμέσως χρήματα. Αρχικά σκέφτηκαν να ληστέψουν κάποιο παίκτη του καζίνο, επειδή όμως δεν είχαν μαζί τους όπλο, ο δεύτερος κατ/νος επέστρεψε στο χωριό του, όπου εκεί είχε κρυμμένο ένα πιστόλι, καθώς και ένα σιγαστήρα και επτά σφαίρες. Αφού πήρε μαζί του τον οπλισμό αυτό, επέστρεψε στη ..... . Τελικά κατέληξαν να ληστέψουν κάποιο ενεχυροδανειστήριο, αφού σ' αυτά οι συνθήκες [για ληστεία] είναι πλέον πρόσφορες. Ο δεύτερος κατ/νος μάλιστα πρότεινε να ληστέψουν ένα ενεχυροδανειστήριο, που βρίσκεται στην επί της οδού ..... οικοδομή, στον ημιώροφο, γιατί το είχε επισκεφθεί στο παρελθόν ως πελάτης και γνώριζε ότι δεν είχε μεγάλη κίνηση πελατών και επειδή ήταν στον ημιώροφο θα είχε ησυχία. Το ενεχυροδανειστήριο αυτό από το Φεβρουάριο του 1999 λειτουργούσε ως ατομική επιχείρηση η Α, γεννηθείσα το 1975, κάτοικος [εν ζωή] ..... . Στην επιχείρηση αυτή συνεργαζόταν και συμμετείχε ατύπως ο Β, κάτοικος ....., με τον οποίο η Α συνδεόταν με στενή οικογενειακή φιλία. Ο πρώτος κατ/νος δέχθηκε την πρόταση του δεύτερου κατ/νου και στις 22-2-2001 το πρωί, αφού προηγουμένως είχαν συναποφασίσει τη ληστεία, επισκέφθηκαν το ενεχυροδανειστήριο αυτό, προκειμένου, με την πρόφαση να αγοράσει ο πρώτος κατ/νος κάποια κοσμήματα δήθεν για τη μνηστή του, να ερευνήσουν το χώρο και να δουν ποιός εργάζεται σ' αυτό. Η Α βρισκόταν μόνη στο κατάστημά της, καθόσον ο προαναφερόμενος συνεργάτης της είχε μεταβεί στη ..... για λόγους επαγγελματικούς. Οι κατ/νοι εισήλθαν στο ενεχυροδανειστήριο από την κύρια είσοδο, η οποία ήταν μία ξύλινη πόρτα ασφαλείας, που ήταν ανοικτή, και βρέθηκαν στο χώρο υποδοχής, ο οποίος χωριζόταν από τον κυρίως χώρο του καταστήματος με ένα υαλόφρακτο αλεξίσφαιρο πλαίσιο, όπου υπήρχε και δεύτερη πόρτα, η οποία ήταν κλειστή και άνοιγε με ειδικό μπουτόν, προκειμένου να είναι ασφαλισμένος ο κύριος χώρος τoυ καταστήματος. Η Α, μόλις είδε τους κατ/νους, τους εξήγησε πως οι συναλλαγές γίνονται στο γκισέ, δηλαδή στο ειδικό άνοιγμα του προαναφερθέντος υαλόφρακτου πλαισίου. Ο πρώτος κατ/νος, ο οποίος είχε επιμεληθεί ιδιαιτέρως την εμφάνιση του φορώντας κοστούμι για να μην δημιουργήσει υποψίες, είπε στη Α ότι ενδιαφέρονται να αγοράσουν κοσμήματα και όχι να πουλήσουν. Η τελευταία, κρίνοντας από την επιμελημένη εμφάνιση των κατ/νων ότι δεν είναι κακοποιοί, άνοιξε την πόρτα και αυτοί εισήλθαν στον κυρίως χώρο του καταστήματος. Αφού η Α κάθισε στο γραφείο της, το οποίο βρισκόταν στο κέντρο του καταστήματος, και οι δύο κατηγορούμενοι κάθισαν στις δύο καρέκλες που ήταν μπροστά από το γραφείο της, άρχισε να τους δείχνει διάφορα κοσμήματα, τα οποία έβγαζε από το χρηματοκιβώτιο, το οποίο βρισκόταν από την αριστερή της πλευρά. Οι κατ/νοι προφασίστηκαν πως ενδιαφέρονται για την αγορά κοσμημάτων για τη μνηστή του πρώτου από αυτούς και η Α τους επέδειξε διάφορα κοσμήματα επί μακρόν λέγοντας τους κάθε φορά την τιμή. Τελικά οι κατ/νοι ανέφεραν στη Α πως εκείνη τη στιγμή δεν είχαν αρκετά χρήματα και κανόνισαν να επισκεφθούν το κατάστημα μετά τις πέντε το απόγευμα. Οι κατ/νοι επέστρεψαν στο σπίτι τους και εκεί συζήτησαν με ποιόν τρόπο θα διαπράξουν το απόγευμα τη ληστεία. Αποφασίζουν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και έχοντας απόλυτη διαύγεια πνεύματος να σκοτώσουν την κοπέλα, αν είναι μόνη της, γιατί τους είχε δει το πρωΐ και θα ήταν δυνατόν να τους αναγνωρίσει, ενώ με τον τρόπο αυτό θα διέπρατταν την αφαίρεση των κοσμημάτων με μεγαλύτερη ευκολία. Μετά από σκέψη καταλήγουν να μην κάνουν χρήση του πιστολιού του δεύτερου κατ/νου με το σιγαστήρα, γιατί ο δεύτερος κατ/νος αμφέβαλε αν λειτουργούσε, αλλά να σκοτώσουν τη Α σπάζοντας το λαιμό της με λαβή που θα της έκανε ο πρώτος των κατ/νων. Ο δεύτερος των κατ/νων, εν γνώσει του πρώτου, παίρνει μαζί του ένα μαχαίρι κουζίνας από το σπίτι για να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση που υπάρξει οποιαδήποτε ανάγκη κατά τη διάπραξη της ανθρωποκτονίας, που είχαν αποφασίσει, ως εναλλακτικός τρόπος θανάτωσης της Α καθώς και δύο μεγάλες πλαστικές σακούλες για να βάλουν τα κοσμήματα. Ακολούθως οι κατ/voι μετέβησαν περί ώρα 18.00 στο κατάστημα της Α. Εισήλθαν εντός του προθαλάμου και μόλις η Α τους είδε, άνοιξε την πόρτα του αλεξίσφαιρου διαχωριστικού πλαισίου και οι κατ/νοι μπήκαν στον κυρίως χώρο του καταστήματος. Αφού κάθισαν στις ίδιες καρέκλες όπως και το πρωί, ζήτησαν από τη Α να τους επιδείξει και πάλι τα κοσμήματα που είχαν δει. Η τελευταία έβγαλε από το χρηματοκιβώτιο κάποια χρυσαφικά και τους τα έδειξε. Στη συνέχεια οι κατ/νοι ζήτησαν από τη Ανα τους δείξει μερικά κοσμήματα απ' αυτά που ήταν στη βιτρίνα που βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του γραφείου, προκειμένου αυτή να σηκωθεί από τη θέση της και να μπορέσει ο πρώτος των κατ/νων Χ2 να την πιάσει από το λαιμό και να προκαλέσει το θάνατό της, όπως είχαν προαποφασίσει. Η κοπέλα σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στην προθήκη, ενώ οι κατ/νοι πήγαν από πίσω της όρθιοι. Τότε ο πρώτος κατ/νος την έπιασε από το λαιμό και το κεφάλι προκειμένου να της στρίψει το κεφάλι προς τα δεξιά για να σπάσει το λαιμό της, όπως είχαν προαποφασίσει οι κατ/νοι με το πρώτο σχέδιο της ανθρωποκτονίας. Επειδή, όμως, η Α προέβαλε αντίσταση [με φωνές και κινήσεις], με συνέπεια να μην είναι εφικτή η ταχεία και αθόρυβη θανάτωσή της με εκτέλεση του πρώτου σχεδίου της ανθρωποκτονίας, οι κατ/νοι προχώρησαν στην εκτέλεση του εναλλακτικού σχεδίου της ανθρωποκτονίας με χρήση του μαχαιριού. Συγκεκριμένα ο πρώτος κατ/νος ακινητοποίησε τη Α με λαβή που της έκανε στο λαιμό προκειμένου να διευκολυνθεί ο δεύτερος κατ/νος να καταφέρει κατ' αυτής θανατηφόρα πλήγματα με το μαχαίρι, ενώ δε αυτή ήταν ακινητοποιημένη σε όρθια στάση, ο δεύτερος κατ/νος, κάνοντας χρήση του μαχαιριού που είχε πάρει μαζί του, άρχισε να την πλήττει επανειλημμένα στο λαιμό και στο θώρακα, όταν δε ο πρώτος κατ/νος την άφησε και έπεσε στο πάτωμα, ο δεύτερος κατ/νος συνέχισε να την πλήττει με το μαχαίρι, μάλιστα ορισμένες φορές η λεπίδα του μαχαιριού διαπερνούσε το σώμα της παθούσας και έφτανε μέχρι το δάπεδο, αφήνοντας σ' αυτό ίχνη από τις μαχαιριές. Από τα πλήγματα αυτά η παθούσα Α υπέστη τραύμα μήκους 16X5,5 εκατοστών προκληθέν από αριστερά προς τα δεξιά και βάθους 5 εκατοστών κατά την τραχηλική χώρα με διατομή λάρυγγος, καρωτίδας και νεύρων, κάκωση στην αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης, παράλληλα τραύματα στον τράχηλο περίπου 3 εκατοστά άνωθεν του προηγουμένου και κάτωθεν του μεγάλου τραύματος έτερο 5X2,5 εκατοστών, στη βάση του τραχήλου βαθύ τραύμα 3X1,5 εκατοστών, στο θώρακα τραύμα 4,2X1,3 εκατ. επί της δεξιάς κλειδός, την οποία έχει διατάμει, στο θώρακα παραστερνικά αριστερά τραύματα 5X2 εκατοστών και 5,5X2,5 εκατοστών με φορά εκ των αριστερών προς τα δεξιά, τραύμα σε απόσταση ενός εκατοστού από τη δεξιά θηλή 3X1 εκατοστών, στην έκφυση του αριστερού βραχίονος τραύμα βαθύ 4X2 εκατοστών, στη δεξιά ωμοπλάτη τραύμα 3X1 εκατοστών καθώς και διπλό στην αριστερή ωμοπλάτη 3X1 και 3X1,5 εκατοστών, τραύμα 0,5 εκατοστών κατά τη σπονδυλική στήλη, διατομή των 2ης, 3ης και 4ης πλευράς του αριστερού ημιθωρακίου πρόσθια, της 5ης οπίσθιου τόξου καθώς και της 8ης πλευράς του δεξιού ημιθωρακίου όπισθεν, τρώση διπλή κατά τον άνω λοβό του αριστερού πνεύμονα, τρώση του μέσου λοβού και ευμεγέθη τρώση της αορτής κατά την έκφυση της αριστερής στεφανιαίας αρτηρίας. Συνεπεία δε των άνω τραυμάτων επήλθε ως εκ μόνης ενεργού αιτίας ο θάνατος της παθούσας. Ειδικότερον ο θάνατος της παθούσας οφείλεται εις σχεδόν πλήρη διατομή του τραχήλου και τρώση της αορτής, που προκλήθηκαν από πλήγματα του δεύτερου κατ/νου στο λαιμό και στο θώρακα της παθούσας, ενώ αυτή ήταν ακινητοποιημένη από τον πρώτο κατ/νο σε όρθια στάση. Επειδή το πάτωμα του καταστήματος γέμισε αίματα και για να μη φτάσουν στο έπιπλο του γραφείου ο δεύτερος κατ/νος έσυρε το πτώμα της παθούσας στο διάδρομο που οδηγούσε στην τουαλέττα. Ταυτόχρονα ο πρώτος κατ/νος κατευθύνθηκε προς το χρηματοκιβώτιο και άρχισε να βγάζει από αυτό τα χρήματα και τα κοσμήματα, τα οποία ήταν τοποθετημένα σε κουτιά και πανιά, και τα εναπέθεσε πάνω στο γραφείο. Ο δεύτερος κατ/νος, αφού άφησε το πτώμα της παθούσας, έβαλε τα κοσμήματα μέσα στις σακούλες, ενώ ο πρώτος κατ/νος έβαλε τα χρήματα στις τσέπες του. Συνολικά οι κατ/νοι αυτοί αφαίρεσαν (παρατίθεται κατάλογος αφαιρεθέντων κοσμημάτων και η αξία τους) ... χρηματικό ποσό 750.000 δραχμών, μία επιταγή ποσού 3.000.000 δραχμών (έκδοσης της Γ σε διαταγή του Β), δύο συναλλαγματικές ποσού 800.000 δραχμών η κάθε μια και χρηματικό ποσό 5.000 δολλαρίων ΗΠΑ. Ακολούθως οι κατηγορούμενοι αυτοί εξήλθαν από το κατάστημα ... (παρατίθενται περιστατικά μη συναπτόμενα με την τέλεση των ανωτέρω πράξεων και λεπτομερής μεταφορά των καταθέσεων τριών εκ των εξετασθέντων μαρτύρων και των απολογιών των κατηγορουμένων, με μνεία ορισμένων εγγράφων και εκθέσεων) ... . Αναφορικώς με τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του πρώτου κατηγορουμένου πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Α]ο ισχυρισμός του ότι δεν είχε σκοπό να σπάσει το λαιμό της κοπέλας και ότι δεν ήθελε να την σκοτώσει διαψεύδεται από την προαναφερθείσα απάντηση του σε ερώτηση της Εισαγγελέα που αναφέρεται στην αναγνωσθείσα έκθεση αναπαράστασης [... Είχαμε συμφωνήσει ότι θα τελειώσουμε με την κοπέλα και θα το έκανα εγώ με λαβή στο κεφάλι σπάζοντας της το λαιμό ...]. Β]ο ισχυρισμός του ότι δεν ήξερε ότι ο Χ1 είχε μαζί του το μαχαίρι είναι προφανώς ψευδής, γιατί, αφού οι πρώτος και δεύτερος κατ/νοι συμφώνησαν να σκοτώσουν την κοπέλα, ο δεύτερος κατ/νος δεν είχε κανένα λόγο να πάρει μαζί του το μαχαίρι από το σπίτι τους κρυφά από τον πρώτο κατ/νο. Άλλωστε και υπό την αναφερόμενη στην απολογία του πρώτου κατ/νου εκδοχή "ο Χ1 μου λέει "θα πάρεις την πλαστική ταινία που έχουμε σπίτι, θα την δέσεις και εγώ θα πάρω τα κοσμήματα" ήταν αναγκαίο να πάρουν μαχαίρι για να κόψουν την ταινία, Γ]Ο ισχυρισμός του ότι μετάνιωσε και δεν είχε καμία συμμετοχή τόσο στην τέλεση της ανθρωποκτονίας, όσο και στην αφαίρεση των κοσμημάτων είναι προφανώς ψευδής. Στην κρίση αυτήν καταλήγει το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, ότι, όπως αποδείχθηκε, μετέβη στο ενεχυροδανειστήριο με ειλημμένη απόφαση ανθρωποκτονίας και ληστείας από κοινού, ότι δεν εμπόδισε το δεύτερο κατ/νο να πλήξει την παθούσα επανειλημμένως με μαχαίρι, ότι δεν έφυγε από το ενεχυροδανειστήριο πριν αρχίσει να πλήττει ο δεύτερος κατ/νος την παθούσα με το μαχαίρι, ότι τελικά μοιράστηκε με το δεύτερο κατ/νο τα αφαιρεθέντα χρήματα και κοσμήματα και, κυρίως, ότι το αναφερόμενο στην αναγνωσθείσα ιατροδικαστική εξέταση μεγάλο τραύμα 16X5,5 εκατ. και βάθους 5 εκατ. κατά την τραχηλική χώρα με διατομή λάρυγγος, καρωτίδος και vεύρων, το οποίο προφανώς έκαμψε αμέσως κάθε αντίσταση της παθούσας και μπορούσε [και μόνο του] να επιφέρει το θάνατο της, προφανώς, δεν θα μπορούσε να προκληθεί με τέτοια "χειρουργική ακρίβεια", αν ο πρώτος κατ/νος δεν είχε ακινητοποιήσει την παθούσα σε όρθια στάση, όταν ο δεύτερος κατ/νος την έπληττε με το μαχαίρι στο λαιμό και στο θώρακα. Επομένως οι υπερασπιστικοί αυτοί ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η συμπεριφορά του πρώτου κατ/νου στοιχειοθετεί τη νομοτυπική μορφή της άμεσης συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, καθόσον με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δεύτερο κατ/νο κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεσή της, του δε δεύτερου κατ/νου της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, αφού οι δύο αυτoi κατ/νοι, ευρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, αποφάσισαν να σκοτώσουν την παθούσα Α και στη συνέχεια εκτέλεσαν την ανθρωποκτονία που είχαν αποφασίσει, αφού ο πρώτος κατ/νος έπιασε την άνω παθούσα από το κεφάλι και το λαιμό και την ακινητοποίησε, ενώ ταυτόχρονα ο δεύτερος κατ/νος την έπληττε με το μαχαίρι, που έφερε, στο θώρακα και στο λαιμό προκαλώντας της πολλαπλά τραύματα, εκ των οποίων ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατός της, ακόμη η συμπεριφορά των κατ/νων στοιχειοθετεί τη νομοτυπική μορφή της ληστείας από κοινού, αφού μετά την τέλεση της άνω ανθρωποκτονίας αφαίρεσαν από το άνω ενεχυροδανειστήριο κοσμήματα που βρίσκονταν στην κατοχή της άνω θανούσας ... για να τα ιδιοποιηθούν ...". Μετά από τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα Χ2 άμεσης συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση (για την οποία κήρυξε ένοχο τον Χ1) και ληστείας από κοινού με τον Χ1 και του επέβαλε ποινή ισόβιας καθείρξεως για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση και ποινή καθείρξεως 12 ετών για την πράξη της ληστείας.
Με αυτά που δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων Χ2 τέλεσε την πράξη της άμεσης συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, ειδικότερα, ως προς την οποία και πλήττεται η απόφαση όπως προεκτέθηκε, αφού εκθέτει σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 299 παρ. 1 και 46 παρ. 1 περ. β' Π.Κ., οι οποίες δεν παραβιάσθηκαν ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές στο πόρισμά της. Ειδικότερα και σε σχέση με τις μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του ως άνω αναιρεσείοντος λεκτέα τα εξής: α) με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες δέχεται το Δικαστήριο ότι ο αναιρεσείων Χ2 έλαβε μέρος ως άμεσος συνεργός στην ανθρωποκτονία από πρόθεση, που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του σε βάρος της Α, την οποία τραυμάτισε θανάσιμα πλήξας αυτήν με μαχαίρι, εξειδικεύει με λεπτομέρεια τα περιστατικά που συγκροτούν τη μορφή αυτή της συμμετοχικής δράσεώς του και προσδιορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο παρασχέθηκε η συνδρομή του στον φυσικό αυτουργό, κατά την υπό του τελευταίου εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, ο οποίος συνίστατο στην ακινητοποίηση του θύματος, προκειμένου να διευκολυνθεί ο φυσικός αυτουργός να επιφέρει τα ως άνω πλήγματα, β) δεν δημιουργείται ασάφεια ως προς τον ανωτέρω τρόπο συμμετοχής του εν λόγω αναιρεσείοντος, καθόσον, κατά τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, ο δόλος των δύο δραστών περιελάμβανε και κατανομή ρόλων μεταξύ τους στην προαποφασισθείσα ανθρωποκτονία, η κατανομή δε αυτή προέβλεπε ότι στην όλως εναλλακτική περίπτωση της θανατώσεως του θύματος δια πλήγματος με μαχαίρι, που εν τέλει ακολουθήθηκε, αυτουργός θα ήταν ο Χ1 και ο αναιρεσείων Χ2 θα του παρείχε άμεση υποστήριξη δια της ακινητοποιήσεως του θύματος ώστε να διευκολυνθεί αυτός (Χ1) στο να επιφέρει τα ως άνω πλήγματα, γ) ουδεμία έλλειψη υφίσταται στην αιτιολογία της αποφάσεως ειδικώς ως προς το δόλο του άμεσου συνεργού, διότι ο δόλος αυτός συνάγεται από το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως και την, με βάση αυτές, ανέλεγκτη περί ενοχής του ανωτέρω ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, δ) κατά τις ρητές παραδοχές της αποφάσεως "ο θάνατος της παθούσης οφείλεται εις σχεδόν πλήρη διατομή του τραχήλου και τρώση της αορτής, που προκλήθηκαν από πλήγματα στο λαιμό και στο θώρακα της παθούσας ενώ αυτή ήταν ακινητοποιημένη από τον πρώτο κατηγορούμενο (εννοείται ο αναιρεσείων Χ2) σε όρθια στάση", έτσι ώστε ουδεμία έλλειψη αιτιολογίας δημιουργείται από τη μη αξιολόγηση, σε σχέση με τον προκληθέντα θάνατο, των πληγμάτων που συνέχισε να καταφέρει ο αυτουργός κατά του θύματος μετά την πτώση του (θύματος) στο πάτωμα, β) η χρησιμοποίηση της λέξεως "προφανώς" σε δύο σημεία της αιτιολογίας, όπου αποκρούονται οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί του ανωτέρω αναιρεσείοντος, έχουσα την έννοια του "προδήλως", δεν καθιστά ενδοιαστική την περί των αμέσως ανωτέρω παραδοχών αιτιολογία της αποφάσεως και στ) η από 26.6.2001, με αριθ. πρωτ. ....., "Έκθεση Εργαστηριακής Εξέτασης" του Τμήματος Χημείου της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και αναφέρεται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως υπό τον αριθμό 11 του πρώτου καταλόγου των αναγνωσθέντων εγγράφων, ως προς την οποία προβάλλεται ότι δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο, αφού δεν μνημονεύεται ειδικώς, καίτοι αποτελεί το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού ούτε σε άλλο σημείο της αιτιολογίας της αποφάσεως, με εντεύθεν συνέπεια την έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από απόψεως αποδεικτικών μέσων, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για την έρευνα αναιρετικού λόγου, επισκόπησή της, δεν αναφέρεται στον αναιρεσείοντα Χ2, ούτε συνάπτεται το περιεχόμενο και το συμπέρασμά της, κατά οποιοδήποτε τρόπο, με αυτόν και συνεπώς χωρίς έννομο συμφέρον προβάλλονται τ' ανωτέρω. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ, λόγοι της ένδικης αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα προς τα ανωτέρω. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όπως είναι και ο ισχυρισμός για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 § 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα, ποινής. Ως ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 θεωρείται και (υπό α') "το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων Χ2, δια του συνηγόρου του, προέβαλε και τον αυτοτελή ισχυρισμό της συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2α' Π.Κ., επικαλέσθηκε δε για τη θεμελίωσή του τα εξής: ότι έχει λευκό ποινικό μητρώο, ότι δεν υπάρχουν εναντίον του εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις ή τελεσίδικες καταδικαστικές αποφάσεις, ότι μέχρι την τέλεση της πράξεως είχε σταθερή και μόνιμη εργασία, ότι προέρχεται από άριστη, γνωστή για την εντιμότητα και την αξιοπρέπειά της, οικογένεια, ότι από μαθητής του Γυμνασίου και του Λυκείου εργαζόταν με τον πατέρα του σε γεωργικές εργασίες, ότι κατατάχθηκε στο στρατό ως οπλίτης πενταετούς θητείας και όταν ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις μετέβη στη ..... όπου εργάσθηκε σε εργοστάσια και με τα χρήματα που εξοικονόμησε επέστρεψε στο χωριό του ..... και αγόρασε δύο καφετέριες, τις οποίες λειτουργούσε μαζί με τον αδελφό του και ότι, παράλληλα, ανέπτυξε στον τόπο την κατοικίας του κοινωνική δραστηριότητα με συμμετοχή σε αθλητικούς συλλόγους της περιοχής και στην εν γένει δημόσια ζωή του τόπου του. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, κατά πλειοψηφίαν, με την ακόλουθη αιτιολογία: "από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι έζησε ως το χρόνο που έγιναν τα εγκλήματα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, καθώς όπως προκύπτει και από το παραπάνω έγγραφο του τμήματος εξερευνήσεως, ο ως άνω κατηγορούμενος (εννοείται ο Χ2) ήταν σεσημασμένο άτομο, διότι προφανώς είχε κάποια εμπλοκή με το χώρο των ναρκωτικών, γεγονός που προκάλεσε τις υπόνοιες και την έρευνα της αστυνομίας στο σπίτι του και στην περαιτέρω σήμανση του, όπως άλλωστε και ο ίδιος ομολογεί στην απολογία του. Ακόμη όπως προκύπτει από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία ο ως άνω κατηγορούμενος με τον συγκατηγορούμενό του, δυο μήνες περίπου πριν από τη διάπραξη των παραπάνω πράξεων, μετοίκησαν στη ....., όπου μίσθωσαν από κοινού διαμέρισμα, χωρίς να εργάζονται, οργανώνοντας τη διάπραξη ληστειών σε ενεχυροδανειστήρια και χρυσοχοείο της πόλης [βλ. σχετ. κατάθεση Β). Περαιτέρω, όσον αφορά στις καταθέσεις των μαρτύρων Δ και Ε που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, οι οποίοι ομιλούν για πρότερο έντιμο βίο του, αυτές είναι γενικές και αόριστες, δεδομένου ότι δεν καταθέτουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή του ως το χρόνο πού διέπραξε τα εγκλήματα. Τέλος, κατά την κρίση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου, οι υπογραφές που συνέλεξαν οι συγχωριανοί του υπογράφοντας κάτω από κοινή δήλωση προδιατυπωμένη σχετικά με τον πρότερο έντιμο βίο του, δεν είναι αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά έγινε στα πλαίσια της υποστήριξης και μόνο στο πρόσωπο του και την ελάφρυνση της θέσης του". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο ως προς τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, διέλαβε την επιβαλλόμενη για την απόρριψή του ειδική αιτιολογία, αφού εκθέτει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απορριπτική αυτή κρίση του, εκ των οποίων η παραδοχή ότι ο ανωτέρω ήταν σεσημασμένος αρκούσε προς τούτο καθεαυτή, χωρίς τις περαιτέρω σκέψεις περί εμπλοκής του με το χώρο των ναρκωτικών, αν και πλεοναστικώς, αφού, για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, δεν αρκούν ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη διαβίωση στα πλαίσια οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλ' απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά, η δε επικληθείσα κοινωνική του δραστηριότητα ελέγχεται εντελώς αόριστη.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ τελευταίος λόγος της αιτήσεως που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε να απορριφθεί κατ' ουσίαν και η εν λόγω αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1 και την από 24 Δεκεμβρίου 2007 αίτηση του Χ2, περί αναιρέσεως της 174, 175, 185 - 190/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ