Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 578 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.




Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών στο δημόσιο. Έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον είναι ελλιπές το σκεπτικό, επί πλέον, υπάρχει αντίφαση μεταξύ σκεπτικού ως προς το ύψος των βεβαιωθέντων και μη καταβληθέντων στο Δημόσιο χρεών. Απόλυτη ακυρότητα λόγω έλλειψης ακρόασης του Εισαγγελέα, ως προς την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου. Αναιρεί. Παύει οριστικά λόγω παραγραφής για μία μερικότερη πράξη. Παραπέμπει κατά τα λοιπά για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο.




ΑΡΙΘΜΟΣ 578/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Π. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Χατζηγιαννάκη, περί αναιρέσεως της με αριθμό 2619/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2012 αίτησή του η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1156/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για το χρονικό διάστημα από 28.9.2004 έως 19.3.2005 και να παραπεμφθεί κατά τα λοιπά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του ν. 1882/1990, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 παρ.1 του ν. 2523/1997 και, στη συνέχεια, με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.
Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Το έγκλημα της παραβάσεως του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 που είναι πλημμέλημα, αφού τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως (άρθρο 18 Π.Κ.), προϋποθέτει δόλο (πρόθεση), αφού δεν καθορίζεται υπό του άνω άρθρου το είδος της υπαιτιότητας. Εντεύθεν και δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου αφού ο δόλος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει, στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης αυτής πράξεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 2619/2012 απόφασή του, το Α' Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, πρώην Δήμαρχο του Δήμου Άνω Λιοσίων, της πράξης, μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, κατ' εξακολούθηση, πράξη που τέλεσε, την 28-9-2004 έως 31-12-2005 και τον καταδίκασε, σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών, την οποία ανέστειλε επί τετραετία, με τους εν αυτή όρους. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και των εγγράφων που αναγνώστηκαν, δέχθηκε, ανελέγκτως, σε σχέση με την κατηγορία, μετά την ανάλυση του νομικού μέρους, κατά λέξη, τα εξής: " Ο κατηγορούμενος, δικηγόρος και πρώην δήμαρχος του δήμου ..., υπό την ως άνω ιδιότητά του, κατά το από 28/9/2004 έως 31/12/2005 χρονικό διάστημα, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή αυτών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής του μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει το ποσό των 120.000 Ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του, υπό την ως άνω ιδιότητά του, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, όπως αυτά αναφέρονται στο πίνακα χρεών που είναι συνημμένος στην υπ' αριθμ. 1477/23/2008 αίτηση ποινικής διώξεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Άνω Λιοσίων, αυτός από πρόθεση δεν κατέβαλε το ποσό των 102.949.725,04 Ευρώ, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη και μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο εχώρησε με βάση της υπ' αριθμ. 2571/2004, 4254/2005 και 1017/2005 τρεις καταλογιστικές αποφάσεις της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Αττικής, ενώ εν τω μεταξύ με την υπ' αριθμ. 668/2006 απόφαση του VII τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διατάχθηκε η αναστολή εκτελέσεως της υπ' αριθμ. 4750/2004 τέταρτης καταλογιστικής απόφασης της ιδίας ως άνω Διευθύνσεως Οικονομικής Επιθεωρήσεως Αττικής (βλ. την αναγνωσθείσα υπ' αριθμ. 7885/2011 βεβαίωση της Δ.Ο.Υ. Άνω Λιοσίων περί αναστολής χρεών που αφορά την ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την ως άνω πράξη). Από το περιεχόμενο της τελευταίας ως άνω βεβαιώσεως, προκύπτει ότι τα αναφερόμενα στον πίνακα χρεών που συνοδεύει την αίτηση ποινικής δίωξης, χρηματικά ποσά, έχουν καταστεί απαιτητά με βάση τις παραπάνω τρεις καταλογιστικές αποφάσεις, ήτοι τις: α) ΑΤΒ 3836/04 για ποσό 45.000 Ευρώ, β) ΑΤΒ 1231/05 για ποσό 9.503.000 ευρώ, γ) ΑΤΒ 1231/05 για ποσό 1.787.040 ευρώ, δ) ΑΤΒ 5217/05 για ποσό 53.671.260,24 ευρώ και ε) ΑΤΒ 5217/05 για ποσό 12.368.152 ευρώ. Ο κατηγορούμενος προς απόκρουση της κατηγορίας ισχυρίζεται ότι κατά των ως άνω υπ' αριθμ. 2571/04 και 4750/04 καταλογιστικών αποφάσεων έχει αυτός ασκήσει εφέσεις και ότι με τις 2181Α/2005 και 668/2006 αποφάσεις του VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει ανασταλεί η εκτέλεση αυτών και επίσης ότι καίτοι με τις υπ' αριθμ. 2839/2010 και 663/2010 αποφάσεις του VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απερρίφθησαν οι εφέσεις που είχε ασκήσει κατά των 4254/2005 και 1017/2005 καταλογιστικών αποφάσεων, εν τούτοις, έχει ασκήσει κατά των αποφάσεων αυτών αναιρέσεις, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ότι με τις υπ' αριθμ. 5/2011 και 16/2011 προσωρινές διαταγές του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει ανασταλεί η εκτέλεση των ως άνω αποφάσεων και συνακόλουθα των προσβαλλομένων καταλογιστικών αποφάσεων. Στη συνέχεια ισχυρίζεται ότι οι ανωτέρω σε βάρος του βεβαιωθείσες οφειλές δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, εφόσον έχει ανασταλεί η εκτέλεση των ως άνω καταλογιστικών αποφάσεων με τις αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου που προαναφέρθηκαν και ως εκ τούτου εσφαλμένα ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Άνω Λιοσίων προέβη στη βεβαίωση των ως άνω χρεών και ζήτησε με την προαναφερθείσα αίτησή του την κατ' αυτού άσκηση ποινικής διώξεως, εφόσον δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται και ως εκ τούτου ζητεί την απαλλαγή του από την αποδιδόμενη σ' αυτόν κατηγορία. Ο ισχυρισμός αυτός που συνιστά άρνηση της κατηγορίας είναι αβάσιμος στην ουσία του και πρέπει να απορριφθεί, διότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και συνακόλουθα για την άσκηση σε βάρος του ποινικής διώξεως για αυτό, δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση η προηγουμένη οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, ενώ επίσης ούτε η από μέρους του άσκηση των παραπάνω προσφυγών ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου συνιστά λόγο διακωλυτικό της ασκήσεως σε βάρος του ποινικής διώξεως για το παραπάνω έγκλημα, ώστε να καθίσταται αυτή απαράδεκτη και ούτε αποκλείει εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις, τη ποινική του ευθύνη για το έγκλημα αυτό. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν επιβεβαιώθηκε κατ' ουσίαν ότι μέρος της ως άνω οφειλής του κατηγορουμένου έχει αποσβεσθεί με την εκ μέρους του δημοσίου είσπραξη του πλειστηριάσματος ακινήτου ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι η αναγνωσθείσα κατάθεση της μάρτυρος Α. Δ. για το ποσό των 49.761,61 ευρώ δεν ενισχύθηκε από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης που του αποδίδεται. Τέλος, ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης των μη ταπεινών αιτίων (αρθρ. 84 παρ.2β ΠΚ) για το λόγο ότι στη πράξη του ωθήθηκε από αίτια μη ταπεινά και συγκεκριμένα λόγω της οικονομικής αδυναμίας στην οποία έχει περιέλθει και διότι τα χρέη του αυτά αφορούν δαπάνες του Δήμου Άνω Λιοσίων, όπως εκτίθεται στο υποβληθέν σημείωμά του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και ανέπτυξαν προφορικά οι συνήγοροί του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε κατά τρόπο πειστικό ότι αυτός ωθήθηκε στην εν λόγω πράξη από μη ταπεινά αίτια, όπως ισχυρίζεται, αφού με την ιδιότητα του δημάρχου του ως άνω Δήμου, καίτοι είχε νόμιμη υποχρέωση, από πρόθεση απέφυγε την καταβολή των χρεών αυτών και επί μακρό χρόνο απέφυγε να προβεί στη ρύθμιση αυτών καίτοι κλήθηκε από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ." Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: "Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 28/9/2004 έως 31/12/2005, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/04, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του στη Δ.Ο.Υ. Άνω Λιοσίων διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, όπως ακριβώς αναφέρονται στον συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αρ.ειδ. βιβλίου 23/2008) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 112/2008 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ #102.949.725,04#, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο." Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, δεν διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιβάλουν οι προαναφερθείσες διατάξεις, αφού στο σκεπτικό, όπως αυτό αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχουν ασάφειες και αντιφάσεις. Ειδικότερα, α) υπάρχει ασάφεια και αντίφαση, ως προς το συνολικό ποσό των βεβαιωθέντων και μη καταβληθέντων από τον αναιρεσείοντα, προς το Δημόσιο χρεών, αφού σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης στο σκεπτικό, αλλά και στο διατακτικό της, αυτό ανέρχεται στο ποσό των 102.949.725,04 ευρώ, ποσό στο οποίο και ο πίνακας χρεών, τον οποίο επικαλείται, το αναβιβάζει. Όμως, κατά την ανάλυση των επί μέρους βεβαιωθέντων και απαιτητών ποσών στο σκεπτικό, αυτά αναβιβάζονται σε: α) 45.000 ευρώ β) 9.503.000 ευρώ γ) 1.784.040 ευρώ δ) 53.671.260, 24 ευρώ και ε) 12.368.152 ευρώ, συμποσούμενα δε τα ποσά αυτά, ανέρχονται σε 77.371.452,24 ευρώ, που υπολείπονται, του κατά τα άνω, γενόμενου δεκτού ως μη καταβληθέντος συνολικού ποσού, των 102.949.725,04 ευρώ, κατά 25.578.273 ευρώ, δημιουργουμένης έτσι αντίφασης ως προς το ύψος των πράγματι βεβαιωθέντων και μη καταβληθέντων προς το Δημόσιο, χρεών. Εξάλλου, τα αναλυθέντα στο σκεπτικό, κατά τα άνω, επί μέρους χρέη, δεν συμπίπτουν με τα επί μέρους, τρία (3) τον αριθμό, χρέη του πίνακα χρεών, τον οποίο επικαλείται η προσβαλλομένη απόφαση, ύψους 1) 20.783.244,01 ευρώ, 2) 69.798.329,06 ευρώ και 3) 12.368.152,00 ευρώ. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το βεβαιωθέν από καταλογιστική απόφαση με στοιχεία 3836/12-8-2004 χρέος (υπ' αριθμό 1 του πίνακα χρεών) στον πίνακα χρεών φέρεται ύψους συνολικά 20.783.244,01 ευρώ, ενώ στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης το ίδιο χρέος με το στοιχείο α) Α.Τ.Β. 3836/2004 φέρεται ύψους 45.000 ευρώ και τούτο, παρά τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, ότι τυχόν άσκηση προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια και αναστολή καταβολής των χρεών, δεν επηρεάζει το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο. Σημειώνεται, επίσης, ότι, ενώ, στο σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως γίνεται σχετική αναφορά σε χρέη συνολικού ύψους102.949.725,04 ευρώ, όπως αυτά εμφανίζονται στον 23/2008 πίνακα χρεών, που επισυνάπτεται στην αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., Άνω Λιοσίων, προς άσκηση της ποινικής διώξεως, εν τούτοις, ο πίνακας αυτός στον οποίο εμφαίνονται αναλυτικά τα χρέη του κατηγορουμένου, συνολικού ύψους πράγματι 102.949.725,07 ευρώ, δεν εμπεριέχεται ούτε στο σκεπτικό, ούτε και στο διατακτικό της, ώστε να μπορεί να συμπληρωθεί από τον πίνακα αυτό η παραπάνω ασάφεια, ως προς τα επί μέρους χρέη των οποίων την καταβολή καθυστέρησε ο κατηγορούμενος. Έτσι, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και πρέπει, κατά παραδοχή του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, Α' με στοιχείο 1, λόγου, της ένδικης αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Πέραν των ανωτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2, 171 παρ. 1 στοιχ. β' και 369 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι, μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας δίδεται υποχρεωτικά ο λόγος στον Εισαγγελέα, προκειμένου να ακουσθεί και να αναπτύξει τις απόψεις του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου και έπειτα, αν συντρέχει περίπτωση, και για την ποινή. Σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι αν δεν δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα, συντρέχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, "η Πρόεδρος κήρυξε την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα, η οποία ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε την αναστολή διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 80 Κ.Π.Δ.". Από την διατύπωση αυτή στα πρακτικά και όσα στη συνέχεια, μέχρι την επί της ενοχής απόφαση του δικαστηρίου, σε αυτά διαλαμβάνονται, σαφώς προκύπτει ότι δεν υποβλήθηκε καθόλου πρόταση της Εισαγγελέως της έδρας για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου.
Έτσι, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παράλειψης, της προηγούμενης ακροάσεως του εισαγγελέα, και πρέπει, κατά παραδοχή του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, Β' λόγου, της ένδικης αιτήσεως, να αναιρεθεί, και εξ αυτού του λόγου, η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3 και 113 παρ. 2 και 3 του ΠΚ, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία χρόνια για τα πλημμελήματα. Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 εδ. β' και 511 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και προτείνεται σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Ο τελευταίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, οφείλει να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 370 εδ. β' του ΚΠΔ.
Στην κρινόμενη υπόθεση, η πράξη που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, (μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο), φέρεται ότι τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση, κατά το χρονικό διάστημα από 28-9-2004 έως 31-12-2005. Από 28-9-2004, οπότε φέρεται τελεσθείσα η μερικότερη πράξη της μη καταβολής χρεών στο δημόσιο, που αφορά το βεβαιωθέν, από καταλογιστική απόφαση, με στοιχεία 3836/12-8-2004 χρέος, ύψους 20.783.244,01 ευρώ, (υπ' αριθμό 1 του πίνακα χρεών), μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αναίρεσης (19-3-2013), πολύ μάλλον μέχρι σήμερα, ημερομηνία διάσκεψης, (2-4-2013), παρήλθε πλήρης οκταετία, όπως προκύπτει από το εν χρήσει ημερολόγιο. Έτσι, το αξιόποινο της αναφερόμενης κατά τα άνω, επί μέρους πράξης, της μη καταβολής χρεών στο δημόσιο, για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, που φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος, και για την παραγραφή της ισχύουν οι κοινές περί παραγραφής διατάξεις, των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ. (Ολ.Α.Π. 2/2011), εξαλείφθηκε με παραγραφή. Κατόπιν αυτών, εφόσον η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή, και περιέχει βάσιμο, κατά τα παραπάνω, λόγο αναίρεσης, κατά παραδοχή του οποίου αναιρείται η απόφαση, πρέπει να παύσει οριστικώς, λόγω παραγραφής, η ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου, για την ανωτέρω μερικότερη αξιόποινη πράξη, ποινική δίωξη. Μετά από αυτά, κατά τα λοιπά πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 2619/2012 απόφαση του Α' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Παύει οριστικά, την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος, Ν. Π. του Ι., για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, για τη μερικότερη πράξη, που αφορά το βεβαιωθέν, από καταλογιστική απόφαση, με στοιχεία 3836/12-8-2004 χρέος, ύψους 20.783.244,01 ευρώ, (υπ' αριθμό 1 του πίνακα χρεών), που φέρεται ότι τελέσθηκε απ' αυτόν, στην Αθήνα, στις 28-9-2004.Και
Παραπέμπει κατά τα λοιπά την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή