Θέμα
Έκδοση αλλοδαπού.
Περίληψη:
Έφεση υπηκόου Μολδαβίας κατά απόφασης που γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσής του στις Μολδαβικές Αρχές, προκειμένου αυτός να δικαστεί για την πράξη της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Συνδρομή όλων των όρων που απαιτούνται για την έκδοση του από την από 13-12- 1957 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης και από τον ΚΠΔ. Απορρίπτονται όλοι οι αντίθετοι λόγοι έφεσης και ισχυρισμοί του εκκαλούντος, καθώς και η έφεσή του κατ' ουσία.
Αριθμός 311/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - (ΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο - Εισηγητή, Δημήτριο Χονδρογιάννη και Αρτεμισία Παναγιώτου (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά), Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε ως συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 και 20 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου C. ή C. S. ή S. του V. και της T., υπηκόου Μολδαβίας και Ουκρανίας, κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο του Παναγιώτα Μούρτζινου, κατά της υπ’ αριθμ.110/2014 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την ως άνω απόφασή του γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του ανωτέρω στις Δικαστικές Αρχές της Δημοκρατίας της Μολδαβίας.
Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με ημερομηνία 23 Οκτωβρίου 2014 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Ευγενίας Καλλιντέρη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1106/2014. Προκειμένης συζητήσεως
Αφού άκουσε τον εκζητούμενο και την πληρεξούσια δικηγόρο του, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 451 ΚΠΔ, κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών, με την οποία αυτό γνωμοδοτεί για την έκδοση αλλοδαπού υπηκόου, επιτρέπεται στον εκζητούμενο και στον εισαγγελέα να ασκήσουν έφεση ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου μέσα σε 24 ώρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση από τον γραμματέα εφετών, στην οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι της έφεσης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 474 παρ. 2 ΚΠΔ για την άσκηση των ενδίκων μέσων. Επομένως, η κρινόμενη από 23-10-2014 έφεση, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με δήλωση ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών κατά της απόφασης 110/22-10-2014, που γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης στις Αρχές της Μολδαβίας του εκζητούμενου - εκκαλούντος C. ή C. S. ή S. του V., προκειμένου να δικαστεί για τη συγκεκριμένη εγκληματική πράξη που αναφέρεται σ’ αυτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατ’ ουσία. Από τα άρθρα 474 παρ. 2 και 502 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης προσδιορίζεται από την έκταση και το περιεχόμενο των λόγων της, στην έρευνα των οποίων περιορίζεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για τα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που πλήττονται με τους λόγους της έφεσης. Αυτό ισχύει και για την έφεση που ασκείται ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά απόφασης του συμβουλίου εφετών, που αφορά έκδοση αλλοδαπού. Κατά το άρθρο 436 ΚΠΔ, αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της έκδοσης αλλοδαπών εγκληματιών ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων (437-456), οι οποίες εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση.
Εξάλλου, η από 13-12- 1957 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως (εφεξής Ε.Σ.Ε.), η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα στις 6-5-1961 με τον ν. 4165/1961 και από τη Δημοκρατία της Μολδαβίας στις 31-12-2007, διέπει από την κύρωση της το δίκαιο της έκδοσης μεταξύ Ελλάδος και Μολδαβίας. Ειδικότερα στο άρθρο 2 παρ 1 της Ε.Σ.Ε. ορίζεται ότι η έκδοση ενεργείται για πράξεις που τιμωρούνται από τους νόμους τόσο του κράτους που ζητεί την έκδοση, όσο και του κράτους από το οποίο ζητείται αυτή, με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με μέτρο ασφαλείας ενός τουλάχιστον έτους, ως προς το ανώτατο όριο, ή με αυστηρότερη ποινή, ενώ, όταν υπήρξε καταδίκη σε ποινή ή επιβλήθηκε μέτρο ασφαλείας στο έδαφος του αιτούντος κράτους, η σχετική κύρωση πρέπει να είναι τεσσάρων μηνών κατ’ ελάχιστο όριο. Επίσης, στο άρθρο 12 αυτής με τον τίτλο "αιτήσεις και δικαιολογητικά στοιχεία", ορίζονται τα εξής : Η αίτηση με την οποία ζητείται η έκδοση, αν δεν έχει συμφωνηθεί με απευθείας συνεννόηση μεταξύ των μερών άλλο μέσο, πρέπει να είναι έγγραφη και να υποβληθεί μέσω της διπλωματικής οδού και, για την υποστήριξη της, πρέπει να προσκομιστούν: α) το πρωτότυπο ή επίσημο αντίγραφο είτε εκτελεστής δικαστικής απόφασης, είτε εντάλματος σύλληψης ή άλλης πράξης, που έχει την ίδια ισχύ και που έχει εκδοθεί κατά τους τύπους που καθορίζονται από τη νομοθεσία του αιτούντος κράτους, β) έκθεση με προσδιορισμό των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες ζητείται η έκδοση, του τόπου και του χρόνου διάπραξης τους, του νομικού χαρακτηρισμού τους και της παραπομπής στις νομοθετικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή, οι οποίες πρέπει να εμφανίζονται κατά το δυνατό ακριβέστερα και γ) αντίγραφο των διατάξεων, που προβλέπουν την πράξη ή, εάν αυτό δεν είναι εφικτό, δήλωση για το εφαρμοστέο δίκαιο, καθώς και ο κατά το δυνατό ακριβέστερος καθορισμός του εκζητούμενου προσώπου και κάθε άλλη πληροφορία, που μπορεί να καθορίσει την ταυτότητα και την εθνικότητα του. Κατά το άρθρο 13 της Ε.Σ.Ε., αν οι πληροφορίες, που κοινοποιήθηκαν από το κράτος που ζητεί την έκδοση, αποδεικνύονται ανεπαρκείς για τη λήψη απόφασης σύμφωνα με την Ε.Σ.Ε., το μέρος, από το οποίο ζητείται η έκδοση, μπορεί να ζητήσει τις αναγκαίες συμπληρωματικές πληροφορίες και να ορίσει την προθεσμία για τη λήψη των πληροφοριών αυτών. Επίσης το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, που αποφαίνεται για την έκδοση, δεν έχει εξουσία να ερευνήσει τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας, για την οποία ζητείται η έκδοση ή τη νομιμότητα της σχετικής προδικασίας που τηρήθηκε από τις αρμόδιες αρχές του κράτους που ζητεί την έκδοση, αφού ούτε από τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 της Ε.Σ.Ε., που ορίζει εξαντλητικά τα συγκεκριμένα στοιχεία και δικαιολογητικά που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση, για τη στήριξη και τη δικαστική αξιολόγηση της, ούτε από άλλη διάταξη της Ε.Σ.Ε. προβλέπεται και η επισύναψη εγγράφων, που να βεβαιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής για την αξιόποινη πράξη, για την οποία ζητείται ο εκζητούμενος, αλλά και επειδή δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 437, 443 παρ. 1 και 450 παρ. 2 ΚΠΔ, που προβλέπουν επισύναψη στην αίτηση έκδοσης εγγράφων για βεβαίωση ενδείξεων ενοχής και έρευνα για τη βασιμότητα της κατηγορίας (όταν ζητείται η έκδοση για την παραπομπή του εκζητούμενου σε δίκη, και όχι για την εκτέλεση ποινής), αφού έρχονται σε αντίθεση με την Ε.Σ.Ε.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 438 ΚΠΔ, η έκδοση απαγορεύεται: α) ..., β) ..., γ) αν πρόκειται για έγκλημα που κατά τους ελληνικούς νόμους χαρακτηρίζεται πολιτικό, στρατιωτικό ... ή όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η έκδοση ζητείται για λόγους πολιτικούς, δ) αν σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση ή του ελληνικού κράτους ή του κράτους όπου τελέστηκε το έγκλημα, έχει προκύψει, ήδη πριν από την απόφαση για την έκδοση, νόμιμος λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο και ε) αν πιθανολογείται ότι εκείνος, για τον οποίο ζητείται η έκδοση, θα καταδιωχθεί από το κράτος στο οποίο παραδίδεται για πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποία ζητείται η έκδοση. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 438 παρ. γ’ ΚΠΔ, πολιτικοί είναι οι λόγοι, όταν με την έκδοση η κυβέρνηση του εκζητούντος κράτους επιδιώκει να εκδικηθεί ή να καταστείλει την αντίδραση πολιτικού της αντιπάλου, λόγω της αντίθεσης του προς αυτή. Επίσης, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 της ΕΣΕ, δεν χωρεί έκδοση, αν η αξιόποινη πράξη για την οποία ζητείται η έκδοση, θεωρείται από το άλλο μέρος ως πολιτική εγκληματική πράξη ή ως συναφής με τέτοια πράξη ή αν το μέρος, από το οποίο ζητείται η έκδοση, έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι η αίτηση έκδοσης, που αιτιολογείται για κάποια παράβαση του κοινού δικαίου, έχει υποβληθεί με σκοπό τη δίωξη ή την τιμωρία ατόμου για τα φυλετικά, θρησκευτικά, πολιτικά ή εθνικά του φρονήματα ή ότι η θέση του διατρέχει κίνδυνο να επιδεινωθεί από τον έναν ή τον άλλο από τους λόγους αυτούς. Ακόμη, κατά το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (ν. 53/1974), κανένας δεν επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε ποινές ή μεταχείριση απάνθρωπες ή εξευτελιστικές. Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 αυτής, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει κατασταθεί από τον νόμο, το οποίο θα αποφασίσει είτε για αμφισβητήσεις σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις του αστικής φύσης είτε για τη βασιμότητα κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσης, κατά δε το ίδιο άρθρο 6 παρ. 3 περ. α’ αυτής, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί, μέσα στη συντομότερη προθεσμία, σε γλώσσα που κατανοεί και με λεπτομέρεια, τη φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι απαιτείται τα εγκλήματα, για τα οποία ζητείται η έκδοση, να προσδιορίζονται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο στη σχετική αίτηση και στην αντίστοιχη διωκτική πράξη, με επαρκή περιγραφή του χρόνου, τόπου, τρόπου και λοιπών περιστάσεων τέλεσης τους και της μορφής συμμετοχής του εκζητούμενου σ’ αυτή. Αυτό επιβάλλεται και από την αρχή της ειδικότητας, που καθιερώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 14 της ΕΣΕ, σύμφωνα με την οποία η έκδοση γίνεται για το έγκλημα που ορίζεται ειδικά (ως προς τα στοιχεία που το συγκροτούν) τόσο στην αίτηση έκδοσης όσο και στην πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης που διατάσσει την έκδοση, και όχι για οποιαδήποτε άλλη πράξη. Η αρχή της ειδικότητας, η οποία θεωρείται γενικά αναγνωρισμένος κανόνας του διεθνούς δικαίου και εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση έκδοσης, περιορίζει την κυριαρχική εξουσία του κράτους που ζητεί την έκδοση, το οποίο δεν μπορεί να διώξει τον εκζητούμενο για πράξεις, που τελέστηκαν πριν από την παράδοση του και είναι διαφορετικές από εκείνες για τις οποίες έγινε η έκδοση (εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις), αποτρέποντας έτσι και το ενδεχόμενο να διωχτεί το εκδιδόμενο πρόσωπο για πολιτικά εγκλήματα ή για πολιτικούς λόγους και σκοπούς. Ακόμη, η υποχρέωση για συγκεκριμενοποίηση της διωκόμενης πράξης, που αποδίδεται στον εκζητούμενο, βρίσκει έρεισμα και στις υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 Σ.) διατάξεις του παραπάνω άρθρου 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα του κατηγορουμένου να πληροφορηθεί λεπτομερειακά τη φύση και τον λόγο της σχετικής κατηγορίας) και του άρθρου 14 παρ. 3 περ. α’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη στις 16-12-1966 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2462/1997. Στην προκειμένη περίπτωση προσκομίζονται, σε επικυρωμένη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 12 της Ε.Σ.Ε. και στο άρθρο 443 ΚΠΔ, τα οποία υποστηρίζουν την ένδικη αίτηση έκδοσης. Ειδικότερα προσκομίζονται : 1) Η από 28-1-2013 απόφαση για την απαγγελία κατηγορίας και την έναρξη ανάκρισης του δημόσιου κατήγορου του τμήματος διενέργειας ποινικών ανακρίσεων και έρευνας του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων και της Κεντρικής Τελωνειακής Αρχής της Εισαγγελίας του Δήμου Chisinau Μολδαβίας, με την οποία αποδίδεται στον εκζητούμενο η αξιόποινη πράξη της συμμετοχής (συγκρότηση και ένταξη) σε εγκληματική οργάνωση (παράνομη εκμετάλλευση αγαθών άλλου προσώπου με δόλο, που διαπράχθηκε από δύο ή περισσότερα άτομα, σε ειδικά μεγάλη κλίμακα/άρθρα 42 παρ. 2, 4 και 284 παρ. 1 Μολδαβικού Ποινικού Κώδικα). 2) Το από 28-1-2013 πόρισμα του Δικαστηρίου του Δήμου Chinsinau Μολδαβίας για εφαρμογή του μέτρου της προληπτικής σύλληψης του εκζητούμενου, που περιέχει περιγραφή της αξιόποινης πράξης για την οποία ζητείται η έκδοση, του τόπου, τρόπου και χρόνου τέλεσης της και παραπομπή στις διατάξεις του ποινικού δικαίου της Μολδαβίας, οι οποίες προβλέπουν και τυποποιούν τη σχετική πράξη. 3) Το 14-13/13 από 28-01-2013 ένταλμα σύλληψης, που εκδόθηκε από τον Δικαστή του Δικαστηρίου Riscani του Δήμου Chisinau Μολδαβίας, προκειμένου να δικαστεί ο εκζητούμενος για την παραπάνω πράξη. 4) Το κείμενο των διατάξεων που προβλέπουν την αξιόποινη πράξη, που αποδίδεται στον εκζητούμενο (άρθρα 42 παρ. 2, 4 και 284 παρ. 1 Π. Κ. Μολδαβίας). Και 5) Τα στοιχεία του εκζητούμενου, που πιστοποιούν και καθορίζουν την ταυτότητά του, καθώς και φωτογραφία αυτού.
Από τα προαναφερόμενα έγγραφα, από τα λοιπά έγγραφα που συνοδεύουν σε νόμιμη μετάφραση την αίτηση έκδοσης και βρίσκονται στον φάκελο της δικογραφίας, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του παρόντος Συμβουλίου και περιέχονται στα οικεία πρακτικά, από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν από τον εκζητούμενο, καθώς και από όσα εξέθεσαν προφορικά αυτός, μέσω διερμηνέα, και ο συνήγορος του κατά τις αντίστοιχες συζητήσεις και με τα έγγραφα υπομνήματα του, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε βάρος του υπηκόου Μολδαβίας και Ουκρανίας, C. ή C. S. ή S. του V. και της T., που γεννήθηκε την 1-8-1977 στο … της Μολδαβίας, έχει εκδοθεί από τον Δικαστή του Δικαστηρίου Riscani του Δήμου Chisinau Μολδαβίας το 14-13/13 από 28-01-2013 ένταλμα σύλληψης, με το οποίο αυτός διώκεται για την αξιόποινη πράξη της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, που επιδίωκε την διάπραξη εκβιάσεων. Ειδικότερα αποδίδεται στον εκζητούμενο ότι, μετά από συναπόφαση με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του (μεταξύ των οποίων είναι και οι A. G. και S. Z.) και με κοινή δράση, συγκρότησε από το έτος 2001 εγκληματική οργάνωση με συγκεκριμένη δομή και ιεραρχία, στην οποία ο συγκατηγορούμενός του M. V. P. με το ψευδώνυμο "M. (Μ.) κατείχε ηγετικό - αρχηγικό ρόλο, ενώ οι λοιποί κατηγορούμενοι ήταν μέλη και εκτελεστικά όργανα, ο δε εκζητούμενος είχε επιπλέον και τον ρόλο του ταμία της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος και χρησιμοποιώντας απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή/και ζωής, εξανάγκαζε κρατουμένους στα αναφερόμενα σωφρονιστικά καταστήματα της Μολδαβίας να καταβάλουν διάφορα χρηματικά ποσά, χωρίς οι τελευταίοι να έχουν σχετική υποχρέωση. Και ότι ο εκζητούμενος παρέμεινε ενταγμένος στην εγκληματική οργάνωση μέχρι το έτος 2010. Η παραπάνω πράξη προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 2, 4 και 284 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα της Μολδαβίας και τιμωρείται με ποινή κάθειρξης κυμαινόμενη από οκτώ (8) έως δεκαπέντε (15) έτη, ενώ είναι αξιόποινη και κατά την ελληνική ποινική νομοθεσία, απειλούμενη με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) έτη (άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ).
Ο εκζητούμενος, ο οποίος δεν συναινεί στην έκδοση του, με την κρινόμενη έφεση ζητεί την εξαφάνιση του εκκαλούμενου βουλεύματος και την απόρριψη της σχετικής αίτησης για τους παρακάτω λόγους έφεσης. Ειδικότερα προβάλλει ότι το Συμβούλιο Εφετών : 1) Εσφαλμένα αποφάνθηκε υπέρ της έκδοσης του, καίτοι από τα συνοδευτικά έγγραφα της αίτησης και από το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό του φακέλου δεν προκύπτουν ενδείξεις ενοχής του εκζητούμενου για συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση, για την οποία ζητείται η έκδοση του. 2) Εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη την απόφαση 4041/2013 του Εφετείου της Αγκόνας, που απέρριψε αντίστοιχη αίτηση έκδοσης των Μολδαβικών Αρχών σε βάρος του για την ίδια εγκληματική πράξη, αφού προηγουμένως ζήτησε από αυτές συμπληρωματικά στοιχεία, που δεν στάλθηκαν. 3) Παραβίασε με την απόφαση του τη διεθνώς (και από το άρθρο 9 της Ε.Σ.Ε.) αναγνωρισμένη αρχή "Ne bis in idem" (όχι δις δικάζειν), λαμβάνοντας υπόψη συνοδευτικά έγγραφα του αιτήματος έκδοσης, που αναφέρονται σε εγκληματικές πράξεις του έτους 2001, για τις οποίες ο εκζητούμενος καταδικάστηκε στη Μολδαβία και εξέτισε την ποινή του και τις οποίες οι Μολδαβικές Αρχές συνδέουν με υποψίες δήθεν συμμετοχής του σε εγκληματική οργάνωση. Και 4) Εσφαλμένα δεν εξέδωσε αναβλητική απόφαση, προκειμένου να αποστείλουν οι Μολδαβικές Αρχές συμπληρωματικά στοιχεία για διευκρίνιση της σε βάρος του κατηγορίας και ενίσχυση των υποστηρικτικών της στοιχείων, όπως είχε πράξει και το Εφετείο της Αγκόνας.
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού, όπως σημειώθηκε στην οικεία νομική σκέψη, όταν ζητείται η έκδοση αλλοδαπού με βάση την Ε.Σ.Ε., οπότε δεν έχουν εφαρμογή τα άρθρα 443 παρ. 1 και 450 παρ. 2 ΚΠΔ, το δικαστικό συμβούλιο που αποφασίζει για την έκδοση δεν έχει εξουσία να ερευνήσει αν υπάρχουν ή όχι στοιχεία ενοχής του εκζητούμενου για την κατηγορία που αποδίδεται σ’ αυτόν. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η επικαλούμενη απόρριψη από το Εφετείο της Αγκόνας όμοιας αίτησης των Μολδαβικών Αρχών προς τις Ιταλικές Αρχές για έκδοση του εκκαλούντος, όταν αυτός βρισκόταν στην Ιταλία, για την ίδια εγκληματική πράξη, της συμμετοχής του σε εγκληματική οργάνωση, δεν αποτελεί δεδικασμένο, κατά την έννοια του άρθρου 9 της Ε.Σ.Ε., ούτε δέσμευε για οποιονδήποτε άλλον λόγο το πρωτοβάθμιο συμβούλιο κατά τη διαμόρφωση της γνωμοδοτικής κρίσης του ως προς την έκδοση ή μη του εκκαλούντος. Ως προς τους τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσης και τους συναφείς πρωτόδικους ισχυρισμούς, που επαναπροβλήθηκαν κατά τη συζήτηση στο παρόν συμβούλιο, για αόριστη διατύπωση της κατηγορίας, για παραβίαση της αρχής "Ne bis in idem" και για τον κίνδυνο να ασκηθεί βάναυση σωματική βία σε βάρος του εκζητούμενου, να υποβληθεί αυτός σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση από τις Μολδαβικές Αρχές, να διωχτεί για πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποία ζητείται και να στερηθεί το δικαίωμα δίκαιης δίκης, σημειώνονται τα ακόλουθα: Ο εκζητούμενος δικάστηκε από το αρμόδιο δικαστήριο στη Μολδαβία και καταδικάστηκε, έχοντας ήδη εκτίσει από το έτος 2009 την ποινή που επιβλήθηκε σ’ αυτόν, όχι για την πράξη για την οποία ζητείται η ένδικη έκδοση, αλλά για διάπραξη από κοινού με άλλους δύο δράστες διακεκριμένων κλοπών. Στα προαναφερόμενα από 28-1-2013 συνοδευτικά έγγραφα της ένδικης αίτησης για έκδοση (απόφαση απαγγελίας κατηγοριών, πόρισμα προληπτικής σύλληψης και ένταλμα σύλληψης) υπάρχει ο επιβαλλόμενος (κατά την έννοια που αναπτύχτηκε στη νομική σκέψη), ακριβής, σαφής και ορισμένος καθορισμός της αξιόποινης πράξης, για την οποία ζητείται η έκδοση του εκκαλούντος, με επαρκή περιγραφή του τόπου, τρόπου και χρόνου τέλεσης της, καθώς και της μορφής της συμμετοχικής δράσης του εκζητούμενου σ’ αυτή. Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι εμποδίστηκε η άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του εκζητούμενου ή ότι παραβιάστηκαν ή καταστρατηγήθηκαν τα δικαιώματα του από την ΕΣΔΑ κατά τις δίκες που έγιναν στη Μολδαβία για την πράξη των διακεκριμένων κλοπών, για την οποία αυτός καταδικάστηκε, αλλά και κατά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε σε βάρος του στα σωφρονιστικά καταστήματα της Μολδαβίας. Επομένως, δεν παραβιάστηκε η προαναφερόμενη αρχή (Ne bis in idem) και δεν εκτιμάται ως πιθανή η παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων τού εκζητούμενου κατά τη σχετική δίκη που θα διεξαχθεί στα δικαστήρια της Μολδαβίας, ούτε υπήρχε ανάγκη να ζητήσει το πρωτοβάθμιο συμβούλιο από τις Μολδαβικές Αρχές συμπληρωματικά έγγραφα για ευκρινέστερο προσδιορισμό της αξιόποινης πράξης, για την οποία ζητείται η έκδοση του εκκαλούντος. Ούτε επίσης προέκυψε, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κίνδυνος να διωχτεί ο εκζητούμενος για διαφορετική αξιόποινη πράξη από εκείνη για την οποία ζητείται η έκδοση του και να ασκηθεί σε βάρος αυτού μετά την έκδοση του σωματική βία, απειλητική για τη ζωή ή τη σωματική του ακεραιότητα ή απάνθρωπη μεταχείριση του από τις αστυνομικές ή σωφρονιστικές αρχές της Μολδαβίας. Συνακολούθως, όλες οι σχετικές αιτιάσεις είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, εκτός από την αιτίαση που αφορά τη μη αναζήτηση εγγράφων στοιχείων, θεμελιωτικών και ενισχυτικών της κατηγορίας, η οποία (αιτίαση) είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού το πρωτοβάθμιο συμβούλιο δεν είχε τέτοια εξουσία. Επίσης απορριπτέο ως αβάσιμο είναι και το σχετικό αίτημα του εκκαλούντος, να αναβληθεί η συζήτηση της έφεσης και να ζητηθούν συμπληρωματικά έγγραφα που θα καθορίζουν σαφέστερα την πράξη, για την οποία ζητείται η έκδοση, αφού, όπως ήδη σημειώθηκε, τέτοια ανάγκη δεν υπάρχει. Εξάλλου, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι αυτός που εμφανίστηκε στο Συμβούλιο είναι το ίδιο πρόσωπο με τον εκζητούμενο από τις Μολδαβικές Αρχές, για τον οποίο εκδόθηκε το παραπάνω ένταλμα σύλληψης, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε. Ακόμη, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προέκυψε, σύμφωνα με τους νόμους της Ελλάδος και της Μολδαβίας, νόμιμος λόγος που να εμποδίζει την ποινική δίωξη ή να αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο της πράξης που αφορά η έκδοση (άρθρα 6, 8, 9 και 10 της ΕΣΕ και 438 στοιχ. δ’ ΚΠΔ).
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι υπέβαλε στις 24-10-2014 ήτοι την επομένη της ασκήσεως της εφέσεως αίτηση πολιτικού ασύλου στις αρμόδιες ελληνικές αρχές που ακόμη εκκρεμεί και η επίκληση από αυτόν φόβου δίωξής του στο εκζητούν κράτος, κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης (προσχηματική ποινική δίωξη, σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλπ.), δεν ασκεί έννομη επιρροή στην προκείμενη δίκη, καθόσον η σχετική διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του π.δ. 114/2010, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 35 παρ. 4 του π.δ. 113/2013 "... Κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αίτησής του (για διεθνή προστασία ή άσυλο), εφόσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος", αναφέρεται στη μη έκδοση του εκζητούμενου από τον αρμόδιο γι’ αυτό, κατά το άρθρο 452 παρ. 1 ΚΠΔ, Υπουργό Δικαιοσύνης, εφόσον προηγήθηκε αμετάκλητη γνωμοδότηση υπέρ της έκδοσης από το συμβούλιο Εφετών ή του Αρείου Πάγου και δεν τάσσεται ως στοιχείο που εμποδίζει (μέχρι την τελεσίδικη παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης ασύλου) τη συζήτηση ή τη λήψη σχετικής απόφασης για την έκδοση ή μη του εκζητούμενου από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, το οποίο, για τη διαμόρφωση της γνωμοδοτικής κρίσης του, εξετάζει και συναξιολογεί (με τα λοιπά στοιχεία) και τη βασιμότητα του επικαλούμενου φόβου δίωξης ως ενδεχόμενου νομίμου λόγου που εμποδίζει την έκδοση, κατά τα άρθρα 3 της Ε.Σ.Ε. και 438 περ. γ’ και ε’ ΚΠΔ.
Συμπερασματικά, συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση του εκκαλούντος, αφού υπάρχει ταύτιση μεταξύ αυτού και του προσώπου που έχει συλληφθεί, υπάρχουν στον φάκελο της δικογραφίας σε νόμιμη μετάφραση όλα τα προβλεπόμενα συνοδευτικά έγγραφα με το απαιτούμενο περιεχόμενο για την υποστήριξη της αίτησης έκδοσης, ο εκκαλών είναι πρόσωπο που μπορεί να εκδοθεί, η ένδικη πράξη ανήκει στα εγκλήματα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση και δεν υπάρχουν, σύμφωνα με την Ε.Σ.Ε. και τους νόμους της Ελλάδος και της Μολδαβίας, λόγοι που να εμποδίζουν τη δίωξη του εκκαλούντος για τη συγκεκριμένη πράξη και την έκδοση του στις Μολδαβικές Αρχές.
Κατόπιν αυτών, δεν έσφαλε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που με την εκκαλούμενη απόφαση του γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης του εκκαλούντος, και πρέπει να απορριφθούν όλοι οι αντίθετοι λόγοι έφεσης και ισχυρισμοί αυτού, καθώς και η κρινόμενη έφεση ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Επίσης πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 23-10-2014 έφεση του εκζητούμενου C. ή C. S. ή S. του V. και της T., υπηκόου Μολδαβίας και Ουκρανίας κατά της απόφασης 110/22-10-2014 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2015.
Εκδόθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2015.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ