Θέμα
Αναιρέσεως απόρριψη, Υπέρβαση εξουσίας, Έξοδα, Λόγοι ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, Αβάσιμοι λόγοι, Έκδοση επιταγής.
Περίληψη:
Κατ' εξακολούθηση έκδοση ακάλυπτων επιταγών. Λόγοι έλλειψη
αιτιολογίας, υπέρβαση εξουσίας και απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ.
Δ' Η' και Α'). Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αναίρεση. Έξοδα και δ.δ. πολιτικώς
ενάγουσας.
Αριθμός 1489/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Ρ. του Γ., κατοίκου ... Αττικής, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του 'Αγγελο Μαραγκό, για αναίρεση της υπ'αριθ. 29591/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία με την επωνυμία ... που εδρεύει στον Παναμά και είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ν. Τ..
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Νοεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2016.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α' του Ν. 2408/1996, "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε". Σε σχέση με την υποβολή της εγκλήσεως, και επί της επιταγής, ισχύουν τα όσα ορίζονται στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 42 του Κ.Ποιν.Δ., στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 42, η έγκληση γίνεται απευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα, είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών", όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 174/1963 και ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της εγκλήσεως για την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής που κατηγορείται ότι εξέδωσε ο κατηγορούμενος (30-8-2010), δηλαδή μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε σ' αυτόν ο Ν. 3604/2007, ορίζεται ότι "η ανώνυμος εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς". Με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας" και με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3604/2007, ορίζεται ότι "Επιτρέπεται το καταστατικό να ορίζει θέματα για τα οποία το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις εξουσίες του διαχείρισης και εκπροσώπησης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη. Μπορεί επίσης να επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο ή να το υποχρεώνει να αναθέτει τον εσωτερικό έλεγχο της εταιρείας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μη μέλη του ή, εάν ο νόμος δεν το απαγορεύει και σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν, εφόσον δεν το απαγορεύει το καταστατικό και προβλέπεται από τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου, να αναθέτουν περαιτέρω την άσκηση των εξουσιών που τους ανατέθηκαν ή μέρους τούτων σε άλλα μέλη ή τρίτους. Κατά την ίδρυση της εταιρείας ο διορισμός προέδρου, αντιπροέδρου, διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου ή προσώπων με άλλη ιδιότητα και αρμοδιότητες για το πρώτο διοικητικό συμβούλιο μπορεί να γίνει και με το καταστατικό. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί οποτεδήποτε να προβεί σε διαφορετική κατανομή των ανωτέρω ιδιοτήτων μεταξύ των μελών του". Οι ως άνω διατάξεις του Ν. 2190/1920, οι οποίες είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του Α.Κ., ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, την εκπροσωπεί στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρείας και τη διαχείριση της περιουσίας της προς πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ. 1) το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας, το οποίο (22 παρ. 1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκαταστάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε., κατά τρόπο ώστε η υποκατάσταση αυτή να είναι νόμιμη, μόνον εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Ειδικότερα το άρθρο 18 παρ. 2 του Ν. 2190/1920 επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν δικαστικώς ή εξωδίκως την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχειρίσεως όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Το καταστατικό, δηλαδή, προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασισθεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3 μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του ΔΣ ή διευθυντές της εταιρείας. Προϋποθέτει, όμως, σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας (Ολ. Α.Π. 1096/1976). Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Κατά συνέπεια, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το διοικητικό συμβούλιο ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του Α.Κ. προβλεπόμενης, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδοτήσεως και βεβαιώσεως του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή εγκλήσεως ή για τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση, όμως, που το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρείας, για την υλοποίηση σχετικής αποφάσεώς του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άνω άρθρου 22 παρ. 3 του Ν.2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ.. Οι απαιτήσεις, όμως, του άρθρου 42 παρ. 1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ. για βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα αναφέρονται στην περίπτωση που το πληρεξούσιο δεν παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά με απλή έγγραφη δήλωση. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 8 του Ν. 2190/1920, που προστέθηκε με το άρθρο 27 παρ. 7 του Ν. 3604/2007 "τα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου υπογράφονται από τον πρόεδρο ή άλλο πρόσωπο που ορίζεται προς τούτο από το καταστατικό. Αντίγραφα των πρακτικών εκδίδονται επισήμως από τα πρόσωπα αυτά, χωρίς να απαιτείται άλλη επικύρωσή τους". Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι ο πρόεδρος του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας ή άλλο πρόσωπο που ορίζεται προς τούτο από το καταστατικό εγκύρως εκδίδει αντίγραφα των πρακτικών του Διοικητικού της Συμβουλίου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' περ. δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως ποινικής αποφάσεως είναι και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει και όταν το δικαστήριο καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε η από το νόμο απαιτούμενη έγκληση. Έλλειψη της απαιτούμενης εγκλήσεως υπάρχει και όταν αυτή δεν είναι νομότυπη είτε διότι δεν υποβλήθηκε εντός της οριζόμενης προθεσμίας είτε διότι υποβλήθηκε από μη δικαιούμενο πρόσωπο, είτε από πληρεξούσιο ο οποίος δεν είχε την απαραίτητη προς τούτο εντολή. Προκειμένου για έγκλημα κατ' έγκληση διωκόμενο, η ύπαρξη της εγκλήσεως ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, το οποίο αν διαπιστώσει ότι δεν υποβλήθηκε έγκληση οφείλει να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη, άλλως υπερβαίνει την εξουσία του. Για να κρίνει περί της βασιμότητας του λόγου αυτού αναιρέσεως, αν δηλαδή υπήρχε έγκυρη έγκληση ο Άρειος Πάγος επισκοπεί την ένδικη επιταγή και τα νομιμοποιητικά έγγραφα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται, εκτός από την κύρια επί της ενοχής απόφαση, και στις οριστικές ή παρεμπίπτουσες αποφάσεις ή αυτές που η έκδοσή τους έχει αφεθεί στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή αυτούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Προϋπόθεση, όμως, της δυνατότητας αξιολογήσεώς τους και σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς τους, της επελεύσεως του ευνοϊκότερου για τον κατηγορούμενο αποτελέσματος, είναι η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή εγγράφως και με προφορική ανάπτυξή τους κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς τους, διαφορετικά το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα (Ολομ. Α.Π. 2/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναιρετικού ελέγχου και δη της βασιμότητας ή μη του λόγου αναιρέσεως, αμέσως μετά την ανάπτυξη της εφέσεως από την Εισαγγελέα, ο παριστάμενος, κατ' άρθρο 340 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., πληρεξούσιος δικηγόρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος ανέπτυξε προφορικά και κατέθεσε εγγράφως ισχυρισμό περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε σε βάρος του κατηγορουμένου για την έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση λόγω μη υποβολής εγκλήσεως, με το εξής, κατά λέξη, περιεχόμενο: "...κατηγορούμαι ενώπιον Σας δυνάμει του με ... κατηγορητηρίου, για την πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, όπως το αδίκημα τούτο τυποποιείται και τιμωρείται κατ' άρθρον 79 §§ 1,4,5 Ν. 5960/1933, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, κατόπιν της από 11/11/2009 μηνύσεως-εγκλήσεως της αλλοδαπής ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία "..." (...), που εδρεύει στον Παναμά φέρεται δε να είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67 όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον Ν. 3427/2005 (Κεφάλαιο ΣΤ'). Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 περί επιταγής (όπως αντικαταστάθηκε με το ΝΔ 1325/1972), "ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνον της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2408/1996, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 4-6-1996, προστέθηκε στο άρθρο 79 του Ν 5960/1933, όπως αυτό ισχύει μετά την παραπάνω αντικατάσταση του, παρ. 5, κατά την οποία η ποινική δίωξη (του εκδότη ακάλυπτης επιταγής) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Σε σχέση με την υποβολή της έγκλησης επί της επιταγής, ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 42 Κ.Ποιν.Δ., στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίωv της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου, η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αλλά και στους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιον τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική Αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της έγκλησης. Σύμφωνα με τη σχετικώς ισχύουσα νομοθεσία για την εκπροσώπηση τής εγκαλούσας στο κράτος όπου έχει την έδρα της αυτή, ήτοι στον Παναμά, και πλέον συγκεκριμένα σύμφωνα με τον Νόμο 32 του έτους 1972 (της 26ης Φεβρουάριου), εφεξής "ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΑΜΑ" αποσπασματική μετάφραση του οποίου προσκομίζεται με την παρούσα ένσταση, [ΣΧΕΤΙΚΟ 1] στο Τμήμα Πέμπτο, υπό τον τίτλο "Διοικητικό Συμβούλιο" προβλέπεται ότι: "Άρθρο 49: Οι εργασίες της εταιρείας διευθύνονται και διενεργούνται από Διοικητικό Συμβούλιο αποτελούμενο από τουλάχιστον τρία ενήλικα μέλη, αδιακρίτως φύλου, Άρθρο 50: Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων τον παρόντος Νόμου και του Καταστατικού, το Διοικητικό Συμβούλιο έχει τον πλήρη έλεγχο και την πλήρη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, Άρθρο 51: Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να ασκεί όλες τις εταιρικές εξουσίες, πλην όσων ο Νόμος, το Καταστατικό ή ο Εσωτερικός Κανονισμός απονέμουν ή επιφυλάσσουν στους μετόχους... Άρθρο 54 Οι αποφάσεις της πλειοψηφίας των παρόντων σε συνεδρίαση μελών, κατά την οποία υπάρχει η απαιτούμενη απαρτία, θεωρούνται ως αποφάσεις τον Διοικητικού Συμβουλίου". Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου Παναμαϊκής εταιρείας ανήκει και ασκείται από συλλογικό όργανο, ήτοι το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής. Για την περίπτωση καθ' ην ήθελε κριθεί ότι, ως εκ της εγκατάστασης στην Ελλάδα της εγκαλούσας, η ικανότητα δικαίου αυτής διέπεται κατ' άρθρο 10 ΑΚ από τις διατάξεις του Ελληνικού δικαίου, επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις του Παναμαϊκού νόμου περί εταιρειών είναι σχεδόν ταυτόσημες, άλλως ανάλογες με τις διατάξεις του Κ.Ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών" και συγκεκριμένα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 18, στην οποία ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό τον διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", καθώς και του άρθρου 22 αυτού, στο οποίο ορίζεται, ότι "Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρίας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν τον σκοπού της εταιρίας". Εξ άλλου, κατά την παρ. 2 του ως άνω άρθρου 18 Κ.Ν. 2190/1920 "το καταστατικόν δύναται να ορίσει, ότι εν ή πλείονα μέλη τον Συμβουλίου, ή άλλα πρόσωπα, δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρία, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις". Τέλος, στην παρ. 3 του άρθρου 22 του ίδιου Νόμου ορίζεται ότι "το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία τον διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρίας ή τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του Κ.Ν. 2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο, που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ. 1) το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο (22 παρ. 1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση, που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι διατάξεις αυτές όπως και οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 49, 50, 51 και 54 του ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΑΝΑΜΑ, ρυθμίζουν και το ζήτημα της υποκατάστασης του Διοικητικού Συμβουλίου από τρίτα πρόσωπα σε σχέση με αυτό, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Τα άρθρα 50 και 51 του ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΑΜΑ σε αντιστοιχία με το άρθρο 18 παρ. 2 του Ν. 2190/1920 για τις ανώνυμες εταιρείες αναφέρονται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας. Το δε άρθρο 51 του ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΑΜΑ ορίζει ότι μέρος των εξουσιών του Δ.Σ. απονέμεται ή επιφυλάσσεται στους μετόχους από τον Νόμο, το καταστατικό της εταιρίας ή τον εσωτερικό κανονισμό. Την αυτή ρύθμιση ακολουθεί και ο Ν. 2190/1920 όπου στο άρθρο 18 προβλέπεται η δυνατότητα να ορίσει το Δ.Σ. ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν [δικαστικώς ή εξωδίκως] την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Υποκατάσταση του Διοικητικού Συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν προβλέπεται, συνεπώς δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρίας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, τυχόν ανέθεσε εκπροσωπευτική εξουσία, δεν ενεργεί ως υποκατάστατος του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της τυχόν παρασχεθείσας πληρεξουσιότητας ή εντολής κατά την έννοια των άρθρων 211 και 713 του ΑΚ. Ο υποκατάστατος του Διοικητικού Συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του ΔΣ, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης, ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση όμως που το Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρίας, για την υλοποίηση σχετικής απόφασης του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης, που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος, εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφαση του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠΔ (ΑΠ Ολ 4/2006 και 5/2006).
Εν προκειμένω, την από 11/10/2009 έγκληση υπέβαλε για λογαριασμό της εγκαλούσας σε βάρος μου τρίτο πρόσωπο σε σχέση με το Δ.Σ. αυτής, ήτοι η δικηγόρος Ν. Τ. του Γ., δυνάμει του με αριθμό ...2009 πληρεξούσιου της Συμβολαιογράφου Πειραιά: Μ. Ι.. Στο ως άνω πληρεξούσιο, το οποίο αποτελεί αναγνωστέο έγγραφο της δικογραφίας και το προσκομίζω εκ νέου νομίμως [ΣΧΕΤΙΚΟ 2] αναφέρεται εν συντομία ότι ενώπιον της ως άνω Συμβολαιογράφου παρουσιάστηκε η μη εξαιρούμενη από τον Νόμο κ. Α. Α. ενεργούσα όχι ατομικά αλλά ως ειδικά εξουσιοδοτημένη εκπρόσωπος, πληρεξούσιος και αντίκλητος της εις στον Παναμά εδρεύουσας αλλοδαπής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...." [... ΕΪ], η οποία έχει συσταθεί και λειτουργεί σύμφωνα με το δίκαιο της πολιτείας του Παναμά, στις 16-2-2001 και καταχωρήθηκε στα μητρώα του Παναμά Τμήμα Εμπορικών Προσώπων, με τα στοιχεία ..., αριθμό ... ... και ημερομηνία 16-2-2001 και είναι μέχρι σήμερα εν ισχύ, διοικούμενη από τριμελές διοικητικό συμβούλιο. Περαιτέρω και στο φύλλο … του ως άνω με αριθμό ...11-11-2009 ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά Μ. Ι., και στον στίχο 16 επόμενοι αναφέρεται επί λέξει ότι: "Η άνω εμφανισθείσα ειδικά εξουσιοδοτήθηκε από την εντολέα εταιρεία για την υπογραφή τον παρόντος, με το από 11-11-2009 πρακτικό συνεδριάσεως του Διοικητικού της Συμβουλίου...". Εν συνεχεία με το ίδιο ως άνω πληρεξούσιο έγγραφο η κ. Α. παρέσχε εξουσιοδότηση στην υπογράφουσα και εγχειρίσασα την έγκληση δικηγόρο. Από τα παραπάνω προκύπτουν εναργώς τα ακόλουθα συμπεράσματα: Η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία διοικείται από τριμελές Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο ενεργεί συλλογικώς. Το ανωτέρω Διοικητικό Συμβούλιο με το από 11-11-2009 πρακτικό εξουσιοδότησε τρίτο σε σχέση με αυτό πρόσωπο, ήτοι την κ. Α., για την υποβολή της εγκλήσεως, η οποία εν συνεχεία εξουσιοδότησε σχετικώς την ανωτέρω δικηγόρο, Ν. Τ.. Η κ. Α. συνεπώς δεν είναι υποκατάστατη του Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας έχουσα την εξουσία υποβολής εγκλήσεων. Το ανωτέρω από 11-11-2009 πρακτικό του Δ.Σ. της εγκαλούσας δεν προσκομίστηκε εν πρωτοτύπω κατά την υποβολή της εγκλήσεως και δη υπογεγραμμένο (με θεώρηση του γνησίου των υπογραφών) από όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας, προκειμένου, για το παραδεκτό αυτής, ο αρμόδιος για την άσκηση της ποινικής δίωξης Εισαγγελέας να επισκοπήσει την νόμιμη παροχή της εξουσίας και την ανάθεση της σχετικής εντολής σε τρίτο πρόσωπο.
Συνεπώς και με δεδομένο ότι η εις βάρος μου έγκληση κατατέθηκε από τρίτο πρόσωπο δυνάμει πληρεξουσίου το οποίο παρέσχε πρόσωπο εξουσιοδοτηθέν με πρακτικό του Δ.Σ. της εγκαλούσας, πρακτικό το οποίο όμως ΔΕΝ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ ώστε να ελεγχθεί η ανάθεση της σχετικής εξουσίας από το Δ.Σ. προς το πρόσωπο αυτό, ούτε προκύπτει από άλλο έγγραφο η καταστατική εκπροσώπηση της εγκαλούσας από το εν λόγω πρόσωπο είναι μη νόμιμη και απαράδεκτη. Επειδή απαραδέκτως κινήθηκε η εις βάρος μου ποινική δίωξη δυνάμει της ως άνω μη νομίμως υποβληθείσας εγκλήσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΙΤΟΥΜΑΙ Να κηρυχθεί από το Δικαστήριό Σας ως απαραδέκτως ασκηθείσα η εις βάρος μου κινηθείσα ποινική δίωξη λόγω της μη νομίμου υποβολής της εις βάρος μου εγκλήσεως και να απαλλαγώ της εις βάρος μου κατηγορίας. Αθήνα, 4/10/2016 Ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου." Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 29591/2016 απόφασή του, αφού αναφέρθηκε στις διατάξεις του Ν. 2190/1920 και στις διατάξεις των άρθρων 42 και 46 του Κ.Ποιν.Δ. που αναφέρονται και στην αρχή της αποφάσεως αυτής, απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό, με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: "Στην προκείμενη περίπτωση, κατά του κατηγορουμένου υποβλήθηκε από την κομίστρια των επιταγών ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "..." (...), που εδρεύει στον Παναμά και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, η από 11-11-2009 έγκληση, την οποία υπέγραψε και εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, η δικηγόρος Ν. Τ. κατόπιν σχετικής αποφάσεως και εντολής του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας. Υπογράφει δε την έγκληση αυτή ως "πληρεξούσιος δικηγόρος". Επισυνάπτεται στην έγκληση αυτή ακριβές αντίγραφο του από 11-11-2009 πρακτικού συνεδριάσεως του ΔΣ της πιο πάνω εταιρίας με το οποίο το ΔΣ αποφασίζει "να εξουσιοδοτηθεί η δικηγόρος Αθηνών Ν. Τ. να υποβάλλει μήνυση εναντίον του Α. Ρ. για το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής". Το ως άνω πρακτικό συνεδρίασης φέρει τις υπογραφές του Προέδρου, της Αντιπροέδρου και της Διευθύντριας του ΔΣ, επιπλέον δε η διευθύντρια του ΔΣ βεβαιώνει ότι αυτό αποτελεί ακριβές αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου και υπογράφει την βεβαίωση αυτή, το δε γνήσιο της υπογραφής της τελευταίας βεβαιώνεται από υπάλληλο των ΚΕΠ. Περαιτέρω, δεν προσκομίσθηκε το καταστατικό της εταιρείας ώστε να ερευνηθεί αν υπάρχει πρόβλεψη σ' αυτό περί μεταβιβάσεως από το Δ.Σ. της εξουσίας εκπροσωπήσεως της εταιρίας (κατ' άρθρο 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920, όπως ισχύει) και συμπεραίνεται ότι η προαναφερόμενη δικηγόρος ενήργησε ως απλός εντολοδόχος του ΔΣ της άνω εταιρίας για την εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης που της ανατέθηκε και όχι ως υποκατάστατος του ΔΣ αυτής (ως όργανο εκπροσώπησης της). Επομένως ήταν αναγκαίο το εξουσιοδοτικό προς αυτήν έγγραφο, που υποβλήθηκε μαζί με την έγκληση να φέρει τις υπογραφές όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, όπως και πράγματι φέρει, και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής τους, που φέρει καθώς η γνησιότητα των υπογραφών των μελών αρχικά βεβαιώνεται από την εκδούσα το αντίγραφο των πρακτικών και ακολούθως βεβαιώνεται από Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ, η γνησιότητα της υπογραφής της τελευταίας. Ενόψει αυτών καθίσταται σαφές ότι η έγκληση υποβλήθηκε νομοτύπως η δε ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του κατηγορουμένου για την εν λόγω πράξη είναι παραδεκτή, απορριπτομένου σαν αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του". Στη συνέχεια, αφού περατώθηκε η αποδεικτική διαδικασία, το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει, τα εξής: "Αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στην Αθήνα στους παρακάτω χρόνους, εξέδωσε με πρόθεση επιταγές που δεν πληρώθηκαν στον κομιστή τους γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και ειδικότερα εξέδωσε τις κάτωθι επιταγές: 1) Tην επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως την 15/8/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "35.589,30"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής, 2) την επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως την 15/8/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "218.169,07"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής, 3) την επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως την 20/8/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "33.660"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής και 4) στις 31-7-2009 τη μεταχρονολογημένη επιταγή με αριθμό ... με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 30/9/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "50.217,47"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής. Όλες τις άνω επιταγές η άνω κομίστρια εμφάνισε προς πληρωμή στις 21-8-2009, πλην όμως δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη που του αποδίδεται τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση. Ενόψει όμως του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος, κύριος μέτοχος της κυπριακής ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία "...", αναγκάσθηκε υπό την πίεση της άνω τράπεζας να πωλήσει τα δύο πλοία της ναυτιλιακής του εταιρίας την 17-5-2009 και την 23-7-2009, το δε τίμημα εισέπραξε απευθείας η τράπεζα, προκύπτει ότι αυτός προέβη στην πράξη του από απόλυτη οικονομική αδυναμία καθώς δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα, συνεπώς πρέπει να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2β' ΠΚ. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για τη συνδρομή στο πρόσωπό του και λοιπών ελαφρυντικών περιστάσεων και συγκεκριμένα των 84 παρ. 2α και 2ε, πρέπει ν' απορριφθεί σαν αβάσιμος, καθώς μόνο η ύπαρξη του λευκού ποινικού μητρώου δεν συνιστά την έννοια του πρότερου έντιμου βίου, ούτε και οι ιστορούμενες από τον κατηγορούμενο προτάσεις του προς την εγκαλούσα εταιρία, συνιστούν την έννοια της καλής συμπεριφοράς για τον μετά την τέλεση της πράξης χρόνο". Ακολούθως, το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του ότι: "Στην Αθήνα, στους παρακάτω χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, εξέδωσε με πρόθεση επιταγές που δεν πληρώθηκαν στον κομιστή τους γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και ειδικότερα εξέδωσε τις κάτωθι επιταγές: 1) Την επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως την 15/8/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "35.889,30"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα - εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής. 2) Την επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως την 15/8/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "218.169,07"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής. 3) Την επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως την 20/8/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "33.660"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής. 4) Στις 31-7-2009 τη μεταχρονολογημένη επιταγή με αριθμό ... με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 30/9/2009 για να πληρωθεί από την ... BANK Τράπεζα, για το χρηματικό ποσό των "50.217,47"€, σε διαταγή "..." νομίμως περιελθούσα στην εγκαλούσα εταιρία "..." που είναι νόμιμη κομίστρια αυτής. Και αφού ως νόμιμος κομιστής τις εμφάνισε προς πληρωμή στις 21/8/2009 δεν πληρώθηκαν από την πληρώτρια Τράπεζα γιατί δεν υπήρχε αντίκρισμα". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεως που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου λόγω μη νομίμου υποβολής της σε βάρος του εγκλήσεως και ορθά εφάρμοσε τις περί εκπροσωπήσεως της ανώνυμης εταιρείας ισχύουσες σχετικές διατάξεις και μάλιστα αυτές των άρθρων 18 παρ. 1, 2, 20 παρ. 8 και 22 παρ. 1, 3 του Ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 2 και 3 του ΚΠΔ, αναφέροντας με σαφήνεια, εκτός των άλλων, ότι στην από 11-11-2009 έγκληση επισυνάπτεται ακριβές αντίγραφο του από 11-11-2009 πρακτικού συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της κομίστριας των επίδικων επιταγών εταιρείας ... (...), δυνάμει του οποίου εξουσιοδοτήθηκε η δικηγόρος Ν. Τ. να υπογράψει και εγχειρίσει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την εν λόγω έγκληση, το ακριβές δε αντίγραφο του ως άνω πρακτικού, το οποίο φέρει τις υπογραφές των μελών του τριμελούς Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας εταιρείας, εξέδωσε, κατόπιν εξουσιοδοτήσεως του Δ.Σ. της εταιρείας, το μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου και Διευθύντρια αυτής, η οποία βεβαιώνει ότι αυτό αποτελεί ακριβές αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου και υπογράφει την βεβαίωση αυτή και ότι το γνήσιο της υπογραφής της τελευταίας βεβαιώνεται από υπάλληλο των ΚΕΠ. Άλλωστε, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τον έλεγχο της βασιμότητας των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος Ν. Τ., είχε εξουσιοδοτηθεί για να καταθέσει ως πληρεξούσια δικηγόρος της ως άνω εγκαλούσας εταιρείας την έγκληση κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και με το υπ' αριθ. ...11-11-2009 ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Μ. Ι., το οποίο επίσης επισυνάφθηκε στην έγκλησή της. Συνακόλουθα, με το να χωρήσει το Δικαστήριο της ουσίας, αμέσως μετά την αιτιολογημένη απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεως, στην εκδίκαση της υποθέσεως και στην καταδίκη του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας. Ενόψει τούτων, οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' του Κ.Ποιν.Δ., με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπέρβασης εξουσίας, είναι αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 παρ.1 και 369 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, διότι, έτσι, αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος του, που απορρέει από το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ., να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις, σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο, εκτός αν αυτό αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι διαδικαστικό έγγραφο ή αναφέρεται διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό του προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Όμως, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα συντασσόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, αρκεί να διαλαμβάνονται στα πρακτικά προσδιοριστικά της ταυτότητάς του στοιχεία, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, είχε την ευχέρεια να ασκήσει τα εκ του άρθρου 358 προβλεπόμενα δικαιώματά του, καθόσον με την ανάγνωσή του έγινε κτήμα του και είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις δηλώσεις και εξηγήσεις του για το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναιρετικού ελέγχου και μάλιστα της βασιμότητας ή μη του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, το επίμαχο έγγραφο, το οποίο έλαβε υπόψη το Δικαστήριο για να απορρίψει τον ισχυρισμό που προέβαλε ο συνήγορος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, ήταν διαδικαστικό, δεδομένου ότι από το περιεχόμενό του προέκυπτε μόνον η ύπαρξη ή μη νόμιμης εξουσιοδότησης εκ μέρους της εγκαλούσας εταιρείας προς την προαναφερόμενη δικηγόρο για την υπογραφή και εγχείριση της ένδικης έγκλησης κατά του ήδη αναιρεσείοντος και δεν συναξιολογήθηκε για την κατάφαση της ενοχής του τελευταίου, όπως αβάσιμα αυτός υποστηρίζει. Κατά συνέπεια και ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., περί απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω λήψεως υπόψη για την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφου που δεν αναγνώστηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-11-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Α. Ρ. του Γ., κατοίκου ... Αττικής, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 30-11-2016, για αναίρεση της 29591/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ