Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2055 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Μετ' αναίρεση. Συκοφαντική δυσφήμηση. Έννοια. Έλλειψη εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Λόγος, απόλυτη ακυρότητα διαδικασίας διότι λήφθηκαν υπόψη για την κρίση του Δικαστηρίου έγγραφα που δεν προσδιορίζονται κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Αυτοτελής ισχυρισμός της ΠΚ 367. Δεν εφαρμόζεται κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού επί συκοφαντικής δυσφημήσεως. Απόρριψη λόγου εσφαλμένης ερμηνείας της ΠΚ 94. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 2055/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθ. 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ζωή Παπανικολάου, περί αναιρέσεως της 662-663/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.9.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1573/2008.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού Κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την γνώση αυτήν. Επίσης, για την ύπαρξη της άνω αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας τού τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 662-663/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "την 31.5.2000 διεξήγετο ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης δίκη με κατηγορούμενο τον Ζ για αντίθετα και παράβαση του άρθρου 1 παρ. 2 και 9 παρ. 1 ν. 392/1976 (λειτουργία ΚΑΜΠΙΝΓΚ χωρίς άδεια καταλληλότητας από τον ΕΟΤ). Κατά την διάρκεια της δίκης και ενώ εξετάζετο ως μάρτυρας κατηγορίας ο Ξ, αστυνομικός, ο ήδη κατηγορούμενος Χ, δικηγόρος και συνήγορος υπεράσπισης του τότε κατηγορουμένου Ζ, διέκοψε χωρίς την άδεια της Προέδρου του Δικαστηρίου την κατάθεση του μάρτυρα αυτού και απευθυνθεί προς αυτόν καθώς επίσης και στον άλλο μάρτυρα κατηγορίας Φ, αστυνομικό, ο οποίος είχε εξετασθεί προηγουμένως και είχε παραμείνει στο ακροατήριο, τους αποκάλεσε "νταβατζήδες, διεφθαρμένους". Ο κατηγορούμενος όμως δεν αρκέσθηκε στις μειωτικές για τους μάρτυρες αστυνομικούς φράσεις, αλλά συνεχίζοντας την ίδια συμπεριφορά ενώπιον του πολυπληθούς ακροατηρίου του Δικαστηρίου εκείνου στο οποίο μάλιστα παρευρίσκεται και ο Προϊστάμενος των αστυνομικών Κ, αξιωματικός τότε της Αστυνομίας διέδωσε σε βάρος των δύο παραπάνω αστυνομικών ψευδή γεγονότα και τελών σε γνώση του ψεύδους, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή ή την υπόληψη αυτών και ειδικότερα ότι από κοινού οι αστυνομικοί αυτοί οι αστυνομικοί αυτοί απήγαγαν από το Κάμπινγκ του Ζ στο ..., μία τουρίστρια για να την απελάσουν και την βίασαν και ότι την ίδια αξιόποινη πράξη τέλεσαν και σε βάρος άλλων τουριστριών, τις οποίες υπέβαλαν προς τούτο σε περιπολικό της αστυνομίας. Τα παραπάνω προκύπτουν κατά τρόπο σαφή από τις καταθέσεις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου μαρτύρων Φ, Ξ και Κ. Μάλιστα δε ο τελευταίος, αξιωματικός της Αστυνομίας και προϊστάμενος των δύο αστυνομικών που εξετάσθηκαν ως μάρτυρες στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κατερίνης, είναι σαφής. Ότι ο κατηγορούμενος είπε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου εκείνου ότι οι δύο αστυνομικοί πήραν μία τουρίστρια και με την απειλή όπλου την βίασαν. Ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (πρωτοβαθμίου) παραδέχθηκε μεν ότι αναφέρθηκε σε περιστατικό βιασμού μίας τουρίστριας με δράστες δύο αστυνομικούς, αλλά ότι οι δύο αυτοί αστυνομικοί ήταν άλλοι και όχι οι συγκεκριμένοι Ξ και Φ που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο εκείνο με μάρτυρες. Η κατάθεση όμως του αστυνομικού Κ ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που παρευρίσκετο στο ακροατήριο εκείνου του Δικαστηρίου, είναι σαφής. Το περιστατικό του βιασμού το ανέφερε ο κατηγορούμενος για τους συγκεκριμένους δύο αστυνομικούς. Ο κατηγορούμενος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε σε πηγή γνώσεως για το διϊσχυριζόμενο από αυτόν περιστατικό βιασμού. Ούτε βεβαίως από ίδια αντίληψη ήταν δυνατόν να γνωρίζει τέτοιο περιστατικό, αφού κατά την απολογία του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αναφέρει ότι τον ένα αστυνομικό (μόνον) γνωρίζει φυσιογνωμικά και τον άλλον όχι, και δεν είναι δυνατόν και λογικό να αναφέρεται σε τέτοιο περιστατικό βιασμού για άτομο που ούτε καν γνωρίζει, αφού δεν επικαλείται πηγή γνώσης τέτοιου περιστατικού από πληροφόρηση τρίτου προσώπου. Ακόμη και η μάρτυρας υπεράσπισης Θ, που εξετάστηκε κατά πρόταση του κατηγορουμένου, καταθέτει ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε τους δύο αστυνομικούς. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης πειράθηκε να συνδέσει περιστατικό βιασμού με τους δύο αυτούς αστυνομικούς που δεν γνώριζε, χωρίς μάλιστα την επίκληση πηγής γνώσεως τέτοιου περιστατικού. Επομένως, από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά συνάγεται κατά τρόπο σαφή ότι τελούσε σε γνώση της αναληθείας τέτοιου περιστατικού βιασμού ο κατηγορούμενος και παρά ταύτα εν γνώσει της αναληθείας αναφέρθηκε ότι δράστες βιασμού αλλοδαπής τουρίστριας ήταν οι δύο συγκεκριμένοι αστυνομικοί. Περαιτέρω, στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ, γιατί ο κατηγορούμενος ξεπέρασε κατά πολύ το επιβαλλόμενο και αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση των καθηκόντων του ως εντολέα δικηγόρου του πελάτου του Ζ, που υπεράσπιζε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, αφού το εκστομισθέν από αυτόν ως άνω περιστατικό δεν ήταν αναγκαίο ούτε προς απόκρουση των καταθέσεων των δύο αστυνομικών, ούτε προς υπεράσπιση του πελάτου του κατέτεινε, το δε αναληθές αυτό περιστατικό που ανέφερε θεμελιώνει, χωρίς άλλο, τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής της προσωπικότητας των δύο αστυνομικών - μαρτύρων, οι οποίοι καλώς μετέβησαν στο "Κάμπινγκ", σε εκτέλεση ανατεθειμένης σ' αυτούς υπηρεσίας να βεβαιώσουν αδικήματα σε βάρος του ιδιοκτήτη του Ζ. Σε κάθε δε περίπτωση, το άρθρο 367 ΠΚ δεν εφαρμόζεται όταν οι σχετικές δηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπως εν προκειμένω. Επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου από το άρθρο 367 πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή (ως προς το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης εισάγεται μόνον για κρίση μετά την αναίρεση (μερική) με την υπ' αριθ. 861/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου της υπ' αριθ. 1379-1380/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης). Περαιτέρω, πρέπει να αναγνωρισθεί στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, διότι ο κατηγορούμενος μέχρι την τέλεση της πράξης διήγαγε έντομο ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό βίο (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ), δεκτού έτσι καθισταμένου του προβαλλομένου σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του. Ο άλλος όμως προβαλλόμενος αυτοτελής ισχυρισμός για την μετατροπή της κατηγορίας της συκοφαντικής δυσφήμησης σε απλή εξύβριση πρέπει να απορριφθεί, διότι ο κατηγορούμενος ηθελημένα και κακόβουλα διέδωσε και μάλιστα ενώπιον πολυπληθούς ακροατηρίου το προαναφερόμενο ψευδές περιστατικό που μπορούσε και έβλαψε τελικά την υπόληψη άλλων, εν πλήρη γνώσει αυτού ότι αυτό είναι ψευδές και μπορούσε να μειώσει την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή". Στην συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατά συρροή και ειδικότερα του ότι "Στην ..., την 31/5/2000, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, παρουσία σημαντικού αριθμού δικηγόρων, διαδίκων και πολιτικών που παρακολουθούσαν τη συνεδρίαση, ως συνήγορος υπεράσπισης του πελάτη του Ζ, που δικαζόταν κατ' έφεση για απείθεια και παράβαση άρθρων 1 παρ. 2 και 9 παρ. 1 Ν. 392/1976, λαμβάνοντας αυθαίρετα τον λόγο, ενώπιον τρίτων (δηλαδή όλου του ακροατηρίου που προμνηνονεύθηκε) ισχυρίστηκε για τους Φ και Ξ ψευδή γεγονότα, από τα οποία μπορούσε να βλαφθεί η τιμή και η υπόληψή τους, καθώς κατά την στιγμή της αγόρευσής του διέλαβε ψευδώς ότι οι εγκαλούντες Φ και Ξ από κοινού απήγαγαν από το κάμπιγκ του Ζ, στο ... μία τουρίστρια για να την απελάσουν και ότι αυτήν την βίασαν, όπως βίασαν και άλλες τουρίστριες, τις οποίες επιβίβαζαν στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο (περιπολικό) που χρησιμοποιούσαν". Ακολούθως, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού δέχθηκε ως και κατ' ουσίαν βάσιμο τον ισχυρισμό για αναγνώριση στον κατηγορούμενο του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' ΠΚ και απέρριψε τους λοιπούς αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, επέβαλε σε αυτόν συνολική ποινή επτά (7) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 83, 84 παρ. 2α', 94 παρ. 1, 363 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα, έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, Φ, Ξ, Κ και Λ και της μάρτυρος υπερασπίσεως Θ, η οποία, όπως προκύπτει από τα ίδια πρακτικά, εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του άνω Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τα άνω εκτεθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει όλα τα απαιτούμενα για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως στοιχεία και συγκεκριμένα: α) ισχυρισμό ή διάδοση από τον υπαίτιο ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή και υπόληψή του, β) ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο δράστης τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση του δράστη - κατηγορουμένου. Πλέον δε αυτών, αναφέρει και για τον άμεσο δόλο του. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: Πέραν των εξειδικευομένων στο σκεπτικό της αποφάσεως τριών (3) μαρτυρικών καταθέσεων (Φ, Ξ και Κ), υπήρχαν και οι καταθέσεις των εξετασθέντων κατά την αυτή διαδικασία, μάρτυρα κατηγορίας, Λ και της μάρτυρος υπερασπίσεως, Θ, τα ονόματα των οποίων δεν αναφέρονται, καθώς και τα πρακτικά και η απόφαση 1141/2000 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, ενόψει δε της άνω αναφοράς, δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο εκτίμησε και τα αποδεικτικά αυτά μέσα, καθόσον αναφέρεται ότι το Δικαστήριο κατέληξε στο άνω αποτέλεσμα, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την τέλεση από τον αναιρεσείοντα του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως αλλά και ο κατά το άρθρο 511 του αυτού Κώδικα, εφόσον η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή και εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος λόγος του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Ε' ΚΠΔ, δηλαδή της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 § 1 στοιχ. δ', 329, 331, 333 § 2, 358, 364 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι αν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεώς του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση, στο ακροατήριο, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' - ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο σύμφωνα με το άρθρο 358. Εξάλλου, το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το αρθρ. 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και: 1) το από 28.5.01 πιστοποιητικό του Δ.Σ. ..., 2) το από 16.1.07 έγγραφο της Αστυνομικής Διεύθυνσης ..., 3) η από 3.7.96 εξώδικη διαμαρτυρία - δήλωση, 4) το από 15.7.96 έγγραφο της Αστυνομικής Διεύθυνσης ..., 5) η από 16.1.07 αίτηση του ..., προς την Αστυνομική Διεύθυνση ..., 6) το από 7.2.07 έγγραφο της Αστυνομικής Δ/νσης ..., 7) η από 19.8.97 υποβολή μηνύσεως του Ζ και 8) το από 17.6.00 έγγραφο της ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων ... . Ενόψει του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, ο κατά τον άνω τρόπο προσδιορισμός στα πρακτικά των παραπάνω εγγράφων είναι επαρκής και δεν καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά τους, με την ανάγνωση δε αυτών κατέστη γνωστό το περιεχόμενό τους στον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε έτσι τη δυνατότητα να υποβάλει τις επ' αυτών παρατηρήσεις και απόψεις του, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αυτά αναφέρονται στα πρακτικά. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την ειδικότερη αιτίαση ότι τα ανωτέρω έγγραφα που αναγνώσθηκαν δεν προσδιορίζονται κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω αυτοτελής είναι και ο ισχυρισμός ο προβλεπόμενος από το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ, κατά τον οποίο δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, και, επομένως, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού. Όπως, όμως, συνάγεται από την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προταθεί μόνο όταν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της απλής δυσφήμησης (άρ. 362 Π Κ) ή της εξύβρισης (άρ. 361 παρ.1 ΠΚ) και όχι όταν οι εκδηλώσεις αυτές περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξεως του άρ. 363 ΠΚ, δηλαδή όταν υπάρχει διάδοση ή ισχυρισμός ενώπιον τρίτων ψευδούς ισχυρισμού, εν γνώσει του ψεύδους. Στην τελευταία περίπτωση εφόσον ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος, η απόρριψη τους δεν χρήζει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως υπέβαλε την "ένσταση εκ του άρ. 367 περ. γ ΠΚ από την οποία προκύπτει ξεκάθαρα ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του, πλην όμως η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό "δίχως να υπεισέλθει σε περαιτέρω τεκμηρίωση της απόφασής της αυτής". Το Πενταμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στην οποία διαλαμβάνονται όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, απέρριψε την σχετική ένσταση, ως μη νόμιμη, διότι, όπως έκρινε, η επικαλούμενη διάταξη του άρ. 367 παρ. 2 του ΠΚ δεν εφαρμόζεται επί συκοφαντικής δυσφημήσεως, αδίκημα το οποίο διέπραξε ο κατηγορούμενος αναιρεσείων.
Συνεπώς, και κατά ο σκέλος αυτό ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Με τον τρίτο και τελευταίο από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' του ΚΠΔ, λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα εφάρμοσε την παρ. 1 του άρθρου 94 του ΠΚ, παρότι τα εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων τελέστηκαν με μία πράξη. Πράγματι, το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων φέρεται ότι τελέσθηκε με μία φράση, δυσφημηστική και για τους δύο παθόντες και κατά συνέπεια πρόκειται για κατ' ιδέαν αληθή συρροή, για την οποία εφαρμοστέα ήταν η παρ. 2 του άρθρου 94 του ΠΚ. Όμως, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δεν έχει έννομο συμφέρον να επικαλείται την πλημμέλεια αυτή, καθόσον οι ποινές που επιβλήθηκαν κινούνται μέσα στα όρια, που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 2 ΠΚ. Κατά συνέπεια, ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως πρέπει ως αβάσιμος να απορριφθεί. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 10 Σεπτεμβρίου 2008 (υπ' αριθ. πρωτ. 7591 ενώπιον του Εισ. ΑΠ 16.9.2008) αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθ. 662-663/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουλίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Οκτωβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή