Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2050 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Συνέργεια, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για άμεση συνέργεια σε απάτη στο Δικαστήριο. Απορρίπτεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Αρείου Πάγου.




Αριθμός 2050/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21.7.10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια και Βασίλειο Φράγγο - Εισηγητή σύμφωνα με την 104/21.7.10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Τ. Μ. του Λ., κατοίκου …, περί αναιρέσεως του υπ'αριθμ. 1534/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με συγκατηγορούμενη την Μ. Β. του Π..

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Σεπτεμβρίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1187/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κολιοκώστας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη, με αριθμό 324/05.10.2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Εισάγω κατ' άρθρο 485 §§ 1 ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία την υπ' αριθμό 106/8-9-2010 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Τ. Μ. του Λ., κατοίκου …, κατά του υπ' αριθμό 1534/10 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (το οποίο εκδόθηκε μετά από αναίρεση του υπ' αριθμό 1302/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την 1752/09 απόφαση του Αρείου Πάγου) με το οποίο απορρίφθηκε στην ουσία, ως αβάσιμη, η υπ' αριθμό 306/08 έφεση του ανωτέρω κατηγορουμένου κατά του 1562/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, που επικυρώθηκε και με το οποίο παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών να δικασθεί για (α) άμεση συνέργεια σε απάτη επί Δικαστηρίου, όπου το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία, υπερβαίνουν συνολικά τα 73.000 Ευρώ (ή 25.000.000 δρχ) και (β) ψευδορκία μάρτυρα (αρ. 13, 14 - 18, 26 § 1, 27 § 1, 46§1, 94, 224§2-1, 227§1 και 386 § 1 - 3β' ΠΚ). Η υπό κρίση αναίρεση ασκήθηκε νομοτύπως, εμπροθέσμως (επίδοση του βουλεύματος, στο κατηγορούμενο και στον αντίκλητο δικηγόρο του την 4/8/10) και παραδεκτώς από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτου και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση (αρ.473, 474, 482 § 1 - 3 ΚΠΔ), για την οποία συντάχθηκε νόμιμα η υπ' αριθμό 106/8-9-2010 έκθεση αναίρεσης και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή, με προβαλλόμενο λόγον αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος (αρ. 93 § 3 Συντ. 139, 484 § 1 δ'ΚΠΔ) - βλ. έκθεση αναίρεσης - Επειδή ο Άρειος Πάγος δεν είναι τρίτου βαθμού ουσιαστικής δικαιοδοσίας δικαστήριο αλλά ακυρωτικό τοιούτο και γι' αυτό ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του προσβαλλομένου βουλεύματος (ή απόφασης) και με βάση τους προβαλλομένους λόγους αναίρεσης, μη δυνάμενος να εισέλθει στην εκτίμηση και διαπίστωση των πορισμάτων της ανάκρισης, τουτέστι, πραγματικών περιστατικών περί των οποίων κρίνει κυριαρχικώς το συμβούλιο (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. Κ.Ποιν.Δ. τομ. β σελ 95, ΑΠ 990/80, ΑΠ 88/82 κ.ά.). Ο Άρειος Πάγος ελέγχει τα εκτιθέμενα στα πρακτικά, στην απόφαση και το βούλευμα αναφερόμενα (βλ. ΑΠ 580/79) και τα οποία θεωρεί ως γενόμενα. Γι' αυτό και λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά που δεν γίνονται δεκτά από το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι απαράδεκτος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (βλ. και ΑΠ 1349/2002, ΑΠ 2231/2002 Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία Γ (1977) σελ. 289 κ.α). Έτσι λόγος αναίρεσης που αναφέρεται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και σε εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος (βλ. ΑΠ 1918/2001, ΑΠ 1999/2002 ΑΠ 956/2003, ΑΠ 859/2001, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 2405/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 1449/2000, ΑΠ 635/2001 κ.ά) Δεν δύναται ο Άρειος Πάγος να ελέγξει αν το συμβούλιο εκτίμησε ορθά ή όχι τα πράγματα, αν εκ της ανακρίσεως προέκυψαν και άλλα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν δέχθηκε (βλ. ΑΠ 86782, ΑΠ 85/82, ΑΠ 1663/84 κ.ά.) κλπ. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί η μνεία του είδους τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) και δεν απαιτείται ειδική αναφορά, καθενός από αυτά και τι συνήγαγε από το καθένα (βλ. ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2170/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 86/2004, ΑΠ 1753/2002 κ.ά.) -πράγμα και που πρακτικά δεν είναι δυνατό- ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους (βλ. ΑΠ 1/2005 ολ, ΑΠ 159/2003, ΑΠ 1128/2002 κ.ά.) - πράγμα που όντως γίνεται πρακτικά για να βγεί το αποτέλεσμα. 'Oταν δε εξαίρονται ορισμένα ή ορισμένο από τα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ούτε απαιτείται να αιτιολογείται γιατί δεν εξαίρονται και τα άλλα (βλ. ΑΠ 570/2006 κ.ά.). Έτσι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από το άρθρο 93 § 3 Συντ. και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και για το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, τα αποδεικτικά μέσα (αποδείξεις) από τα οποία προέκυψαν τα άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά και τους συλλογισμούς - σκέψεις με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και ότι προέκυψαν αποχρώσες (επαρκείς) ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (βλ. ΑΠ 1459/2004, ΑΠ 861/2004, ΑΠ 234/2003, ΑΠ 272/2002, ΑΠ 570/2006, ΑΠ 2413/2005, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 1269/2006 κ.ά.), όταν τουτέστιν καθίσταται δυνατόν να ελεγχθεί πόθεν και πως ήχθη ο δικαστής στο εξαχθέν συμπέρασμα. Βέβαια ελέγχει ο Άρειος Πάγος αν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, και όπως αυτά εκτίθενται, αντίκεινται στους κανόνες της κοινής λογικής, διότι άλλως το εξαχθέν συμπέρασμα θα εμφανίζεται να είναι προϊόν αυθαίρετης-εσφαλμένης κρίσης, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει δεκτόν. 'Άλλο δηλαδή ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων και άλλο αυθαίρετη εκτίμηση των αποδείξεων. Επειδή το προσβαλλόμενο βούλευμα τόσο με δικές του σκέψεις όσο και με συμπληρωματική υιοθέτηση της πρότασης του παρ' αυτώ εισαγγελέα (ΑΠ 1494/05, ΑΠ 2464/05) δέχθηκε, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα εξής: Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ που ορίζει: "Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται...", προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος περιουσιακό όφελος, όχι δε και πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανάται κάποιος και πείθεται να προβεί σε πράξη παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος [ Α.Π. 545/2009 Ποιν. Χρ. ΝΘ' 700, Α.Π. 471/2008, Ποιν. Χρ. ΝΘ' 153, Α.Π. 407/2008, Ποιν. Χρ. ΝΘ' 139, Α.Π. 211/2008, Ποιν. Χρ. ΝΘ' 38, Α.Π. 971/2007, Ποιν. Χρ. ΝΗ' 320]. Υποκειμενικώς απαιτείται ο δράστης να γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης αυτής, δηλαδή τα ανωτέρω στοιχεία της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και να θέλει να τα παραγάγει [Α.Π. 911/2004, Ποιν. Χρ. ΝΕ' 419, Α.Π. 858/2004, Ποιν. Χρ. ΝΕ' 322]. Η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος; τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ [παρ. 3 άρθρου 386 του Π.Κ.] [βλ. Α.Π. 2203/2006, Ποιν. Χρ. ΝΖ' 209, Α.Π. 1394/2006, Ποιν. Χρ. ΝΖ' 621]. Απάτη μπορεί να τελεστεί και ενώπιον του δικαστηρίου, αφού δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει ταυτότητα του προσώπου του απατηθέντος και αυτού που βλάπτεται. (Α.Π. 1752/2009 σε Συμβούλιο, ΑΠ 487/2007, ΑΠ 364/2007 δημ. Νόμος). Έτσι, μπορεί η απάτη να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή, που δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ' αυτόν ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων. Η προσαγωγή και η επίκληση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης επί δικαστηρίου ακόμη και υπό τη μορφή της απόπειρας τελέσεως αυτού, εφόσον μόνη η υποβολή αναληθούς ισχυρισμού δι' αγωγής κλπ. δε συνιστά πράξη περιέχουσα αρχή τελέσεως της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ και όταν ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να δεχτεί ως αληθινούς τους ψευδείς ισχυρισμούς του ενάγοντος, χωρίς έλεγχο της ουσιαστικής αλήθειας αυτών, με βάση μόνο το από το άρθρο 271 παρ. 3 του ΚΠολΔ τεκμήριο ομολογίας, λόγω ερημοδικίας του αντιδίκου του. Τετελεσμένη είναι η απάτη επί δικαστηρίου, όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την προσαγωγή καθώς και επίκληση των πλαστών ή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων εκδίδεται από το πολιτικό δικαστήριο οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη της απάτης σε βάρος του αντιδίκου του (ΑΠ 91/94, ΝΟΒ/1994(477), ΠΟΙΝΧΡ/1994(319), ΑΠ 1023/95, ΑΠ 1839/1997 ΝΟΒ/1998 (687), 1348/2000 δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1β' ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι με την ποινή του αυτουργού, τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κυρίας πράξης, συνάγεται ότι άμεσος συνεργός είναι εκείνος, που με πρόθεση παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και την διάρκεια της κυρίας πράξης, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς αυτή τη συνδρομή, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε [Α.Π. 471/2008, Ποιν. Χρ. ΝΘ' 153, Α.Π. 547/2008, Ποιν. Χρ. ΝΗ' 699, Α.Π. 2353/2007, Ποιν. Χρ. ΝΗ' 820, Α.Π. 1656/2007, Ποιν. Χρ. ΝΗ' 536]. Ο δόλος του άμεσου συνεργού περιλαμβάνει τη θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη του εκτελούντος την κυρία πράξη και τη γνώση της συγκεκριμένης πράξης, στην οποία παρέχει τη συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξης [Α.Π 1752/2009 σε Συμβούλιο, Α.Π. 471/2008, Ποιν. Χρ. ΝΘ' 153, Α.Π. 971/2007, Ποιν. Χρ. ΝΗ' 320, Α.Π. 2353/2007, Ποιν. Χρ. ΝΗ' 820, ΑΠ 1642/2000, Ποιν. Χρ. ΝΑ/715]. Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46 παρ. 1 εδ. β', 49 παρ. 2 και 386 παρ. 1 και 3 εδ. β' του Π.Κ. προκύπτει, ότι οι επιβαρυντικές περιστάσεις της απάτης (όπως εν προκειμένω, το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ), που της προσδίδουν κακουργηματικό χαρακτήρα, πρέπει να συντρέχουν ιδιαιτέρως και αυτοτελώς και στο πρόσωπο του αμέσου συνεργού, για να έχει και γι' αυτόν η πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη, κακουργηματικό χαρακτήρα, γιατί δεν αρκεί η συνδρομή τους στο πρόσωπο του αυτουργού [Α.Π. 471/2008, Ποιν. Χρ. ΝΘ' 153]. Στην προκειμένη περίπτωση από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση και μάλιστα από τα αποδεικτικά μέσα που συνελέγησαν, δηλαδή από τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων, τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και υπάρχουν στη δικογραφία, την απολογία του ανωτέρω κατηγορούμενου, ως και αυτή της συγκατηγορούμενής του Μ. Β. [ως προς την οποία δεν εισάγεται η υπόθεση] και το περιεχόμενο της εκθέσεως εφέσεως προέκυψαν τα εξής κρίσιμα και ουσιώδη για την υπόθεση αυτή πραγματικά περιστατικά: Την 21-9-2002 απεβίωσε στην επί της οδού … οικία του, στο …, σε ηλικία 79 ετών, Ν. Α. του Σ. και της Κ., αδελφός του εγκαλούντα Α. Α. και σύζυγος της κατηγορούμενης Μ. Β.. Ο θάνατός του προήλθε από οξύ πνευμονικό οίδημα, το οποίο ήταν αποτέλεσμα απότοκο χρόνιας ισχαιμικής καρδιοπάθειας και ανεπάρκειας μιτροειδούς βαλβίδας, από τις οποίες έπασχε. Τα χρόνια αυτά καρδιαγγειακά νοσήματα και η εξαιτίας αυτών κακή οξυγόνωση του οργανισμού του αποβιώσαντος σε συνδυασμό και με την αρτηριοσκλήρυνση, η οποία πριν από το έτος 1980 του είχε προκαλέσει δύο εγκεφαλικά επεισόδια, είχαν επιφέρει σ' αυτόν βαριές σωματικές βλάβες και αναπηρίες, που ήταν έκδηλες με σταδιακή επιδείνωση κατά το τελευταίο προ του θανάτου του έτος. Ειδικότερα, αυτός κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα πριν από το θάνατο του, δεν μπορούσε να κινηθεί μόνος του και υποβασταζόταν, ούτε μπορούσε να χρησιμοποιεί με σταθερότητα τα χέρια του, σε βαθμό που ήταν αδύνατο να γράφει μόνος του ακόμη και υποβοηθούμενος. Έπασχε δε από καταρράκτη στον αριστερό οφθαλμό, εξαιτίας του οποίου είχε χειρουργηθεί στις 5-4-2000, καθώς και από άλλες οφθαλμικές παθήσεις, εξαιτίας των οποίων (παθήσεων) είχε μειωθεί η όραση του, δύσκολα αναγνώριζε πρόσωπα και δεν μπορούσε να διαβάζει, υπέγραφε δε μηχανικά και στα σημεία που θα τοποθετούσε κανείς το χέρι του (βλ. και την αριθ. 867/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του αποβιώσαντος κατά το χρόνο του θανάτου του, ήταν μια οικοδομή, συνολικής επιφάνειας 540,00 τ.μ., που βρίσκεται επί της οδού …, και αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο, πρώτο και δεύτερο όροφο. Στο δεύτερο από τους παραπάνω ορόφους κατοικεί η Μ. Β., ενώ οι υπόλοιποι τρεις όροφοι της οικοδομής είναι μισθωμένοι σε τρίτους. Ο ανωτέρω αποβιώσας με την από 15-9-1980 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε νόμιμα με το υπ' αριθ. 525/31-1-2003 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθ. 156/2003 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο του σε όλη τη κληρονομιαία περιουσία τον αδελφό του Α. Α. (εγκαλούντα), προς τον οποίο έτρεφε ιδιαίτερα αισθήματα αγάπης μέχρι το θάνατο του, αφού και το έτος 2000 δωρίσει σ' αυτόν με το υπ' αριθ. …/8-11-2000 δωρητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Ασημάκη Γκιούσα, ένα ελαιοπερίβολο, που βρίσκεται στη θέση "Μ." της περιφέρειας της πρώην Κοινότητας και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος … του Δήμου … του Νομού …, εκτάσεως 1300 τ.μ.. Όμως, με το υπ' αριθ. 3136/6-6-2003 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δημοσιεύτηκε, με επιμέλεια της συζύγου του αποβιώσαντος, Μ. Β., και η από 20-9-2002 ιδιόγραφη διαθήκη του (αποβιώσαντος), η οποία κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθ. 1164/6-6-2003 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου. Στη διαθήκη αυτή, που φέρεται να έχει συνταχθεί μία μέρα προ του θανάτου του διαθέτη αναγράφονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα: "Εγώ ο Ν. Α. αφήνω τη σύζυγο μου Μ. 1° και 2° όροφο και ότι υπάρχει δικά της". Ο εγκαλών Α. Α., ο οποίος, όπως ήδη προαναφέρθηκε, είχε εγκατασταθεί μοναδικός κληρονόμος του αδελφού του, δυνάμει προγενέστερης διαθήκης, με την από 8-9-2003 έγκλησή του ισχυρίζεται ότι η διαθήκη αυτή που προσκόμισε στο δικαστήριο η κατ/νη Μ. Β. είναι πλαστή και την κατασκεύασε η ίδια με σκοπό να πετύχει να καρπωθεί την περιουσία του συζύγου της και αδελφού του. Την κατηγορεί επίσης ότι με την προσκόμιση στο δικαστήριο της πλαστής αυτής διαθήκης και τον ισχυρισμό της ότι είναι γνήσια και ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντα συζύγου της, ισχυρισμό τον οποίο στήριξε και ο κατηγορούμενος Τ. Μ., ο οποίος κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 6-6-2003, βεβαιώνοντας ότι η διαθήκη αυτή έχει γραφεί και υπογραφεί από τον θανόντα, παραπλάνησε το δικαστήριο εν γνώσει της και εξέδωσε την ως άνω απόφαση, η οποία είναι προϊόν απάτης. Ακόμη ισχυρίζεται ότι ο συγκατηγορούμενός της Τ. Μ. κατέθεσε ψέματα ενόρκως στο δικαστήριο ότι η διαθήκη είχε γραφεί δια χειρός του Ν. Α., ενώ γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια, με σκοπό να βοηθήσει την πρώτη να παραπλανήσει το δικαστήριο και να εκδώσει απόφαση σύμφωνη με τα συμφέροντα της, αυτό δε το έκαμε μετά από παράκληση και προτροπή αυτής. Παράλληλα με την ως άνω έγκλησή του ο εγκαλών προσέβαλε την πιο πάνω διαθήκη ως άκυρη άλλως ως ακυρώσιμη, και με την από 8-9-2003 αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα αυτής και να κηρυχθεί ανίσχυρη, άλλως να ακυρωθεί για τους αναφερόμενους στην αγωγή του λόγους, ισχυριζόμενος ειδικότερα ότι η διαθήκη αυτή είναι πλαστή, ότι ο ανωτέρω διαθέτης κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα της ζωής του στερείτο της ικανότητας να συντάξει διαθήκη, ότι άλλως αυτή είναι προϊόν ψυχολογικής βίας (απειλής), ότι το περιεχόμενο της διαθήκης είναι τελείως ασαφές, ακατάληπτο και αόριστο και ότι για το λόγο αυτό δεν μπορεί να ισχύει ως διαθήκη και, σε κάθε περίπτωση, ότι η εγκατάσταση της εγκαλούμενης (Μ. Β.) πρέπει να περιοριστεί μόνο στο δεύτερο όροφο της οικοδομής. Προς επίρρωση των ισχυρισμών του ο εγκαλών προσκόμισε και την από 26-3-04 έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως της ειδικής δικαστικής γραφολόγου Χ. Τ., στο τελικό συμπέρασμα της οποίας αναφέρεται ότι "στην από 20-9-2002 διαθήκη που φέρεται ως ιδιόγραφη διαθήκη του Ν. Α. η υπάρχουσα υπογραφή διαφοροποιείται σημαντικά από τις πλησιόχρονες γνήσιες υπογραφές του ανωτέρω και συνεπώς τη θεωρώ πλαστή...ότι και το κείμενο της υπό έλεγχο διαθήκης δεν πρέπει να προέρχεται από το Ν. Α.". Μετά την άσκηση της αγωγής του ανωτέρω εγκαλούντα, η κατ/νη Μ. Β., μη αναγνωρίζοντας σ' αυτόν οποιοδήποτε δικαίωμα επί της κληρονομιαίας περιουσίας, άσκησε και αυτή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 4-4-2004 αγωγή της με την οποία ζητούσε να ερμηνευτεί η ως άνω διαθήκη του αποβιώσαντος συζύγου της και να αναγνωριστεί, ότι αυτή είναι η μοναδική κληρονόμος αυτού σε όλη την κληρονομιαία περιουσία. Τελικά, επί των δύο αυτών αγωγών, που συνεκδικάστηκαν αντιμωλία των διαδίκων, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 867/2007 απόφαση του δικαστηρίου αυτού, με την οποία απερρίφθη η από 4-4-2004 αγωγή της κατ/νης Μ. Β. και έγινε δεκτή η αγωγή του Α. Α., δηλαδή αναγνωρίστηκε ότι η από 20-9-2002 φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη του Ν. Α. του Σ., που έχει δημοσιευτεί με το υπ' αριθ. 3136/6-6-2003 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθ. 1164/6-6-2003 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (βλ. και την αριθ. 867/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Το παραπάνω ισχυρισμό του εγκαλούντα περί πλαστότητας της διαθήκης, εκτός από την ως άνω ειδική δικαστική γραφολόγο, τον στηρίζουν και οι μάρτυρες Σ. Α., Α. Κ. και Κ. Α., οι οποίοι εξετάστηκαν κατά την προκαταρκτική εξέταση, αλλά και οι πραγματογνώμονες-γραφολόγοι Θ. Β., και Δ. Θ., που διορίστηκαν, ο μεν πρώτος, κατά τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, με Διάταξη της ανακρίτριας Του 17ου Τμήματος Αθηνών, ο δεύτερος δε με την υπ' αριθ. 3908/31-1-2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ειδικότερα, οι ανωτέρω πραγματογνώμονες, οι οποίοι διορίστηκαν με σκοπό να αποφανθούν περί της γνησιότητας ή μη της επίμαχης διαθήκης, με τις γραφολογικές πραγματογνωμοσύνες τους αποφαίνονται ότι η άνω διαθήκη δεν έχει γραφεί και δεν έχει υπογραφεί από τον θανόντα Ν. Α., αλλά από τρίτο πρόσωπο. Μάλιστα ο εξ αυτών Θ. Β. στο συμπέρασμα του σημειώνει ότι η μεν γραφή του κειμένου έγινε από την κατ/νη Μ. Β., η δε υπογραφή είναι πολύ πιθανό να τέθηκε απ' αυτήν (βλ. και την από 10-12-2007 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Θ. Β., καθώς και την από 18-1-2006 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Δ. Θ.). Η συγκ/νη Μ. Β., από την πλευρά της ισχυρίζεται ότι βρήκε την επίμαχη διαθήκη τυχαία στο σπίτι της σε κάποιο συρτάρι, μετά από πολλούς μήνες από το θάνατο του συζύγου της, ότι πριν δεν γνώριζε την ύπαρξη της και ότι δεν έχει σχέση μ' αυτήν, αλλά επειδή γνωρίζει το γραφικό χαρακτήρα του συζύγου της είναι βέβαιη ότι τη συνέταξε και την υπόγραψε ο ίδιος. Προς επίρρωση δε του ισχυρισμού της επικαλείται και προσκομίζει την από 20-3-2006 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Μ. Μ.. Ο εν λόγω γραφολόγος, ο οποίος μετά από παραγγελία της άνω κατ/νης συνέταξε την πιο πάνω έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, αναφέρει ότι η επίδικη διαθήκη γράφηκε χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από τον ίδιο τον διαθέτη Ν. Α.. Η γραφολογική αυτή πραγματογνωμοσύνη έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις πραγματογνωμοσύνες των τριών ως άνω συναδέλφων του, πλην όμως, την αντίθεση αυτή ο γραφολόγος αυτός την αποδίδει στο ότι τα δείγματα γραφής του διαθέτη, που έλαβαν υπόψη οι συνάδελφοί του, ήταν πολύ παλαιά και ως εκ τούτου ήταν φυσικό να υπάρχει διαφορά στους χαρακτήρες των γραμμάτων αυτών και της διαθήκης. Όμως αυτό δεν είναι αληθές, αφού οι γραφολόγοι αυτοί έλαβαν υπόψη τους και γραφές του διαθέτη πλησιόχρονες της διαθήκης. Βεβαίως και ο πραγματογνώμονας αυτός εντοπίζει διαφορές στη γραφή της διαθήκης και των δειγμάτων γραφής του διαθέτη, αλλά θεωρεί ότι αυτές οφείλονται στην ασθένεια του διαθέτη. Όμως η σωματική κατάσταση του διαθέτη δεν μπορεί να αλλοιώσει τον τρόπο γραφής κάποιου, αλλά τη σταθερότητα και τη δυνατότητα γραφής. Σύμφωνα δε με τη γραφολόγο Χ. Τ., η γραφή της διαθήκης δεν μπορεί να προέρχεται από άτομο με σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά από άτομο που είχε τη δυνατότητα να γράφει. Επίσης οι μάρτυρες Γ. Ν. και Γ. Μ. βεβαιώνουν ότι γνώριζαν την υπογραφή θανόντα και ότι τα γράμματά του είναι ίδια με αυτά της διαθήκης. Όμως, ο ισχυρισμός τους αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, δεδομένου ότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις διαπιστώσεις και των τεσσάρων ως άνω πραγματογνωμόνων-γραφολόγων, οι οποίοι παρατηρούν διαφορές στη γραφή του Θανόντα και στη γραφή της διαθήκης, ασχέτως αν τις αποδίδουν σε διαφορετικές αιτίες. Εν κατακλείδι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία δεν στηρίζουν επαρκώς τους ισχυρισμούς της ανωτέρω κατ/νης και δεν είναι ικανά να αλλοιώσουν την αποδεικτική δύναμη των στοιχείων που στηρίζουν την κατηγορία, τα οποία βεβαιώνουν επαρκώς ότι αυτή τέλεσε τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση με σκοπό το όφελος και βλάβη τρίτου, που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000,00 ευρώ (25 εκ. δραχμών) και της απάτης στο δικαστήριο από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000,00 ευρώ (25 εκ. δραχμών), πράξεις βεβαίως για τις οποίες ήδη παραπέμφθηκε (αμετακλήτως) να δικαστεί, ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με το υπ' αριθ. 1.562/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Τ. Μ., ο οποίος κατηγορείται για άμεση συνεργεία στην απάτη στο δικαστήριο, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000,00 ευρώ (ή 25 εκ. δραχμών), πράξη που τέλεσε η συγκατηγορούμενή του Μ. Β., ισχυρίζεται ότι γνώριζε καλά το γραφικό χαρακτήρα του θανόντα, διότι ήταν μισθωτής του ισογείου επαγγελματικού χώρου της οικοδομής του θανόντα και θανών τον επισκεπτόταν συχνά στο κατάστημα του. Ότι, κατά την είσπραξη του ενοικίου έγραφε και υπέγραφε τις αποδείξεις του ενοικίου που αυτός κατέβαλε, ο ίδιος ο θανών, και ως εκ τούτου είναι σίγουρος ότι η διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί από τον ίδιο τον Ν. Α.. Προς επίρρωση των ισχυρισμών του αυτών επικαλείται και αυτός, όπως και η συγκατηγορούμενή του Μ. Β. τα ίδια ακριβώς αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία βεβαίως, όπως ήδη προεκτέθηκε, δεν κρίνονται ικανά να αλλοιώσουν την αποδεικτική δύναμη των στοιχείων που στηρίζουν την κατηγορία. Περαιτέρω δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος, όταν κατάθετε ψευδώς ως μάρτυρας, κατά τη δικάσιμο της 6-6-2003, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι η επίδικη διαθήκη είναι γνήσια, γνώριζε πολύ καλά, ότι με την κατάθεσή του αυτή, αφενός βοηθούσε την συγκατηγορούμενή του Μ. Β. να πετύχει το σκοπό της, δηλ. να καρπωθεί την κληρονομιαία περιουσία του συζύγου της και αφετέρου ότι η αξία της περιουσίας αυτής υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό των 73.000 ευρώ. Το τελευταίο αυτό γεγονός, ενισχύεται και από τα εξής: Ο ανωτέρω κατηγορούμενος, ο οποίος ασχολείται με μεταλλικές κατασκευές, από το Σεπτέμβριο του 2000 είχε μισθώσει για τρία (3) χρόνια, για τις ανάγκες της εργασίας του, τον ισόγειο χώρο της επί της οδού …, ευρισκόμενης οικοδομής του θανόντα Ν. Α., εμβαδού 148 τ.μ.. Το μίσθιο το χρησιμοποιούσε αποκλειστικά ως εργαστήριο σιδηρομεταλλικών κατασκευών και αλουμινίου και κατέβαλε ως μίσθωμα το ποσό των 200.000 δραχμών, το οποίο αναπροσαρμοζόταν κάθε έτος 5% επί κατά το προηγούμενο έτος καταβαλλόμενου μισθώματος (βλ. και το από 22-9-00 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μισθώσεως). Για να δεχθεί όμως να καταβάλλει ένα τόσο μεγάλο μίσθωμα το έτος 2000, θα πρέπει να γνώριζε πολύ καλά ότι η εμπορική αξία του χώρου που μίσθωνε, ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη του ποσού των 73.000 ευρώ ή 25.000.000 δραχμών. Ο χώρος βεβαίως που μίσθωνε ήταν ένα τμήμα της όλης οικοδομής, η οποία αποτελείται ακόμη και από υπόγειο και άλλους δύο ορόφους, η δε συνολική της επιφάνεια ανερχόταν σε 540,00 τ.μ.. Η αξία αυτής δηλαδή, κατ' αντικειμενική κρίση, είναι, κατά πολύ μεγαλύτερη του ποσού των 73.000 ευρώ ή 25.000.000 δραχμών. Το τελευταίο αυτό γεγονός, χωρίς καμιά αμφιβολία, το γνώριζε ο κατηγορούμενος, αφού λόγω της φύσης του επαγγέλματός του (βιοτέχνης σιδηρομεταλλικών κατασκευών και αλουμινίου) είχε άμεση σχέση με ακίνητα και ήταν σε θέση να γνωρίζει καλύτερα και απ' αυτή τη συγκατηγορούμενή του Μ. Β. την αξία της κληρονομιαίας περιουσίας του θανόντος συζύγου της Ν. Α.. Είναι δηλαδή περισσότερο από βέβαιο ότι γνώριζε πολύ καλά όταν κατέθετε, πως το όφελος που επιδίωκε η ως άνω συγκατηγορούμενή του, με την κατά τον παραπάνω τρόπο εξαπάτηση του δικαστή, που διέταξε τη δημοσίευση της πλαστής διαθήκης, υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό των 73.000 ευρώ ή 25.000.000 δραχμών, γεγονός βεβαίως, το οποίο προσδίδει στην αξιόποινη πράξη της απάτης του (δικαστή) κακουργηματικό χαρακτήρα. Η παραπάνω άποψη ενισχύεται άμεσα και από το γεγονός ότι ο κατ/νος σε κανένα στάδιο της ποινικής διαδικασίας δεν επικαλέστηκε άγνοια του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως για την οποία κατηγορείται και τούτο, μολονότι από την αρχή της ποινικής διαδικασίας γινόταν λόγος και για πλαστογραφία και απάτη σε βαθμό κακουργήματος.
Συνεπώς, τα αντιθέτως με την υπό κρίση έφεσή του υποστηριζόμενα, ότι δηλαδή έσφαλε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, που με το προσβαλλόμενο 1.562/2008 βούλευμα τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών προκειμένου να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000,00 ευρώ (25 εκ. δραχμών), δεν είναι βάσιμα και πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 Συντ. και 139 Κ.Π.Δ.), αφού εκθέτει σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις όλα χωρίς εξαίρεση τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκε ο αναιρεσείων παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσδιορίζονται επαρκώς κατ'είδος, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους ορθώς υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικά δε αιτιολογούνται πλήρως όλοι οι προβληθέντες ισχυρισμοί και τα αιτήματα του αναιρεσείοντος κατ/νου και μετά από αξιολόγησή τους σε συνδυασμό με όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει και προσδιορίζει επαρκώς κατ' είδος, αιτιολογημένα αποφάνθηκε επ' αυτών, χωρίς να δημιουργηθεί ουδεμία ασάφεια ή ακυρότητα, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέες ως αβάσιμες (βλ. και ΑΠ 874/04 ΠΧ ΝΕ/414).
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 § 1 δ'Κ.Π.Δ., προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί, κατά το μέρος, δε με το οποίο, με την επίκληση, κατ' επίφαση, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμησή τους, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση πρέπει η υπό κρίση αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Τέλος, πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν Σας, διότι με τη κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και τα υπομνήματά του εκτενώς και διεξοδικώς εκθέτει τις απόψεις του και δεν κρίνεται αναγκαία οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνηση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ: Α) Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 106/10 αίτηση του Τ. Λ. Μ., κατοίκου …, για αναίρεση του υπ. αριθμ. 1534/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να απορριφθεί το αίτημα περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως του αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβουλίου Σας και Γ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης".

Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της απάτης, απαιτείται 1) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, 2) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και 3) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωση της. Εξάλλου κατά την παράγραφο 3 εδ. α' του άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14§4 του Ν.2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δραχμών), ή αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δραχμών). Απάτη μπορεί να τελεστεί και ενώπιον του δικαστηρίου αφού δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει ταυτότητα του προσώπου του απατηθέντος και αυτού που βλάπτεται. Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 46 παρ.1β' ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι, με την ποινή του αυτουργού, τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, συνάγεται, ότι άμεσος συνεργός είναι εκείνος, που, με πρόθεση, παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και την διάρκεια της κύριας πράξης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς αυτήν την συνδρομή, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ ο δόλος του άμεσου συνεργού περιλαμβάνει την θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη του εκτελούντος την κύρια πράξη και την γνώση της συγκεκριμένης πράξης, στην οποία παρέχει την συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξης. Εξ άλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του αρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, δια το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπ' όψη από το συμβούλιο, για την παραπεμπτική κρίση του, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά. Πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότης ότι το συμβούλιο έλαβε υπ' όψη και συνεξετίμησε το σύνολο τούτων και όχι μόνο μερικά από αυτά, το δε γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπ' όψη τα άλλα. Και δεν ιδρύουν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στο άνω βούλευμα αποδεικτικών μέσων τα ακόλουθα: "Την 21.09.2002 απεβίωσε ο Ν. Α., κάτοικος …, από οξύ πνευμονικό οίδημα απότοκο χρόνιας ισχαιμικής καρδιοπάθειας και ανεπάρκειας μητροειδούς βαλβίδας. Η χήρα του, Μ. Β., με αίτησή της στο μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ζήτηση να δημοσιευθεί και να κηρυχθεί κυρία η από 20/9/2002 ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντα συζύγου της με την οποία την εγκαθιστούσε μοναδικό κληρονόμο της περιουσίας του και το δικαστήριο αυτό με τη μ' αριθμό 1164/6-6-2003 απόφαση του έκανε δεκτή την αίτηση, δημοσίευσε τη διαθήκη και την κήρυξε κυρία. Ο εγκαλών Α. Α.ς, αδελφός του αποβιώσαντος, ο οποίος είχε εγκατασταθεί μοναδικός κληρονόμος του αδελφού του, δυνάμει προγενέστερης διαθήκης, με την από 8-9-2003 έγκληση του ισχυρίζεται ότι η διαθήκη που προσκόμισε στο δικαστήριο η Μ. Β. είναι πλαστή, την κατήρτισε η ίδια με σκοπό να επιτύχει να καρπωθεί την περιουσία του θανόντος συζύγου της και αδελφού του, ότι με την προσκόμιση της πλαστής αυτής διαθήκης στο δικαστήριο και τον ισχυρισμό ότι είναι γνήσια δηλαδή έχει γραφεί και υπογραφεί από τον θανόντα σύζυγο της, ισχυρισμό που κατέθεσε ενόρκως ο κατηγορούμενος Τ. Μ., ο οποίος κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 6-6-2003, βεβαιώνοντας ότι η διαθήκη αυτή έχει γραφεί και υπογραφεί από τον θανόντα, παραπλάνησε το δικαστήριο εν γνώσει της και εξέδωσε την ως άνω απόφαση η οποία είναι προϊόν απάτης. Ακόμη ισχυρίζεται ότι ο Τ. Μ. κατέθεσε ενόρκως ψευδώς στο δικαστήριο ότι η διαθήκη είχε γραφεί δια χειρός του Ν. Α., ενώ γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια με σκοπό να βοηθήσει την πρώτη να παραπλανήσει το δικαστήριο ώστε να γίνει δεκτή η αίτησή της προέβη δε στην ως άνω ένορκη κατάθεση μετά από παράκληση και προτροπή της πρώτης. Ο πραγματογνώμονας Θ. Β. που διορίστηκε από την ανακρίτρια κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης με την από 10.12.2007 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, για τους λόγους που εκθέτει αναλυτικά σ' αυτήν, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επίδικη διαθήκη δεν έχει γραφεί και δεν έχει υπογραφεί από τον θανόντα Ν. Α. αλλά από τρίτο πρόσωπο και η μεν γραφή του κειμένου έγινε από την Μ. Β. η δε υπογραφή είναι δυνατόν να τέθηκε απ' αυτήν. Με την 867/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έγινε δεκτή αγωγή του εγκαλούντος και αναγνωρίστηκε ότι είναι άκυρη η από 20/9/2002 φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη του Νικολάου Αδαμοπούλου επειδή σύμφωνα με τις παραδοχές της δεν έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από τον διαθέτη αλλά είναι πλαστή ενώ με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε αγωγή της Μ. Β. περί ερμηνείας της ως άνω διαθήκης. Ο ορισθείς στα πλαίσια της πολιτικής δίκης πραγματογνώμων Δ. Θ., με την από 18/1/2006 έκθεση του, αποφάνθηκε ότι η διαθήκη αυτή δεν έχει γραφεί, χρονολογηθεί και απογραφεί από τον Ν. Α., αλλά από τρίτο άγνωστο πρόσωπο, όμως όχι από την Μ. Β.. Τον ισχυρισμό του εγκαλούντα περί της πλαστότητας της διαθήκης εκτός από τους προαναφερόμενους πραγματογνώμονες, που διορίστηκαν από τις δικαστικές αρχές, στηρίζουν και η ειδική δικαστική γραφολόγος Χ. Τ. την οποία όρισε ο ίδιος αλλά και οι μάρτυρες που εξετάστηκαν κατά την προκαταρκτική εξέταση Σ. Α., Α. Κ. και Κ. Α.. Η Μ. Β. ισχυρίστηκε ότι τη διαθήκη βρήκε τυχαία στην κατοικία της σε κάποιο συρτάρι μετά• από πολλούς μήνες από το θάνατο του συζύγου της και ότι πριν αυτή δεν γνώριζε την ύπαρξη της. Ο κατηγορούμενος Τ. Μ. ισχυρίζεται ότι γνωρίζει καλά το γραφικό χαρακτήρα του θανόντα Ν. Α., διότι ήταν εκμισθωτής του καταστήματος που αυτός διατηρεί και ο θανών τον επισκεπτόταν συχνά στο κατάστημα του. Κατά την είσπραξη του ενοικίου έγραφε και υπέγραφε τις αποδείξεις του ενοικίου που αυτός του κατέβαλε και ως εκ τούτου είναι σίγουρος ότι η διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί από τον ίδιο το Ν. Α.. Τους ισχυρισμούς αυτούς ενισχύει και ο ειδικός γραφολόγος Μ. Μ., ο οποίος μετά από παραγγελία της Μ. Β. συνέταξε την από 20/3/2006 έκθεση του, στην οποία υποστηρίζει ότι η επίδικη διαθήκη γράφτηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφτηκε από τον ίδιο το διαθέτη Ν. Α.. Η τελευταία αυτή έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις λοιπές πιο πάνω αναφερόμενες. Ο πραγματογνώμων αυτός εντοπίζει διαφορές στη γραφή της διαθήκης και των δειγμάτων γραφής του διαθέτη αλλά θεωρεί ότι αυτές οφείλονται στην ασθένεια του διαθέτη. Σύμφωνα με τη γραφολόγο Χ. Τ., η γραφή της διαθήκης δεν μπορεί να προέρχεται από άτομο με σοβαρά προβλήματα υγείας αλλά έχει γραφεί από άτομο που έχει δυνατότητα να γράφει. Επίσης, οι μάρτυρες Γ. Ν. και Γ. Μ. βεβαιώνουν ότι γνώριζαν την υπογραφή του θανόντα και τα γράμματα του και είναι ίδια με αυτά της διαθήκης. Όμως, όπως προεκτέθηκε και οι τέσσερις πραγματογνωμοσύνες παρατηρούν διαφορές στη γραφή του θανόντα και τη γραφή της διαθήκης, ασχέτως αν την αποδίδουν σε διαφορετικές αιτίες. Από τα ως άνω προκύπτει ότι η επίδικη διαθήκη δεν έχει γραφεί από τον φερόμενο ως διαθέτη Ν. Α. αλλά από την Μ. Β., η οποία την πλαστογράφησε και συνεπώς και η κατάθεση του Τ. Μ. στο δικαστήριο με την οποία βεβαίωσε τη γνησιότητα της διαθήκης, είναι ψευδής αυτός δε γνώριζε ότι αυτή είχε πλαστογραφηθεί από την ως άνω Μ. Β.. Με βάση τα ως άνω περιστατικά που έγιναν δεκτά με το μ' αριθμ. 1562/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών που επικυρώθηκε με το 1302/2008 βούλευμα του Συμβουλίου τούτου για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος και βλάβη τρίτου που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και της απάτης στο δικαστήριο από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ αφού η αξία της κληρονομιαίας περιουσίας ανέρχονταν στο ποσό των 158.800 ευρώ σύμφωνα με τις παραδοχές του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου τούτου, παραπέμφθηκε η Μ. Β. να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Περαιτέρω; από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Τ. Μ., όταν κατέθετε ως μάρτυρας κατά τη δικάσιμο στις 6/6/2003, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι η ιδιόγραφη διαθήκη που προσκόμισε στο ως άνω Δικαστήριο η Μ. Β.-Α. είναι γνήσια ήτοι ότι έχει γραφεί και υπογραφεί από τον Ν. Α. γνώριζε ότι αυτή είχε πλαστογραφηθεί από την πιο πάνω καθώς και ότι με την κατάθεση του αυτή βοηθούσε την πιο πάνω να εξαπατήσει το Δικαστήριο και να καταστεί μοναδική κληρονόμος της περιουσίας του διαθέτη αξία$ περί τα 158.890 ευρώ. Οι ισχυρισμοί του ότι γνώριζε καλά το γραφικό χαρακτήρα του διαθέτη διότι ήταν μισθωτής του ισογείου χώρου της οικοδομής του θανόντα, ότι κατά την είσπραξη του ενοικίου έγραφε και υπέγραφε τις αποδείξεις ενοικίου ο ίδιος ο θανών και ως εκ τούτου είναι σίγουρος ότι η διαθήκη είχε υπογραφεί και γραφεί από τον ίδιο τον διαθέτη προς απόδειξη των οποίων επικαλείται τα πιο πάνω αναφερόμενα έγγραφα και μάρτυρες δεν κρίνονται ικανά να αλλοιώσουν την αποδεκτική δύναμη των στοιχείων που στηρίζουν την κατηγορία. Ο κατηγορούμενος όπως προεκτέθηκε ήταν μισθωτής από το έτος 2000 του ισογείου ορόφου οικοδομής του θανόντα που βρίσκεται στο …, έκτασης 148τ.μ., που χρησιμοποιούσε ως εργαστήριο μεταλλικών κατασκευών και αλουμινίου και κατέβαλε ως μίσθωμα 200.000δρχ. με ετήσια αναπροσαρμογή 5%. Το ως άνω μίσθιο κατάστημα αποτελούσε τμήμα της όλης οικοδομής, η οποία αποτελείται από υπόγειο, πρώτο και δεύτερο ορόφους, συνολικής επιφάνειας 540τ.μ. η αξία δε του όλου ακινήτου υπερέβαινε κατά πολύ κατά το έτος 2003 το ποσό των 73.000 ευρώ, ανερχόμενη τουλάχιστον σε 140.000 ευρώ, γεγονός που προκύπτει και από την αναγραφόμενη κατά το έτος 2004 αντικειμενική αξία του όλου ακινήτου στην πράξη αποδοχής κληρονομιάς του θανόντος στην οποία προέβη ο εγκαλών Α. Α.ς με βάση την προγενέστερη της επίδικης, διαθήκη αυτού (βλ. σχ. δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του εγκαλούντος).
Ο ίδιος ο κατηγορούμενος γνώριζε το περιεχόμενο της από 20/9/2002 διαθήκης, ότι μ' αυτή θα περιέρχονταν όλο το ως άνω ακίνητο στην Μ. Β. καθώς και ότι η αξία αυτού υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ λόγω των σχέσεων που διατηρούσε με τον διαθέτη και τη σύζυγο του αλλά και ως εκ της φύσης του επαγγέλματος του, είχε άμεση σχέση με ακίνητα, και ήταν σε θέση να γνωρίζει την αξία του. Σημειώνεται ακόμη ότι ο ως άνω κατηγορούμενος σε κανένα στάδιο της ποινικής διαδικασίας δεν επικαλέστηκε άγνοια του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως για την οποία κατηγορείται καίτοι από την αρχή είχε απαγγελθεί σ' αυτόν κατηγορία σε βαθμό κακουργήματος. Με βάση αυτά προκύπτει ότι ο Τ. Μ. γνώριζε όταν κατέθετε, πως το όφελος που επεδίωκε η Μ. Β., με την κατά τον παραπάνω τρόπο εξαπάτηση του δικαστή που δημοσίευσε και κήρυξε κυρία την επίδικη διαθήκη, υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό των 73.000 ευρώ, στοιχείο που προσδίδει στην αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας στην απάτη στο δικαστήριο κακουργηματικό χαρακτήρα".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό ,με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών και τις σκέψεις, με τις οποίες έκρινε ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά αποτελούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος για το ανωτέρω έγκλημα, που κρίθηκε αυτός παραπεμπτέος το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 386§1,3 και 46§21βΠΚ. Επίσης, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την πιο πάνω κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο ούτε αξιολογήσεως ενός εκάστου εξ' αυτών. Ειδικότερα, αιτιολογείται πλήρως η άμεση συνέργεια του κατηγορουμένου στην τέλεση της άνω αξιόποινης πράξεως, με την παραδοχή ότι με το να καταθέσει ενόρκως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ότι η ιδιόγραφη διαθήκη που προσκόμισε στο άνω δικαστήριο η συγκατηγορουμένη του Μ. Β. που είχε πλαστογραφηθεί από την τελευταία, ήταν γνήσια και είχε γραφεί και υπογραφεί από τον Ν. Α. (διαθέτη), παρέσχε άμεση συνδρομή στην άνω συγκατηγορουμένη του να διαπράξει το έγκλημα της απάτης επί δικαστηρίω, η δε γνώση του, κατά τις παραδοχές, ότι η διαθήκη είναι πλαστή και η θέλησή του για άμεση υποστήριξη της αιτήσεως της συγκατηγορουμένης του να πληροί το στοιχείο του δόλου. Τέλος, παραθέτει πραγματικά περιστατικά από τα οποίο προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων γνώριζε ότι το όφελος, το οποίο επεδίωκε η ως άνω συγκατηγορουμένη του με την κατά τον άνω τρόπο εξαπάτηση του Δικαστή που διέταξε την δημοσίευση της πλαστής διαθήκης, υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ, στοιχείο που προσέδιδε στην αξιόποινη πράξη της απάτης την κακουργηματική της μορφή. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι διαλαμβανόμενες στο μοναδικό λόγο αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του συμβουλίου Εφετών και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως ο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠολΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με την ειδικότερη αιτίαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 485 παρ.1 και 3 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 43 του Ν.3160/2003, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατά βουλεύματος κατηγορούμενος, μπορεί να ζητήσει να εμφανισθεί προσωπικά και να ακουσθεί από το συνεδριάζον, με τριμελή σύνθεση, ως Συμβούλιο., αρμόδιο ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου. Το εν λόγω Συμβούλιο ύστερα από πρόταση του οικείου Εισαγγελέα αποφαίνεται επί του αιτήματος αυτού.
Εν προκειμένω ο αναιρεσείων με την ένδικη αίτηση του ζητεί να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ενώπιον του Συμβουλίου για παροχή διευκρινίσεων, Το αίτημα αυτό παραδεκτά εισάγεται κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις και είναι νόμιμο κατ' άρθρο 309 παρ.2 ΚΠΔ, όμως πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων έχει με πληρότητα αναπτύξει και εξηγήσει με την απολογία του την έφεση και την αίτηση αναιρέσεως τις απόψεις του ώστε η εμφάνιση του δεν κρίνεται αναγκαία.
Κατ' ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ'αριθ. 106/8-9-2010 αίτηση του Τ. Μ. του Λ., περί αναιρέσεως του υπ'αριθ.1534/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Απορρίπτει το αίτημα του άνω αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2010.

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή