Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση. Καταδικαστική απόφαση. Αναίρεση με την επίκληση των λόγων: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και γ) απόλυτη ακυρότητα. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δεν επάγεται απόλυτη ακυρότητα το γεγονός ότι στο έγγραφο που αναγνώσθηκε δεν προσδιορίζεται ο χρόνος εκδόσεως, ο εκδότης ή το περιεχόμενό του. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1602/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 1210, 1211/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1, κάτοικο ... και 2. Ψ2, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Ζαχαριάδη.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Μαρτίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 16 Φεβρουαρίου 2009 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 537/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1Π.Κ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό, καθόν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεως του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επί πλέον μία από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθμούμενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, (παρ.1 περ. β που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν.2721/3-6-1999), ή αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση (παρ. 2 εδ. β που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3β του Ν.2721/1999). Διαχείριση δε ξένης περιουσίας έχει κάποιος όταν έχει εξουσία από το νόμο ή από τη σύμβαση να ενεργεί για λογαριασμό άλλου (του εντολέα του) επί της περιουσίας του όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως αυτού.
Εξάλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος παρ. 3 και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 περ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει στην καταδικαστική απόφαση, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Σε αυτοκινητικό ατύχημα που συνέβη το έτος 1990, θανατώθηκαν οι γονείς των πολιτικώς εναγόντων. Το 1990 ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 ενεργώντας για λογαριασμό της αδερφής του Ψ2 (δεύτερης πολιτικώς ενάγουσας) και της γιαγιάς του ΑΑ, έδωσε εντολή στον κατηγορούμενο που είναι δικηγόρος ..., ν' ασκήσει για λογαριασμό του ίδιου, της αδελφής και τη γιαγιά του αγωγή κατά του υπαιτίου του αυτοκινητικού ατυχήματος και της ασφαλιστικής εταιρίας, χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Για την αμοιβή του τελευταίου συμφωνήθηκε προφορικά η παρακράτηση από αυτόν ποσοστού 10 % του χρηματικού ποσού που θα επιδίκαζε τελεσίδικα το Δικαστήριο μαζί με τους τόκους που αυτός θα εισέπραττε για λογαριασμό της. Ο κατηγορούμενος άσκησε αγωγή κατά των υπαιτίων οδηγών των αυτοκινήτων του ατυχήματος και των ιδιοκτητών τους ΒΒ, ΓΓ και ΔΔ ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 6586/97 οριστική απόφαση, η οποία κατέστη τελεσίδικη μετά την απόρριψη από την 2557/98 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης της έφεσης που ασκήθηκε εναντίον της και κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη και της αναίρεσης που ασκήθηκε ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΑΠ 447/2000). Με την παραπάνω απόφαση του Μον. Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης επιδικάσθηκε υπέρ των πολιτικώς εναγόντων - αδελφών το ποσό των 12.200.000 δρχ. για τον καθένα και αυτό των 3.500.000 δρχ. υπέρ της γιαγιάς και το ποσό των 790.000 δρχ. για τα δικαστικά της έξοδα και συνολικά 28.690.000 δρχ. Εναντι του ποσού αυτού εισπράχθηκαν Α] Από τον κατηγορούμενο α) από το ΔΔ την 19-3-97 2.000.000 δρχ., 1.000.000 δρχ. την 31-3-97, 500.000 την 24-4-97, 500.000 την 10-5-97 500.000 την 17-5-97, 500.000 την 30-6-97 και 200.000 δρχ. μεταξύ των μηνών Μαρτίου - Ιουνίου '97 και συνολικά το ποσό των 7.000.000 δρχ. Β] από την ασφαλιστική εταιρία ΑΣΤΗΡ για λογαριασμό των ασφαλισμένων σ' αυτή ΒΒ και ΓΓ, α) 13.950.000 δρχ. την 16-4-97 και β) 8.793.000 την 17-9-98 (καθαρό ποσό με αφαίρεση του φόρου και συνολικά 22.693.000 δρχ. γ) Από το ΓΓ 1.600.000 δρχ. Β] από τον εγκαλούντα, πολιτικώς ενάγοντα για τον εαυτό του και για λογαριασμό των λοιπών διαδίκων 8.000.000 δρχ. από τον ΔΔ. Συνολικά λοιπόν εισπράχθηκε ποσό από 40.563.000 δρχ. με βάση δε το ποσό αυτό και η συμφωνία του πρώτου πολιτικώς ενάγοντος και του κατηγορουμένου ο κατηγορούμενος έπρεπε να κρατήσει ως αμοιβή του, έναντι των υπηρεσιών του 4.056.300 δρχ. Αποδείχθηκε όμως ότι ο κατηγορούμενος από το ποσό των 32.563.000 δρχ. που εισέπραξε κατέβαλε στους εγκαλούντες 12.000.000 δρχ. την 16-4-97 β) 2704350 την 21-1-99 και συνολικά 14704350 δρχ. Στο ποσό αυτό πρέπει να προστεθεί και αυτό των 1.563.000 δρχ. που κατέβαλε ο κατηγορούμενος για δικαστικό ένσημο κα τέλος απογράφου που σημαίνει ότι ουσιαστικά κατέβαλε στους δικαιούχους 16.267.350 δρχ. Με βάση τα παραπάνω ο κατηγορούμενος κράτησε ως αμοιβή του 16.295.650 δρχ. δηλαδή ποσό μεγαλύτερο απ' ότι δικαιούται για την αμοιβή του κατά 12.239.350 δρχ. (32.563.000 - 16.267.350). Το ποσό αυτό, λαμβανομένων υπόψη τον χρόνον και της οικονομικής κατάστασης των δικαιούχων είναι ιδιαίτερο μεγάλης αξίας και οι εγκαλούντες το εμπιστεύθηκαν στον κατηγορούμενο στα πλαίσια της εντολής που έδωσαν σ' αυτόν, όπως εκτίθεται παραπάνω. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία προκύπτουν από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν και τα αναγνωσθέντα έγγραφα συνομολογεί ο κατηγορούμενος, προβάλλοντας όμως τον ισχυρισμό ότι η συμφωνία μεταξύ αυτού και του πρώτου εγκαλούντος που αφορούσε την αμοιβή του ήταν να καθορίζει αυτός τους τόκους. Ο ισχυρισμός όμως αυτός κρίνεται εντελώς αναληθής, διότι αποφεύγει να δώσει εξήγηση στο πως θα μπορούσε αρχικά, το χρόνο σύναψης της συμφωνίας να υπολογιστούν οι τόκοι, όταν δε μπορούσε να υπολογίσει το χρόνο περίπτωση της υπόθεσης. Επίσης δε δίνει οποιαδήποτε εξήγηση για το πώς θα αμοιβόταν σε περίπτωση που λυνόταν συμβιβαστικά η υπόθεση. Ο ισχυρισμός του επίσης για το ότι ο πρώτος εγκαλών πρότεινε η συμφωνία για τους τόκους γιατί δεν είχε χρήματα να του δώσει κρίθηκε εντελώς αβάσιμος διότι ο κατηγορούμενος και δε μπορούσε να γνωρίζει το περί τόκων και βέβαια σε οποιαδήποτε περίπτωση ο εγκαλών δεν ήταν αναγκαίο να καταβάλει χρήματα εφ' όσον η αμοιβή του δικηγόρου θα γινόταν όταν η υπόθεση περατωνόταν. Αφού επομένως αποδείχθηκε ότι στον τόπο και τρόπο που αναφέρονται στο διατακτικό, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα τα χρήματα της περιουσίας των εγκαλούντων πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης, που αναφέρεται στο διατακτικό, με το ελαφρυντικό που του αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως ότι μέχρι το χρόνο τέλεσης της παραπάνω πράξης έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή και επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, για την πράξη της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και του επέβαλε κατά πλειοψηφία ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας, κατά πλειοψηφία, ανέστειλε επί τρία έτη. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 375 παρ. 1β, 2 του Π.Κ, κατ' εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους, στην προαναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα, αιτιολογούνται οι παραδοχές εκείνες της αποφάσεως, σύμφωνα με τις οποίες ο αναιρεσείων με την ιδιότητα του νομικού παραστάτη των εγκαλούντων, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένο πράγμα, που του είχαν εμπιστευθεί, λόγω της ιδιότητας του, ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας. Συγκεκριμένα, αιτιολογούνται οι παραδοχές, εκείνες σύμφωνα με τις οποίες: α) είχε συμφωνηθεί προφορικά μεταξύ αυτού (αναιρεσείοντος) και του πρώτου των εγκαλούντων Ψ1, που ενεργούσε και για λογαριασμό των λοιπών εγκαλούντων, ότι το ύψος της αμοιβής του προσδιορίστηκε σε ποσοστό 10% επί του ποσού, το οποίο θα επιδικαζόταν τελεσίδικα με τους τόκους, από την ευδοκίμηση αγωγής αποζημιώσεως εξ' αυτοκινήτων, β) ότι ο αναιρεσείων με την εν λόγω ιδιότητα του, είχε εισπράξει για λογαριασμό των εντολέων του και από την ως άνω αιτία, σε εκτέλεση της υπ' αριθμό 2557/1998 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, για την επιδικασθείσα τελεσίδικα απαίτηση και από τόκους, το συνολικό ποσό των 32.563.000 δραχμών (ήδη ευρώ), εκτός του ποσού των 8.000.000 δραχμών, που έλαβε ο ίδιος ο εγκαλών Ψ1, γ) ότι η αμοιβή του αναιρεσείοντος από την ως άνω αιτία ανερχόταν κατά τη συμφωνία τους, σε ποσό 4.056.300 δραχμές, (40.563.000 Χ 10% ίσον 4.056.300), δ) ότι ο αναιρεσείων έναντι του ποσού των 32.563.000 δραχμών που ο ίδιος εισέπραξε, κατέβαλε συνολικά στους εγκαλούντες το ποσό των 16.267.350 δραχμών, ε) ότι ο αναιρεσείων αντί της δικαιούμενης αμοιβής του, από 4.056.300 δραχμές, παρακράτησε το επί πλέον χρηματικό ποσό από 12.239.350 δραχμές, που αυτός εισέπραξε και το οποίο ιδιοποιήθηκε παράνομα και, το οποίο οπωσδήποτε κρίνεται για τις συγκεκριμένες συνθήκες ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με το σχετικό λόγο, πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη, κρίση του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Επιπρόσθετα δε, το αιτιολογικό περιέχει με λεπτομερή ανάπτυξη τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, ενώ κατά το μέρος που, με την αιτίαση του πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα ότι το αιτιολογικό της αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού της, είναι αβάσιμος, γιατί δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ακόμη και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, ενώ, στην προκείμενη περίπτωση το διατακτικό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά χωρίς να δημιουργείται οποιαδήποτε ασάφεια ή αντίφαση. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι υφίσταται αντίφαση μεταξύ των παραδοχών του αιτιολογικού, ως προς το ύψος του δικαιούμενου απ' αυτόν ποσού, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Τούτο, γιατί όπως προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών, αιτιολογείται με πληρότητα και σαφήνεια, ότι η αμοιβή την οποία θα ελάμβανε ο αναιρεσείων, σύμφωνα με το περιεχόμενο της προφορικής συμφωνίας με τον εγκαλούντα Ψ1, είχε προσδιορισθεί χωρίς οποιαδήποτε αμφιβολία σε ποσοστό 10%, επί της συνολικής απαιτήσεως που θα επιδίκασε τελεσίδικα το Εφετείο Θεσσαλονίκης και σε καμία περίπτωση, οι τόκοι δεν θα περιερχόντουσαν αποκλειστικά και μόνο σ' αυτόν( κατηγορούμενο). Ούτε, επίσης, συνάγεται ανάλογη αντίφαση όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, σε αντιστοιχία με τις παραπάνω παραδοχές, από το γεγονός που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι "ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η συμφωνία ...που αφορούσε τη αμοιβή του, ήταν να εισπράξει αυτός τους τόκους, κρίνεται εντελώς αναληθής". Αντίθετα ενισχύει την πιο πάνω παραδοχή, σύμφωνα με την οποία η απαίτηση του αναιρεσείοντος, αδιστάκτως είχε προσδιορισθεί σε ποσοστό 10%, επί του ποσού που θα επιδικαζόταν τελεσίδικα, συμπεριλαμβανομένων των τόκων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κ.Π.Δ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του, σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφων, που δεν είναι βεβαία η ανάγνωση τους, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, από την οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ, γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας, να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της απόφασης, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. Είναι όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του, έτσι ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία, για το ποιο έγγραφο της δικογραφίας αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά, δεν συμπίπτουν βέβαια με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δηλαδή της αυτότητας του εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει (κατά το άρθρο 358 του Κ.Π.Δ) τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, σε σχέση με το περιεχόμενο του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δε αυτός είναι ανεξάρτητος από την πληρότητα ή μη του τίτλου του που ενδεχομένως περιλαμβάνει και το συντάκτη ή τη χρονολογία του. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια, υπάρχει η ίδια απόλυτη ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, στήριξε την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και στα αναγνωσθέντα έγγραφα που προσκομίσθηκαν, μεταξύ των οποίων και οι με α. α 13 του καταλόγου των αναγνωστέων εγγράφων δώδεκα (12) φωτοτυπίες αποδείξεων, που αναγνώσθηκαν. Από τα πρακτικά, όμως, τη δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, το περιεχόμενο των ως άνω δώδεκα (12) εγγράφων αποδείξεων, προκύπτει αναμφισβήτητα από το περιεχόμενο άλλων εγγράφων και από το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως, δεν ήταν δε αναγκαίο να προσδιορίζεται η χρονολογία εκδόσεως, ο εκδότης αυτών ή το περιεχόμενο τους. Άλλωστε, δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσείοντα το γεγονός ότι οι ως άνω αποδείξεις αναγνώσθηκαν και ως εκ τούτου, ο κατηγορούμενος γνώριζε το περιεχόμενο τους, και είχε πλέον τη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενο τους.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ, τελευταίος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, προς στήριξη της κρίσεως του για την ενοχή του αναιρεσείοντος, έλαβε υπόψη του, τα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία ναι μεν αναγνώσθηκαν, χωρίς όμως, να προσδιορίζεται η ταυτότητα τους, με αποτέλεσμα να στερηθεί αυτός της δυνατότητας να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενο τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Τέλος, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, προβαλλόμενος δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για το ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε υπερέβη την εξουσία του, με το να αποφανθεί επί προκαταρκτικού ζητήματος, υπαγόμενου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και ειδικότερα, για το ό,τι δέχτηκε σχετικά με το ύψος της αμοιβής του, που ανέρχεται σε ποσοστό 10% επί της απαιτήσεως που θα επιδικαζόταν τελεσίδικα από το Εφετείο Θεσσαλονίκης, στην οποία απαίτηση συμπεριλαμβάνονταν και οι τόκοι. Ο ισχυρισμός αυτός, που αποτελεί το δεύτερο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, είναι διττώς απαράδεκτος και, ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί, γιατί το ποινικό δικαστήριο έχει κατά κανόνα την εξουσία να κρίνει παρεμπιπτόντως για οποιοδήποτε αστικής φύσεως ζήτησε, που αναφύεται ενώπιον του και έχει σχέση με τη διεξαγόμενη ποινική δίκη, με εξαίρεση μόνο την περίπτωση, κατά την οποία, με ρητή διάταξη νόμου απαιτείται να προηγηθεί για την επίλυση του προκαταρκτικού ζητήματος, απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, περί της οποίας εδώ δεν πρόκειται και γιατί κατά τα λοιπά, με την επίφαση της υπερβάσεως εξουσίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολο της, καθώς και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ,), καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 176, 183Κ.Πολ.Δικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13 Μαρτίου 2008 αίτηση του Χ, δικηγόρου, κατοίκου ... και τους επ' αυτής από 16 Φεβρουαρίου 2009 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμό 1210-1211/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων, από πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουλίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ