Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Εξακολουθούν έγκλημα, Καταχραστές Δημοσίου.
Περίληψη:
Πλαστογραφία και απάτη κατ’ εξακολούθηση με επιβαρυντικές περιστάσεις του ν.1608/1950, υπό υπαλλήλου σε βάρος ΝΠΙΔ (Ταμείο Αλληλοβοηθείας Τράπεζας της Ελλάδος). Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και απολύτου ακυρότητας. Επάρκεια αιτιολογίας. Ορθή εφαρμογή των διατάξεων του ν.1608/1950 που συντρέχουν σε υπάλληλο του Ταμείου. Δεν αποτελεί απλό επαγγελματικό σωματείο, ενόψει του ότι επιχορηγείται και χρηματοδοτείται από την Τράπεζα, χωρίς υποχρέωση επιστροφής τους. Απορρίπτει την αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1225/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Αλέξανδρο Σαρηβαλάση και Βασίλειο Δημακόπουλο, περί αναιρέσεως της 1266/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Με πολιτικώς ενάγον το "ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΕΡΙΘΑΛΨΕΩΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιλτιάδη Καρπέτα. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1694/2006.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 Π.Κ., "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφαλείας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή, η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός της παραπλάνησης. Εξ' άλλου, κακουργηματική πλαστογραφία υπάρχει και όταν, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως αντικ. με τα άρθρα 4 παρ. 5 του Ν. 1738/1987 και 36 του Ν. 2172/1993 σε συνδ. με το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. δ' του Ν. 2408/1996, το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή κατ' άλλου νομικού προσώπου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263Α του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 1738/1987 και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, δεν είναι αναγκαίο να είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτήν το περιουσιακό όφελος ή η περιουσιακή βλάβη, αλλά αρκεί ότι αυτά έχουν ενταχθεί στο εν γένει δια της πλαστογραφίας παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και διαμορφώνονται με την πλαστογραφία οι προϋποθέσεις για να υπάρχει στη συνέχεια η δυνατότητα (ο κίνδυνος), έστω και με την παρεμβολή άλλων, μετά την τέλεση της πράξεως της πλαστογραφίας, ενεργειών του δράστη, να επέλθει το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος ή η σκοπούμενη περιουσιακή βλάβη. Οι επιπρόσθετες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν την προσφορότητα της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή βλάβη που αυτός αποσκοπεί. Το τελευταίο, είναι περισσότερο έκδηλο στην κακουργηματική πλαστογραφία σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των άλλων νομικών προσώπων από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α του ΠΚ, εν όψει του ότι για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, αρκεί ότι απειλήθηκε ζημία σε βάρος τους, υπερβαίνουσα το ποσό των 50.000.000 δραχμών, οπότε και δημιουργείται ο κίνδυνος επελεύσεως αυτής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Χωρίς την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία δεν υφίσταται απάτη, ενώ σε περίπτωση επελεύσεως της βλάβης είναι αδιάφορο αν επιτεύχθηκε το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδιώχθηκε, το πρόσωπο δε που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που υφίσταται τη βλάβη, αρκεί ο απατώμενος να μπορεί από τα πράγματα ή από το νόμο να ενεργήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Εξ' άλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως, λόγο αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, η ανωτέρω αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την ύπαρξη πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 του ΠΚ) ή κατάστασης ανάγκης ή, σε κάθε περίπτωση, νομιζόμενης ανάγκης (άρθρο 32 ΠΚ), που τείνει στην άρση του καταλογισμού της πράξεως στο δράστη, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο προβληθέντα ισχυρισμό. 'Ετσι, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει, ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής του. Διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν.(Ολ. ΑΠ 2/2005). Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, συντρέχει, όχι μόνο, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ. Α.Π. 1778/1993).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και, κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη της πλειοψηφίας, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, και συγκεκριμένα " από τις καταθέσεις των νομοτύπως επ' ακροατηρίου εξετασθέντων μαρτύρων του κατηγορητηρίου και των προταθέντων υπό των κατηγορουμένων προς υπεράσπισή των, από άπαντα τα έγγραφα, που αναγνώσθησαν και αναφέρονται εις τα πρακτικά, από τις απολογίες των κατηγορουμένων και της εν γένει περί την απόδειξη διαδικασίας, αποδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Υπό της εκκαλουμένης υπ' αριθμό 3463/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, οι κατηγορούμενοι (μεταξύ των οποίων και η ήδη αναιρεσείουσα Χ1), εκηρύχθησαν ένοχοι των αξιοποίνων πράξεων της κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας μετά χρήσεως (άρθρο 216 παρ 1.ΠΚ) και της κατ' εξακολούθηση απάτης (386 παρ.1 Π.Κ), χωρίς τις επιβαρυντικές περιστάσεις των ενδείξεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια (παρ.3 εδ.2 του άρθρου 216 Π.Κ και της παρ.3 στοιχ.(α) του άρθρου 386 Π.Κ)", υπό τας οποίας είχαν διωχθεί (ποινικώς) και παραπεμφθεί, ίνα δικασθούν, με τη συνδρομή όμως της επιβαρυντικής περιστάσεως του άρθρου 1 του νόμου 1608/1950, δηλαδή σε βαθμό κακουργήματος, τελεσθεισών από κοινού εις βάρος της περιουσίας του Αλληλοβοηθητικού Ταμείου Περιθάλψεως Συλλόγου Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος". Το παθόν Ταμείον Περιθάλψεως αρχικώς συνεστήθη το έτος 1929 με Διοικητική πράξη του Γενικού Συμβουλίου της Τραπέζης της Ελλάδος, εν συνεχεία δε εξελίχθη, εις επαγγελματικό Σωματείο, το οποίον ανεγνωρίσθη με την υπ' αριθμό 7635/29-9-1934 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, και του οποίου οι προϋποθέσεις ιδρύσεως και λειτουργίας προβλέπονται από το Βασιλικό Διάταγμα της 15-5-1920 "περί επαγγελματικών σωματείων, ως αυτό ισχύει σήμερον υπό το καθεστώς του ν. 1264/1982 για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος. Δεν ασκεί δημόσια εξουσία λειτουργιών, ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με σωματειακή μορφή, ως έχει κριθεί (Ολ. ΣτΕ 5024/1987 Νοβ 36-799 και ΑΠ 1466/1999), σχετικώς με τα Αλληλοβοηθητικά Ταμεία των Τραπεζών τα οποία αποτελούν αυτοτελείς ιδιωτικούς φορείς επικουρικής ασφαλίσεως. Εξ' ετέρου, η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 και 8 παρ.4 του καταστατικού της, περιλαμβανομένου, ως παράρτημα 4 εις το κείμενο του από 15-9-1927 Πρωτοκόλλου της Γενεύης μεταξύ του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών και της Ελληνικής Κυβερνήσεως, κυρωθέντος δια του νόμου 3424/1927, έχει συσταθεί ως ανώνυμη εταιρεία και συνιστά από την φύση της νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, στο οποίο το δημόσιο και οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν μπορούσαν, κατά τον επίδικο (από 15-5-1992 έως 28-2-1997) χρόνο, να κατέχουν αμέσως ή εμμέσως μετοχές αυτής κατά ποσόν, που υπερβαίνει στο σύνολο το 1/10 του ονομαστικού κεφαλαίου της, και ως εκ τούτου δεν περιλαμβάνεται εις τον δημόσιο τομέα, στην έννοια του άρθρου 51 του νόμου 1892/1990 (άρθρο 1 παρ.6 περίπτωση(ε)νόμου 1256/1986, εν συνδ. προς το άρθρο 9 παρ.1 του νόμου 1232/1982). Όμως, ενόψει των αρμοδιοτήτων, που της έχουν ανατεθεί και των προνομίων που έχουν παραχωρηθεί σε αυτήν (άρθρο 2 παρ.1 εδ.(α) έως και (ζ) και άρθρο 4 παρ.1 του καταστατικού της), από της συστάσεώς της και μεταγενεστέρως και ιδιαιτέρως του εκδοτικού της προνομίου της και της διαχειρίσεως του εξωτερικού συναλλάγματος, ο χαρακτήρας του προσώπου της, ως ιδιωτικού δικαίου, δεν είναι απόλυτος, δηλαδή η Τράπεζα της Ελλάδος, δεν είναι καθαρά ιδιωτικού δικαίου νομικό πρόσωπο, αλλά έχει ιδιότυπο διφυή χαρακτήρα, και δη νομικού προσώπου ιδιωτικού μεν δικαίου, καθ' όσον αφορά την άσκηση εκ μέρους της των τραπεζικών εργασιών, ως και τις σχέσεις της με το προσωπικό της και τους πελάτες της, δημοσίου δε δικαίου, καθ' όσον αφορά την διαχείριση του εξωτερικού συναλλάγματος και την άσκηση του εκδοτικού προνομίου της, ως προς τις οποίες ασκεί δημόσια εξουσία (Ολ. ΑΠ 1/2006). Κατ' ακολουθία πάντων των ως άνω, δια τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, που προσδίδει τον κακουργηματικό χαρακτήρα εις τας αποδιδόμενας εις τους κατηγορούμενους πράξεις, πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 263 Α στοιχ δ του Ποιν. Κώδ, σε συνδυασμό προς άρθ. 36 παρ.1 ν. 2172/1993 (ΑΠ 1155/2000 Ποιν. Χρ ΝΑ-399), πρέπει δηλαδή οι επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, που αναμφισβητήτως υπό μορφή χρηματικών παροχών διατίθενται από την Τράπεζα της Ελλάδος, προς το Αλληλοβοηθητικό Ταμείο των υπαλλήλων της, να γίνονται εις εκτέλεση υποχρεώσεως της Τραπέζης της Ελλάδος, απορρεούσης από κείμενη διάταξη ουσιαστικού νόμου, και τούτο χάριν ευοδώσεως των συγκεκριμένων σκοπών του επιχορηγούμενου Ταμείου (αλληλοβοηθητικού σωματείου κλπ), των αφορώντων εις την χορήγηση κοινωνικών παροχών, τας οποίας δικαιούνται τα μέλη αυτού (δηλαδή οι υπάλληλοι της Τραπέζης της Ελλάδος) ένεκεν επελεύσεως των, υπό του καταστατικού του Ταμείου προβλεπομένων ασφαλιστικών περιπτώσεων. Ειδικότερα, οι κατά το καταστατικό του ως άνω νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου επιδιωκόμενοι σκοποί, αποβλέπουν εις κοινωνικάς παροχάς, ομοίας με τας χορηγουμένας παροχάς, κυριότερες των οποίων είναι το 'Ιδρυμα Κοινωνικών Ασαφαλίσεων (ΙΚΑ), του οποίου τα εισοδήματα αποτελούν κοινωνικούς πόρους κατά τον ιδρυτικό αυτού νόμο. Ούτω, και το εν λόγω Αλληλοβοηθητικό Ταμείο κλπ (Α.Τ.Π.Σ.Υ.Τ.Ε), διαχειρίζεται κοινωνικούς πόρους προς ευόδωση των σκοπών αυτού και επομένως, οι προς τούτο επιχορηγήσεις, χρηματοδοτήσεις, εισφορές κλπ εκ μέρους τη Τραπέζης πρέπει να ερείδονται σε νόμο προβλέποντα περί αυτών. Εξ' άλλου, εις το άρθρο 71 παρ.1 του καταστατικού της Τραπέζης της Ελλάδος, το οποίο έχει ισχύ νόμου, εφόσον, ως μέρος Διεθνούς Συμβάσεως κυρώθηκε κατά τα άνω και του νόμου 3423/7-11-1927(άρθρο 28 του Συντάγματος), ως το άρθρο τούτο ισχύει μετά τας καιρούς τροποποιήσεις του με τα ν.δ. 1303/1949, 4022/1959, με τον Α.Ν. 278/1968 ΦΕΚ 31-Α), με το ν.δ. 513/1930 (ΦΕΚ 87-Α) τέλος δε με το άρθρο 1 του ν.δ./τος 244/1973 (ΦΕΚ - Α - 328), ορίζονται τα ακόλουθα: "Μετά τον καταλογισμόν προβλέψεως δια τας άνευ αξίας ή επισφαλείς απαιτήσεις, την υποτίμησιν των στοιχείων του ενεργητικού, τα καταβολάς εις τα ταμεία προσωπικού και συντάξεων και δι απάντα τα ενδεχόμενα εκείνα, δι' α συνήθως γίνεται πρόβλεψις παρά των τραπεζών και μετά την πληρωμήν εκ των καθαρών κερδών της τραπέζης μερίσματος προς δώδεκα τοις εκατό (12%) ετησίως επί του κεφαλαίου, το ήμισυ του πλεονάσματος διατίθεται υπέρ του τακτικού αποθεματικού μέχρις ου τούτο εξισωθή προς το κεφάλαιον, το δε απομένον ήμισυ καταβάλλεται εις το Δημόσιον. Εφ' όσον το τακτικόν αποθεματικόν είναι εξισούμενον προς το κεφάλαιον, δύναται να καταβληθή εις τους μετόχους από της χρήσεως 1973 και εφεξής, μετ' απόφασιν της Γενικής Συνελεύσεως του έτους 1974 κ.ε. λαμβανομένην απαραιτήτως μετά πρότασιν του Γενικού Συμβουλίου, και ισχύουσαν μόνον δια το έτος εις ο αφορά, ως πρόσθετον μέρισμα ποσοστόν των καθαρών κερδών, του υπολοίπου αυτών περιερχομένου εις το Δημόσιον. [Το ποσοστό τούτο, καθοριζόμενον υπό της ως άνω αποφάσεως, μετόχων λαμβανομένον μέρισμα ισούται προς το 12% του συνόλου των καθαρών κερδών της χρήσεως]".
Από την προπαρατιθέμενη διάταξη προκύπτουν σαφέστατα δύο κρίσιμα για το επίδικο θέμα στοιχεία:
α) Υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη δια "τας καταβολάς εις τα ταμεία προσωπικού και συντάξεων" β) Το 88% των εκάστοτε καθαρών κερδών της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ex lege έσοδο του Κράτους, δηλαδή, ευθέως και αμέσως δημόσιο χρήμα και προβλεπόμενο από τον εκάστοτε κρατικό προϋπολογισμό δημόσιο έσοδο, στον οποίο καταχωρείται με τον Κωδικό 2541 (βλ. Προϋπολογισμό έοτυς 2005, συν. 2). Κατά την κρατήσασα εις το Δικαστήριον γνώμην τεσσάρων (4) μελών του το ως άνω άρθρον 71 του έχοντος ισχύν νόμου καταστατικού της Τραπέζης της Ελλάδος προβλέπον τας (χρηματικάς) καταβολάς εις τα Ταμεία προσωπικού και συντάξεων αναμφιβόλως περιλαμβάνει το παθόν ν.πρ.δ. "Αλληλοβοηθητικού Ταμείο Περιθάλψεως Συλλόγου Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος (εφεξής Α.Τ.Π.Σ.Υ.Τ.Ε.) και μάλιστα δεν καθιδρύει την δυνατότητα επιχορηγήσεων ή χρηματοδοτήσεων προς το Ταμείον δια της Τραπέζης της Ελλάδος, ως αρκείται η διάταξις του άρθρ. 263 Α στοιχ. Δ του Π.Κ., αλλά επιβάλλει την υποχρέωση εις την (εργοδότιδα των υπαλλήλων της) Τράπεζαν της Ελλάδος δια "καταβολής εις τα ταμεία προσωπικού και συντάξεων". Το αλληλοβοηθητικό Ταμείον Π.Σ.Υ.Τ.Ε. είναι ασφαλιστικός οργανισμός, όπως όλα τα άλλα ασφαλιστικά Ταμεία, με μόνην την διαφοράν ότι είναι ν. πρ. ιδιωτικού δικαίου ( εκείνα κατά του ιδρυτικού της) νόμου είναι ν. πρ. (ταμείου Δικ.), και τούτο διότι, ότε το Α.Τ.Π.Σ.Υ.Τ.Ε. ιδρύει ήτο άγνωστος εις την χώρα μας ο θεσμός της Κοινωνικής Ασφαλίσεως το πρώτον άλλων νομοθέτημα περί κοινωνικών ασφαλίσεων είναι ο νόμος 6298/24.9-30.10.1934 περί ιδρύσεως του ΙΚΑ. Προ αυτού είχαν προτρέξει τα αλληλοβοηθητικά σωματεία (ως το ΑΤΠΣΥΤΕ) στο πλαίσιον των νόμων 281/1914, 2858/1922 και του Βασιλικού Δ/τος 15.5.1920 "Περί επαγγελματικών σωματείων". Επακολούθησε ο α.ν. 1846/1951 (περί ιδρύσεως του ΙΚΑ), ο οποίος δια του άρθρ. 5 παρ. 1 ώρισε ότι τα προϊστάμενα οιασδήποτε μορφής ταμεία ασφαλίζοντας είτε αποκλειστικώς είτε εν μέρει πρόσωπα των εν άρθρω 2 του νόμου αναφερομένων (δηλ. τα περιέχοντα εξηρτημένων εργασίας του κ.λ.π.) εξακολουθούν λειτουργούντες ως δυνάμενα υπό των ισχυουσών δι' έκαστον διατάξεων. Το παθόν Α.Τ.Π.Σ.Τ.Τ.Ε. προϊφύστατο του νόμου 6298/1934 και ασφάλιζε "εν μέρει" τους εργαζομένους εις την Τράπεζαν της Ελλάδος και συγκεκριμένως δια του κλάδου Ασθενείας. Αλλά και τα λοιπά ασφαλιστικά Ταμεία Τραπεζών λειτουργούντα υπό μορφήν Αλληλοβοηθητικών Σωματείων, προϋπήρχαν, ως και το πολιτικώς ενάγον του νόμου 6298/1934 και φυσικά του επακολουθήσαντος νόμου 1846/1951, που εισήγαγεν ένα εθνικόν σύστημα ασφαλιστικής προστασίας, γενικού και υποχρεωτικού χαρακτήρος ο νομοθέτης διατήρησε τα ήδη υφιστάμενα υπό μορφήν αλληλοβοηθητικών Σωματείων Ασφαλιστικά Ταμεία των Τραπεζών και περαιτέρω τα διέταξε εις τας έκταση και ύψος παροχές ασθενείας και μητρότητας με τις προβλεπόμενες από τον ΑΝ 1846/51".
"Ως οργανισμοί ασφάλισης ασθενείας νοούνται και το ταμείο υγείας υπαλλήλων Αγροτικής Τράπεζας, το Ταμείο Υγείας υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, το Αλληλοβοηθητικό Ταμείο Περιθάλψεως Συλλόγου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος, (σσ. Το πολιτικώς ενάγον), η Υγειονομική Υπηρεσία της ΕΥΔΑΠ και ο Λογαριασμός Υγείας του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών (ΣΟΕΛ)".
Οι προπαρατιθέμενες διατάξεις, (η τελευταία των οποίων ως γνήσια ερμηνευτική ισχύει από ιδρύσεως του πολιτικώς ενάγοντος), δεν καταλείπουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης για τη φύση του πολιτικώς ενάγοντος ως Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης, στο οποίο ασφαλίζονταν και ασφαλίζονται αποκλειστικά - για τον κλάδο ασθενείας -, οι Υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος και μέχρι το 1998 και οι Υπάλληλοι της Κτηματικής Τράπεζας, οι οποίοι υπήχθησαν πλέον στο προαναφερθέν Ταμείο Υγείας Υπαλλήλων ΕΤΕ, λόγω απορρόφησης της εργοδότριάς τους από την Εθνική Τράπεζα. Η τέτοια φύση του πολιτικώς ενάγοντος συνεπάγεται, - όχι ως απλή δυνατότητα αλλά ως αναγκαστικού δικαίου υποχρέωση -, τη "χρηματοδότηση και επιχορήγησή του, κατά την έννοια του εδ. δ' του άρθρου 263 Α' ΠΚ, από την Τράπεζα της Ελλάδος. Διότι, καταδήλως, η υποχρεωτική καταβολή εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση ex lege πάγιας και αδιάλειπτης χρηματοδότησης που απέρρεε, αρχικώς από το άρθρο 71 παρ. 1 του καταστατικού και εν συνεχεία από τις προπαρατεθειμένες διατάξεις και ολόκληρο το πλέγμα του ισχύοντος Ασφαλιστικού Δικαίου. Οι πέραν των ασφαλιστικών εισφορών καταβολές της Τράπεζας της Ελλάδος προς το πολιτικώς ενάγον, συνιστούν επιχορήγηση. Ενόψει πάντων των ανωτέρω, κατά την πλειοψηφήσασαν γνώμην τεσσάρων (4) μελών του Δικαστηρίου εις το παθόν και πολιτικώς ενάγον Αλληλοβοηθητικού Ταμείου περιθάλψεως Συλλόγου Υπαλλήλων Τραπέζης της Ελλάδος" (ΑΤΠΣΥΤΕ) κατά τις κείμενες (τις προδιαληφθείσες ως άνω) διατάξεις του Νόμου, κυρίως όμως βάσει του ως άνω άρθρου 71 του κυρωθέντος διά νόμου, και ως εκ τούτου ισχύν νόμου έχοντος Καταστατικού Της Τραπέζης της Ελλάδος (που κατά νόμον και το καταστατικό της εδρεύει στην ημεδαπή, άρθρον 263 Α στοιχ. (β) του Ποινικού Κώδικος), όχι μόνον δύνανται (και ηδύναντο έκτοτε, από της συστάσεως του) αλλά και επιβάλλεται από τις κείμενες αυτές διατάξεις του νόμου να διατεθούν επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, οι οποίες έκτοτε κατά τα ως άνω διατίθενται τακτικώς και ανελλιπώς, πληρουμένων των προϋποθέσεων, που τάσσει το άρθρο 263 Α στοιχείου (δ) του Ποιν. Κωδ., δια να χαρακτηρισθούν οι κατηγορούμενοι "υπάλληλοι" εν τη έννοια του άρθρου 13 στοιχείου (α) Ποιν. Κωδ. Κατ' ακολουθίαν τούτων, συντρέχουν εν προκειμένω και τυγχάνουν εφαρμογής οι επιβαρυντικές περιστάσεις, του άρθρου 1 του νόμου 1608/1950, ως νυν ισχύει, και οι τ' αναντία υποστηρίζοντες πορίσματος αυτοτελείς ισχυρισμοί των κατηγορουμένων, πρέπει κατά την κρατήσασαν πάντοτε γνώμην της πλειοψηφίας να απορριφθούν". Περαιτέρω, σε σχέση με την αναιρεσείουσα Χ1, η οποία μόνη αναιρεσιβάλλει την με αριθμό 1266/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και με την οποία αυτή καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών (3) ετών, για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση και απάτης κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό πλημμελήματος, που τέλεσε αυτή, με τους μη διαδίκους στην παρούσα δίκη, συγκατηγορούμενούς της, σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ν.Π.Ι.Δ με την επωνυμία Ταμείο Αλληλοβοηθείας, που υπάγεται στο εδάφιο (δ) του άρθρου 263 Α του ΠΚ, και με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Ειδικότερα, με την ως άνω απόφαση του δικάσαντος, κατ' έφεση, Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η ήδη αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη κατά πλειοψηφία, για τις πράξεις α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, σε βάρος του ως άνω Ταμείου Αλληλοβοηθείας και β) της απάτης, σε βάρος του ίδιου Ταμείου, με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 και με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ (άρθρα 13 εδάφια γ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 2, 84 παρ. 2 εδ. α' και ε', 98, 216 παρ. 1β και 386 παρ.1 του ΠΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 "περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπόμενων για τους καταχραστές του Δημοσίου", όπως η παρ. 1 του άρθρου αυτού αντικ. με το άρθρο4 παρ. 5 του Ν. 1738/1987 και τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 2 του Ν. 1877/1990, το άρθρο 36 παρ. 1 του Ν. 2172/1993, το άρθρο 24 παρ. 3 του Ν. 2298/1995 και το άρθρο 4 παρ. 3δ' του Ν. 2408/1996 και σε συνδυασμό προς το άρθρο 16 παρ. 2 του ΝΔ 2576/1953) και της επιβλήθηκε κατά πλειοψηφία συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας το Δικαστήριο ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής, κατά τις κρίσιμες παραδοχές της, όσον αφορά την κατηγορούμενη αυτή και ήδη αναιρεσείουσα Χ1, παρατίθεται η ακόλουθη αιτιολογία: "από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που συνεισενέχθη, κατά την προηγηθείσα επ' ακροατηρίου διαδικασία και ειδικότερα από τα αναγνωσθέντα έγγραφα και τις εκθέσεις, την νομοτύπως δοθείσα κατάθεση του εκπροσώπου του πολιτικώς ενάγοντος ασφαλιστικού Ταμείου (Α.Τ.Π.Σ.Υ.Τ.Ε), τις ένορκες καταθέσεις των επ' ακροατηρίου εξετασθέντων μαρτύρων του κατηγορητηρίου και των υπό της υπερασπίσεως προταθέντων, τας αναγνωσθείσας εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και τις αναγνωσθείσες καταθέσεις της προδικασίας και τις απολογίες των κατηγορουμένων απεδείχθησαν περαιτέρω τα ακόλουθα, σε σχέση με την ουσία της κατηγορίας: Το πολιτικώς ενάγον νομικό πρόσωπο (ΑΤΠΣΥΤΕ), ως ήδη διεξοδικώς εξετέθη αποτελεί τον μοναδικό και υποχρεωτικό ασφαλιστικό φορέα υγείας δι' όλο το προσωπικό της Κεντρικής Τράπεζας (δηλαδή της Τραπέζης της Ελλάδος), το οποίο όχι απλώς επιδοτείται, αλλά σχεδόν αποκλειστικώς χρηματοδοτείται από την Τράπεζα της Ελλάδος από της συστάσεώς του, κατά τα άνω, μέχρι σήμερον με δημόσιο χρήμα, και δη αφενός μεν, με ετήσιες επιχορηγήσεις, αφετέρου δε με τις(εργοδοτικές) εισφορές, που του καταβάλλει, ως εργοδότρια των ασφαλισμένων υπαλλήλων της. Η κατηγορούμενη, Χ1, ήτο υπάλληλος του Ταμείου και, κατά το έτος 1991, τοποθετήθηκε στην Υπηρεσία Νοσηλίων, κατά το επόμενο δε έτος, έγινε προϊσταμένη στην ιδία υπηρεσία. Σύμφωνα δε με το νόμιμο και ουσιαστικό σκοπό του, το Ταμείο πλήρωνε τα φάρμακα και τα νοσήλια των ασφαλισμένων του, όταν ασθενούσαν. Προς τούτο, σε κάθε συμβεβλημένο νοσηλευτικό ίδρυμα, μετά το πέρας της νοσηλείας του πάσχοντος, σχημάτιζε φάκελο αποκαλούμενο στις συναλλαγές "πακέτο", με τα απαιτούμενα παραστατικά(τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια αγοράς φαρμάκων και λοιπών συναφών ειδών) και τον απέστειλε στο Ταμείο για έλεγχο. Στη συνέχεια ειδικά εξουσιοδοτημένος υπάλληλος του Νοσοκομείου επισκεπτόταν το πολιτικώς ενάγον Ταμείο Αλληλοβοηθείας και εισέπραττε στο ακέραιο το σύνολο του χρεωθέντος ποσού (αν ο ασφαλισμένος επεβαρύνετο με ένα μέρος της δαπάνης, αυτό παρεκρατείτο σε μηνιαίες δόσεις από το μισθό ή τη σύνταξή του. 'Ετσι, ο ασφαλισμένος δεν είχε καμία άμεση ανάμειξη στην εκ μέρους του Ταμείου εξόφληση των νοσηλίων του προς τα νοσοκομεία, αυτό δε ήτο προφανώς γνωστό σε όλους. Σε πολύ δε σπάνιες περιπτώσεις, αν κάποιος ασφαλισμένος αγόραζε ο ίδιος ένα υλικό, ζητούσε άμεσα να του αποδοθεί η σχετική δαπάνη, προσκομίζοντας τη σχετική απόδειξη αγοράς του. Γνωρίζοντας καλά τα δεδομένα αυτά, η κατηγορούμενη Χ1, με το συγκατηγορούμενό της Χ2, συναποφάσισαν να συνεργασθούν και να αξιοποιήσουν την όλη διαδικασία, προκειμένου να πλουτίσουν ακόπως σε βάρος των οικονομικών του ταμείου.
Ετσι, παράλληλα προς την κανονική διαδικασία πληρωμής νοσηλείων, (και δη άλλοτε πριν και άλλοτε μετά από αυτήν) αφαιρούσαν ορισμένα [πρωτότυπα] τιμολόγια (συνήθως μεγάλης αξίας) από τα "πακέτα" των νοσοκομείων (βάζοντας συνήθως στη θέση τους φωτοαντίγραφα) και εισέπρατταν από τους ταμίες την αξία τους, την οποία και διένεμαν μεταξύ τους κατά τις (άδηλες) σχετικές συμφωνίες τους. Επί των τιμολογίων αυτών φρόντιζαν να καταχωρούνται εγκριτικές πράξεις επ' ονόματι άλλοτε ενός και άλλοτε δύο εξ αυτών, οι οποίες είχαν την έννοια της εντολής προς τους ταμίες να καταβάλλουν το οικείο ποσό. Εντέχνως παραπλανούσαν τους ταμίες, ισχυριζόμενοι ότι οι δικαιούχοι ήθελαν να αποφύγουν την αναμονή "στην ουρά" και ότι ανέμεναν στο γραφείο του Προέδρου ή του Γραμματέα, για να πάρουν τα χρήματά τους. Στην επίτευξιν της παραπλάνησης συνέβαλλε και το γεγονός, ότι τα πρόσωπα, στα οποία είχαν ανατεθεί τα καθήκοντα του ταμία, ήταν εντελώς άμοιρα σχετικών γνώσεων. Μάλιστα δε, ο εξ αυτών "κεντρικός ταμίας" Γ1, ο οποίος εξόφλησε τα περισσότερα από τα επίμαχα τιμολόγια, ήταν τόσο άσχετος με την εργασία του ταμία, ώστε επί σειρά ετών πλήρωνε καθημερινώς τεράστια χρηματικά ποσά σε πρόσωπα άσχετα με την εργασία του ταμία, ώστε επί σειρά ετών πλήρωνε καθημερινώς τεράστια χρηματικά ποσά σε πρόσωπα άσχετα προς τους αναφερόμενους στα τιμολόγια δικαιούχους (χωρίς εξουσιοδότησή τους) και δεν φρόντιζε ούτε καν να σημειώνει το όνομα του εισπράττοντος, ενώ υπήρξαν ακόμα και περιπτώσεις που, ως "λαβών", υπέγραφε ο ίδιος (ο ταμίας), χωρίς να σημειώνει καν σε ποιόν είχε παραδόσει τα χρήματα. Ο ταμίας αυτός (ο οποίος είχε γραμματικές γνώσεις, κατά μία εκδοχή τρίτης γυμνασίου και κατ' άλλη δημοτικού σχολείου, και είχε προσληφθεί ως οδηγός - κλητήρας και ήταν κουμπάρος του κατηγορουμένου Γ2) κατέθεσε (από μνήμης βεβαίως), ότι συνήθως εμφανιζόταν και εισέπρατε χρήματα με την περιγραφείσα διαδικασία, η κατηγορουμένη Χ1, σπανίως δε και η Γ3. Πολυάριθμες είναι οι επί μέρους περιπτώσεις και αναφέρονται αναλυτικά σε πίνακες στο διατακτικό της παρούσης, το συνολικό δε ποσό που εισέπραξαν οι κατηγορούμενοι, με τον τρόπο αυτό και η αντίστοιχη ζημία του Ταμείου ανέρχεται τουλάχιστον στα 89.496.474 δραχμών. Στις πλέον μάλιστα χαρακτηριστικές περιπτώσεις, οι "εγκριτικές πράξεις" δεν κατεχωρούντο επί των τιμολογίων, αλλά συντάσσονταν και "αιτήσεις" επ' ονόματι (ανυπόπτων) ασφαλισμένων, οι οποίες - χωρίς καν να πρωτοκολλώνται - "εγκρίνονταν" από τους ανωτέρω κατηγορουμένους και κατευθύνονταν στους ταμίες για είσπραξη της αξίας των συνημμένων τιμολογίων (που είχαν προηγουμένως αφαιρεθεί από τα "πακέτα" των Νοσοκομείων). Χαρακτηριστικό είναι, ότι συντάχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν τέτοιες "αιτήσεις", ακόμα και επ' ονόματι του πρώην διοικητού, καθηγητού και πρωθυπουργού Δ1 (και εισπράχθηκαν "για λογαριασμό του" 2.848.000 δραχμές) καθώς και επ' ονόματι του ασφαλισμένου Ζ1, ο οποίος είχε αποβιώσει δύο περίπου χρόνια νωρίτερα. Ενδεικτικά για την ενοχή των ανωτέρω δύο (2) κατηγορουμένων στις δικαζόμενες εγκληματικές πράξεις είναι τα κατωτέρω αποσπάσματα: "Στο Ταμείο υπήρχε και λειτουργούσε οργανωμένο και συστηματικό σχέδιο καταλήστευσής του για πολλά χρόνια... " (βλ. από ..... πόρισμα της Επιτροπής Ελέγχου φύλλο 24). "Πληρώθηκαν τιμολόγια αξίας 93.501.660 δρχ. δύο φορές. Την πρώτη φορά, η εξόφληση γινόταν με τα πρωτότυπα τιμολόγια, τα οποία είχαν αφαιρεθεί από τα δικαιολογητικά του συγκεντρωτικού λογαριασμού του νοσοκομείου... Τη δεύτερη φορά, η εξόφληση γινόταν με τον συγκεντρωτικό λογαριασμό του νοσοκομείου... (βλ. από ... έκθεση .....). "Στη θέση Ο ΛΑΒΩΝ έχουν τεθεί δυσανάγνωστες από εμάς υπογραφές και δεν έχουν αναγραφεί τα πλήρη στοιχεία των προσώπων, που εισέπραξαν τα σχετικά ποσά... (βλ. από .... έκθεση ειδικού διαχειριστικού ελέγχου σελ. 14). "Υπήρχε οργανωμένη ομάδα και τα έκανε αυτά. Δεν μπρούσε μόνος του κανείς να τα κάνει αυτά... Η Χ1 και η Γ3 έπαιρναν τα χρήματα και τα πήγαιναν... στον Γ2 και στον Χ2... η ίδια (η Χ1) τα είπε αυτά... " (βλ. κατάθεση .....). "Κάθε μέρα τα παραστατικά πήγαιναν στον Πρόεδρο. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο, όταν ξέρουν ότι ελέγχονται καθημερινά απ' τον Πρόεδρο... Η Χ1 είπε, ότι τα έδινε τα χρήματα στους δύο Προέδρους και με έμφαση στον Χ2..." (βλ. κατάθεση ......). Δεν γινόταν έλεγχος, μπήκε ταμίας ένας οδηγός, μπήκε προϊσταμένη στα νοσήλεια η Χ1 με μειωμένες αντιστάσεις. Ο Γ1, που ήταν κεντρικός ταμίας, ...ήταν του δημοτικού ...ο Γ2 το έβαλε ...Τη σύμβαση με τα νοσοκομεία την είχε κάνει ο Γ2... Πλαστογραφία έκανε αυτός που έφτιαξε την αίτηση του Δ1. Πληρώθηκε 2 φορές σε 14 ημέρες ο βηματοδότης... Δεν τολμούσε υπάλληλος να πάει δεύτερη αίτηση στο Γ2 σε 14 ημέρες... ο κεντρικός ταμίας πλήρωνε τα μεγάλα ποσά... (βλ. κατάθεση .......). "Η Χ1 έβαλε τα κλάματα και είπε ότι ο Γ2 την πίεζε πολύ και ότι θέλει τη μέρα για τα έξοδα της γυναίκας του για καλλυντικά 60.000 δραχμές (βλ. κατάθεση .......). "Τη ρώτησε ο Κ1 αν υπάρχει εντολέας και ηΧ1 είπε "βεβαίως δεν τα έχω κάνει εγώ" και είπε για τους δύο προέδρους... Είπε ότι ο Γ2 το ξεκίνησε και ο Χ2 το συνέχισε... "(βλ. κατάθεση Κ2). "Τη συνάντησαν εμπιστευτικά με τον Κ2... είπε ότι απ' τους λογαριασμούς αφαιρούνται παραστατικά και πληρώνονταν σαν αυτοτελή περιστατικά και ότι τα χρήματα πήγαιναν στους 2 Προέδρους..." (βλ. κατάθεση Κ1). "Είμαι λογίστρια... Τα παραστατικά της προηγούμενης μέρας πήγαιναν στον εκάστοτε Πρόεδρο... Ολες οι πληρωμές... πήγαιναν σε καθημερινή βάση. Ο Γ2 κατέβαινε στο Ταμείο σχεδόν κάθε μέρα. Ξέρω ότι μετά τις 11.00 το πρωί κάθε μέρας ερχόταν στο Ταμείο. Ηθελαν... να ξέρουν οι υπάλληλοι ότι όλα περνάνε από έλεγχο και τα ζητούσαν στο γραφείο τους (βλ. κατάθεση ......). "Προσλήφθηκα την 1-11-1985 ως οδηγός - κλητήρας. Νομίζω το 1992 πήγα ταμίας. Εγινε πρόταση απ' το Γ2 να πάω εκεί, δεν ξέρω γιατί, δεν το επεδίωξα εγώ, ούτε έδωσα εξετάσεις... Ηταν συνάδελφοι αυτοί που έπαιρναν τα χρήματα... Δεν μας είχε ζητηθεί να γράφουμε ποιος τα παίρνει... έχω τελειώσει την τρίτη γυμνασίου... Μπορεί να είχα υπογράψει σε μερικά... και έβαζα το όνομά μου για να είμαι εντάξει με την υπηρεσία. Δεν ξέρω ποιος πήρε τα χρήματα σ' αυτά που έχω υπογράψει..." (βλ. κατάθεση Γ1). "Στην αίτηση Δ1, μου το έφερε η Χ1 και μόλις είδα το όνομα Δ1, της είπα, να το πάει στον Πρόεδρο... Η Χ1 είπε, ότι την αίτηση αυτή την έφτιαξε η ίδια... τα περιστατικά πήγαιναν στον Πρόεδρο πάντα... Τα χρήματα τα πήρε η Χ1". (οράτε απολογίαν Χ2).- "Τα χρήματα του Δ1 τα έδωσα στον Χ2, γιατί θα ερχόταν ο κλητήρας να τα πάρη... Μου έδινε χαρτί, πήγαινα στο Ταμείο... έλεγα στον Ταμία, να τα βάλει στον φάκελλο και τα πήγαινα στο γραφείο του..." (οράτε απολογίαν Χ1).
Τα ως άνω κρίσιμα πραγματικά περιστατικά αβιάστως προέκυψαν εκ πάντων των ως άνω μνησθέντων αποδεικτικών μέσων, καθ' εαυτά και προς άλληλα εκτιμωμένων, και δεν αναιρούνται από οιονδήποτε ετέρου αποδεικτικού μέσου, ουδέ από τις αναλογίες των κατηγορουμένων. Τα όσα τυχόν επιβαρυντικά στοιχεία διαλαμβάνονται εις τας αιτιολογίας ή τις εκτεθείσες αφετέρου των ώδε δύο (2) κατγορουμένων (Χ2 και Χ1) εις βάρος του ετέρου, δεν άγουν μόνον ταύτα εις τον σχηματισμόν δικανικής πεποιθήσεως περί της ενοχής εκείνης των δύο τούτων κατηγορουμένων, αλλά συνεκτιμώνται μεταξύ πάντων των άλλων αποκλειστικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων, αναγνωσθέντων εγγράφων κ.λ.π.) εις τρόπον, ώστε να μη συντρέχει λόγος εφαρμογής της απαγορεύσεως εκ του άρθρου 211 Α ΚΠοινΔ, ως αιτείται η υπεράσπιση του Χ2, του οποίου, ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος. Ωσαύτως, εκ των ως άνω εκτεθέντων, ως αποδειχθέντων, πραγματικών περιστατικών, σαφές και αναμφισβήτητον καθίστανται, ότι οι κατηγορούμενοι, κατά τον χρόνον τελέσεως των πράξεών των, ετέλουν εν πλήρει γνώσει και συνειδήσει της απαξίας αυτών, του ποινικώς κολασίμου αυτών και φυσικά δεν επίστευαν, και μάλιστα "συγγνωστώς", ότι εδικαιούντο να προβούν σε αυτάς. Οθεν δεν συντρέχει περίπτωση πραγματικής πλάνης (άρθρ. 30 παρ. 1 Ποιν. Κωδ.) αλλά, ούδε αποδείχθησαν και περιστατικά, επιτρέποντα την παραδοχή, ότι η κατηγορούμενη Χ1 ετέλη εν καταστάσει ανάγκης του άρθρου 32 Ποιν. Κωδ. (δηλαδή, ότι λειτούργησε ίνα ανατρέψει παρόντα και ανεπίτρεπτον κίνδυνο απειλούντα το πρόσωπο ή την περιουσίαν της κ.λ.π.), ουδέ εν νομιζομένη καταστάσει ανάγκη του άρθρ. 32 Π.Κ., και δέον οι σχετικοί αυτοτελείς ισχυρισμοί της να απορριφθούν. Ουδέ φυσικά δύναται να γίνει δεκτός ο αυτοτελής ισχυρισμός του Χ2 εκ του άρθρου 30 παρ. 2 Ποιν. Κωδ., καθόσον πλήρως απεδείχθη, ότι ούτος όχι μόνον δεν αγνοούσε, αλλά ότι πλήρως εγνώριζε, ότι το αλληλοβοηθητικό Ταμείον κ.λ.π. (ΑΤΠΣΥΠΕ) κατά νόμον εχρηματοδοτείτο και ελάμβανε χορηγίας, κατά τα ως άνω εκτεθέντα, από την Τράπεζαν της Ελλάδος, η οποία εδρεύει στην Ελλάδα, ότι ο ίδιος ήτο υπάλληλος της εν λόγω Τράπεζας της Ελλάδος, αποσπασμένος εις το ΑΤΠΣΥΤΕ, δι' αποκλειστική απασχόληση του με την υποθέσεως του, άρα ότι ήτο υπάλληλος εν τη εννοία του άρθρου 13α Π.Κ. (σε συνδ. προς άρθρ. 263 Α στοιχ. (β)... (δ), ότι η επί των πράξεών του επερχομένη ζημία εις βάρος του ΑΤΠΣΥΤΕ υπερέβαινε συνολικώς, το ποσό των 50.000.000 δρχ., και, επομένως, πλήρως εγνώριζε όλα τα περιστατικά, που συνιστούν τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρ. 1ν 1608/50, ως ίσχυε τότε και σήμερον. Πρέπει λοιπόν ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός της υπερασπίσεως του Χ2 να απορριφθεί.
Κατ' ακολουθίαν πάντων των ως άνω, πρέπει οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1 να κηρυχθούν και αύθις ένοχοι των πράξεων α) της κατ' εξακολούθησιν πλαστογραφίας μετά χρήσεως τελεσθείσας από κοινού δι' επί μέρους πράξεων από 19-5-1992 μέχρι 1-11-1996 και β) της κατ' εξακολούθησιν απάτης τελεσθείσης ανά κοινού δι' επιμέρους πράξεων ανά 19-5-1992 μέχρι 28-2-1997, υπό υπαλλήλων (13α Π.Κ.), εξ ων η προγενομένη ζημία εις το παθόν Ταμείον (ΑΤΥΠΣΥΤΕ) χρηματοδοτούμενον κατά νόμου και επιχορηγούμενου από την εν Αθήναις εδρεύουσαν Τράπεζαν της Ελλάδος υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. κατά τα ειδικότερον εκτιθέμενα εις το διατακτικόν. Αι πράξεις αύται, προβλεπόμεναι τα τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 περ. 1, 27 περ. 1, 45, 94, 98, 216 παρ. 1, 386 παρ. 1 Ποιν. Κώδικος και άρθρ. 1 ν. 1608/1950, ως ισχύει, φέρουν, ως εκ των απειλουμένων (υπό του ν. 1608/50) ποινών, κακουργηματικού χαρακτήρα (18 Π.Κ.). Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι' αυτά, και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόστηκαν των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 216 παρ.1, 263 Α, 386 παρ.1 του ΠΚ και άρθρο 1 του ν. 1608/1950 όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ.4 του ν. 1738/1987, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, όσον αφορά τις αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, α) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διαλαμβάνει καμία αιτιολογία, σε σχέση με την κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο παραθέτει μόνο, σε φωτοτυπία, το σκεπτικό της πρωτοβάθμιας απόφασης, β) ότι στο αιτιολογικό της, διαλαμβάνονται αποσπάσματα μαρτυρικών καταθέσεων, τα οποία δεν περιέχονται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, και γ) ότι στην ίδια απόφαση, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στις μαρτυρικές καταθέσεις, που δόθηκαν ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά αποκλειστικά και μόνο στις μαρτυρικές καταθέσεις, που δόθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είναι απορριπτέες, ως αβάσιμες. Τούτο, γιατί, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά την υπό στοιχείο (α) αιτίαση προκύπτει ότι, οι, με α. α 215ια έως 215 ιγ σελίδες της προσβαλλόμενης απόφασης, που περιέχονται στο αιτιολογικό της, ναι μεν παρατίθενται σε φωτοτυπία, όπως αυτές είχαν καταχωριστεί στην απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όμως, η, κατά τον ως άνω τρόπο, παράθεση αυτή, δεν συνιστά έλλειψη της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Τούτο, όχι μόνο, γιατί, σε ένα πολυσέλιδο σκεπτικό, όπως στην υπόψη περίπτωση, που καταλαμβάνει τις 30 σελίδες, περιέχονται σε φωτοτυπία, 2 σελίδες μόνο, και συγκεκριμένα οι με αύξοντα αριθμό 162 και 163 από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, και όχι το σύνολο του σκεπτικού, όπως αβασίμως παραπονείται η αναιρεσείουσα, αλλά και γιατί, σε κάθε περίπτωση, οι περιεχόμενες στις σελίδες αυτές αιτιολογίες, συνδυαζόμενες με τις λοιπές αιτιολογίες της απόφασης, που περιέχονται σ' αυτή, αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, με την ενσωμάτωσή τους και, στη συνέχεια με τη θεώρηση και την υπογραφή τους, από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και την Γραμματέα, οπότε αποκτούν πλέον ισχύ πρωτοτύπου. 'Οσον δε αφορά τις λοιπές αιτιάσεις της ίδιας της αναιρεσείουσας, η πρώτη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, διαλαμβάνει αποσπάσματα μαρτυρικών καταθέσεων, που δεν περιέχονται σ' αυτήν, αλλά στην πρωτοβάθμια απόφαση, προεχόντως είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, λόγω της προφανούς αοριστίας της, δεδομένου, ότι δεν προσδιορίζονται ποιες καταθέσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, παραλείφθηκαν (δεν γίνεται αναφορά σ' αυτές ή δεν λήφθηκαν υπόψη) και αντίστοιχα, ποιες μαρτυρικές καταθέσεις, που δόθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφέρονται και λήφθηκαν υπόψη από την προσβαλλόμενη απόφαση. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, από το γεγονός αυτό, της παράθεσης στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε φωτοτυπία των ως άνω σελίδων, δεν παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, περί δίκαιης δίκης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως εκ περισσού, διέλαβε αιτιολογία για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών της, περί πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 του ΠΚ) και καταστάσεως ανάγκης και, σε κάθε περίπτωση, περί κατάστασης νομιζόμενης ανάγκης (άρθρο 32 του ΠΚ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της προβολής τους, δεν αρκεί μόνο η καταχώρισή τους στα πρακτικά, αλλά και η προφορική ανάπτυξή τους (Ολ.ΑΠ 2/2005), η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αναπτύχθηκαν προφορικά, ούτε προκύπτει ότι το εν λόγω υπόμνημα αναγνώσθηκε στο ακροατήριο ή ότι έγινε και προφορική αναφορά της αναιρεσείουσας ή του συνηγόρου της, στο ουσιώδες περιεχόμενο αυτού. Είναι επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, περί απόλυτης ακυρότητας, σύμφωνα με τον οποίο δεν αναγνώσθηκε η διοικητική πράξη του Γενικού Συμβούλου της Τραπέζης της Ελλάδος, με την οποία συστάθηκε, το πολιτικώς ενάγον, Ταμείο Αλληλοβοηθείας των Υπαλλήλων της, γιατί, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, το καταστατικό του ως άνω Ταμείου Αλληλοβοηθείας, στο οποίο είναι ενσωματωμένη η πράξη αυτή του Γενικού Συμβούλου, αναγνώσθηκε, με αύξοντα αριθμό 28, στη σειρά των αναγνωστέων εγγράφων, η δε σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, κυρώθηκε με το νόμο 3424/1927. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις οικείες διατάξεις του άρθρου 1 του ν.1608/1950, οι οποίες συνυπάρχουν στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, δεδομένης, όχι μόνο της ιδιότητάς της, ως υπαλλήλου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, αλλά και του χαρακτήρα του πολιτικώς ενάγοντος Ταμείου Αλληλοβοηθείας, όχι ως κοινού επαγγελματικού σωματείου, αλλά ως ασφαλιστικού Οργανισμού,(άρθρο 19 παρ.3 του Ν.3232/2004), επιχορηγούμενου και χρηματοδοτούμενου, ανά τακτά χρονικά διαστήματα από το Ελληνικό Δημόσιο, με βάση ρητή πρόβλεψη ( άρθρο 71 του καταστατικού της Τράπεζας, που κυρώθηκε με το νόμο 3424/1927) και χωρίς υποχρέωση επιστροφής των όποιων επιχορηγήσεων ή χρηματοδοτήσεων. Επομένως, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', Ε'και Α'του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, α) περί ελλείψεως της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, και γ) περί απόλυτης ακυρότητας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα, άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ), και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος(άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-9-2006 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 1266/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ταμείου Αλληλοβοηθείας Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, από πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαϊου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ