Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 672 / 2014    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αμοιβή εργολάβου.




Περίληψη:
Παραβίαση ερμηνευτικών κανόνων ΑΚ 173 και 200. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου εργοδότη ότι ο ενάγων για την αμοιβή του εργολάβος δεν εκπλήρωσε συγκεκριμένη πρόσθετη υποχρέωση αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση. Το δικαστήριο, που απαντά στον ισχυρισμό αυτό, δεν υποπίπτει στην πλημμέλεια της ΚΠολΔ 559 αρ.8. Αναιρεί για παράβαση ΚΠολΔ 559 αρ.1.




Αριθμός 672/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΘΗΝΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στο … και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Μιχαήλ Γιαμπουράνη.
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ν. Σ. του Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου Δήμητρας Γαβαλά, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-6-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την 15-6-2009. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 314/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2785/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17-7-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 27-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Επειδή, στο άρθρο 173 ΑΚ ορίζεται ότι "Κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις". Στο άρθρο 200 ΑΚ ορίζεται ότι "Οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπ' όψη και τα συναλλακτικά ήθη". Οι διατάξεις αυτές παραβιάζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διάγνωση ασάφειας ή ατέλειας κατά τη διατύπωση της βουλήσεως ή οποιασδήποτε αμφιβολίας ως προς την έννοιά της, παραλείπει να προσφύγει στους κανόνες που τίθενται με αυτές για τη συναγωγή της προσήκουσας ερμηνείας ή να παραθέσει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους (ΑΠ 357/2010, ΑΠ 1179/1996). Οι ίδιες διατάξεις, όμως, παραβιάζονται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, αν και ρητώς δέχεται ότι η υπό αξιολόγηση δήλωση βουλήσεως δεν έχει ανάγκη ερμηνείας, διότι [δήθεν] είναι σαφής, σιωπηρώς καταφάσκει την ανάγκη αυτή, διότι προβαίνει σε αναζήτηση του πράγματι ηθελημένου νοήματος της υπό αξιολόγηση δηλώσεως με συσχέτιση των επί μέρους εκφράσεων των ενδιαφερομένων ή άλλων, προηγουμένων ή μεταγενεστέρων δηλώσεων αυτών, με χρησιμοποίηση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων ή με ενδοιαστικές εκφράσεις ή επιχειρήματα, τα οποία αναδεικνύουν προσπάθεια ερμηνείας της δηλώσεως βουλήσεως, κατά την οποία δεν έγινε εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων που προαναφέρθηκαν (ΟλΑΠ 324/1978, ΑΠ 253/2010). Τέλος, οι ίδιες διατάξεις παραβιάζονται και όταν το δικαστήριο της ουσίας προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, δηλαδή όταν η ερμηνεία που δίδεται από αυτό ως προς το περιεχόμενο της υπό αξιολόγηση δηλώσεως δεν είναι σύμφωνη προς τους κανόνες των ΑΚ 173 και 200. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση "αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών" και, κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, "αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι η δήλωση βουλήσεως είναι σαφής ή ασαφής και ότι, αντιστοίχως, δεν έχει ή έχει ανάγκη ερμηνείας, αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων και, συνεπώς, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 103/2010). Η παράλειψη, όμως, του δικαστηρίου της ουσίας να προσφύγει στην εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων, στις περιπτώσεις που αυτή είναι επιβεβλημένη, καθώς και η ορθότητα της κρίσεως αυτού ως προς τη δοθείσα ερμηνεία της δικαιοπρακτικής βουλήσεως, ελέγχονται αναιρετικώς, διότι ανάγονται στην εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολΔ 561 παρ.1, ΑΠ 1179/1996, ΑΠ 1139/1980).
2.
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι, με το από 8-11-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό, που επιγράφεται ως "Σύμβαση Ανεξαρτήτων Υπηρεσιών Συμβούλου", η εκκαλούσα (εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα) τεχνική εταιρία, ως ανάδοχος της εργολαβίας "Έργα Διάθεσης Λυμάτων Σαλαμίνας στην Ψυτάλλεια", η οποία είχε προκηρυχθεί από την ΕΥΔΑΠ, ανέθεσε στον εφεσίβλητο (ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο) πολιτικό μηχανικό, μέλος του ΤΕΕ, την προς αυτήν παροχή των αναγκαίων και καταλλήλων υπηρεσιών σε επίπεδο συμβουλών, υποδείξεων μεθόδων κατασκευής, παρακολουθήσεως και επιβλέψεως της κατασκευής των χερσαίων τμημάτων του εν λόγω έργου και, ενδεικτικώς, "των δεξαμενών εσχάρωσης και εξάμμωσης και του πύργου πλύσεως" αυτού. Ότι η εναγομένη, με την κατάρτιση της σύμβασης, απέβλεπε στην αξιοποίηση της μακράς εμπειρίας, την οποία ο ενάγων είχε αποκτήσει από το έτος 1997 και εντεύθεν, σε τεχνικά ζητήματα που συνδέονται με τη μορφολογία του εδάφους της Σαλαμίνας, ως επιβλέπων μηχανικός της κατασκευής ετέρου έργου, συνδεομένου, επίσης, με το αποχετευτικό σύστημα της περιοχής. Ότι, σύμφωνα με το περιεχόμενο του ως άνω συμφωνητικού, ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει προς την εναγομένη καθαρά συμβουλευτικές υπηρεσίες σχετικά με την ορθή εκτέλεση μέρους μόνο της εργολαβίας, το οποίο αναφερόταν στα χερσαία τμήματα αυτής [ήτοι, όχι στα υποθαλάσσια τμήματα]. Ότι, ειδικότερα, ο ρόλος του ενάγοντος περιοριζόταν στην εποπτεία της κατασκευής των εν λόγω τμημάτων, διότι την επίβλεψη αυτής, με την νομοτεχνική έννοια του όρου, είχαν αναλάβει άλλοι μηχανικοί της εναγομένης, προς τους οποίους ο ενάγων είχε την υποχρέωση να δίδει συμβουλές, μόνο σε περίπτωση που ανέκυπταν τεχνικά ζητήματα, τα οποία δεν μπορούσαν να επιλυθούν από τους επιβλέποντες. Ότι η υποχρέωση αυτή δεν περιλάμβανε τη σύνταξη οποιασδήποτε μελέτης ή σχεδίου κατασκευής, διότι στην εκπόνηση αυτών είχε ήδη προβεί η εναγομένη, ως ανάδοχος του όλου έργου, πριν από την κατάρτιση τού από 8-1-2001 συμφωνητικού με τον ενάγοντα. Ότι, ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της εναγομένης, σύμφωνα με τον οποίο ο ενάγων θα έπρεπε να εκπονεί μελέτες ή σχέδια ή να παρέχει γραπτές οδηγίες, ελέγχεται αβάσιμος, διότι, κατά την κοινή πείρα και λογική, η εποπτεία των τεχνικών έργων [σαν αυτή που είχε αναλάβει ο ενάγων] μπορεί να πραγματοποιείται και μόνο με προφορικές υποδείξεις ή συμβουλές. Ότι ο πρόσθετος όρος του από 8-1-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού, κατά τον οποίο στα καθήκοντα του ενάγοντος περιλαμβανόταν και "η επιμέλεια προώθησης των διαδικασιών πάσης φύσεως παραλαβών και εγκρίσεων του έργου από την ΕΥΔΑΠ" και τον οποίο η εναγομένη είχε επικαλεσθεί ως μη εκπληρωθέντα, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή του εισέτι οφειλομένου μέρους της αμοιβής του ενάγοντος, δεν αφορούσε στο σύνολο της εργολαβίας, που είχε αναδεχθεί η εναγομένη έναντι της ΕΥΔΑΠ, αλλά μόνο στο μέρος, για το οποίο ο ενάγων είχε αναλάβει την παροχή των συμβουλευτικών του υπηρεσιών. Ότι, ως εκ τούτου, η υποχρέωση του ενάγοντος περιλάμβανε σαφώς τη σύνταξη των επιμετρήσεων και των πρωτοκόλλων παραλαβής αφανών εργασιών (ΠΠΑΕ) μόνο για τα χερσαία τμήματα, όχι, όμως, και για τα πέραν αυτών μέρη του συνολικού έργου. Κατόπιν αυτών, το Εφετείο, διαπιστώνοντας αφ' ενός ότι ο ενάγων είχε εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, όπως αυτό τις οριοθέτησε αξιολογώντας το περιεχόμενο του από 8-11-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού και αφ' ετέρου ότι η κυρία του έργου (η ΕΥΔΑΠ) είχε ήδη προβεί στις απαραίτητες εγκρίσεις και στην οριστική παραλαβή αυτού, κατέληξε στην κρίση ότι η εναγομένη θα έπρεπε να καταβάλει, προς το ΤΕΕ (ως εκ του νόμου αρμόδιο για την είσπραξη των αμοιβών που οφείλονται στους μηχανικούς), το εισέτι οφειλόμενο μέρος της αμοιβής του ενάγοντος και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση κατά της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως του Πρωτοδικείου, που είχε αποφανθεί ομοίως.
3.
Επειδή, από την κατάστρωση των ως άνω παραδοχών του δικαστηρίου της ουσίας προκύπτει ότι αυτό, προκειμένου να οριοθετήσει τις συμβατικές υποχρεώσεις του αναιρεσιβλήτου και να διαγνώσει το ουσιώδες, πλην αμφισβητούμενο εκ μέρους της αναιρεσείουσας, περιστατικό της προσήκουσας εκπλήρωσης αυτών, υποχρεώθηκε να αναζητήσει την, πράγματι, ηθελημένη έννοια των δικαιοπρακτικών δηλώσεων, οι οποίες είχαν συμπεριληφθεί στο από 8-11-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό. Η εν λόγω ερμηνευτική προσπάθεια του δικαστηρίου της ουσίας γίνεται εμφανής από τις παραδοχές ότι κατά μεν την αναιρεσείουσα, ο αντισυμβαλλόμενός της δεν είχε εκπληρώσει την υποχρέωση "της προώθησης των διαδικασιών πάσης φύσεως παραλαβών και εγκρίσεων του έργου από την ΕΥΔΑΠ", η οποία αναφερόταν στο σύνολο της εργολαβίας, κατά δε τον αναιρεσίβλητο, η υποχρέωση αυτή είχε εκπληρωθεί, διότι αναφερόταν όχι στο σύνολο, αλλά στο μέρος μόνο της εργολαβίας, την εποπτεία του οποίου είχε αναλάβει και πραγματοποιήσει ο ίδιος. Το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, ως αληθές περιεχόμενο του ιδιωτικού συμφωνητικού, την άποψη του αναιρεσιβλήτου. Και για να καταλήξει στην κρίση αυτή, συνδύασε τη διατύπωση του συγκεκριμένου όρου αφ' ενός με την περιγραφή της βασικής υποχρέωσης που είχε αναλάβει ο αναιρεσίβλητος και αφ' ετέρου με το σύνολο των αποδειχθέντων περιστατικών, τα οποία, άπαντα, αξιολόγησε, ως προς την πραγματική σημασία τους, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Εφαρμογή των συναλλακτικών ηθών και της καλής πίστης στην προσπάθεια αυτή, δεν προκύπτει ότι έκανε. Επομένως, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται παραπάνω (βλ. αρ.1), το Εφετείο παραβίασε τόσο ευθέως όσο και εκ πλαγίου τις διατάξεις των ΑΚ 173 και 200, γι' αυτό και οι τρίτος και τέταρτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι.
4.
Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 681 και 694 παρ.1 ΑΚ, συνάγεται ότι στη σύμβαση μισθώσεως έργου, κατ' εξαίρεση προς τις γενικές αρχές που ισχύουν επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, ο εργολάβος οφείλει, έναντι του εργοδότη, να εκπληρώσει πρώτος αυτός τόσο την κυρία υποχρέωσή του, δηλαδή εκείνη της κατασκευής του έργου, όσο και κάθε άλλη υποχρέωση η οποία, βάσει συμβατικού όρου, ανάγεται σε κυρία υποχρέωση. Και ότι, μόλις προβεί στην εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων, ο εργολάβος δικαιούται να ζητήσει την αμοιβή του, ταυτόχρονα με την παράδοση του έργου (ΑΠ 778/2013).
Συνεπώς, όταν ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του ή του υπολοίπου αυτής, οφείλει να επικαλεσθεί, για το ορισμένο της αγωγής, τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως, ήτοι το έργο και την αμοιβή που συμφωνήθηκε, καθώς και την εκ μέρους αυτού εκτέλεση και παράδοση του έργου ή, έστω, την προσφορά του στον εργοδότη (ΑΠ 357/2012). Ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι το έργο δεν εκτελέσθηκε, διότι μεταξύ των υποχρεώσεων του εργολάβου περιλαμβανόταν και κάποια ακόμη, επί πλέον εκείνων που αναφέρονται στην αγωγή, η οποία, επίσης, είχε αναχθεί σε κυρία υποχρέωση και την οποία ο εργολάβος παρέλειψε να εκπληρώσει, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Αυτά, αναλογικώς, εφαρμόζονται και στη σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπ' όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπ' όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της διάταξης αυτής, συνιστούν οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 25/2003). Αντιθέτως, δεν συνιστούν πράγματα οι ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ως και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια, αλλά αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 469/1984).
5.
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο από τους λόγους της αιτήσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει το παράπονο ότι το Εφετείο έλαβε υπ' όψη τον όρο του από 8-11-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο είχε καταρτισθεί μεταξύ αυτής και του αναιρεσιβλήτου και σύμφωνα με τον οποίο στα καθήκοντα του ενάγοντος περιλαμβανόταν και "η επιμέλεια προώθησης των διαδικασιών πάσης φύσεως παραλαβών και εγκρίσεων του έργου από την ΕΥΔΑΠ", χωρίς να έχει γίνει επίκληση αυτού με την ένδικη αγωγή. Παρατηρείται, όμως, ότι αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής ήταν η εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου (ενάγοντος) επίκληση της εκτελέσεως του έργου, που είχε αναλάβει. Τέτοια επίκληση υπήρχε στην αγωγή. Η εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας διερεύνηση του επίμαχου όρου έγινε κατά την αιτιολόγηση της κρίσεώς του επί της απαντήσεως της αναιρεσείουσας (εναγομένης), σύμφωνα με την οποία το έργο δεν είχε ολοκληρωθεί, διότι ο αντίδικός της δεν είχε συμμορφωθεί προς την ως άνω πρόσθετη υποχρέωση, η οποία, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, αφορούσε στο σύνολο της εργολαβίας, που εκείνη είχε αναλάβει και όχι μόνο στο μέρος, για το οποίο είχε συμφωνηθεί η συμβουλευτική συμμετοχή του αναιρεσιβλήτου. Η απάντηση αυτή, σύμφωνα με τα ήδη αναφερθέντα (βλ. παραπάνω, αρ.6), αποτελούσε αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσεως της αγωγής. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο της ουσίας ουδόλως έλαβε υπ' όψη πράγμα που δεν είχε προταθεί, διότι η εκ μέρους αυτού διερεύνηση του επίμαχου όρου έγινε κατά την αιτιολόγηση της κρίσεώς του επί της ως άνω απαντήσεως της αναιρεσείουσας (εναγομένης). Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
6.
Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 2785/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στην αναιρεσείουσα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 20η Μαρτίου 2014. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 27η Μαρτίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή