Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά, Δόλος.
Περίληψη:
Παράβαση νόμου περί ναρκωτικών. Πότε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Για αγορά δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται η ποσότης, το τίμημα, συγκεκριμένος αγοραστής ή πωλητής. Ο δόλος εμπεριέχεται και στην αιτιολογία για την ενοχή. Απαιτείται να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπ’ όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα. Οι αυτοτελείς ισχυρισμού πρέπει να προβάλλονται ορισμένως με συγκεκριμένα περιστατικά. Η απόρριψή των είναι αιτιολογημένη, όταν περιλαμβάνει αρνητικά περιστατικά που δεν δικαιολογούν την συνδρομή των. Ο λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, όταν πλήττεται η ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου.
Αριθμός 2071/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Χαράλαμπο Παπαηλιού (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αγγελική Πέτρουλα, περί αναιρέσεως της 2868/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.1.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 301/2008.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατ' άρθρον 5 παρ. 1 εδ. β' και ζ' Ν. 1729/1987, όπως ίσχυαν προ του Ν. 3459/2006 και εκωδικοποιήθηκαν με αυτόν (άρθρο 20 εδ. β' και ζ' αυτού), με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δρχ. τιμωρείται όποιος, μεταξύ άλλων, αγοράζει ή κατέχει ναρκωτικά. Ως αγορά νοείται η μεταβίβαση της κυριότητος από τον πωλητή στον αγοραστή που γίνεται με την προς τον τελευταίο παράδοση των ναρκωτικών αντί συμφωνηθέντος τιμήματος, με τον όρο "κατοχή" νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή της και κατά την δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά. Για την αιτιολόγηση της τελέσεως των εγκλημάτων της αγοράς και της κατοχής δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός α) της ποσότητος (βάρους) των ναρκωτικών ουσιών που είναι αδιάφορη για την στοιχειοθέτηση του άνω εγκλήματος, αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεση της αγοράς, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με αυτήν (ποσότητα), β) του συμφωνηθέντος και επιτευχθέντος τιμήματος και γ) της ταυτότητος πωλητών και αγοραστών. Δεν απαιτείται επίσης ειδικότερη αιτιολογία για το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου, εκτός εάν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξή του, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), ή εάν πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο. Διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστου να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και επομένως εξυπακούεται ότι υπάρχει αυτός στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στ. Δ' ιδίου Κώδικος λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών, κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (ολ. ΑΠ 1/2005). Δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων και η εσφαλμένη εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, διότι ούτω πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Η κατά τα άνω άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε τοιούτοι, εκείνοι οι οποίοι προβάλλονται συμφώνως προς τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως ή της ικανότητος προς καταλογισμόν ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ήτοι με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, ώστε να μπορέσει ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγησή τους, να τους κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει, άλλως το δικαστήριο δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε την έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί πραγμάτων, κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων και δη τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπερασπίσεως, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και (από) τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την από 18.11.2004 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ως αυτοτελές αποδεικτικό μέσο - λόγος περί λήψεως υπόψη απολογίας του κατηγορουμένου δεν γίνεται διότι ούτος εξεπροσωπήθη από πληρεξούσιο δικηγόρο - όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης υπ' αριθ. 2868/2007 αποφάσεώς του τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Στο αστυνομικό τμήμα ... κατά μήνα Φεβρουάριο 2004 είχαν περιέλθει πληροφορίες ότι Αλβανός (πρόκειται για τον κατηγορούμενο), με συγκεκριμένο αριθμό κινητού τηλεφώνου, διακινεί ναρκωτικές ουσίες στην περιοχή. Προς διαπίστωση τούτου ο υπηρετών στο εν λόγω τμήμα αστυνομικός Α, παριστάνοντας τον τοξικομανή, τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο και ζήτησε να αγοράσει ηρωίνη. Η συμφωνία κλείστηκε και η συνάντηση ορίστηκε για την 26.2.2004, ώρα 13.00', στην Πλατεία ... . Όμως ο κατηγορούμενος, φτάνοντας στην πλατεία, κατάλαβε ότι ο υποψήφιος αγοραστής ήταν αστυνομικός, και ετράπη σε φυγή. Καταδιώχθηκε όμως από εκείνον, ο οποίος του δήλωσε την ιδιότητά του και προσπάθησε να τον συλλάβει, πλην όμως ο κατηγορούμενος προέβαλε αντίσταση, κτυπώντας τον αστυνομικό με τα χέρια και τα πόδια και ρίχνοντάς τον στο έδαφος. Η σύλληψή του δε επιτεύχθηκε με την συνδρομή των συναδέλφων του που προσέτρεξαν. Κατά την νομότυπη σωματική έρευνα ανευρέθηκε στον κατηγορούμενο 1 γραμ. ηρωίνης, η οποία και κατασχέθηκε (βλ. αναγνωσθείσα ως άνω έκθεση σωματικής έρευνας και κατάσχεσης). Την ποσότητα αυτή την είχε αγοράσει προ εικοσαημέρου περίπου στην περιοχή εκείνη από άγνωστο άτομο, αντί αγνώστου τιμήματος (και αποτελούσε μέρος μεγαλύτερης, άγνωστης, ποσότητας) και την κατείχε, δηλαδή είχε στη φυσική του εξουσία και μπορούσε να διαθέσει κατά την πραγματική βούλησή του σε τρίτους, όπως ήταν ο σκοπός του. Ο σκοπός του αυτός προκύπτει από το γεγονός ότι την ποσότητα αυτή είχε συμφωνήσει να την πωλήσει στον ως άνω αστυνομικό και είχαν κλείσει την συνάντησή τους στην πλατεία, για τούτο, αλλά και στο γεγονός ότι μετά την σύλληψή του και την κατάσχεση της ηρωίνης και του κινητού του τηλεφώνου, το τελευταίο κτύπησε και, όταν το σήκωσε ο αστυνομικός, ο καλών ζήτησε "λίγο πράγμα για να φτιαχθεί", σε συνδυασμό και με τις πληροφορίες που είχαν φθάσει στο αστυνομικό τμήμα. Ο ισχυρισμός λοιπόν του κατηγορουμένου ότι, ως χρήστης και ο ίδιος ναρκωτικών ουσιών, την ποσότητα αυτή την είχε για αποκλειστικά δική του χρήση (νόμιμος, κατά το άρθρο 12 Ν. 1729/87, ήδη 29 Ν. 3459/06), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που προκύπτουν από την σαφή και πειστική κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού Α, σε συνδυασμό με τα αναγνωσθέντα έγγραφα, το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος ετέλεσε τις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών που αφορούν την ίδια ποσότητα (και θα επιβληθεί μία ποινή - αρχή της ενιαίας ποινής, άρθρο 20 παρ. 2 Ν. 3459/06) και της αντίστασης, και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών. Αναγνωρισθούν όμως στον κατηγορούμενο οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2α' και ε' του ΠΚ, καθόσον αυτός και πέραν του λευκού του ποινικού μητρώου, μέχρι τον χρόνο τελέσεως των πράξεων αυτών, διήγε έντιμο βίο, ατομικό, επαγγελματικό, κοινωνικό και οικογενειακό, ενώ μετά την τέλεσή τους και για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, σε καθεστώς ελευθερίας (αποφυλακίστηκε την 5.4.06), συμπεριφέρθηκε καλά. Μετά ταύτα, είπε στο διατακτικό της: "
Κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: Κατά τους κατωτέρω τόπους και χρόνους εκ προθέσεως ενεργώντας και χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που προβλέπει και τιμωρεί ο νόμος με στερητική της ελευθερίας ποινή και συγκεκριμένα: 1) Σε σημεία της ευρύτερης περιοχής της ..., σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο οπωσδήποτε όμως το τελευταίο εικοσαήμερο πριν τη σύλληψή του (26-2-2004) και σε ημερομηνία που βρίσκεται εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, αγόρασε από άγνωστο στην ανάκριση έως τώρα πρόσωπο άγνωστες ποσότητες απαγορευμένων από το νόμο ναρκωτικών ουσιών, τουλάχιστον όμως αγόρασε ηρωίνη συνολικού μικτού βάρους 1 γραμμαρίου περίπου, που βρέθηκε στην κατοχή του και κατασχέθηκε, αντί αγνώστου τιμήματος ή άλλου είδους ανταλλάγματος, τουλάχιστον όμως αντί του χρηματικού ποσού των 40 ευρώ, με σκοπό την εμπορία. 2) Στην ... στην περιοχή της Πλατείας ... επί της οδού ... πλησίον του ομώνυμου Ιερού Ναού στις 26-2-2004 περί ώρα 13.00 κατείχε, με την έννοια της φυσικής εξουσίασης, δηλαδή μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους, απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες κατά την έννοια του νόμου και συγκεκριμένα κατείχε ηρωίνη συνολικού μικτού βάρους 1 γραμμαρίου περίπου, συσκευασμένη σε μια (1) νάιλον συσκευασία, με σκοπό την εμπορία. 3) Στους παρακάτω αναφερόμενους τόπο και χρόνο με πρόθεση μεταχειρίστηκε βία ή με απειλή βίας εξανάγκασε κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσει πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν νόμιμη ενέργεια και συγκεκριμένα στην ... επί της οδού ... στην Πλατεία ... πλησίον του ομωνύμου Ιερού Ναού στις 26-2-2004 και περί ώρα 13.00, ενώ ο αστυνομικός - Αρχιφύλακας Α, ο οποίος βρίσκονταν εν ώρα υπηρεσίας και του, είχε γνωστοποιήσει την ιδιότητά του, προσπαθούσε να τον συλλάβει, αυτός με πρόθεση προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψη, μεταχειρίστηκε δε βία κατά του παραπάνω αστυνομικού χτυπώντας αυτόν με τα χέρια και τα πόδια, ρίχνοντάς τον στο έδαφος και απωθώντας τον βιαίως, κατάφερε δε προς στιγμή να διαφύγει τη σύλληψη, πλην όμως στη συνέχεια μετά από καταδίωξη από συναδέλφους του προαναφερομένου συνελήφθη. Το Δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος μέχρι το χρόνο που έγινε το έγκλημα έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, και συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του. Με αυτά που εδέχθη το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά τα οποία εδέχθη, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β' και ζ' και παρ. 2 Ν. 1729/1987 (άρθρο 20 παρ. 1 περ. β' και ζ' Κ.Ν.Ν. 3459/2006). Ειδικότερα σ' αυτήν (την αιτιολογία) περιλαμβάνονται τα στοιχεία της κατοχής και της αγοράς και ο σκοπός αυτών των πράξεων προς εμπορίαν ως και τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει αυτός, προς δε και τα περιστατικά τα οποία δικαιολογούν την μη συνδρομή της περιστάσεως του άρθρου 12 παρ. 1 Ν. 1729/1987 (νυν 29 Κ.Ν.Ν. 3459/2006), αφού έλαβε υπόψη του και την από 18.11.2004 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ... . Αυτά, πέραν του ότι το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, διότι δεν προεβλήθη ωρισμένως, αλλ' απλώς κατά την αγόρευσή του ο συνήγορος του κατηγορουμένου εζήτησε, όπως εκ των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, "την επιείκεια του δικαστηρίου, ως χρήστης ηρωίνης να κριθεί για δική του αποκλειστικά χρήση, λόγω της μικροποσότητος των ναρκωτικών". Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τους σχετικούς λόγους αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όσον αφορά τις πράξεις της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών και της αντιστάσεως ως και την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού εκ του άρθρου 12 Ν. 1729/1987 (ήδη 29 Κ.Ν.Ν. 3459/2006), είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Τέλος αβάσιμος και απορριπτέος ο λόγος περί ελλείψεως αιτιολογίας εις την απόφαση, εκ του ότι δεν αναφέρεται εις αυτήν από ποία συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα και από ποίο απόσπασμα της καταθέσεως του μάρτυρος απεδείχθη η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αντιστάσεως, διότι τούτο δεν είναι απαραίτητο, κατά τα άνω εκτεθέντα, ενώ κατά το μέρος που με το λόγο αυτό προβάλλονται αιτιάσεις κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Μετά πάντα ταύτα, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29.1.2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθ. 2868/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ