Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1520 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ποινή, Απόπειρα, Κλοπή, Συναυτουργία, Ληστεία, Οπλοφορία, Σωματική βλάβη απλή.




Περίληψη:
Ληστεία από κοινού, κατ' εξακολούθηση τετελεσμένη και σε απόπειρα, διακεκριμένη κλοπή, απλή σωματική βλάβη κατά συρροή και παράνομη οπλοφορία. Το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνει υπόψη του τα κατ' άρθρα 79 § 4 ΠΚ στοιχεία σε συνδυασμό με τα κριτήρια των § 2 και 3 του αυτού άρθρου, σε κάθε δε περίπτωση η επιμέτρηση της ποινής ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου. Αβάσιμος οι λόγος της αιτήσεως για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.




Αριθμός 1520/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο, για αναίρεση της 407/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1)Ψ1, 2)Ψ2 και 3)Ψ3. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Μαΐου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 914/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ, "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που όριζε: ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη; α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση 407/2009 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία το Δικαστήριο αυτό, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων Χ, με τους μη διαδίκους στην παρούσα δίκη, άλλους τρείς (3) συγκατηγορουμένους του, κηρύχθηκε ένοχος για ληστεία από κοινού κατ'εξακολούθηση, τετελεσμένη και σε απόπειρα, διακεκριμένη κλοπή, απλή σωματική βλάβη κατά συρροή και παράνομη οπλοφορία και επέβαλε σε αυτόν συνολική ποινή καθείρξεως είκοσι τεσσάρων (24) ετών και δύο (2) μηνών, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη, κατ'αντιγραφή από το παραπάνω σκεπτικό, "τόσο τη βαρύτητα του εγκλήματος, όσο και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου που κηρύχθηκε ένοχος. Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το Δικαστήριο αποβλέπει στη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, στη φύση, στο είδος και στο αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεση του, στην ένταση του δόλου του κατηγορουμένου. Κατά την εκτίμηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου το Δικαστήριο σταθμίζει ιδίως το βαθμό της εγκληματικής του διάθεσης που εκδήλωσε κατά την πράξη. Για να το διαγνώσει με ακρίβεια εξετάζει τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και το σκοπό που επεδίωξε, το χαρακτήρα του και στο βαθμό της ανάπτυξης του, στις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του, την διαγωγή του κατά την διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη, ιδίως την μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες των πράξεων του συνάμα δε τόσο τους οικονομικούς όρους, όσο και των μελών της οικογένειάς του, τα οποία συντηρούν. Έχοντας όλα αυτά υπόψη το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο : 1) Χ ποινή κάθειρξης (20) ετών για ληστεία από κοινού κατ'εξακολούθηση, τετελεσμένη και σε απόπειρα, (5) πέντε έτη κάθειρξη για διακεκριμένη κλοπή, (5) πέντε μήνες φυλάκιση για κάθε μία από τις (7) επτά σωματικές βλάβες, και φυλάκιση (2) δύο ετών και χρηματική ποινή (1000) χίλια ευρώ για παράνομη οπλοφορία." Δηλαδή, το άνω Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον κατηγορούμενο, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα των εγκλημάτων που αυτός διέπραξε, και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων αυτών χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικά μνημονεύει στην απόφαση. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών, δεν χρειαζόταν. Ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το δικάσαν Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, προκειμένου να μορφώσει κρίση περί της επιβληθείσας ποινής του κατ' εξακολούθηση τελεσθέντος εγκλήματος της ληστείας περιορίστηκε, αφενός στην παράθεση των γενόμενων δεκτών πραγματικών περιστατικών που τυποποιούν τις μερικότερες πράξεις της ληστείας και αφετέρου στην απλή αντιγραφή των τυπικών κριτηρίων του γενικού κανόνα επιμέτρησης ποινών του άρθρου 79 ΠΚ . Ως εκ τούτου, η προσβαλλομένη στερείται της απαιτούμενης κατά τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν εφάρμοσε τον κανόνα ειδικής επιμέτρησης ποινής του άρθρου 98 Π.Κ. και ειδικότερα, διότι δεν προέβη σε αυτοτελή απαξιολόγηση των μερικότερων πράξεων και δεν μνημόνευσε τον τρόπο με τον οποίο στάθμισε το όλο περιεχόμενο αυτών, αναφορικά με το μέγεθος της ποινής. Αβάσιμα όμως, διότι στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα των εγκλημάτων που αυτός διέπραξε, τα οποία προσδιορίζει ειδικότερα στο κεφάλαιο αυτό, επομένως και εκείνα που τελέσθηκαν κατ' εξακολούθηση (αρθρ. 98 ΠΚ), καθώς και την προσωπικότητα του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών, δεν χρειαζόταν. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση επιμετρήσεως της ποινής, διότι δεν εφάρμοσε τον κανόνα ειδικής επιμετρήσεως της ποινής του άρθρου 98 ΠΚ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Με το δεύτερο λόγο της αιτήσεώς του ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το δικάσαν Δικαστήριο "θεμελίωσε την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 374 περ. δ' προσδίδοντας στην πράξη της κλοπής κακουργηματικό χαρακτήρα. Όμως κατά την αναγνώριση της συνδρομής της ανωτέρω επιβαρυντικής περίστασης το εκδόν την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση δεν διέλαβε την απαιτούμενη κατά το άρθρο 9 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται και για όλες εκείνες τις επιβαρυντικές περιπτώσεις που δέχεται το δικαστήριο και που η συνδρομή των οποίων επιβαρύνει την πράξη και ασκεί επίδραση στην επιμέτρηση της ποινής.
Συνεπώς, ως προς την κακουργηματικού χαρακτήρα κλοπή, δεν αρκεί η απλή αναφορά των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκε το έγκλημα και η τυπική χρήση των οικείων όρων των επιβαρυντικών περιπτώσεων, αλλ' απαιτείται να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατ' ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, συγκροτούν τις γενόμενες δεκτές επιβαρυντικές περιπτώσεις, ειδικότερα δε, η στοιχειοθέτηση της επιβαρυντικής περίπτωσης που αναφέρεται στην ένωση περισσοτέρων προς διάπραξη κλοπών και ληστειών, ερείδεται στην διαπίστωση της γνώσεως των δραστών ότι είναι ενωμένοι και της θελήσεως τους για τη διάπραξη κλοπών ή ληστειών, των οποίων η τέλεση έγινε με την εν λόγω γνώση ότι ήταν ενωμένοι", όπως ακριβώς στην αίτησή του αναφέρει.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε, ότι από τα μνημονευόμενα σ' αυτή κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, προέκυψε ότι ο αναιρεσείων, ενεργώντας από κοινού, δηλαδή με κοινό σκοπό και προηγούμενη συναπόφαση δρώντας, έχοντας ενωθεί πρός τούτο με ένα ακόμη άγνωστο άτομο, αφαίρεσαν από άλλον ξένα ολικά πράγματα με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα και συγκεκριμένα στη ... την 31.8.2004 και περί ώρα 19.45, επιβαίνοντες σε δίκυκλο μοτ/το που οδηγούσε ο άγνωστος συναυτουργός, τύπου VESPA, αφαίρεσαν από τον ..., ο οποίος βρισκόταν στη συμβολή των οδών ... ένα τσαντάκι που κρατούσε και περιείχε 4.500 ευρώ και άλλα ατομικά του έγγραφα (ταυτότητα, άδεια οδηγήσεως), με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, διαφεύγοντας στη συνέχεια με το ως άνω δίκυκλο, έχοντας τελέσει την πράξη, αφού είχαν ενωθεί προς τούτο, δηλαδή για τη διάπραξη κλοπής ή ληστειών.
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, διέλαβε στην απόφαση του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 374 στοιχ. δ' του ΠΚ, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, τα οποία θεμελιώνουν στις επιβαρυντικές αυτές περιστάσεις, ότι δηλαδή η συγκεκριμένη πράξη κλοπής τελέστηκε από τον αναιρεσείοντα, από κοινού με τον άγνωστο συναυτουργό του, ύστερα από συναπόφαση και με κοινή δράση, έχοντας ενωθεί προς διάπραξη κλοπής ή ληστειών. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση στο σκεπτικό της δέχθηκε ότι η πράξη της απλής σωματικής βλάβης από κοινού που τελέστηκε σε βάρος του Σ5, εκτός από τον Ψ2 που αναγνώρισε ο παθών, συμμετείχε και ο αναιρεσείων και δεν υπάρχει ως προς την παραδοχή αυτή καμία αντίφαση στο αιτιολογικό και το διατακτικό της. Με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που αλληλοσυμπληρώνεται με το σκεπτικό της, ο αναιρεσείων (όπως και οι άλλοι δύο συγκατηγορούμενοι του), κηρύχθηκε ένοχος της άνω πράξεως και ειδικότερα, του ότι : "στους παρακάτω ειδικότερα αναφερόμενους τόπους και χρόνους, από κοινού ενεργώντας και κατά μόνας, με περισσότερες πράξεις τέλεσαν περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται με στερητικές της ελευθερίας ποινές, δηλαδή, με πρόθεση, προξένησαν σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας σ' άλλους και ειδικότερα στο ... την 30-8-2004, στο ... την 31-8-2004, στο ... την 2-9-2004, στο ... την 5-9-2004, στη ... την 9-9-2004, στον ... την 14-9-2004, στα ... την 30-8-2004 και στο ... την 10-9-2004, κατά τη διάρκεια τελέσεως των πράξεων της ληστείας που περιέχονται ειδικότερα στις παραγράφους Α1, Α5, Α9, Α13, Α23, Α24, Α25, Α26 παραπάνω της παρούσας, προξένησαν σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας στους Σ1, Σ2, Σ3,Σ4, Σ5, Σ6 ,Σ7, Σ8, αντιστοίχως, των πράξεων, χτυπώντας αυτούς με το όπλο που έφερε o Χ με γροθιές και λακτίσματα και με την ρίψη αντικειμένων". Επίσης, ο αναιρεσείων με το στοιχείο Γ'της αιτήσεώς του προβάλλει την αιτίαση της ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και υποστηρίζει κατά λέξη, ότι: "αναφορικά με το περί ενοχής μου συμπέρασμα στην προκληθείσα σωματική βλάβη εις βάρος του παθόντος Σ5, η προσβαλλομένη διέλαβε στο αιτιολογικό της αντιφατικές παραδοχές, στερώντας κατ' αυτό τον τρόπο την προσβαλλομένη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που ορίζει το άρθρο 9 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του ΚΠΔ. Ειδικότερα, η ανωτέρω αντιφατικότητα των παραδοχών της προσβαλλομένης συνίσταται στο ότι, ενώ εδέχθη ότι στην εν λόγω προκληθείσα σωματική βλάβη υπαίτιος ήταν ο συγκατηγορούμενος του Ψ1, χωρίς να αναγνωρίζει οποιαδήποτε μορφής συμμετοχής του, εν συνεχεία κατέληξε στην κατά τα άνω κρίση περί ενοχής του για την ανωτέρω πράξη". Αβάσιμα όμως, κατά τα άνω εκτεθέντα.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα από τα προεκτεθέντα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του, ως αβάσιμος.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς τα παραπάνω θέματα της αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσειων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 27 Μαΐου 2009 (υπ'αριθμ.πρωτ.4530/29-5-2009 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) αίτηση του Χ, για αναίρεση της με αριθμό 407/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαΐου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή