Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1470 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακύρωση δικαιοπραξίας.




Περίληψη:
Ακυρότητα δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς. Προϋποθέσεις. Ακυρότητα δηλώσεως βουλήσεως λόγω ελλείψεως των πληττομένων. Έννοια σχετικών διατάξεων 131 ΑΚ. Καταπιστευτική μεταβίβαση ακινήτου. Άκυρη κατά 174 και 1033 ΑΚ. Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης από τους αρ. 1 και 19 άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται παραδοχή του δικαστηρίου που δεν στηρίζει το διατακτικό της απόφασης ελέγχεται ως αλυσιτελής (Επικυρώνει Εφ.Πατρ. 357/2012).





Αριθμός 1470/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Α. του Ι. και 2)Π. Α. του Ι., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ι. Λ. του Χ., και 2)Ρ. συζ. Ι. Λ., το γένος Β. Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άγγελο Στεργιόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/11/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 366/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 357/2012 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/11/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Από τις διατάξεις των άρθρων 568§4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσείων και ο αναιρεσίβλητος που επισπεύδει τη συζήτηση έχει καλέσει τον αναιρεσείοντα, νόμιμα και εμπρόθεσμα, προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, oι αναιρεσείοντες δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, που ορίστηκε μετά από αναβολή εκ του πινακίου από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 16-10-2013, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από τις υπ' αριθμ. … και …/11-2-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών Ν. Φ., με τις συνημμένες σ' αυτές εκθέσεις εγχειρίσεως και παραλαβής και βεβαιώσεις αποστολής και παραλαβής, οι αναιρεσίβλητοι επέδωσαν στους αναιρεσείοντες, νόμιμα και εμπρόθεσμα αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεώς τους με την κάτω από αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος της 16-10-2013 προς συζήτησή της, και με κλήση για να παραστούν κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη και αφού η αναβολή εκ του πινακίου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για την μετ' αναβολήν δικάσιμο (άρθρ. 575, 226 παρ. 4 ΚΠολΔ), το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία των κλητευθέντων ως ανωτέρω, αναιρεσειόντων.
ΙΙ.- Κατά το άρθρο 178 του ΑΚ δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη, κατά δε το άρθρο 179 του ίδιου ΑΚ άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, είναι και η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να θεωρηθεί μια δικαιοπραξία, ενοχική ή εμπράγματη, ως αισχροκερδής (ή καταπλεονεκτική) κα ως τέτοια άκυρη πρέπει να συντρέχουν αθροιστικώς οι εξής προϋποθέσεις: 1) η ύπαρξη φανερής, υπό την έννοια της προφανούς, του αρχικού κειμένου (προ της μεταγλωττίσεως) του άρθρου 179, δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που αναφέρεται στην αντικειμενικώς εκτιμώμενη οικονομική τους αξία κατά τον χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, 2) η συνδρομή ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου και 3) η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μίας ή περισσοτέρων από τις ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου, που ήταν γνωστές σ'αυτόν, η οποία συντρέχει όταν επωφελείται κάποιος της κατάστασης αυτής και με τον κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Ως ανάγκη νοείται, εκτός άλλων και η οικονομική, η οποία έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής, ανεξαρτήτως αν είναι φύσεως παροδικής ή μόνιμης. Φανερή (προφανής) δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία δε των παροχών κρίνεται με βάση τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ' αυτόν ως, άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου (ΑΠ 1186, 1118, 890/2011). Εξάλλου, ο κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται όταν η απόφαση διαλαμβάνει επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου, λόγος δε αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται αιτιολογία της απόφασης που δεν στηρίζει το διατακτικό της είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της προσβαλλόμενη απόφασης.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενης απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες (σημ. αναιρεσείοντες) είναι τέκνα του Ι. Α., που απεβίωσε στις 7-11-2002 στο …, κατοίκου εν ζωή …, από το νόμιμο γάμο του με τη Χ. Β., ο οποίος γάμος λύθηκε με διαζύγιο το έτος 1998. Ο Ι. Α. ήταν κύριος του με τα στοιχεία Κ-1 καταστήματος, εμβαδού 19,60 τ.μ., που βρίσκεται στο ισόγειο της επί της οδού ... αρ. 130 πολυκατοικίας και του με τα στοιχεία Κ-2 καταστήματος, εμβαδού 19 τ.μ., που βρίσκεται στο ισόγειο της ίδιας πολυκατοικίας. Τον Ιανουάριο του έτους 2001 ο Ι. Α. συμφώνησε προφορικά με τους εναγομένους και ήδη εφεσιβλήτους, με τους οποίους τον συνέδεε μακροχρόνια φιλική σχέση, να τους μεταβιβάσει κατά κυριότητα τα προαναφερόμενα καταστήματα. Προς τούτο συντάχτηκε η από 18-1-2001 υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, με την οποία ο Ι. Α., το γνήσιο της υπογραφής του οποίου σ' αυτήν βεβαιώθηκε αρμοδίως, δήλωνε τα εξής: "α) μέχρι 30-11-2001 θα μεταβιβάσω στο ζεύγος ... δύο καταστήματά μου στην ... 130 και δύο κλειστά γκαράζ στην ... για τα οποία έχω εξοφληθεί ολοσχερώς, β) μέχρι 30-1-2002 θα επιστρέψω στον κ. ... το ποσό των 5.400.000 δρχ. που μου έδωσε με μορφή δανείου και μέχρι 30-4-2004 θα εξοφλήσω το αυτοκίνητο που αγοράζει σήμερα ο κ. ... για μένα όπως και οποιαδήποτε χρηματική εκκρεμότητα έχει δημιουργηθεί μέχρι τότε και θα μου μετ/σει το αυτοκίνητο.". Ο Ι. Α. περί τα μέσα του έτους 2001 προσβλήθηκε από καρκίνο στον πνεύμονα και τελικά απεβίωσε στις 7-11-2002, όπως προαναφέρθηκε, από εγκεφαλική αιμορραγία -γενικευμένη καρκινωμάτωση, σε ηλικία 54 ετών. Αυτός νοσηλεύτηκε κατά διαστήματα από 14-9-2001 έως 10-1-2002 στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών, ως πάσχων από μη μικροκυτταρικό Ca πνεύμονος με δευτεροπαθείς οστικές εντοπίσεις και παράλληλα για αντιμετώπιση της ασθένειάς του υποβλήθηκε σε χημειοθεραπεία με το συνδυασμό των φαρμάκων Carboplatin / Epinlar (...) και επίσης σε θεραπεία με Aredia. Σ' επικύρωση της ως άνω συμφωνίας μεταξύ του Ι. Α. και των εναγομένων συντάχτηκε το υπ' αριθμ. …/19-9-2001 προσύμφωνο του Συμβολαιογράφου Πατρών Παναγιώτη Κόκκαλη, δυνάμει του οποίου προσυμφώνου ο Ι. Α. συμφώνησε με τους εναγομένους να τους πωλήσει και να τους μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα τους τα προαναφερόμενα καταστήματα, αντί τιμήματος 17.000.000 δρχ., το οποίο τίμημα, κατά το ίδιο προσύμφωνο, το είχαν καταβάλει οι εναγόμενοι κατ' ισομοιρία προηγουμένως και τμηματικώς και είχε λάβει ο Ι. Α., δηλώνοντας ότι εξοφλείται ολοσχερώς. Επίσης με το ίδιο προσύμφωνο συμφώνησαν οι ανωτέρω ότι το οριστικό συμβόλαιο θα συνταχθεί σε ημέρα και ώρα που θα καθορίσουν οι εναγόμενοι κατά την κρίση τους και γι' αυτό ο Ι. Α. τους παρέσχε ανέκκλητη εντολή, πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα να υπογράψουν οι ίδιοι με αυτοσύμβαση το οριστικό συμβόλαιο, σύμφωνα με το άρθρο 235 ΑΚ (...). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η αντικειμενική αξία των επιδίκων ακινήτων ανερχόταν το έτος 2003 σε 52.300 ευρώ, ενώ η εμπορική τους αξία κατά τον χρόνο σύνταξης του ως άνω προσυμφώνου ανερχόταν και κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου στο συνολικό ποσό των 38.000.000 δρχ. και όχι σε εκείνο των 85.187.500 δρχ. (250.000 ευρώ), όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες ή σε εκείνο των 76.000.000 δρχ., όπως αναφέρεται στην προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους ίδιους έκθεση εκτίμησης της μεσίτριας αστικών συμβάσεων Α. Φ., καθόσον πρόκειται μεν για καταστήματα που βρίσκονται σε κεντρικό σημείο της Πάτρας, πλην όμως έχουν πολύ μικρό εμβαδόν και είχαν τότε παλαιότητα σαράντα ετών περίπου. Πλην όμως η δυσαναλογία αυτή μεταξύ του τιμήματος που κατέβαλαν οι εναγόμενοι και της εμπορικής αξίας των ακινήτων, δικαιολογείται λόγω των στενών φιλικών σχέσεων που είχε ο Ι. Α. με τους εναγομένους, οι οποίοι μάλιστα έγιναν και κουμπάροι του στον τρίτο του γάμο με τη Ρωσίδα υπήκοο F. Ι.. Ανεξάρτητα όμως από την ανωτέρω δυσαναλογία, δεν αποδείχτηκε ότι ο Ι. Α. αντιμετώπιζε κατά τον επίδικο χρόνο επιτακτική οικονομική ανάγκη, η οποία τον οδήγησε στην εκποίηση των επίδικων ακινήτων με χαμηλό τίμημα και την οποία εκμεταλλεύτηκαν οι εναγόμενοι. Αντίθετα αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν κάτοχος σημαντικής ακίνητης περιουσίας (οικιών, διαμερισμάτων, καταστημάτων) στην Πάτρα και επιπλέον το Μάρτιο του έτους 2001 είχε λάβει ως τίμημα από πώληση ακινήτου του στη Νέα Μάκρη Αττικής το ποσό των 26.623.080 δρχ., σύμφωνα με το συμβόλαιο πώλησης του ακινήτου αυτού και των 80.000.000 δρχ. κατά τη μάρτυρα των εναγόντων. Η τελευταία μάλιστα κατέθεσε ότι ποτέ δεν της είχε αναφέρει ο Ι. Α. ότι είχε οικονομικό πρόβλημα και ότι κατά το χρόνο σύναψης του προσυμφώνου δεν είχε αυτός ανάγκη χρημάτων, γιατί είχε ήδη πωλήσει το ακίνητό του στη Νέα Μάκρη. Ούτε αποδείχτηκε ότι οι εναγόμενοι εκμεταλλεύτηκαν τη συναισθηματική ή ψυχολογική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο Ι. Α. λόγω της ασθένειάς του και λόγω του ότι βρισκόταν σε διάσταση με την τρίτη σύζυγό του F. Ι., αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτός είχε υποσχεθεί στους εναγομένους ότι θα τους μεταβιβάσει τα παραπάνω ακίνητα ήδη από τον Ιανουάριο του έτους 2001. Εξάλλου μετά την εκδήλωση της ασθένειας τους είχαν προστρέξει κοντά του τόσο οι ενάγοντες, όσο και η μητέρα τους. Τέλος από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι οι εναγόμενοι δεν κατέβαλαν καθόλου τίμημα για την αγορά των ως άνω ακινήτων, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων κατά την πρώτη επικουρική της βάση, με την οποία ζητούσαν να αναγνωρισθεί άκυρο το προειρημένο προσύμφωνο πωλήσεως, κατά τα άρθρα 178 και 179 του ΑΚ. Υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες εν προκειμένω ζήτημα της υπάρξεως ή μη ανάγκης (οικονομικής ή άλλης) στον δικαιοπάροχό των αναιρεσιβλήτων κατά τον χρόνο υπογραφής του προσβαλλόμενου προσυμφώνου και της εκμεταλλεύσεως ή μη της ανάγκης αυτής εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων προκειμένου να επιτύχουν την υπογραφή του προσυμφώνου, τις οποίες (ανάγκη και εκμετάλλευσή της) δεν δέχθηκε ως αποδεχθείσες το Εφετείο, οι αιτιολογίες δε αυτές στηρίζουν το σχετικό αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, της ορθής (μη) εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 178 και 179 του ΑΚ. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον πέμπτο, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. Με τους πρώτον και δεύτερο, από τους αριθμούς, αντίστοιχα, 8 και 19, και 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της ίδιας αίτησης οι αναιρεσείοντες πλήττουν την κρίση του Εφετείου ως προς την ύπαρξη ή μη προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ της παροχής του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων (πωληθέντα καταστήματα) και της αντιπαροχής των τελευταίων (καταβληθέν τίμημα), την οποία (δυσαναλογία) είχαν επικαλεστεί οι αναιρεσείοντες ως στοιχείο της αισχροκερδούς κατά την αγωγή επίδικης δικαιοπραξίας (προσβαλλόμενο ως άκυρο προσύμφωνο πωλήσεως) και ως προς την οποία το Εφετείο δέχεται, ως ανωτέρω, ότι "... η δυσαναλογία αυτή μεταξύ του τιμήματος που κατέβαλαν οι εναγόμενοι και της εμπορικής αξίας των ακινήτων δικαιολογείται λόγω των στενών φιλικών σχέσεων που είχε ο Ι. Α. με τους εναγομένους ...". Ενόψει του ότι α) σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε για να θεωρηθεί η δικαιοπραξία αισχροκερδής πρέπει να συντρέχουν αθροιστικώς οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, ήτοι ύπαρξη ανάγκης του συμβαλλομένου και εκμετάλλευσή της από τον αντισυμβαλλόμενο αφ' ενός, και συνομολόγηση ή λήψη προφανώς δυσαναλογία αντιπαροχής από αυτόν έναντι της παροχής του πρώτου, με αποτέλεσμα αν λείπει μία από τις προϋποθέσεις αυτές να μην μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά τα άρθρα 178 και 179 του ΑΚ, και του ότι β) η κατά τα προεκτεθέντα παραδοχή του Εφετείου ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω το στοιχείο της ανάγκης του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων και της εκμεταλλεύσεώς της από αυτούς δεν προσβάλλεται επιτυχώς με λόγον αναιρέσεως (απορριπτέος, ως ανωτέρω, πέμπτος λόγος του αναιρετηρίου), οι εξεταζόμενοι ήδη πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως προβάλλονται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέοι, αφού μόνη η προσβαλλόμενη με αυτούς ως άνω παραδοχή του Εφετείου ως προς την δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής της επίδικης δικαιοπραξίας δεν στηρίζει το διατακτικό της απόφασης και η τυχόν βασιμότητα των υπόψη λόγων δεν οδηγεί στην αναίρεσή της (απόφασης), αφού απαιτείται προς τούτο και για τον χαρακτηρισμό της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και η συνδρομή του στοιχείου της εκμεταλλεύσεως υπάρχουσας ανάγκης του συμβαλλομένου, η οποία και δεν υπάρχει εν προκειμένω, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα.

ΙΙΙ.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 131 του ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 16 του ν.2447/1996, " Η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη αν κατά τον χρόνο που έγινε το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Οι κληρονόμοι μπορούν, μέσα σε μια πενταετία από την επαγωγή, να προσβάλουν για έναν από τους λόγους της προηγούμενης παραγράφου τις μη χαριστικές δικαιοπραξίες που έγιναν από τον κληρονομούμενο ή προς αυτόν τότε μόνο: 1. αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας εκκρεμούσε διαδικασία για την υποβολή του κληρονομουμένου σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ή αν μετά την κατάρτιση ο κληρονομούμενος υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση για την παραπάνω αιτία 2. αν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε ενόσω αυτός βρισκόταν έγκλειστος σε ειδική για την κατάστασή του μονάδα ψυχικής υγείας 3. αν η κατάσταση που επικαλούνται οι κληρονόμοι προκύπτει από την ίδια την δικαιοπραξία που προσβάλλεται.". Η αντίστοιχη διάταξη του ίδιου άρθρου 131 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άνω άρθρο 16 του ν. 2447/1996, όριζε : "Η δήλωση βούλησης είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή δεν είχε τη χρήση του λογικού επειδή έπασχε από πνευματική ασθένεια". Στην ανωτέρω λεκτική μεταβολή ο νομοθέτης προέβη (όπως και στην αντίστοιχη νέα διάταξη του άρθρου 1666 ΑΚ για τη δικαστική συμπαράσταση) με το σκοπό χρήσης της ορθής ορολογίας "ψυχική ή διανοητική διαταραχή", αντί της "πνευματικής ασθένειας" και "περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του", αντί της "δεν είχε τη χρήση του λογικού", έτσι ώστε να είναι κατανοητό το κείμενο του νόμου από τους μη ειδικούς, συγχρόνως όμως να εκφράζουν οι νέοι όροι όλες τις καταστάσεις που στο προϊσχύσαν δίκαιο αποδίδονταν με τους ανωτέρω όρους (βλ. εισηγητική έκθεση Υπουργού Δικαιοσύνης σ. 24, 25, 29). Από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 131 εδ. α' ΑΚ συνάγεται ότι η δήλωση είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, ο δηλών από τις άνω αιτίες δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο, εφόσον ο νόμος δεν το αποκλείει, δηλαδή δεν είχε έλλογη κρίση, που να του επιτρέπει να προσδιορίζει ελεύθερα τη βούλησή του με λογικούς υπολογισμούς και βρισκόταν σε αδυναμία να διαγνώσει το περιεχόμενο και την oυσία της δικαιοπραξίας που επιχειρεί και τις συνέπειες που θα προκύψουν από αυτή. Η ρύθμιση αναφέρεται στην ανικανότητα κατά την στιγμή της δήλωσης βούλησης για τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία που προσβάλλεται εκάστοτε. Κατά την ως άνω διάταξη αρκεί η ύπαρξη ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που να αποκλείει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησης με λογικούς υπολογισμούς κατά τον κρίσιμο χρόνο, χωρίς να είναι απαραίτητο ο δικαιοπρακτών να έχει κηρυχθεί σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης. Η ακυρότητα δε των δικαιοπραξιών του κατά τα παραπάνω ανικάνου λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής είναι απόλυτη, ώστε οποιοσδήποτε έχων έννομο συμφέρον προς τούτο δύναται να την προσβάλλει. Για το ορισμένο δε της αγωγής με την οποία ζητείται η αναγνώριση ακυρότητας λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, δεν είναι απαραίτητη η αναφορά της νόσου ειδικώς, η οποία μπορεί να είναι οιαδήποτε και αδιάγνωστη ακόμη, γιατί επιρροή ασκεί, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, το καθοριζόμενο αποτέλεσμα και δη της στέρησης της συνείδησης των πράξεων του δηλούντος και της βούλησής του. Ο ισχυριζόμενος την ακυρότητα οφείλει να αποδείξει τα συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η έλλειψη συνείδησης των πράξεων και η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησης κατά το χρόνο της δήλωσης. Το δε δικαστήριο κρίνει περί της εννοίας της έλλειψης της συνείδησης των πράξεων και του περιορισμού αποφασιστικά της λειτουργίας της βούλησης, με βάση τις προσκομιζόμενες αποδείξεις, κάνοντας χρήση κατά την εκτίμηση αυτών και συναγωγή του εντεύθεν πορίσματος και των κοινών γνώσεων και των εν γένει κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας, που κάθε νουνεχής άνθρωπος και επομένως και ο δικαστής κατέχει (ΑΠ 48/2009, 223/2008, 12/2005). Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα:
" Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι κατά χρόνο που συντάχτηκε το προαναφερόμενο προσύμφωνο (δηλ. 19-9-2001) ο Ι. Α., εξαιτίας της ασθένειας από την οποία έπασχε και της λήψης ισχυρών φαρμάκων κατά τη διάρκεια των χημειοθεραπειών στις οποίες υποβαλλόταν για την αντιμετώπισή της, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του και ότι βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Ωστόσο οι ενάγοντες που έχουν και το βάρος απόδειξης, δεν απέδειξαν τον ισχυρισμό τους αυτό, ούτε προκύπτουν τ' ανωτέρω από το προσβαλλόμενο προσύμφωνο. Η μάρτυράς τους δε και μητέρα τους, εξεταζόμενη στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ουδόλως επιβεβαιώνει τούτο, καταθέτοντας μόνο αόριστα ότι ο Ι. Α. αφότου πληροφορήθηκε ότι πάσχει από καρκίνο ήταν "αφημένος" και "παρατημένος" και ότι κατά τις περιόδους που υποβαλλόταν σε χημειοθεραπεία δεν μπορούσε να έχει κρίση για οτιδήποτε. Τα δε επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες αποσπάσματα ιατρικών συγγραμμάτων, σύμφωνα με τα οποία μεταξύ των παρενεργειών του φαρμάκου Carboplatin είναι και η περιφερική νευροπάθεια, που εκδηλώνεται κυρίως με παραισθήσεις και μάλιστα σε μικρό ποσοστό ασθενών και με μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης αυτής σε ασθενείς άνω των 65 ετών, λόγω της γενικότητας αυτών, δεν οδηγούν σε αντίθετο συμπέρασμα. Ούτε μπορεί να συνηγορήσει υπέρ του ισχυρισμού των εναγόντων ότι δεν αναγράφονται στο ως άνω προσύμφωνο οι ακριβείς ημερομηνίες των τμηματικών καταβολών του τιμήματος εκ μέρους των εναγομένων, ούτε το ότι συντάχτηκε προσύμφωνο αντί οριστικού συμβολαίου, καίτοι φερόταν ως. καταβληθέν το τίμημα, ούτε τέλος ότι ο Ι. Α. είχε συμφωνήσει το Δεκέμβριο του έτους 2000 με τον Ι. Λ., μισθωτή ενός εκ των ανωτέρω καταστημάτων, να του πωλήσει το κατάστημα αυτό. Εξάλλου ότι ο Ι. Α. είχε κατά τον επίδικο χρόνο συνείδηση των πράξεών του και δεν βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, δηλαδή είχε έλλογη κρίση που του επέτρεπε να προσδιορίζει ελεύθερα τη βούλησή του με λογικούς υπολογισμούς και δεν βρισκόταν σε αδυναμία να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχείρησε και τις συνέπειες που θα προέκυπταν απ' αυτή, συνάγεται αβίαστα και από το ότι αυτός ήδη από τον Ιανουάριο του έτους 2001, δηλαδή αρκετό χρόνο πριν εκδηλωθεί η ασθένειά του, είχε υποσχεθεί στους εναγομένους ότι θα τους μεταβιβάσει τα παραπάνω ακίνητα. Ενισχυτικό δε της άνω κρίσης είναι το ότι καίτοι ο Ι. Α. στις 29-7-2002, δηλαδή κατά χρόνο που ήταν ασθενής και 3 1/2 μόλις μήνες προ του θανάτου του, προέβη δυνάμει του υπ' αριθμ. 26037/29-7-2002 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πατρών Βασιλικής Ρούσσου σε μεταβίβαση ακινήτου του, ήτοι καταστήματος στην ίδια οικοδομή με τα επίδικα, στον Ι. Λ., οι ενάγοντες ουδόλως προσέβαλαν ως άκυρο το συμβόλαιο αυτό". Βάσει δε των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε, με την επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων κατά την κύρια, εκ του άρθρου 131 του ΑΚ, βάση της. Με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των άρθρων 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με την κατά τα ανωτέρω παραδοχή του ότι δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες-ενάγοντες έλλειψη της συνειδήσεως πραττομένων του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων κατά τον χρόνο καταρτίσεως του επίδικου προσυμφώνου πωλήσεως παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου ως άνω διατάξεις των άρθρων 131 και 179 του ΑΚ, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω. Ενόψει της προειρημένης και μη προσβαλλόμενης κατηγορηματικής παραδοχής του Εφετείου ότι τα ανωτέρω υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες, ότι δηλ. ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Ι. Α. κατά τον χρόνο που συντάχθηκε το επίδικο προσύμφωνο, λόγω της αναφερόμενης κακής κατάστασης της υγείας του, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του και ότι βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, δεν προκύπτουν (πάντως) από το προσβαλλόμενη προσύμφωνο, και (ενόψει) του ότι η παραδοχή αυτή στηρίζει αυτοτελώς την απορριπτική κρίση του δικαστηρίου ως προς την αγωγή των αναιρεσειόντων-κληρονόμων του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 131 παρ. 2 του ΑΚ, ο εξεταζόμενος ήδη τρίτος λόγος αναιρέσεως προβάλλεται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέες, σύμφωνα με την σχετική νοητική σκέψη της προηγούμενης παραγράφου της παρούσης.
IV. Κατά το άρθρο 1033 του ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Τέτοια νόμιμη αιτία είναι μεν η πώληση, όχι όμως και η εξασφάλιση απαίτησης εκείνου προς τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση, η οποία δεν αναγνωρίζεται υπό του νόμου ως justa causa μεταβιβαστική κυριότητος και για το λόγο αυτό η για την τελευταία αυτή αιτία γενομένη σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου είναι άκυρη κατά τη διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ, ως αντικειμένη στην από λόγους γενικότερου συμφέροντος υπαγορευθείσα επιτακτική διάταξη του άρθρου 1033 ΑΚ, σε συνδυασμό και προς το άρθρο 1239 ΑΚ (ΑΠ 1340/2008).
Εν προκειμένω, το Εφετείο δέχθηκε ακόμη τα εξής, ως προς την απορριφθείσα επίσης δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, ήτοι: "Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι το ως άνω προσύμφωνο είναι άκυρο ως καταπιστευτικό, για το λόγο ότι έγινε προς το σκοπό της εξασφάλισης απαίτησης των εναγομένων για την απόδοση ισόποσων δανείων που είχαν χορηγήσει στον Ι. Α., όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Ειδικότερα ο πρώτος των εναγομένων κατά καιρούς δάνειζε πράγματι χρήματα στον Ι. Α., πλην όμως δεν αποδείχτηκε η σύναψη μεταξύ τους δανείου ύψους ανάλογου με το τίμημα των επίδικων καταστημάτων. Ούτε συνάγεται το αντίθετο από την υπ' αριθμ. …/2-6-2006 ένορκη βεβαίωση ως μάρτυρα της δεύτερης των εναγομένων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών Σαπφώς Παπαγιαβή, που λήφθηκε στα πλαίσια συζήτησης αγωγής που είχε ασκήσει ο πρώτος των εναγομένων κατά των ήδη εναγόντων και της F. Ι., για την καταβολή σ' αυτόν του συνολικού ποσού των 30.992 ευρώ (10.560.524 δρχ.), το οποίο του όφειλε ο Ι. Α., αφού τα ποσά που αναφέρει η δεύτερη των εναγομένων ότι είχε δανειστεί ο Ι. Α. (7.055.000 δρχ.) υπολείπονται κατά πολύ από το τίμημα για την πώληση των επίδικων ακινήτων". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του ουσιαστικού κανόνα δικαίου (ανωτέρω άρθρα 174 και 1033 του ΑΚ), τον οποίο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, και τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τέταρτο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς τους, είναι αβάσιμα.
V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-11-2012 αίτηση των Α. Α. και Π. Α. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 357/2012 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή