Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 240 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Δυσφήμηση συκοφαντική, Τύπος.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου. Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Δεν επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας το γεγονός, ότι ενώ καταχωρήθηκε η γνώμη της μειοψηφίας, δεν αναφέρεται το ονοματεπώνυμο του μειοψηφούντος δικαστού, ούτε ότι δεν αναγνώσθηκαν έγγραφα, όταν από τα πρακτικά δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε σχετικό αίτημα. Δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 367 του Π.Κ. στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Απορρίπτει την αναίρεση.





Αριθμός 240/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ποντικάκη, για αναίρεση της 371/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Πρασιανάκη.
Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Ιουνίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1128/2007.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 362 του Π.Κ. "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν, στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές, και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Εξ' άλλου, ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια.
Εξ' άλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά όμως για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου, καθώς και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών είναι ιατρός και εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας από το 1982 στην κωμόπολη της ........ Χανίων, όπου και κατοικεί, ενώ παράλληλα, κατά τον παρακάτω κρίσιμο χρόνο, ήταν Δήμαρχος ...., δημοτικό διαμέρισμα του οποίου αποτελεί η .......... Εξ' άλλου, και ο κατηγορούμενος είναι ιατρός και Πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Χανίων και παράλληλα και Νομαρχιακός σύμβουλος Αυτοδιοίκησης Χανίων. Ο τελευταίος δημοσίευσε: 1) στις 8-10-2004, στην τοπική εφημερίδα που εκδίδεται επίσης στην πόλη των Χανίων "......", 2) στις 10-10-2004, στην τοπική εφημερίδα που εκδίδεται στην πόλη των Χανίων" .....", 3) τον Οκτώβριο του 2004 στην εφημερίδα που εκδίδεται στην ..... Χανίων "......." και 4) στις 14-10-2004 στην τοπική εφημερίδα που εκδίδεται στην επαρχία .... Χανίων " ......", την από 4-10-2004 επιστολή του σε βάρος του εγκαλούντος Ψ1, στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων και τα παρακάτω για το πρόσωπό του γεγονότα: "Η υλοποίηση της παραπάνω απόφασης των Υπουργείων Υγείας και Οικονομικών, μέχρι σήμερα δεν έχει προχωρήσει, διότι με αυτήν πλήττονται οικονομικά συμφέροντα ελευθεροεπαγγελματία ιατρού, κατοίκου ........, ο οποίος, συνεπικουρούμενος από υψηλόβαθμο τοπικό στέλεχος των προηγούμενων κυβερνήσεων, εμπόδιζε την αναβάθμιση του Περιφερειακού ιατρείου Παλαιόχωρας". Να σημειωθεί δε ότι, όπως προκύπτει από το λοιπό κείμενο του δημοσιεύματος, η αναφορά γίνεται στην υπ' αριθμό Α3α/ΟΙΚ. 602/18.1.1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας και Πρόνοιας με την οποία ιδρύθηκε το Κέντρο Υγείας Καντάνου, η οποία καθόριζε το Περιφερειακό Ιατρείο Παλαιόχωρας, ως ιατρείο 24ωρης ετοιμότητας. Τα παραπάνω που αναφέρονται στο δημοσίευμα, δε συνιστούν απλή έκφραση γνώμης ή αξιολογική κρίση της δράσης ή των ενεργειών του κατηγορουμένου, αλλά γεγονότα, αφού αναφέρονται πραγματικά περιστατικά. Τα γεγονότα αυτά είναι αναληθή και ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθειά τους και με τη δική του θέληση προέβη στη δημοσίευσή τους με την καταχώρησή τους στις ως άνω εφημερίδες, που κυκλοφορούν στο νομό Χανίων και αλλαχού. 'Ηταν δε αυτά κατάλληλα να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος ως ιατρού της ......., ο δε κατηγορούμενος γνώριζε λόγω και της ιδιότητός του ως ιατρού, Προέδρου του ιατρικού συλλόγου Χανίων και ως Νομαρχιακού συμβούλου, ότι αυτά είναι κατάλληλα να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος, με την έννοια που η τιμή και η υπόληψη εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη. Ο ίδιος δε ο κατηγορούμενος τα αποδέχθηκε με απώτερο σκοπό να μειώσει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος για δικούς του λόγους. Ειδικότερα, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε κατά τρόπο ασφαλή ότι η μη υλοποίηση της ως άνω υπουργικής αποφάσεως δεν οφείλεται σε ενέργειες του εγκαλούντος και στη συνδρομή που δήθεν παρείχε σ' αυτόν ο βουλευτής της περιοχής ........, ο οποίος κατά το παρελθόν υπήρξε Υπουργός Υγείας, που είναι κουμπάρος του και στον οποίο αναφέρεται το δημοσίευμα, αλλά σε άλλους λόγους, που δεν έχουν σχέση με τη δραστηριότητα του εγκαλούντος. Το ότι δε ο κατηγορούμενος αναφέρεται στον εγκαλούντα "ελευθεροεπαγγελματία ιατρό" κατέστη σαφές από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, αφού αυτός είναι ο μόνιμος ιατρός της περιοχής από το 1982, ενώ όσοι άλλοι ιατροί υπηρέτησαν στην περιοχή, παρέμειναν για λίγο χρονικό διάστημα και μετά απεχώρησαν, ο δε ....... εργάζεται ως ιατρός στην εν λόγω περιοχή τα τελευταία (5)πέντε χρόνια. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εγκαλών κατέβαλε επανειλημμένες προσπάθειες για την αναβάθμιση του Περιφερειακού ιατρείου Παλαιόχωρας τόσο σαν γιατρός, όσο και σαν δήμαρχος ....... Τις ενέργειές του δε για την αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας στην περιοχή, κοινοποιούσε και στον Ιατρικό Σύλλογο Χανίων, του οποίου, όπως αναφέρθηκε, ήταν Πρόεδρος ο κατηγορούμενος. Μάλιστα δε, σε σχετική εισήγηση που έκανε κατά τη συνεδρίαση του δημοτικού Συμβουλίου του δήμου Πελεκάνου στις 24-11-1999, σύμφωνα με το υπ' αριθμό ...... πρακτικό του, πρότεινε στο δημοτικό συμβούλιο την έκδοση ψηφίσματος και την αποστολή του σε όλους τους φορείς, με το οποίο να ζητείται η λειτουργία του Περιφερειακού ιατρείου Παλαιόχωρας σε εικοσιτετράωρη βάση, τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Όπως δε προκύπτει από τη συνημμένη στο ως άνω πρακτικό υπ' αριθμό ...... απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, το τελευταίο δέχθηκε την εισήγησή του και αποφάσισε ομόφωνα την έκδοση σχετικού ψηφίσματος. Ενόψει όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός που προέβαλε ο κατηγορούμενος περί του ότι το περιεχόμενο του δημοσιεύματος δε συνιστά άδικη πράξη και ειδικότερα το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, καθόσον στην πράξη του προέβη από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών υγείας στην περιοχή. 'Αλλωστε, το επικαλούμενο δικαιολογημένο ενδιαφέρον θα μπορούσε να το επιδείξει με άλλο τρόπο και μέσα και όχι με το ως άνω περιεχόμενο του δημοσιεύματος. Κατ' ακολουθία και σύμφωνα με την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του..." Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, κατά την επικρατήσασα σ' αυτό γνώμη, διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1 εδ.α και 2, 363 ΠΚ. Ειδικότερα, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την κρίση της πλειοψηφίας, ότι τα προαναφερθέντα δυσφημηστικά γεγονότα είναι ψευδή και ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση της αναληθείας, είναι δε χωρίς έννομη επιρροή το γεγονός που αβασίμως επικαλείται ο αναιρεσείων, ότι λόγω της διττής ιδιότητας του εγκαλούντος ως ιατρού και ως Δημάρχου, ήταν δυσχερές για τους τρίτους να εννοήσουν ότι το επίμαχο δημοσίευμα αφορούσε αυτόν, όπως επίσης δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο ίδιος ο αναιρεσείων δεν επιδίωκε οποιοδήποτε όφελος από το συγκεκριμένο δημοσίευμα ή ότι η γνώμη της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου, δεν έλαβε υπόψη της, τη δήλωση του ίδιου του κατηγορουμένου και αναιρεσείοντος για το σεβασμό που τρέφει προς τον εγκαλούντα.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατά το μέρος δε που με αυτό πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση, του Δικαστηρίου είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 364 παρ.1 του ΚΠοινΔ, η μη ανάγνωση των αναφερομένων σ' αυτήν εγγράφων, δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της διαδικασίας, εκτός αν ζητήθηκε η ανάγνωση ορισμένου εγγράφου από τον Εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί σχετικά με την αίτηση που υποβλήθηκε για το σκοπό αυτό, οπότε υπάρχει έλλειψη ακροάσεως, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα, ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων δεν υπέβαλε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε αίτημα για την ανάγνωση των αναφερόμενων στην αίτηση αναιρέσεως εγγράφων και, επομένως, είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 εδ. α του ΚΠΔ, ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του οργανισμού των δικαστηρίων και του νόμου περί μεικτών ορκωτών δικαστηρίων, εξ'αιτίας κακής σύνθεσής του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται, στη σύνθεση του Δικαστηρίου που εξέδωσε αυτή, συμμετείχε και ο εφέτης Νικόλαος Λιβανός, που ορίσθηκε με την υπ'αρ. 50/2007 πράξη του Προέδρου Εφετών Κρήτης, λόγω κωλύματος της εφέτου Αικατερίνης Καράπα. Ο συγκεκριμένος δικαστής, διατύπωσε γνώμη μειοψηφίας, σχετική με την μη τέλεση από μέρους του κατηγορούμενου της συγκεκριμένης πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως, αλλά της απλής δυσφημήσεως, η οποία και καταχωρήθηκε στην οικεία απόφαση. Όμως, από πρόδηλη παραδρομή, δεν καταχωρήθηκε το ονοματεπώνυμό του, παρά το γεγονός ότι προσδιορίστηκε ο δικαστής που μειοψήφισε, με την καταγραφή στην οικεία θέση, ότι "ένα μέλος του Δικαστηρίου, ο εξ' αριστερών Εφέτης, είχε τη γνώμη ότι ο κατηγορούμενος....", γεγονός το οποίο δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή. 'Αλλωστε, η μη αναγραφή του ονοματεπωνύμου του δικαστή που μειοψήφισε, δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, αφού την απόφαση την συγκροτεί η γνώμη της πλειοψηφίας. 'Αρα, η σχετική αιτίαση του δεύτερου λόγου είναι απαράδεκτη. Απαράδεκτη, εξάλλου, είναι η στον ίδιο λόγο διαλαμβανόμενη αιτίαση του ότι στην παράθεση των άρθρων των οικείων ποινικών διατάξεων, δεν περιλαμβάνεται και διατάξη του άρθρου 368 του ΠΚ αφού η παράλειψη αυτή δεν αποτελεί πλέον λόγο αναίρεσης, κατ'άρθρο 510 παρ.1 ΚΠΔ.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, προκύπτει, ότι αίρεται κατ' αρχή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβρίσεως και απλής δυσφημήσεως, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπόληψης άλλου εκδήλωση γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, με τον απαραίτητο όμως όρο, ότι η εκδήλωση αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίησή του δικαιολογημένο ενδιαφέροντος μέτρο, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η προστασία τους με άλλον τρόπο και ότι ο δράστης κινήθηκε στην προσβλητική εκδήλωση αποκλειστικά προς το σκοπό αυτό. Κατ' εξαίρεση, όμως, δεν αίρεται στις περιπτώσεις αυτές, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημηστικής εκδηλώσεως και παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, όταν συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπως έγινε δεκτό με τον αναιρεσείοντα, που καταδικάστηκε για την πράξη αυτή, ότι, στις ως άνω περιπτώσεις, από τον τρόπο εκδήλωσης ή τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή, σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί, με το να απορρίψει σχετικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την παραπάνω διάταξη, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει, να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 1-6-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 371/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιανουαρίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή