Θέμα
Αναιρέσεως απόρριψη, Επανάληψη διαδικασίας.
Περίληψη:
Αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας. Άσκηση για νέα στοιχεία άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την αμετάκλητη απόφαση. Ποια θεωρούνται νέα στοιχεία. Πότε δεν συντρέχει το στοιχείο αυτό. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 175/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Δεκεμβρίου 2011, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Ν. Π. του Β., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γιαγλάρα, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ.652/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης.
Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Δεκεμβρίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 7/2011.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή με αριθμό 170/15-4-2011, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω στο Συμβούλιό Σας σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 527 παρ. 3 Κ.Π.Δ. την από 20-12-2010 αίτηση του Ν. Π. του Β., εκπαιδευτικού, κατοίκου ..., για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την έκδοση της υπ' αριθμ. 652/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρο 525 παρ.1 του Κ.Π.Δ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον εκείνου που καταδικάστηκε για κακούργημα ή πλημμέλημα, μόνο στις τέσσερις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο αυτό. Μεταξύ αυτών είναι και η με την περίπτωση 2 της παραγράφου 1 του άνω άρθρου, κατά την οποία η διαδικασία επαναλαμβάνεται, αν μετά την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νέα γεγονότα ή νέες αποδείξεις, θεωρούνται εκείνες που δεν είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που δίκασε και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν προηγουμένως. Νέες αποδείξεις ή γεγονότα μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, σε βαθμό που αγγίζει την βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή ότι καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέα γεγονότα κατά την έννοια της διάταξης αυτής, δεν αποτελούν τα αναφερόμενα στο τμήμα εκείνο του δικανικού συλλογισμού που αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή της οικείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Γιατί το μέρος αυτό του δικανικού συλλογισμού, όταν είναι εσφαλμένο, ελέγχεται με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως για τον αναιρετικό λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1στοιχ. Ε Κ.Π.Δ). Δεν μπορούν επίσης να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντίθετα ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, έστω και μετά από εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που τέθηκαν υπόψη τους, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς επανέλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές που την εξέδωσαν, εφόσον η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφόμενη εναντίον αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Την σχετική περί αυτού κρίση του σχηματίζει το επιλαμβανόμενο της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας αρμόδιο δικαστήριο από την έρευνα των πρακτικών της δίκης που προηγήθηκε και από τα έγγραφα που υπάρχουν στην δικογραφία.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τη από 20-12-2010 αίτησή του, ο Ν. Π., εκπαιδευτικός, κάτοικος ..., ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση σε βάρος του της υπ' αριθμ. 652/2008 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Η απόφαση αυτή η οποία εκδόθηκε παρόντος του κατηγορουμένου και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο τελεσίδικων αποφάσεων την 8-7-2008, κατέστη ήδη αμετάκλητη, καθόσον δεν ασκήθηκε κατ' αυτής από τον καταδικασθέντα ή τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αναίρεση, εντός των προβλεπόμενων από τα άρθρα 473 παρ. 1, 2 και 505 παρ. 2 Κ.Π.Δ προθεσμιών, όπως αυτό προκύπτει από τα αντίστοιχα υπ' αριθμ. 1966/2010 και 1/2011 πιστοποιητικά των Γραμματέων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και του Εφετείου Λάρισας. Με την προαναφερθείσα απόφαση καταδικάστηκε αυτός σε ποινή φυλάκισης 3 μηνών η έκτιση της οποίας ανεστάλη επί μια τριετία για πλαστογραφία μετά χρήσεως. Σύμφωνα με το διατακτικό της πιο πάνω αποφάσεως, η πράξη για την οποία καταδικάστηκε o ανωτέρω αιτών συνίσταται στο ότι στην Λάρισα, την 19-3-2001, ενεργώντας με πρόθεση, κατάρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, κάνοντας επιπλέον και χρήση αυτού. Ειδικότερα, κατάρτισε την με ημερομηνία 8-5-2000 αίτησή του που απευθυνόταν προς τον πρόεδρο του Π.Υ.Σ.Δ.Ε και Προϊστάμενο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Λάρισας Σ. Κ., την οποία φέρεται ότι κατέθεσε αυθημερόν στην Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Λάρισας και έλαβε τον αριθμό πρωτ. 1881α /8-5-2000 της ιδίας ως άνω υπηρεσίας, με την οποία αιτείτο την εξαίρεση του Γ. Κ., ο οποίος είχε οριστεί ανακριτής για την διεξαγωγή ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος του ιδίου (κατηγορουμένου). Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση πλαστού αντιγράφου της ως άνω αιτήσεως το οποίο κατάρτισε ο ίδιος, τα μέλη του Π.Υ.Σ.Δ.Ε Ν. Λάρισας, ενώπιον των οποίων είχε κληθεί να απολογηθεί την 19-3-2001, ότι η εν λόγω αίτηση εξαίρεσης είχε πράγματι κατατεθεί ήδη από 8-5-2000 στην ως άνω υπηρεσία. Το ως άνω αντίγραφο όμως ήταν πλαστό, καθώς αυτό όπως και η πρωτότυπη αίτηση δεν είχαν κατατεθεί και ως εκ τούτου δεν είχαν λάβει τον αναγραφόμενο επί του αντιγράφου αυτού υπ' αριθμ. 1881α /8-5-2000 αριθμό πρωτοκόλλου της εν λόγω υπηρεσίας, επιπλέον δε η υπηρεσιακή σφραγίδα επ' αυτού ήταν διαφορετική από την πραγματική. Στη συνέχεια, έκανε χρήση του πλαστού αυτού αντιγράφου, καθώς το υπέβαλε, μεταξύ άλλων εγγράφων, ως δικαιολογητικό προκειμένου να υποστηρίξει την με αριθμό πρωτοκόλλου 82/19-3-2001 ένστασή του ενώπιον του ιδίου ως άνω πειθαρχικού οργάνου, αιτούμενος μεταξύ άλλων, την ακύρωση της υπ' αριθμ. Α.Π 67/8-3-2001 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου και της έως τότε διεξαχθείσης σε βάρος του πειθαρχικής διαδικασίας στο σύνολό της, επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε εκδοθεί απόφαση επί της ανωτέρω (πλαστής) αίτησής του για εξαίρεση του Γ. Κ., παρότι είχε κατατεθεί στην εν λόγω υπηρεσία ήδη από 8-5-2000. Η υποβολή του άνω πλαστού εγγράφου προς υποστήριξη της ανωτέρω ενστάσεώς του, είχε ως συνέπεια τη αναβολή της διαδικασίας ενώπιον του άνω πειθαρχικού οργάνου για την δικάσιμο της 29-3-2001. Με την κρινόμενη από 20-12-2010 αίτησή του, ο ανωτέρω καταδικασθείς, επικαλούμενος την διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 2 του Κ.Π.Δ, ζητεί την προς το συμφέρον του επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της προαναφερθείσας υπ' αριθμ. 652/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, εκθέτοντας σ' αυτήν ότι αδίκως καταδικάστηκε για έγκλημα που δεν διέπραξε, επικαλούμενος ως νέα στοιχεία που δικαιολογούν την αποδοχή της αίτησής του αυτής το ότι μετά τη καταδίκη του, μετά από γραφολογική πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε στα πλαίσια άλλης πειθαρχικής προκαταρκτικής δικογραφίας, αποδείχθηκε ότι οι φερόμενες ως πλαστές ενδείξεις στο αντίγραφο της από 8-5-2000 αίτησής του και πιο συγκεκριμένα ο αριθμός πρωτοκόλλου "1881α" και η ημερομηνία "8-5-2000", είχαν τεθεί δια χειρός της τότε γραμματέως του ΠΥΣΔΕ Λάρισας Ι. Κ., γεγονός δηλωτικό ότι το αντίγραφο αυτό δεν το είχε καταρτίσει ο ίδιος και συνεπώς δεν ήταν πλαστό. Ειδικότερα επικαλείται το πόρισμα της από μηνός Μαΐου 2009 έκθεσης Γραφολογικής Πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου Π. Τ., η οποία διενεργήθηκε κατόπιν των υπ' αριθμ. 11604/19-11-2008 και 1773/9-3-2009 διοριστήριων εγγράφων του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Λάρισας, σύμφωνα με το οποίο οι εγγραφές που περικλείονται στην σφραγίδα πρωτοκόλλου της από 8-5-2000 αιτήσεως του Ν. Π., που είχε ως θέμα της την εξαίρεση του Κόρακα από την διενέργεια της σε βάρος του Ε.Δ.Ε, πιθανολογήθηκε ότι είχαν τεθεί από την Εκπαιδευτικό Γ. Κ., γραμματέα του Π.Υ.Σ.Δ.Ε Λάρισας και εντάσσονταν στην γραφική της συνήθεια, ενώ δεν κατέστη δυνατή η απόφανση περί της γνησιότητας ή μη της ορθογώνιας σφραγίδας πρωτοκόλλου της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Λάρισας, που περιέκλειε τις ενδείξεις αυτές, για τους λόγους που αναφέρονται στην σελίδες 22 και 23 της σχετικής έκθεσης (βλ. την προσαγόμενη έκθεση). Όμως η έκθεση αυτή, πέραν των όποιων ευλόγων αποριών και ενστάσεων μπορεί να διατυπώσει κάποιος για το τελικό της συμπέρασμα και την πειστικότητα των επιχειρημάτων που το τεκμηριώνουν, ιδία ενόψει του ότι φέρεται να καταλήγει στο συμπέρασμα περί του ότι οι αμφισβητούμενες ενδείξεις "1881α /8-5-00" που είχαν χαραχθεί εντός του πλαισίου της ορθογώνιας σφραγίδας πρωτοκόλλου της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Λάρισας, είχαν χαραχθεί δια χειρός της Ι. Κ., καίτοι το υπό εξέταση γραφολογικό υλικό ήταν εντελώς πτωχό, αποτελούμενο από μόλις το μικρό γράμμα "α" της αλφαβήτου και οκτώ Αραβικούς αριθμούς και μάλιστα όχι στο πρωτότυπο αλλά σε φωτοτυπικό αντίγραφο, αυτή καθ' εαυτή η έκθεση δεν καθιστά φανερή την αθωότητα του αιτούντος. Τούτο διότι το εκδόν την καταδικαστική απόφαση δικαστήριο, μεταξύ των άλλων στοιχείων έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και την από 24-10-2004 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης του γραφολόγου Δ. Θ., ο οποίος είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα με την ήδη προσαγόμενη έκθεση του Π. Τ., ότι δηλαδή οι επίμαχες ενδείξεις επί του αντιγράφου της αίτησης εξαιρέσεως που φερόταν ότι είχε υποβάλλει ο τότε κατηγορούμενος Ν. Π. στην Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Λάρισας, δεν είχαν χαραχθεί δια χειρός του, αλλά από τρίτο πρόσωπο (κατά τον κατηγορούμενο από την Ι. Κ.), πλην όμως το δικαστήριο απέρριψε το συμπέρασμα αυτό με την αιτιολογία ότι η γνωμοδότηση "δεν ήταν πειστική" και ότι το δικαστήριο πείστηκε ότι οι ενδείξεις αυτές είχαν χαραχθεί από τον κατηγορούμενο, "ο οποίος επέλεξε για την αίτησή του τον αριθμό "1881α" αφού ο αριθμός "1881" αφορούσε, όπως προαναφέρθηκε, έγγραφο του Γυμνασίου Βαμβακούς προς το Υπουργείο Παιδείας, γεγονός που αυτός γνώριζε. Εξάλλου, δεν υπήρχε κανένας λόγος να μη πρωτοκολληθεί και να μη παρουσιασθεί η πιο πάνω αίτηση εξαίρεσης με την ημερομηνία που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, εφόσον είχε δικαίωμα, πράγμα που καλώς γνώριζε, να ζητήσει την εξαίρεση του ανακριτή Γ. Κ., ο ίδιος δε είχε ωφέλεια από την αποδειχθείσα πιο πάνω παράνομη ενέργειά του, που συνίσταται, στην αναβολή του Συμβουλίου και στη μεταβολή έτσι, λόγω παρέλευσης κάποιου χρονικού διαστήματος, των δυσμενών συνεπειών σε βάρος του και κυρίως του άσχημου κλίματος σε βάρος του λόγω αναφορών και από τον σύλλογο καθηγητών και από τον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων". Την επιχειρηματολογία αυτή του δικαστηρίου υπέρ της ενοχής του τότε κατηγορουμένου και ήδη αιτούντος, υιοθετούμε και εμείς. Προσθέτοντας μόνο, προς απόκρουση του αβάσιμου ισχυρισμού του περί του ότι καταδικάστηκε για πράξη που δεν τέλεσε, το ότι το πρωτότυπο της αίτησης που δήθεν υπέβαλε, ουδέποτε βρέθηκε στα αρχεία της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Λάρισας, ούτε καταχωρήθηκε στο πρωτόκολλό της, η προσθήκη δε του μικρού αριθμού "α" παραπλεύρως του αύξοντα αριθμού 1881, καίτοι δεν υπήρχε κανένας προς τούτο λόγος, δείχνει αυθαίρετη ενέργεια σε σχέση με την κανονική τήρηση του πρωτοκόλλου, την οποία κανείς υπάλληλος δεν είχε συμφέρον να τη κάνει, πλην του ωφελούμενου από την σε μεταγενέστερο χρόνο εμφάνιση του υποτιθέμενου γνήσιου αντιγράφου του πρωτοτύπου, δηλαδή ο ίδιος ο αιτών. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό κρίση αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας και να καταδικασθεί ο αιτών στην δικαστική δαπάνη σύμφωνα με το αρ. 583 ιδίου Κώδικα.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: α) να απορριφθεί ως αβάσιμη η από 20-12-2010 αίτηση του Ν. Π. του Β., εκπαιδευτικού, κατοίκου ..., για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την έκδοση της υπ' αριθμ. 652/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας και β) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αιτούντος. Αθήνα 14 Απριλίου 2011 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής"
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ.1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα, με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής ή νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές, που εξέδωσαν αυτήν, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατ' αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία.
Εν προκειμένω, με την υπό κρίση από 20-10-2010 αίτηση, με την οποία ο αιτών Ν. Π. του Β. επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την αμετάκλητη 552/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, με την οποία καταδικάστηκε για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών με τριετή αναστολή, ισχυριζόμενος ότι από τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται σ' αυτή, γίνεται φανερό ότι είναι αθώος της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ.1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσία.
Επειδή, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των περιεχομένων στη δικογραφία εγγράφων, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την υπ' αριθμό 652/2008 απόφαση του, που κατέστη αμετάκλητη, όπως τούτο συνάγεται από το με αριθμό πρωτοκόλλου 1966/2010 πιστοποιητικό της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, κήρυξε ένοχο τον αιτούντα και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών με τριετή αναστολή, για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, και ειδικότερα, του ότι "στη Λάρισα, στις 19 Μαρτίου 2001, ενεργώντας με πρόθεση κατήρτισε τη με ημερομηνία 8.5.2000 αίτηση του, την οποία φέρεται ότι κατέθεσε την ίδια ημερομηνία στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Λάρισας και έλαβε τον αριθ. πρωτοκόλλου 1881α/8.5.2000 της ιδίας ως άνω Υπηρεσίας, την οποία φέρεται ότι απηύθυνε προς τον Πρόεδρο της ΠΥΣΔΕ και Προϊστάμενο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Λάρισας Σ. Κ. και αιτείτο την εξαίρεση του Γ. Κ., ο οποίος είχε ορισθεί ανακριτής προς διεξαγωγή ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος του ιδίου (κατηγορουμένου) Στην πράξη αυτή προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση αντιγράφου της άνω φερόμενης κατατεθείσης στην άνω υπηρεσία αιτήσεως τα μέλη της ΠΥΣΔΕ Ν. Λάρισας, ενώπιον των οποίων είχε κληθεί να απολογηθεί τη 19.3.2001 κατά τη διάρκεια ένορκης διοικητικής εξέτασης ότι πραγματική η εν λόγω αίτηση εξαίρεσης είχε κατατεθεί ήδη από 8.5.2000 στην άνω Υπηρεσία. Το ως άνω έγγραφο ήταν πλαστό, καθώς δεν είχε κατατεθεί και ως εκ τούτου δεν είχε λάβει τον αναγραφόμενο 1881α/8.5.2000 αριθμό πρωτοκόλλου της εν λόγω υπηρεσίας και επιπλέον η υπηρεσιακή σφραγίδα επί της άνω αιτήσεως ήταν διάφορη της πραγματικής. Επιπλέον, έκανε χρήση του πλαστού εγγράφου, καθώς το υπέβαλε μεταξύ άλλων εγγράφων, ως δικαιολογητικό προς υποστήριξη της με αρ. 82/19.3.2001 ενστάσεως του ενώπιον του ιδίου ως άνω πειθαρχικού οργάνου (κατά της με ΑΠ 67/8.3.2001 απόφασης του με την οποία κλήθηκε σε απολογία), αιτούμενος, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και της έως τότε διεξαχθείσης σε βάρος του πειθαρχικής διαδικασίας στο σύνολο της, επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε εκδοθεί απόφαση επί της ανωτέρω (πλαστής) αίτησης του για την εξαίρεση του Γ. Κ., παρότι είχε κατατεθεί στην ανωτέρω υπηρεσία ήδη από 8.5.2000. Η υποβολή του άνω πλαστού εγγράφου προς υποστήριξη της ανωτέρω ενστάσεως του είχε συνέπεια την αναβολή της διαδικασίας ενώπιον του άνω πειθαρχικού οργάνου για τη δικάσιμο της 29.3.2001". Ήδη, με την υπό κρίση αίτησή του, ο παραπάνω καταδικασθείς, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ζητεί την προς το συμφέρον του επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την έκδοση της προαναφερόμενης 652/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, εκθέτοντας σ' αυτήν ότι αδίκως καταδικάστηκε για έγκλημα, το οποίο δεν διέπραξε, επικαλούμενος ως νέα στοιχεία που δικαιολογούν την αποδοχή της αιτήσεως του, ότι μετά την καταδίκη του, ύστερα από γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, που διενεργήθηκε στα πλαίσια άλλης προκαταρκτικής δικογραφίας, αποδείχθηκε ότι οι φερόμενες ως πλαστές ενδείξεις στο αντίγραφο της από 8 Μαΐου 2000 αιτήσεως του και πιο συγκεκριμένα ο αριθμός πρωτοκόλλου "1881α" και η ημερομηνία "8.5.2000" είχαν τεθεί από την τότε γραμματέα του ΠΥΣΔΕ Λάρισας Ι. Κ., γεγονός δηλωτικό ότι το αντίγραφο αυτό δεν το είχε καταρτίσει ο ίδιος και συνεπώς δεν ήταν πλαστό. Ειδικότερα; ο αιτών επικαλείται το [πόρισμα της από Μαΐου 2009 εκθέσεως γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου Π. Τ., η οποία διενεργήθηκε ύστερα από τα 11.604/19.11.2008 και 1773/9.3.2009 διοριστήρια έγγραφα του προϊσταμένου της Διευθύνσεως Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως Λάρισας. Σύμφωνα με το ως άνω πόρισμα, οι εγγραφές που περικλείονται στη σφραγίδα πρωτοκόλλου της από 8 Μαΐου 2008 αιτήσεως του Ν. Π., που είχε ως θέμα της την εξαίρεση του πειθαρχικού ανακριτή Γ. Κ. από τη διενέργεια της σε βάρος του ΕΔΕ πιθανολογήθηκε ότι είχαν τεθεί από την εκπαιδευτικό Γ. Κ., γραμματέα του ΠΥΣΔΕ Λάρισας και εντάσσονταν στη γραφική της συνήθεια, ενώ δεν κατέστη δυνατή η απόφανση για τη γνησιότητα ή μη της ορθογώνιας σφραγίδας πρωτοκόλλου της Διευθύνσεως Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως Λάρισας, που περιέκλειε τις ενδείξεις αυτές, για τους λόγους που αναφέρονται στις σελίδες 22 και 23 της σχετικής εκθέσεως. Όμως, η έκθεση αυτή δεν καθιστά φανερή την αθωότητα του αιτούντος, διότι το Δικαστήριο που καταδίκασε τον αιτούντα, μεταξύ των άλλων στοιχείων, που έλαβε υπόψη του, συνεκτίμησε και την από 24.10.2004 έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως του γραφολόγου Δ. Θ., ο οποίος είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, με τη ν ήδη επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον αιτούντα έκθεση του Π. Τ., ότι δηλαδή οι επίμαχες ενδείξεις στο αντίγραφο της αιτήσεως εξαιρέσεως που φερόταν ότι είχε υποβάλλει ο αιτών Ν. Π. στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως Λάρισας δεν είχαν τεθεί απ' αυτόν αλλ' από τρίτο πρόσωπο και δη από την Ι. Κ.. Όμως, το Δικαστήριο απέρριψε το συμπέρασμα αυτό με την αιτιολογία ότι η γνωμοδότηση "δεν ήταν πειστική" και ότι το Δικαστήριο πείστηκε ότι οι ενδείξεις αυτές είχαν τεθεί από τον κατηγορούμενο "ο οποίος επέλεξε για την αίτηση του τον αριθμό "1881α", αφού ο αριθμός "1881" αφορούσε έγγραφο του Γυμνασίου Βαμβακούς προς το Υπουργείο Παιδείας, γεγονός που αυτός γνώριζε. Εξάλλου δεν υπήρχε κανένας λόγος να μη πρωτοκολληθεί και να μη παρουσιασθεί η πιο πάνω αίτηση εξαίρεσης, με την ημερομηνία που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, εφόσον είχε δικαίωμα, πράγμα που καλώς γνώριζε, να ζητήσει την εξαίρεση του ανακριτή Γ. Κ., ο ίδιος δε είχε ωφέλεια από την αποδειχθείσα πιο πάνω παράνομη ενέργεια του, που συνίσταται στην αναβολή του συμβουλίου και στη μεταβολή έτσι, λόγω παρέλευσης κάποιου χρονικού διαστήματος, των δυσμενών συνεπειών σε βάρος του και κυρίως του άσχημου κλίματος σε βάρος του, λόγω αναφορών και από τον Σύλλογο των Καθηγητών και από τον Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων". Επομένως, το επικαλούμενο από τον αιτούντα στοιχείο, δηλαδή η νέα γραφολογική πραγματογνωμοσύνη δεν είναι νέο, σύμφωνα με την έννοια της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφού το συμπέρασμα της γραφολογικής αυτής εκθέσεως είχε εκφρασθεί και με την προηγούμενη γραφολογική εξέταση του γραφολόγου Δ. Θ., η οποία είχε εκτιμηθεί τότε από το Δικαστήριο, το οποίο την θεώρησε μη πειστική, εν πάση δε περιπτώσει από το πόρισμα αυτής §εν καθίσταται φανερή η αθωότητα του αιτούντος.
Συνεπώς η αίτηση του είναι αβάσιμη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την από 20 Δεκεμβρίου 2010 αίτηση του Ν. Π. του Β., κατοίκου ..., για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την 652/18.4.2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αιτούντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα ευρώ (250 €).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2012. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ