Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2530 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Κλοπή.




Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για κλοπή κατ’ εξακολούθηση (καρτών αναλήψεως από ΑΤΜ), με την επίκληση των λόγων: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, γ) υπερβάσεως (αρνητικής) εξουσίας και δ) της απόλυτης ακυρότητας. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Ορθώς καταδικάσθηκε για κλοπή κατ’ εξακολούθηση (98 και 372 παρ.1 ΠΚ). Δε συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα, ούτε αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το γεγονός ότι η ποινική δίωξη και η παραπομπή αφορούσε την αφαίρεση 2 καρτών αναλήψεως, ενώ η ανάληψη μέσω του συστήματος ΔΙΑΣ, από την τρίτη Τράπεζα, στην οποία ο δικαιούχος της κάρτας διατηρούσε λογαριασμό, δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας. Απορρίπτει την αναίρεση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2530/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γιώτσα, περί αναιρέσεως της 5224/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1991/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση, κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 5224/2007 απόφαση, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του και ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώστηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Ο κατηγορούμενος ήταν αστυνομικός και υπηρετούσε με τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου τον Νοέμβριο του έτους 2001 στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής (Τμήμα 1ου Συντονισμού). Ο κατηγορούμενος όσο ήταν στην άνω υπηρεσία που είχε την έδρα της στο κτίριο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας αριθμός 173 είχε συμμετάσχει ως δεύτερος ανακριτικός υπάλληλος σε ανεπίδεκτες αναβολής ανακριτικές πράξεις που γίνονταν στα πλαίσια αναγκαίων τέτοιων για την βεβαίωση αξιοποίνων πράξεων που αφορούσαν παράνομη έξοδο από την Ελλάδα και είσοδο με πλαστά διαβατήρια στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής δύο αλβανοί υπήκοοι σε βάρος του διατηρούντος γραφείο τουρισμού στην οδό ..... Α, που είχε προσαχθεί στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής την ημέρα εκείνη μαζί με έγγραφα και άλλα αντικείμενα που είχαν παραλάβει οι αστυνομικοί από το τουριστικό του γραφείο (βλ. αναγνωσθείσα από 13.11.2001 έκθεση έρευνας σε κατάστημα και κατάσχεσης που συντάχθηκε ώρα 18.30 της ημέρας εκείνης και υπογράφεται από τον Ανθυπαστυνόμος Β ως ανακριτικό υπάλληλο από τον κατηγορούμενο Χ ως Β' ανακριτικό υπάλληλο και από τον καθού η έρευνα και κατάσχεση Α. Ο κατηγορούμενος από τον χαρτοφύλακα του Α που είχε μεταφερθεί προς έλεγχο στα γραφεία του 1ου Τμήματος Συντονισμού της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών αφαίρεσε κάρτες αναλήψεων - καταθέσεων χρημάτων μέσω αυτομάτων ταμειακών μηχανών από λογαριασμούς καταθέσεων που διατηρούσε ο Α στην Τράπεζα ALPHA BANK καθώς και στις Τράπεζες ΕΜΠΟΡΙΚΗ και EUROBANK. Ενώ διαρκούσαν οι προανακριτικές πράξεις που αφορούσαν τον άνω τουριστικό πράκτορα και κάτοχο των παραπάνω καρτών αναλήψεων καταθέσεων και αυτός παρέμενε στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών όπου είχε προσαχθεί μέχρι ώρας 20.30 της 13/11/2001 οπότε του επετράπη να αποχωρήσει από εκεί, ο κατηγορούμενος που έμαθε και τον κωδικό αριθμό κάθε μιας από τις κάρτες (PIN) από ένα χαρτί μέσα στην τσάντα στο οποίο τους είχε γράψει ο Α μαζί με τα αρχικά κάθε τράπεζας από την οποία είχε εκδοθεί κάθε μία από τις κάρτες αυτές, κατέβηκε από τον όροφο όπου ήταν το γραφείο της υπηρεσίας του στο ισόγειο του κτιρίου της Γ.Α.Δ.Α. και κάνοντας χρήση της κάρτας ανάληψης μετρητών από τον λογαριασμό καταθέσεων με αριθμό ..... που τηρούσε ο άνω δικαιούχος του λογαριασμού Α ανέλαβε ώρα 17.35 από το υπάρχον στο ισόγειο του κτιρίου της Γ.Α.Δ.Α. Α.Τ.Μ. Εθνικής ποσό 150002 δραχμών και αμέσως μετά ώρα 17.36 πάλι από Α.Τ.Μ. Εθνικής στο ισόγειο του κτιρίου της Γ.Α.Δ.Α. ποσό 50,002 δραχμών. Αμέσως μετά ο κατηγορούμενος κάνοντας χρήση της κάρτας αναλήψεως μετρητών από τον λογαριασμό καταθέσεων που διατηρούσε ο Α στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος (κατάστημα ...) και ειδικότερα από τον υπ' αριθμό ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου ανέλαβε ώρα 18.03 της ιδίας ημέρας (13.11.2001) από το Α.Τ.Μ. της Εθνικής Τράπεζας που βρισκόταν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής το ποσό των δραχμών 200.000. Επίσης την ίδια χρονική στιγμή ο κατηγορούμενος ώρα 18.02,41 της 13/11/2001 έκανε χρήση της κάρτας αναλήψεως μετρητών από τον υπ' αριθμό ..... κοινό λογαριασμό καταθέσεων ταμιευτηρίου που ετηρείτο στην Τράπεζα F.F.G. EUROBANK ERGASIAS (κατάστημα .....) στο όνομα του ..... ή .... και ανέλαβε από το Αυτόματο Ταμειακό Μηχάνημα (Α.Τ.Μ.) της Εθνικής Τράπεζας που βρισκόταν στο ισόγειο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής το ποσό των δραχμών 200.000 μέσω του συστήματος ΔΙΑΣ που επέτρεπε την ανάληψη από Α.Τ.Μ. διαφορετικής Τράπεζας από εκείνη στην οποία ετηρείτο ο λογαριασμός καταθέσεως του δικαιούχου με την άνω κάρτα ανάληψης. Ο κατηγορούμενος μετά τις αναλήψεις αυτές επανήλθε στην υπηρεσία του στο Τμήμα Συντονισμού της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών και όταν έληξε το ωράριό του αποχώρησε την ημέρα εκείνη αφού παρακράτησε την κάρτα αναλήψεων καταθέσεων από τον λογαριασμόν του ..... στην Τράπεζα ALPHA BANK και κινούμενος με το δίκυκλο μοτοποδήλατο που είχε μετέβη σε υποκαταστήματα της Τράπεζας αυτής όπου υπήρχαν Αυτόματα Ταμειακά Μηχανήματα και από τέτοιο μηχάνημα που είχε κωδικό αριθμό ..... και ήταν στο κατάστημα της ALPHA BANK οδού ..... στο οποίο έθεσε την άνω κάρτα ανάληψης και πληκτρολόγησε τον κωδικό αριθμό που επέτρεπε την πραγματοποίηση συναλλαγών ανέλαβε από τον άνω λογαριασμό καταθέσεων του ..... υπ' αριθμό ..... περί ώρα 19.56 ποσό 200.000 δραχμών και περί ώρα 19.57 της ίδιας ημέρας (13.11.2001) έτερο ποσό επίσης 200.000 δραχμών. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος μετέβη στο υποκατάστημα της ALPHA BANK στην περιοχή ..... και από το εκεί Αυτόματο Ταμειακό Μηχάνημα στο οποίο έθεσε την άνω κάρτα ανάληψης κατάθεσης μετρητών και αφού πληκτρολόγησε τον κωδικό αριθμό που επέτρεπε την πραγματοποίηση συναλλαγών προέβη στην ανάληψη από τον προαναφερθέντα λογαριασμό του .... περί ώρα 10,19 ποσού 400.000 δραχμών, περί ώρα 20.20 ποσού 200.000 δραχμών, περί ώρα 20.21 ποσού 170.000 δραχμών και περί ώρα 20.22 ποσού 400.000 δραχμών. Από τα αναγνωσθέντα και πρωτοδίκως από 10/12/01 και από 14.12.2001 έγγραφα της τράπεζας ALPHA BANK και της Εμπορικής Τράπεζας από τα φωτοαντίγραφα των βιβλιαρίων καταθέσεων για την κίνηση των λογαριασμών που τηρούνταν στο όνομα του Α στην Τράπεζα EUROBANK και στην Εμπορική Τράπεζα, φωτοαντίγραφα των οποίων είναι στη δικογραφία και αναγνώσθηκαν και από όσα κατέθεσαν εξεταζόμενος στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου ως μάρτυρας ο Α καθώς και ο μάρτυρας Α που ήταν Αστυνομικός και υπηρετούσε το 2001 ως βοηθός του Προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής και έκαναν λόγο για το ότι από την ταινία βιντεοσκόπησης από τη μηχανή λήψεως που υπήρχε στο κατάστημα ..... της ALPHA BANK διαπίστωσαν ότι ήταν ο κατηγορούμενος το άτομο που προέβη στις αναλήψεις από το Α.Τ.Μ. σε εκείνο το κατάστημα τα προαναφερθέντα χρονικά σημεία της 13.11.2001 αλλά και από όσα ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε κατά την απολογία του στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ότι κάνοντας χρήση της κάρτας ανάληψης που πήρε από τον χαρτοφύλακα του Α πήρε από διάφορα Α.Τ.Μ. ποσό 1.770.000 δραχμών με χρέωση του λογαριασμού καταθέσεων του άνω δικαιούχου στην Τράπεζα ALPHA BANK ακόμη δε και από όσα εξεταζόμενος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως μάρτυρας κατέθεσε ο αστυνομικός Δ που ήταν το 2001 ως Αστυνόμος Α' Προϊστάμενος του κατηγορουμένου και είπε ότι είδε και αυτοί καταγεγραμμένο τον κατηγορούμενο στην βιντεοταινία από τη μηχανή λήψεως του υποκαταστήματος της ALPHA BANK στην περιοχή ..... και ότι παραδέχθηκε ενώπιον του ο κατηγορούμενος όταν ο μάρτυρας τον ενημέρωσε ότι υπήρχε καταγραφή του σε τέτοια βιντεοταινία από την κάμερα του άνω υποκαταστήματος, ότι είχε κάνει την πράξη αυτή της ανάληψης απαντώντας ότι είχε κάνει βλακεία" πείθεται το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος είναι το άτομο που έκανε μέσω των Αυτομάτων Ταμειακών Μηχανών που προαναφέρθηκαν τις αναλήψεις χρημάτων από τους άνω λογαριασμούς καταθέσεων με χρέωση του δικαιούχου αυτών από τις Τράπεζες ALPHA BANK ΕΜΠΟΡΙΚΗ και EUROBANK ERGASIAS με τη χρήση των καρτών αναλήψεων - καταθέσεων που πήρε από τον χαρτοφύλακα του Α όσο ο τελευταίος ήταν στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών στα πλαίσια προανακριτικών πράξεων για τη διερεύνηση αν είχε τελέσει ως διατηρών γραφείο γενικού τουρισμού αξιόποινες πράξεις. Ο Α δεν αντιλήφθηκε αμέσως την απώλεια της κάρτας ανάληψης - κατάθεσης της τράπεζας ALPHA BANK νομίζοντας ότι κατά τον έλεγχο από τους αστυνομικούς όσων πραγμάτων είχαν μεταφερθεί προς έλεγχο στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών από το τουριστικό του Γραφείο είχαν μετακινηθεί ορισμένα από τα προσωπικά του αντικείμενα μεταξύ των οποίων και αυτά που ήταν στον χαρτοφύλακά του. Δεν αντέδρασε αμέσως ο άνω τουριστικός πράκτορας διότι δεν έλλειπαν οι άλλες πιστωτικές κάρτες από τον χαρτοφύλακα και τις επανατοποθέτησε προφανώς ο κατηγορούμενος μετά τις αναλήψεις στις οποίες προέβη περί ώρα 18.02 και 18.03 της 13/11/2001. Ο Α αργότερα περί τα τέλη του Νοεμβρίου 2001 χρειάσθηκε να αναλάβει χρήματα από το λογαριασμό που τηρούσε στην τράπεζα ALPHA BANK για να εκδοθεί κάποια επιταγή και τότε ενημερώθηκε από τον υπάλληλο της Τράπεζας ότι δεν επαρκούσε το ποσό που ως υπόλοιπο υπήρχε σ' αυτόν τον λογαριασμό του. Τότε μέσω του δικηγόρου του ενημέρωσε την Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών ο Α εκφράζοντας υπόνοιες ότι από αστυνομικό της υπηρεσίας αυτής είχαν γίνει με τις κάρτες που είχε στον χαρτοφύλακά του αναλήψεις χρημάτων μέσω ΑΤΜ από τους αντίστοιχους λογαριασμούς καταθέσεών του. Παραδοχή από τον κατηγορούμενο ότι αυτός ήταν ο δράστης της παράνομης αφαίρεσης εκ μέρους του χρημάτων με την άνω μέθοδο αφαίρεσης εκ μέρους του χρημάτων με την άνω μέθοδο από τους λογαριασμούς καταθέσεων στις άνω τράπεζες με χρέωση από τους λογαριασμούς καταθέσεων στις άνω τράπεζες με χρέωση του δικαιούχου αυτών Α αποτελεί το γεγονός ότι εκ των υστέρων αφού κλήθηκε και εξετάσθηκε αυτός από αστυνομικούς της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας στις 5/12/2001 ως κατηγορούμενος στα πλαίσια προανακρίσεως που ενεργήθηκε κατ' άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠοινΔ εναντίον του έγιναν προσπάθειες εκ μέρους του να επικοινωνήσει με τον Α, για να δικαιολογηθεί επικαλούμενος ότι ωθήθηκε στην πράξη του από πιεστικά οικονομικά προβλήματα του περιβάλλοντος των ατόμων με τα οποία σχετίζονταν και άλλων συγγενών του και για να ζητήσει συγνώμη, παρ' όσα μη πειστικά ανέφερε ο κατηγορούμενος στην απολογία του ότι αμέσως προσπάθησε να άρει ως συνέπειες αυτής της αξιόποινης συμπεριφοράς του και παρά τα όσα ανέφερε εκ των υστέρων στην από 14/2/2002 αναγνωσθείσα ένορκη βεβαίωση του ο Α ότι του έγιναν όσο απουσίαζε από το γραφείο του κλήσεις πολλές από τον κατηγορούμενο που ζητούσε να τον επισκεφθεί. Στην ίδια ένορκη βεβαίωση ανέφερε ο Α ότι του έδωσε στην αρχή ο κατηγορούμενος μια μεταχρονολογημένη επιταγή αυτή που του παρέδωσε φρόντισε ο κατηγορούμενος και κατέθεσε στον λογαριασμό του όλα τα χρήματα που είχε αναλάβει και τους νόμιμους τόκους ήτοι συνολικά 2.200.000 δραχμές στις 28/1/2002 τόκους. Διαφοροποιούμενος από τα παραπάνω, κατά την εξέταση του στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου ανέφερε ο μάρτυρας Α ότι έγιναν αναλήψεις με τη χρήση των τριών καρτών χρημάτων από τις τράπεζες και ότι το συνολικό ποσό που είχε αναληφθεί κατά τον τρόπο αυτόν από τον κατηγορούμενο από τρεις τράπεζες ήταν 2.170.000 δραχμές από τις οποίες 1.750.000 αναλήφθηκαν με χρέωση λογαριασμού καταθέσεων του στην ALPHA BANK και το ποσό των 2.170.000 δραχμών του επεστράφη από τον κατηγορούμενο με ισόποση επιταγή μεταχρονολογημένη που του παρέδωσε. Δεν θα επέστρεφε ο κατηγορούμενος, μετά την εξέταση του για την παράνομη αφαίρεση χρημάτων από τις αστυνομικές αρχές, το άνω ποσό που αντιστοιχούσε στις ανωτέρω αναλήψεις που μέσω ΑΤΜ σε διάφορα σημεία πραγματοποίησε στις 13/11/2001 σε βάρος του δικαιούχου των λογαριασμών καταθέσεων Α με τη χρήση των καρτών αναλήψεως του από το λογαριασμό καταθέσεων του τελευταίου από την ALPHA BANK όσο και από τους λογαριασμούς καταθέσεών του στην Εμπορική Τράπεζα και στην EFG EUROBANK ERGASIAS αν είχε αναλάβει μόνον κατά τον τρόπο που αναφέρθηκε χρήματα το ποσό των 1.770.000 δραχμών συνολικά από τον λογαριασμό του Α στην τράπεζα ALPHA BANK ούτε αντιστοιχούν τόκοι από 400.000 δραχμές για το διάστημα από την αφαίρεση των επί μέρους ποσών που αναλήφθηκαν από την ALPHA BANK μέχρι την επιστροφή των από τον κατηγορούμενο στον Α και ειδικότερα μέχρι την 28/1/2002 που κατατέθηκαν στον πρώτο λογαριασμό καταθέσεων του δευτέρου στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος το ποσό των ευρώ 6.456,34 ευρώ. Χαρακτήρα κλοπής είχε η αξιόποινη άνω πράξη που κατ' εξακολούθηση τέλεσε ο κατηγορούμενος με την αφαίρεση παρανόμως από την κατοχή του Α των προσωπικών του καρτών ανάληψης χρημάτων από τις τράπεζες ALPHA, ΕΜΠΟΡΙΚΗ και EUROBANK - ERGASIAS και την χρήση αυτών των καρτών και των ειδικών κωδικών αριθμών συναλλαγής που είχε σημειώσει ο Α σε λευκό φύλλο που είχε στον χαρτοφύλακα του και αντιστοιχούσαν σε κάθε κάρτα για να προβεί σε ανάληψη χρημάτων μέσω των αυτομάτων ταμειακών μηχανών και όχι απάτης ή άλλης αξιόποινης πράξης όπως υπεξαίρεσης αφού έγινε η πράξη αυτή από τον κατηγορούμενο για να αφαιρέσει από την τράπεζα με χρέωση του δικαιούχου χρήσης της πιστωτικής κάρτας και του κάθε λογαριασμού καταθέσεών του και να αποκτήσει ο ίδιος την κατοχή χρημάτων που μόνον ο δικαιούχος του λογαριασμού Α επιτρεπόταν να αναλάβει από την Τράπεζα μέσω του ΑΤΜ. Είναι αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι χαρακτήρα υπεξαιρέσεως είχε η πράξη του αφότου ανέλαβε τις κάρτες αναλήψεως του Α από την υπηρεσία στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών όπου είχε μεταφερθεί ο χαρτοφύλακας του δικαιούχου κατά τη διάρκεια προανακριτικών πράξεων υπολαμβάνοντας εσφαλμένως ότι με την κατοχή των καρτών αυτών αναλήψεως από τον κατηγορούμενο εξυπακούοταν και η δυνατότητα κατοχής από αυτόν των χρημάτων που ήταν δυνατό να αναληφθούν με τη χρήση των μέσω ΑΤΜ από τις Τράπεζες με χρέωση των λογαριασμών που τηρούσε ο Α στις παραπάνω Τράπεζες. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι μετά την επικέντρωση των υπονοιών των προϊσταμένων του στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ότι από αυτόν είχαν γίνει με τη χρήση των πιστωτικών καρτών που είχε αφαιρέσει από τον χαρτοφύλακα του Α των παρανόμων αναλήψεων από Α.Τ.Μ. χρημάτων από λογαριασμούς καταθέσεων του εν λόγω δικαιούχου στις τράπεζες που προαναφέρθηκαν και την ανάληψη της περαιτέρω διερεύνησης της υποθέσεως από το τμήμα ερευνών και Διώξεων της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας έγινε πέρα από τη σωματική έρευνα στον ίδιο τον κατηγορούμενο κατά την οποία βρέθηκε να έχει το ποσό των 33.000 δραχμών (βλ. αναγνωσθείσα από 5/12/2001 ώρα 14.30 έκθεση σωματικής έρευνας και κατάσχεσης του Αστυνομικού Διευθυντή .....) και έρευνα στο υπ' αριθμό ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο του κατηγορούμενου στη θήκη της θύρας του οδηγού του οποίου βρέθηκαν το ..... δελτίο αστυνομικής ταυτότητας που είχε εκδοθεί την 20/3/1989 από το Α.Τ. Αμφικλείας στο όνομα του ..... και το .... δελτίο αστυνομικής ταυτότητας που είχε εκδοθεί την 6/10/1979 από το Α/Τ Αμφίκλειας στο όνομα του ..... (βλ. αναγνωσθείσα από 5-12-2001 έκθεση έρευνας και κατάσχεσης σε αυτοκίνητο του Αρχιφύλακα Ε. Επίσης την ίδια ημέρα παρουσία της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Μαρία Σουκάρα έρευνα στην οικία του κατηγορούμενου στην ..... επί της οδού ..... από τον άνω αρχιφύλακα Ε της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων και βρέθηκε να υπάρχουν εντός αυτής της οικίας του κατηγορουμένου το χρηματικό ποσό των 180.000 δραχμών σε χαρτονομίσματα με όσα σε γυναικείο πορτοφόλι της συνοίκου του ..... καθώς και τρία δελτία αστυνομικών ταυτοτήτων με αριθμό ..... που είχε εκδοθεί στο όνομα ....., το υπ' αριθμό ..... δελτίο αστυνομικής ταυτότητας που είχε εκδοθεί στο όνομα του ..... και το υπ' αριθμό ..... δελτίο αστυνομικής ταυτότητας που είχε εκδοθεί στο όνομα του ..... που ήταν σε κάποιο τσαντάκι που είχε τοποθετηθεί μέσα σε έπιπλο στο χωλ της οικίας (βλ. αναγνωσθείσα από 5/12/2001 και ώρα 18.00 συνταχθείσα έκθεση έρευνας σε οικία κατά την ημέρα παρόντος ενοίκου και κατασχέσεως του Αρχιφύλακα Ε). Από την υπηρεσία του σε προηγούμενα αστυνομικά Τμήματα όπως στο Αστυνομικό Τμήμα Τιθορέας δικαιολογήθηκε στην απολογία του στο ακροατήριο ότι είχε ο κατηγορούμενος τρία από τα παραπάνω δελτία ταυτότητος και αδιαφόρησε να επιστρέψει αλλά τα είχε κρατήσει χωρίς να προκύπτει όμως αν υπό την άνω ιδιότητά του είχαν περιέλθει στον κατηγορούμενο αυτά τα δελτία με σκοπό ιδιοποίησής των. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι ενήργησε ο κατηγορούμενος με δόλο όσον αφορά τις άνω αστυνομικές ταυτότητες δηλαδή με τη γνώση ότι ενώ δεν ήταν κύριος αυτών των δελτίων τα είχε αποκρύψει με σκοπό να βλάψει τα άτομα στο όνομα των οποίων, είχε εκδοθεί καθένα από αυτά τα δελτία. Δεν υπήρξε μεταβολή που να καθιστά χειρότερη τη θέση του κατηγορουμένου υπό την έννοια κηρύξεως του ένοχου για πράξεις που δεν τέλεσε και είναι αβάσιμα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο κατηγορούμενος. Με την αναγνωσθείσα 57856/2006 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προσδιορίστηκαν σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά των επί μέρους πράξεων του ίδιου εγκλήματος της κλοπής που με ενότητα δόλου τέλεσε ο κατηγορούμενος. Διευκρινίσθηκε ότι η κλοπή κατ' εξακολούθηση για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος αφορούσε πέραν της αφαιρέσεως παράνομης με σκοπό ιδιοποιήσεως εκ μέρους αυτού 200.000 δραχμών από τον υπ' αριθμό 47979116 λογαριασμό του δικαιούχου του λογαριασμού αυτού στην Εμπορική Τράπεζα και της αφαιρέσεως 200.000 δραχμών από τον υπ' αριθμό ο ..... λογαριασμό του ιδίου δικαιούχου αυτού του λογαριασμού στην Τράπεζα EUROBANK ERGASIAS και στην αφαίρεση χρημάτων και ειδικότερα ποσού 1.770.000 δραχμών από τον λογαριασμό καταθέσεων ..... του ίδιου δικαιούχου στην Τράπεζα ALPHA BANK μέσω διαφόρων μηχανημάτων αυτομάτων συναλλαγών. Η παράθεση των στοιχείων αυτών δεν μεταβάλλει την πράξη της κλοπής κατ' εξακολούθηση που αποδιδόταν στον κατηγορούμενο. Εξ άλλου πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι συνέτρεχε λόγος απαλλαγής του από κάθε ποινή λόγω ικανοποιήσεως εντελώς του ζημιωθέντος με τη θέληση του μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμια δικαστηρίου με την καταβολή του κεφαλαίου, τόκων υπερημερίας και των δικαστικών εξόδων που είχαν εκκαθαρισθεί και να υπάρχει σχετική δήλωση του παθόντος. Δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 370 παρ. 2 Π.Κ. όπως ισχύει εφόσον δεν κρίνεται ο κατηγορούμενος ένοχος υπεξαιρέσεως αλλά κλοπής κατ' εξακολούθηση. Ως προς την έτερη αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων. Πρέπει να κηρυχθεί αυτός αθώος διότι δεν αποδείχθηκε η συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου σ' αυτόν. Αναγνωρίζεται τέλος υπέρ του κατηγορουμένου ότι η εκ των υστέρων εκ μέρους του επιστροφή στον παθόντα των χρημάτων που παρανόμως είχε αφαιρέσει μέσω των μηχανημάτων Α.Τ.Μ. με την χρήση των καρτών αναλήψεως κατάθεσης από τους λογαριασμούς καταθέσεων στις άνω τράπεζες του Α συνιστά συμπεριφορά ενδεικτική μεταμέλειάς του και δηλωτική της προσπάθειας του να άρει τις συνέπειες αυτής της παρανόμου πράξεως του και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος με την ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 παρ. 2 μειωμένη ποινή". Στη συνέχεια, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την απόφαση που εξέδωσε, κήρυξε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ένοχο της πράξεως της κλοπής κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, της κλοπής κατ' εξακολούθηση, όπως γι' αυτήν τελικά καταδικάσθηκε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 και 372 παρ. 1α του Π.Κ, που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές και έτσι δε στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος αφαίρεσε παρανόμως ολικά ξένο κινητό πράγμα, από την κατοχή άλλου και συγκεκριμένα δύο κάρτες αναλήψεως χρημάτων, όπως επίσης αιτιολογείται και η πρόθεσή του να ιδιοποιηθεί, τόσο την υλική υπόσταση του πράγματος, όσο και την οικονομική αξία που ενσωματώνουν αυτές. Πράγματι, η παράνομη αφαίρεση από τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα των δύο καρτών αναλήψεως, όχι απλώς ως υλικών αντικειμένων, αλλά με τη δυνατότητα που παρείχαν αυτές στον κάτοχό τους, να αναλάβει, είτε από τις συγκεκριμένες Τράπεζες που τις εξέδωσαν, είτε από οποιαδήποτε άλλη Τράπεζα, με τη χρήση του προσωπικού αριθμού αναγνώρισης, και μέσω του διατραπεζικού συστήματος, κάθε χρηματικό ποσό που έχει σε προσωπικό του λογαριασμό ο δικαιούχος των καρτών αυτών, στοιχειοθετεί το αδίκημα της κλοπής του άρθρου 372 του Π.Κ, για το οποίο τελικά καταδικάσθηκε, και όχι αυτό της υπεξαίρεσης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 375 του ίδιου Κώδικα, και το οποίο προϋποθέτει ο δράστης του εγκλήματος αυτού, να έχει την κατοχή του πράγματος. Ως εκ τούτου, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε', Δ' και Η' του Κ.Π.Δ, πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα, α) ότι εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 372 παρ.1 του Π.Κ, β) ότι δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και γ) ότι υπερέβη με την αρνητική της μορφή την εξουσία του, για το λόγο ότι το Δικαστήριο, έπρεπε να τον κηρύξει ένοχο όχι της πράξεως της κλοπής, αλλά της υπεξαιρέσεως, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, ώστε να τύχει στην προκείμενη περίπτωση εφαρμογής, η διάταξη του άρθρου 379 παρ.2 του Π.Κ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, δημιουργεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171 του ίδιου Κώδικα). Στην προκείμενη περίπτωση με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, παραπονείται ο αναιρεσείων ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα, από το γεγονός ότι παραβιάσθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την άσκηση της ποινικής διώξεως, καθώς και εκείνες του άρθρου 6 παρ.1 και 3α της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, γιατί, ενώ ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για την πράξη της κλοπής και παραπέμφθηκε για να δικασθεί για την αφαίρεση δυο (2) καρτών αναλήψεως χρηματικών ποσών και συγκεκριμένα μιας της Εμπορικής Τράπεζας και ετέρας της Eurobank-Ergasias, αυτός καταδικάσθηκε και για την αφαίρεση τρίτης κάρτας της Τράπεζας ALPHA BANK. Όμως, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου και ειδικότερα από την αντιπαραβολή του σκεπτικού με το διατακτικό τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για την αφαίρεση δύο καρτών αναλήψεως χρημάτων και συγκεκριμένα: α) της με αριθμό ..... της Εμπορικής Τράπεζας και β) της υπ' αριθμό ..... της Eurobank-Ergasias. Η παραδοχή δε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, προέβη μέσω του συστήματος ΔΙΑΣ, με τη χρήση των ως άνω καρτών αναλήψεως, σε διαδοχικές αναλήψεις χρηματικού ποσού 1.770.000 δραχμών από τον προσωπικό λογαριασμό που τηρούσε στην Τράπεζα ALPHA BANK, ο δικαιούχος αυτού Α, δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας και εντεύθεν δε στερήθηκε ο αναιρεσείων των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων.
Συνεπώς ο σχετικός από το ως άνω άρθρο τελευταίος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η απόφαση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 Κ.Π.Δ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από17-10-2007 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμό 5224/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου(Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Νοεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή