Θέμα
Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.
Περίληψη:
Η αγωγή, προς τους αναιρεσείοντες που προσλήφθηκαν μετά την ισχύ των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που ισχύουν από 18-4-2001, δεν είναι νόμιμη. Και ως προς τους λοιπούς δεν είναι νόμιμη, αφού, κατά τα εκτιθέμενα σ' αυτήν, μεταξύ των επί μέρους συμβάσεων μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα, υπερβαίνοντα τους τρεις μήνες, χωρίς να γίνεται επίκληση ότι, κατά το ενδιάμεσο αυτό χρονικό διάστημα ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του, αυτοί συνέχιζαν να παρέχουν την εργασία τους, έστω και με άκυρη σύμβαση εργασίας.
Αριθμός 265/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1'Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Π. του Κ., 2) Σ. Ν. του Α., 3) Λ. Κ. του Γ., 4) Ε. Σ. του Α., 5) Ν. Τ. του Σ., 6) Δ. Μ. του Κ., 7) Ε. Μ. του Α., 8) Κ. Μ. του Π., 9) Κ. Μ. του Δ., 10) Γ. Ο. του Κ., 11) Α. Π. του Χ., 12) Ε. Π. του Η. και 13) Γ. Φ. του Σ., όλων κατοίκων .... Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην των 9ου και 12ου των αναιρεσειόντων, που δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Νικολουτσόπουλο.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τους Υπουργούς Οικονομικών και Πολιτισμού, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Αναστάσιο Ράλλη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-3-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και της Χ. Τ., που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1512/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1574/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29-5-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 5-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ’ρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αναίρεσης, αρχική δικάσιμος για τη συζήτησή της ορίστηκε εκείνη της 17-9-2013, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε, για την αναφερόμενη στην αρχή (7-1-2014). Όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου τούτου, κατά την τελευταία μετ' αναβολή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της, από το οικείο πινάκιο, οι αναιρεσείοντες Μ. Κ. (9ος) και Π. Ε. (12ος), δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου τους, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ. Από τις επικαλούμενες και νόμιμα προσκομιζόμενες, από τους λοιπούς αναιρεσείοντες, εκθέσεις επίδοσης με αρ. .../27-11-2012 του δικαστικού επιμελητή Αθηνών
και .../8-2-2013 της δικαστικής επιμελήτριας Ηρακλείου .., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με τις κάτω από αυτήν πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και της κλήσης προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 17-9-2013, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, σε κάθε ένα από αυτούς, με την επιμέλεια των λοιπών αναιρεσειόντων, οι οποίοι επισπεύδουν τη συζήτηση. Επομένως, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β' και γ' του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρο 575 ίδιου Κώδικα), αφού οι παραπάνω αναιρεσείοντες είχαν νομίμως κλητευθεί για να παραστούν κατά την πιο πάνω, προηγούμενη της 17-9-2013, δικάσιμο δεν χρειάζονταν νέα κλήση τους, και πρέπει, παρά την απουσία των, να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει, αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει, αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης, ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ΟλΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε, να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004 από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του τελευταίου Π.Δ. ορίζονται τα εξής: "1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής σύμβασης συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης... 4. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επόμενου άρθρου". Ως κύρωση για την περίπτωση της κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή έστω κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης, ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, με το άρθρο 11 αυτού περιελήφθησαν ως μεταβατικές διατάξεις ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν οπωσδήποτε την ως άνω προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην προαναφερόμενη Οδηγία. Έτσι, με το άρθρο 11 του εν λόγω Π.Δ. ορίζονται τα ακόλουθα: 1 περ. α` "1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση". 2. "Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στον οποίο αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κειμένη νομοθεσία...". 3. "Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων" και 5 του ίδιου άρθρου του ως άνω Π.Δ. "Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος".
Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων σε αόριστης διάρκειας δεν μπορεί να γίνει. Έτσι, ενόψει αφενός μεν των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της κατά τα προεκτεθέντα προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του Ν. 2112/ 1920 ούτε κατ` επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή μετά τη λήξη της προθεσμίας προσαρμογής και μέχρι την έναρξη ισχύος του ΠΔ 164/2004 αλλά και μετά την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού (ΟλΑΠ 20/2007). Αλλά και στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεταβατικής ισχύος διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 1 του Π.Δ. 164/2004, η μετατροπή ισχύει, εφόσον οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ήταν ενεργές έως την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004 ή κατά το χρονικό διάστημα των τριών τελευταίων μηνών πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, όπως από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 και 5 αυτού προκύπτει. Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω Οδηγία, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, ΟλΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (ΟλΑΠ 18/2006). Συνάγεται, περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα ότι, επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις. Τούτο δε διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΑΠΟλ. 7/2011 και 8/2011). Ενόψει όλων των ανωτέρω, αν η πρόσληψη του προσωπικού του δημοσίου, με διαδοχικές συμβάσεις, διαρκώς ανανεού΅ενες, που καταρτίστηκαν πριν την ισχύ των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, έγινε προσχηματικά, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στην πραγματικότητα, όμως για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, η άσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος ως εργοδότη εκ μέρους των οργάνων του γίνεται προς καταστρατήγηση των από το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 δικαιωμάτων των εργαζομένων, που απορρέουν από τις διατάξεις για την υποχρεωτική καταγγελία της υπαλληλικής σύμβασης (με την έννοιά τους που προαναφέρθηκαν), κατά προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του διευθυντικού αυτού δικαιώματος και ως εκ τούτου είναι καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ), ακόμη και αν, κατά την πρόσληψη ή την κατάρτιση των συ΅βάσεων, παραβιάσθηκαν οι διατάξεις τις κείμενης νο΅οθεσίας, που διέπει την πρόσληψη ή την κατάρτιση της σύμβασης, των ΠΥΣ 236/94 (ΦΕΚ 115 Α') και 55/98 (ΦΕΚ 292 Α'), καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α'). Περαιτέρω, ΅ε την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 προστέθηκε, όπως προαναφέρθηκε, στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 8, ΅ε τα εδάφια α' και γ' της οποίας ορίζεται, ότι νό΅ος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δη΅όσιο και τον ευρύτερο δη΅όσιο το΅έα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3 εδ. α' αυτού, είτε πρόσκαιρων είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β' αυτού. Απαγορεύεται η από το νό΅ο ΅ονι΅οποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η ΅ετατροπή των συ΅βάσεών του σε αορίστου χρόνου. Στους κανόνες αυτούς υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό, που συνδέεται ΅ε το Δη΅όσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νο΅ικά πρόσωπα του ευρύτερου δη΅όσιου το΅έα ΅ε υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που προσλαμβάνεται ΅ε σύ΅βαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύ΅φωνα ΅ε το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι διαδοχικές συ΅βάσεις εργασίας ορισ΅ένου χρόνου, που συνάπτονται μετά την ισχύ των εν λόγω διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος ΅ε το Δημόσιο, δεν ΅πορούν να ΅ετατραπούν σε συ΅βάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Επίσης, δεν είναι δυνατή η εκτί΅ηση των συ΅βάσεων αυτών, κατ' ορθό νο΅ικό χαρακτηρισ΅ό της έννο΅ης σχέσεως, ως συ΅βάσεων αορίστου χρόνου στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού ο εργοδότης, βάσει των ως άνω διατάξεων, δεν έχει πλέον ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης αορίστου χρόνου.
Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατή υπό την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος, η εφαρμογή στις ανωτέρω συ΅βάσεις της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920. Περαιτέρω, στις 10-7-1999 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συ΅βουλίου της 28-6-1999, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη ΅έλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχό΅ενο αυτής έως τις 10-7-2001, ΅ε δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας αυτής έως τις 10-7-2002. Με τη ρήτρα 2 του παραρτήματος της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται, ότι εφαρ΅όζεται αυτή σε όλους τους εργαζόμενους, που έχουν σύ΅βαση ή σχέση εργασίας ορισ΅ένου χρόνου, όπως καθορίζεται από τη νο΅οθεσία, τις Σ.Σ.Ε. ή την πρακτική του κάθε Κράτους ΅έλους, ενώ ΅ε τη ρήτρα 5 του παραρτήματος της αυτής οδηγίας ορίζεται, ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση, που ΅πορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συ΅βάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισ΅ένου χρόνου, τα κράτη ΅έλη, ύστερα από διαβουλεύσεις ΅ε τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νο΅οθετικά ΅έτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λα΅βάνουν κατά τρόπο, που να λα΅βάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών το΅έων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα ΅έτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους, που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συ΅βάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη ΅έγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συ΅βάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισ΅ένου χρόνου, γ) τον αριθ΅ό των ανανεώσεων τέτοιων συ΅βάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης, τα κράτη ΅έλη, ύστερα από διαβουλεύσεις ΅ε τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, με ποιές συνθήκες οι συ΅βάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισ΅ένου χρόνου α) θεωρούνται διαδοχικές και β) χαρακτηρίζονται συ΅βάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Η παραπάνω Οδηγία ως εκ της ΅ορφής των πιο πάνω διατάξεών της, οι οποίες δεν είναι σαφείς και ορισ΅ένες, δεν παρέχει δυνατότητα άμεσης επίκλησης των διατάξεων αυτών επί ΅η έγκαιρης ΅ετεγγραφής αυτής στην εθνική έννο΅η τάξη, όπως συνέβη εν προκειμένω, όπου η οφειλόμενη προσαρμογή στην εν λόγω Οδηγία έγινε καθυστερημένα ΅ε το ΠΔ 81/2-4-2003 για τους εργαζόμενους ΅ε συ΅βάσεις εργασίας ορισ΅ένου χρόνου στον ιδιωτικό το΅έα και ΅ε το ΠΔ 164/19-7-2004 για τους εργαζόμενους στο δη΅όσιο το΅έα, ανεξάρτητα από το ότι η εν λόγω οδηγία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισ΅ό των συ΅βάσεων εργασίας ορισ΅ένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συ΅βάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την, από 15-3-2004, αγωγή τους, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει των αναφερομένων εγγράφων συμβάσεων που συνήψαν με τα Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία "Ελληνική Φίλαθλος Ομοσπονδία Αντισφαίρισης και Ελληνική Ιστιοπλοϊκή Ομοσπονδία" και στη συνέχεια με τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού - Ελληνικό Δημόσιο, τις οποίες χαρακτήριζαν ως ορισμένου χρόνου, αλλά στην πραγματικότητα ήταν αορίστου χρόνου, αφού με την εργασία των κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, προσλήφθηκαν, προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως γυμναστές σε σωφρονιστικά ιδρύματα ή ψυχιατρεία. Ειδικότερα ότι, προσλήφθηκαν και παρείχαν υπηρεσία: 1) Ο πρώτος, από 10/1/1994 - 31/8/1995, 16/11/1994 - 31/7/1995, 1/2/1996 - 15/6/1996, 14/10/1996 -13/6/1997, 5/1/1998 - 31/7/1998, 11/1/1999 - 31/7/1999, 1/11/ 1999 - 31/5/2000, 14/5/2001 - 31/7/2001, 1/9/2001 - 15/2/2002, 1/10/2002 - 31/5/2003 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 2) Ο δεύτερος, από 10/1/1994 - 30/6/1994, 17/11/1994 - 31/5/1995, 1/2/1996 - 15/6/1996, 14/10/1996 - 13/6/1997, 5/1/1998 -31/7/ 1998, 11/1/1999 - 31/7/1999, 1/11/1999 - 28/7/2000, 14/5/2001 - 15/2/2002, 1/10/2002 - 31/5/2003, 24/11/2003 - 24/7/2004. 3) Ο τρίτος, από 16/11/1994 - 31/7/1995, 1/2/1996 - 31/7/1996, 8/10/1996 - 31/7/1997, 10/12/1997 - 31/7/1998, 1/12/1998 -31/7/1999, 2/11/1999 - 29/7/2000, 14/5/2002 - 14/12/2002, 1/10/2002 - 31/5/2002 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 4) Ο τέταρτος, από 5/2/1996 - 15/6/1996, 16/10/1996 - 11/7/1997, 8/2/1997 - 30/6/1998, 14/12/1998 - 31/7/1999, 8/11/1999 -28/7/2000, 14/5/2001 - 14/1/2002, 1/10/2002 - 31/5/2003 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 5) Ο πέμπτος, από 5/2/1996 -31/7/1996, 16/10/1996 - 11/7/1997, 8/12/1997 - 30/6/1998, 4/12/1998 - 31/7/1999, 8/11/1999 - 29/7/2000, 14/5/2001 -14/1/2002, 1/10/2002 - 31/5/2003 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 6) Ο έκτος, από 1/11/1996 - 31/7/1997, 10/12/1997 - 31/7/1998, 1/12/1998 - 31/7/1999, 14/5/2001 - 14/2/2002, 1/10/2002 -31/5/2003 και 24/11/2003 - 24/6/2004. 7) Ο έβδομος, από 5/2/1996 - 15/6/1996, 16/10/1996 - 11/7/1997, 8/12/1997 -30/6/1998, 14/12/1998 - 31/7/1999, 8/11/1999 - 9/7/2000, 14/5/2001 - 14/1/2002, 1/10/2002 - 31/5/2003 και 24/11/2003 -24/7/2004. 8) Ο όγδοος, από 1/4/1996 - 30/6/1996, 15/10/1996 - 13/6/1997, 1/12/1997 - 31/7/1998, 4/1/1999 - 30/6/1999, 15/11/1999 - 29/7/2000, 1/12/2000 - 30/6/2001, 7/1/2002 -29/6/ 2002 και 1/11/2002 - 30/6/2003. 9) Ο ένατος, από 21/5/2001 -21/6/2001, 1/9/2001 - 31/3/2002 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 10) Ο δέκατος, από 1/2/1996 - 31/7/1996, 8/10/1996 -18/7/1997, 1/12/1997 - 31/7/1998, 1/12/1998 - 31/7/1999, 2/11/ 1999 - 29/7/2000, 14/5/2001 - 14/2/2002, 1/10/2002 - 31/5/2003 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 11) Ο ενδέκατος, από 1/10/2003 -31/5/2003 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 12) Ο δωδέκατος, από 21/1/2002 - 30/6/2002, 1/10/2002 - 15/6/2003 και 24/11/2003 -24/7/2004. Και 13) Ο δέκατος τρίτος, από 1/2/1994 - 10/6/1994, 5/12/1994 - 31/5/1995, 5/2/1996 - 31/7/1996, 16/10/1996 -13/6/ 1997 και 24/11/2003 - 24/72004. Ότι οι ανωτέρω συμβάσεις στην πραγματικότητα αποτελούσαν μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, αφού από την έναρξη της εργασιακής τους σχέσης σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών με μικρές διακοπές εργαζόταν καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσιβλήτου, ο χαρακτηρισμός δε αυτών ως ορισμένου χρόνου έγινε προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, επικαλούμενοι, άμεσο έννομο συμφέρον, ενόψει της αμφισβήτησης εκ μέρους του εναγομένου ήδη αναιρεσίβλητου, της πραγματικής φύσης της εργασιακής τους σχέσης, ζήτησαν ν' αναγνωρισθεί ότι συνδέονται εξ αρχής με το εναγόμενο με ενεργό ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Με ΅ε αυτό το περιεχό΅ενο η εν λόγω αγωγή, Α) Ως προς τους αναιρεσείοντες Μ. Κ., (ένατο), Π. Α. (ενδέκατο) και Π. Ε. (δωδέκατο), που προσλήφθηκαν, αντίστοιχα, την 21/5/2001, 1/10/2003 και 21/1/2002, δεν είναι νό΅ι΅η καθόσον οι αναφερό΅ενες σ' αυτή συ΅βάσεις εργασίας καταρτίσθηκαν, ως ορισ΅ένου χρόνου, μετά την ισχύ των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 και ισχύουν από 18-4-2001, βάσει των οποίων απαγορεύεται η ΅ετατροπή τους σε συ΅βάσεις αορίστου χρόνου και Β) Ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες, αν και οι επίμαχες διαδοχικές σχέσεις εργασίας αυτών, οι οποίες, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αγωγή και προαναφέρθηκαν, καταρτίστηκαν πριν την 18-4-2001, μπορούσαν μεν, να προσλάβουν, ενιαία, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενό της, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, πλην όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αγωγή και ως προς αυτούς δεν είναι νόμιμη, αφού, κατά τα εκτιθέμενα σ' αυτήν, μεταξύ των ως άνω συμβάσεων μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα, υπερβαίνοντα τους τρείς μήνες, χωρίς να γίνεται επίκληση στην αγωγή ότι, κατά το ενδιάμεσο αυτό χρονικό διάστημα ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του, οι αναιρεσείοντες αυτοί συνέχιζαν να παρέχουν την εργασία τους, έστω και με άκυρη σύμβαση εργασίας.
Συνεπώς, οι ως άνω συμβάσεις και αυτών των αναιρεσειόντων δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, ενιαία, ως διαδοχικές συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ούτε με τις διατάξεις του ν. 2112/ 1920, ούτε με τις διατάξεις του ΠΔ 164/2004, αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του εν λόγω Προεδρικού Διατάγματος (ΑΠ 79/2013). Επομένως, το Εφετείο το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, η αγωγή δεν είναι νόμιμη, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, και απέρριψε την έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή, σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε και δεν παραβίασε, κατ' αποτέλεσμα, τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/ 1920, τη ρήτρα 5 του παραρτήματος Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 και όλοι οι λόγοι της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του KΠολΔ είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 29-5-2012, αίτηση των αναιρεσειόντων, για την αναίρεση της 1574/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ